Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Πολύ δύσκολο φαίνεται το να καταλήξει σε ένα
οριστικό συμπέρασμα η συζήτηση για το κατά πόσο ξεπεράστηκε η κρίση που έκανε
την εμφάνιση της το Σεπτέμβριο του 2009 με αφορμή την κατάρρευση της Lehman
Brothers.
Ένα
στοιχείο, ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο και ισχύει από τη μια άκρη του δυτικού
κόσμου, που επλήγη προνομιακά από την κρίση, έως την άλλη: Ότι οι εργαζόμενοι
έγιναν φτωχότεροι, ότι η θέση τους το 2013 έχει υποβαθμιστεί σημαντικά σε
σύγκριση με το 2009. Ακόμη, επομένως, και να ξεπεράστηκε η κρίση, όπως διατείνονται
οι πιο αισιόδοξοι, αυτό έγινε σε βάρος των μισθών, του επιπέδου απασχόλησης και
της σταθερότητας των εργασιακών σχέσεων που απολαμβάνει η κοινωνική πλειοψηφία.
Διπλάσια ανεργία στις ΗΠΑ
Στις
ΗΠΑ (απ” όπου ξεκίνησε η κρίση) η ανεργία τον Αύγουστο του 2013 έφτασε το 7,3%,
πλήττοντας 11,3 εκατομμύρια εργαζόμενους. Εξακολουθεί, δηλαδή, να βρίσκεται σε
σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από κει που βρισκόταν το 2007 και το 2008 (4,6% και
5,8% αντίστοιχα). Η πραγματική ανεργία, ωστόσο, είναι πολύ μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα
να είναι εντελώς λάθος ένα συμπέρασμα που θα υποστηρίζει ότι σε σύγκριση με την
Ευρωζώνη, όπου τον Ιούλιο του 2013 η ανεργία έφτασε το 12,1 % (όταν το 2007 και
το 2008 ήταν 7,6%), οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη θέση.
Η
ανεργία στις ΗΠΑ είναι υψηλότερη από το ποσοστό που καταγράφουν οι στατιστικές
λόγω του ότι χιλιάδες άνθρωποι που αναζητούν δουλειά επί μακρόν απογοητεύονται
και στο τέλος τα παρατάνε. Ανέφερε στους New York Times το Σαββατοκύριακο 7-8
Σεπτεμβρίου ειδικός του Γραφείου Στατιστικών Ερευνών: «Αν η συμμετοχή του
εργατικού δυναμικού είχε παραμείνει σταθερή στις ΗΠΑ, το ποσοστό ανεργίας θα
είχε αυξηθεί. Αν είχε παραμείνει στο επίπεδο του 66%, το μέσο όρο του 2007, ο
αριθμός των ανέργων θα είχε αυξηθεί δραματικά κατά 6,5 εκατομμύρια επιπλέον
άτομα. Σε αυτή την περίπτωση το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ θα κυμαινόταν στο
11,2%, όχι πολύ μακριά από το επίπεδο της Ευρωζώνης».
Με
άλλα λόγια, το επίπεδο απασχόλησης όχι απλά δεν έχει επιστρέψει στα προ κρίσης
επίπεδα, αλλά είναι σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό το
στοιχείο που υποδηλώνει τη σοβαρή επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων στην
άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Οι Αμερικανοί που συμμετέχουν στα προγράμματα συσσιτίων, παραλαμβάνοντας κάθε μέρα ένα κουτί με βασικά είδη διατροφής αξίας 4,45 δολαρίων, φτάνουν πλέον τα 48 εκατομμύρια (σε ένα σύνολο 316,8 εκατομμυρίων κατοίκων), όταν το 2007 ήταν 26 εκατομμύρια. Διπλασιάστηκε, επομένως, σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών που δεν έχουν να φάνε και περιμένουν από το κράτος για να μην πάθουν υποσιτισμό.
Οι Αμερικανοί που συμμετέχουν στα προγράμματα συσσιτίων, παραλαμβάνοντας κάθε μέρα ένα κουτί με βασικά είδη διατροφής αξίας 4,45 δολαρίων, φτάνουν πλέον τα 48 εκατομμύρια (σε ένα σύνολο 316,8 εκατομμυρίων κατοίκων), όταν το 2007 ήταν 26 εκατομμύρια. Διπλασιάστηκε, επομένως, σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών που δεν έχουν να φάνε και περιμένουν από το κράτος για να μην πάθουν υποσιτισμό.
Το
εξοργιστικό είναι ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι Ρεπουμπλικάνοι από την αύξηση
των εγγεγραμμένων στις «λίστες της πείνας» δεν είναι ότι η άλλη όψη του
νομίσματος με το οποίο σώθηκαν οι τράπεζες είχε την πείνα εκατομμυρίων
ανθρώπων, αλλά η… επέκταση του κράτους. Και ζητούν την αυστηροποίηση των
κριτηρίων ώστε να μειωθούν οι σχετικές δαπάνες, που ανέρχονται στα 80 δις
δολάρια ετησίως. Η απόφαση αυτή, που είναι ειλημμένη και θα ψηφιστεί το
Νοέμβριο, θεωρείται σίγουρο ότι θα δημιουργήσει μια επίπλαστη εικόνα για την
κατάσταση των εργαζομένων και ανέργων στην Αμερική, καθώς σταδιακά οι
εγγεγραμμένοι στις «λίστες της πείνας» θα μειώνονται.
Δεν
περνά, ωστόσο, απαρατήρητη η επιλεκτικότητα με την οποία οι συντηρητικοί
εξετάζουν κάθε φορά τη διόγκωση του κράτους. Έτσι, ενώ εξανίστανται με την
αύξηση του αριθμού όσων σιτίζονται από το κράτος, ποιούν την νύσσαν για το
διπλασιασμό των κονδυλίων που χρηματοδοτούν την κατασκοπεία από την 11 η
Σεπτεμβρίου του 2001 μέχρι σήμερα, που έχουν φτάσει τα 53 δις δολάρια!
Προφανώς οι κρατικές χρηματοδοτήσεις στο κρατικοδίαιτο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα είναι ευχή. Κατάρα είναι τα συσσίτια των φτωχών…
Προφανώς οι κρατικές χρηματοδοτήσεις στο κρατικοδίαιτο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα είναι ευχή. Κατάρα είναι τα συσσίτια των φτωχών…
Αποτέλεσμα
αυτής της πολιτικής, όπως τόνιζε ο προοδευτικός νομπελίστας οικονομολόγος Πολ
Κρούγκμαν στη στήλη του στους New York Times στις 24 Σεπτεμβρίου, είναι από το 2009 μέχρι το 2012 το
πραγματικό εισόδημα του 1 % που βρίσκεται στην κορυφή της εισοδηματικής
κλίμακας να έχει αυξηθεί κατά 31 %, ενώ το πραγματικό εισόδημα του 40% που
βρίσκεται στη βάση της εισοδηματικής κλίμακας να έχει μειωθεί κατά 6%.
Η λίρα δεν τους έσωσε
Εξίσου
καθαρή είναι η εικόνα για τους χαμένους και τους κερδισμένους της κρίσης και
στην από δω μεριά του Ατλαντικού.
Πριν απ” όλα να σταθούμε στη χώρα που την ενώνουν τόσα πολλά πράγματα με τις ΗΠΑ, αλλά τη χωρίζει η γλώσσα, όπως έλεγε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Στην Αγγλία -το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 6% πριν από την κρίση σε σχεδόν 8% τώρα- το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο (TUC) εκτιμά ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ο μέσος μισθός έχει μειωθεί κατά 6,3%, ενώ οι 4 στις 5 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από το 2010 είναι σε κλάδους με χαμηλές αμοιβές. Ανεξάρτητη δε μελέτη που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, με τίτλο «Pay Britain 2013», υπογραμμίζει τους κινδύνους που δημιουργεί η διαμόρφωση ενός εργατικού δυναμικού δύο ταχυτήτων, με τη ραγδαία εξάπλωση χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, όπως χαρακτηρίζονται αυτές που πληρώνονται με τα δύο τρίτα της ακαθάριστης ωριαίας αμοιβής, η οποία ανέρχεται στις 7,44 βρετανικές λίρες.
Πριν απ” όλα να σταθούμε στη χώρα που την ενώνουν τόσα πολλά πράγματα με τις ΗΠΑ, αλλά τη χωρίζει η γλώσσα, όπως έλεγε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Στην Αγγλία -το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 6% πριν από την κρίση σε σχεδόν 8% τώρα- το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο (TUC) εκτιμά ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ο μέσος μισθός έχει μειωθεί κατά 6,3%, ενώ οι 4 στις 5 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από το 2010 είναι σε κλάδους με χαμηλές αμοιβές. Ανεξάρτητη δε μελέτη που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, με τίτλο «Pay Britain 2013», υπογραμμίζει τους κινδύνους που δημιουργεί η διαμόρφωση ενός εργατικού δυναμικού δύο ταχυτήτων, με τη ραγδαία εξάπλωση χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, όπως χαρακτηρίζονται αυτές που πληρώνονται με τα δύο τρίτα της ακαθάριστης ωριαίας αμοιβής, η οποία ανέρχεται στις 7,44 βρετανικές λίρες.
Συμπεράσματα
για την επιδείνωση των εργατικών αμοιβών μετά την κρίση προσφέρει και η εξής
σύγκριση: Ενώ το 2007 το 59% των εργαζομένων σε ξενοδοχεία και εστιατόρια και
το 33% των εργαζομένων στο λιανικό εμπόριο αμείβονταν με μισθούς κάτω του
ελάχιστου αναγκαίου για να ζει ένας σύγχρονος άνθρωπος, τώρα τα ποσοστά αυτά
αυξήθηκαν στο 68% και 39% αντίστοιχα.
Από
το 2007 μέχρι σήμερα έχει μειωθεί σημαντικά και το μέσο -ο διάμεσος για την
ακρίβεια, όχι δηλαδή ο μέσος όρος- ωρομίσθιο, που από 8,5 βρετανικές λίρες έχει
οδηγηθεί στις 8.
Ψευδείς εντυπώσεις για την ευημερία ή την κατανομή των ωφελημάτων δημιουργεί επίσης η αύξηση του ΑΕΠ στην Αγγλία, που φέτος αναμένεται να φτάσει το 2,5%.
Ψευδείς εντυπώσεις για την ευημερία ή την κατανομή των ωφελημάτων δημιουργεί επίσης η αύξηση του ΑΕΠ στην Αγγλία, που φέτος αναμένεται να φτάσει το 2,5%.
«Ελάχιστες
εταιρείες προσλαμβάνουν προσωπικό, παρά την αυξανόμενη εμπιστοσύνη. Τα
περισσότερα κέρδη στο προϊόν φαίνεται να προέρχονται από την αυξημένη
παραγωγικότητα της εργασίας», τόνιζαν οι Financial Times σε editorial τους στις
7 Σεπτεμβρίου.
Μια
πιο σφαιρική και έγκυρη εικόνα για την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων στη
Γηραιά Αλβιώνα δίνει η μείωση του μεριδίου των μισθών στο εθνικό εισόδημα, που
από 65% το 1973 έχει φτάσει το 53%, ενώ την ίδια ώρα το μερίδιο που καταλήγει
σε κέρδη, μερίσματα και κεφάλαιο έχει αυξηθεί.
Εργαζόμενοι δύο ταχυτήτων στη Γερμανία
Η
ίδια ακριβώς εξέλιξη, με τη διχοτόμηση του εργατικού δυναμικού, παρατηρείται
και στη Γερμανία, όπου το επίπεδο των αμοιβών βρέθηκε στο επίκεντρο της
προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Η
πρόταση, συγκεκριμένα, που τέθηκε πολλές φορές στο τραπέζι ήταν να καταργηθούν
οι «μίνι δουλειές», όπως αποκαλούνται οι κακοαμειβόμενες θέσεις εργασίας που
δημιούργησε προ δεκαετίας ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ,
εξασφαλίζοντας στους εργαζόμενους έναν αφορολόγητο μισθό ύψους έως 450 ευρώ.
Λιγότερα, δηλαδή, μπορεί να κερδίσει ο εργαζόμενος αν απασχολείται πολύ λίγες
ώρες, όχι όμως περισσότερα! Στη θέση του, δε, να εισαχθεί ο ελάχιστος μισθός
όπως ισχύει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Για παράδειγμα, το κόμμα της
Αριστεράς ζητούσε 10 ευρώ την ώρα.
Ο
εκλογικός θρίαμβος της Μέρκελ και το σθένος με το οποίο υπερασπίζεται ακόμη και
τώρα το SPD τα μέτρα ευελιξίας της αγοράς εργασίας -αποδεικνύοντας ότι δεν
πρόκειται για μέτρα προσωρινού χαρακτήρα που θα αρθούν όταν ανακάμψει η
οικονομία, όπως σχεδόν παντού λέγεται στο στάδιο της ιδεολογικής προετοιμασίας-
καθιστούν βέβαιο ότι οι «μίνι δουλειές» θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Έτσι,
η ατμομηχανή της Ευρώπης, η Γερμανία, έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό με ένα από
τελευταία της βαγόνια, τη Λιθουανία: Είναι οι μοναδικές χώρες με τόσο μεγάλο ποσοστό
χαμηλά αμειβομένων στο σύνολο των εργαζομένων. Στη Γερμανία, ενδεικτικά, το 25%
κερδίζει λιγότερα από 9,54 ευρώ την ώρα. Επομένως, η μείωση της ανεργίας από
7,8% το 2008 σε 5,3% τώρα δεν σημαίνει ότι αυξήθηκε το εισόδημα και το βιοτικό
επίπεδο των εργαζομένων.
Εν κατακλείδι, η κρίση άφησε τους εργαζόμενους και στα τρία κέντρα
συσσώρευσης του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου (ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία) πιο
φτωχούς, με μικρότερους μισθούς. Αυτό προφανώς ήθελαν να πουν όσοι από το 2009
ακόμη χαρακτήριζαν την κρίση «ευκαιρία»…
Πηγή : Επίκαιρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου