Νέα Πολιτική
του Δημήτρη Μιχαλόπουλου ♦
«Αυτό θα το γράφατε;», τον ρώτησα (με μια υποψία θράσους). «Γιατί; Αμφιβάλλεις;» μου απάντησε γελαστά… Και συνέχισε: «Εσύ πάντως μάθε να μη πιστεύεις τίποτα. Ειδικά άμα ακούς για ηρωισμούς, πράξεις αυτοθυσίας κ.λπ.». Και μετά – με τον λανθανόντως ειρωνικό του τόνο: «Και για να μη κάθεσαι να περιμένεις και να ψάχνεις εδώ κι εκεί, σου δηλώνω ότι το έχω ήδη γράψει».
Τότε μόνο πρόσεξα πως, στο γραφείο πίσω από το οποίο καθόταν, υπήρχε μία μικρή, τακτοποιημένη στοίβα βιβλίων, που την έσπρωξε προς το μέρος μου. «Εδώ θα βρεις αυτό που ζητάς», μου είπε, ενώ τα μάτια του έπαιρναν έκφραση ειρωνικής αγαθότητας. «Και επειδή νέος είσαι, πρέπει να μάθεις να κουράζεσαι. ψάξε λοιπόν και βρες μόνος σου πού ακριβώς είναι αυτό που σου είπα».
Τα βιβλία ήταν οι λόγοι του κατά τον μετά την μεταπολίτευση του 1974 δημόσιο βίο του ¹. Τα πήρα προσεχτικά και σηκώθηκα να φύγω. «Το κατάλαβες;» με ξαναρώτησε. «Επειδή είσαι ιστορικός, μάθε να μη πιστεύεις τίποτα – ειδικά όταν πρόκειται για τη Νεώτερη Ελλάδα».
Αμέσως μόλις επέστρεψα στο δικό μου γραφείο, άρχισα να ψάχνω το δώρο του. Το βρήκα πολύ γρήγορα: Η Ιστορία, είχε πει στις 27 Οκτωβρίου 1980, όταν δεν είναι παραμορφωμένη όπως η δική μας, είναι το καλύτερο μάθημα για τους πολίτες μιας χώρας². Αλλά βέβαια, όπως ο ίδιος έσπευσε να μου εξηγήσει λίγες μέρες μετά, καθώς τον υπέβαλα σε καταιγισμό ερωτήσεων διευκρινιστικού χαρακτήρα, όταν έλεγε παραμορφωμένη, εννοούσε «πλαστογραφημένη» – και μάλιστα για λόγους πολιτικώς ιδιοτελείς.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ευθύς αμέσως μου ανέθεσε την επιμέλεια και καταλογογράφηση των δικών του αρχείων, η έκδοση των οποίων ήδη προετοιμαζόταν. Τον απασχολούσε πολύ η υστεροφημία του… και ήθελε να φτιάξει Ίδρυμα που θα εξελισσόταν, μετά τον θάνατό του, σε κέντρο έρευνας της Σύγχρονης Ιστορίας του τόπου μας.
Η δουλειά ήταν συναρπαστική. την ανέλαβα λοιπόν με μεγάλη προθυμία, οπότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας μού ανέθεσε και άλλο καθήκον, εμφανώς συναρπαστικώτερο: να τηρώ τα πρακτικά των συναντήσεων που γίνονταν για ιστορικά θέματα και να καταγράφω τις απόψεις που απροσδόκητα αλλά πολύ συχνά διατύπωνε πάνω σε καίρια ζητήματα του πολιτικού μας βίου. Έμεινα στα κτήρια της Ηρώδου Αττικού και της οδού Στησιχόρου μέχρι τον Οκτώβριο του 1982, οπότε εκλέχτηκα και διορίστηκα επιμελητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι επαφές μου όμως μαζί του συνεχίστηκαν για έξι χρόνια ακόμα, μέχρι το 1988. και στο διάστημα αυτό μπόρεσα να γνωρίσω καλά την ψυχοσύνθεσή του και, κατά συνέπεια, τη νοοτροπία αλλά και την προσωπική του ιστορία.
Το πρελούδιο της ανόδου του
Πρέπει να αναζητηθεί στα Δεκεμβριανά του 1944. Το Ε.Α.Μ., μέχρι τότε, ήταν το χαϊδεμένο παιδί των Βρεταννών³. Οι ιθύνοντές του, όμως, δεν έστερξαν να καταλάβουν την ισχύ και εμβέλεια του δόγματος MacKinder: «Εάν η Δύναμη η οποία κατέχει το κέντρο της Ευρασίας αποκτήσει πρόσβαση σε παραθαλάσσιες περιοχές, τότε αυτομάτως θέτει υποψηφιότητα παγκόσμιας κυριαρχίας». Οι Βρεταννοί, συνεπώς, και οι Αμερικανοί, εκτελεστικά τους όργανα, ήταν διατεθειμένοι να δώσουν πάρα πολλά στην Ρωσσία του Στάλιν, εκτός από ένα: την Ελλάδα. Έτσι, το κρίσιμο φθινόπωρο του 1944, έγιναν, με ταχύτητα περίπου κινηματογραφική, τα ακόλουθα:
1. Τον Σεπτέμβριο, με πρωτοβουλία του Τσώρτσιλ, οι Βρεταννοί και οι Γερμανοί συμφώνησαν στην Λισσαβώνα οι μεν πρώτοι να αφήσουν τους δεύτερους να φύγουν ανενόχλητοι από τη χώρα μας και οι δεύτεροι να «κληροδοτήσουν» στους πρώτους σχεδόν ολόκληρο τον μηχανισμό των –κυρίως ιδιοτελών– συνεργατών τους5. Παράλληλα, όμως, οι Γερμανοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να παραδώσουν «άθικτη και με συνοπτικές διαδικασίες» την Θεσσαλονίκη στους Βρεταννούς, ώστε οιονεί αυτομάτως να αποφευχθεί ο «κίνδυνος καθόδου» γενικώς σλαυϊκών Δυνάμεων στις ακτές του Αιγαίου.
2. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Τσώρτσιλ πήγε μαζί με τον Ήντεν στη Μόσχα, όπου, τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Οκτωβρίου, στο Κρεμλίνο, συμφωνήθηκε η υπαγωγή της Ελλάδας στην αγγλοαμερικανική σφαίρα επιρροής. Αυτή η συμφωνία υπήρξε η ουσιωδέστερη από όσες έγιναν στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – και μπροστά της εκείνη «της Γιάλτας» δεν ήταν, στην ουσία, παρά είδος ανούσιας, κοσμικής συγκέντρωσης των τότε ιθυνόντων του κόσμου μας.
3. Μετά από αυτά, εκείνο που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν η πάταξη και στην συνέχεια εξουδετέρωση/εξόντωση του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ.. και αυτό όχι λόγω του «κομμουνιστικού κινδύνου» που εκπροσωπούσε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση του Ελληνικού Λαού, αλλά διότι τυχόν επικράτηση του Ε.Α.Μ. και των «κλάδων» του θα σήμαινε καθοριστική ενίσχυση της σοβιετικής (=ρωσσικής) επιρροής στην χώρα μας, άρα παραβίαση του δόγματος MacKinder. Ο άνθρωπος που επιλέχτηκε «για να κάνει την δουλειά» ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον οποίο οι Γερμανοί, ήδη κατά τα χρόνια της Κατοχής, θεωρούσαν ως τον «άνθρωπο του μέλλοντος» στην Ελλάδα7. Το κύριο –εάν όχι μοναδικό του– προσόν; Ήταν ο μόνος τον οποίο οι Βρεταννοί εκείνη την περίοδο θεωρούσαν ως «ειλικρινά αγγλόφιλο»8. Ο Παπανδρέου όμως τα έκανε θάλασσα. Ενώ είχε πάρει μεγάλα χρηματικά ποσά (7.000 λίρες συγκεκριμένα9), και ενώ τα πάντα είχαν καταστρωθεί επιμελώς από τους Βρεταννούς, αυτός, αντί να συντρίψει σε όφελος των ιθυνόντων του Λονδίνου το Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. με μία και μόνη κίνηση, προξένησε με την αβελτηρία του τέτοιο χάος, ώστε οι μάχες που ξέσπασαν στην Αθήνα στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944 δεν σταμάτησαν παρά έναν μήνα αργότερα, και αφού χρειάστηκε να έρθει ο ίδιος ο Τσώρτσιλ στην Αθήνα, να πυροβοληθεί από ελεύθερους σκοπευτές κ.λπ.
Το σχέδιο συγκεκριμένα είχε ως εξής: την περίφημη διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου 1944 αρχικώς την επέτρεψε και μετά την απαγόρευσε η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου – υπό διάφορα προσχήματα βέβαια, έτσι ώστε, όμως, να εξαφθεί η οργή των επίδοξων διαδηλωτών. Το πρωί εκείνης της ημέρας, στις 10.30΄συγκεκριμένα, καθώς τα πλήθη του Ε.Α.Μ. κατέβαιναν στο Σύνταγμα και περνούσαν μπροστά από το κτήριο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας 6, όπου τότε διέμενε ο Γ. Παπανδρέου, το πρόσωπο αυτού του τελευταίου έγινε –όπως ευχερώς μπορούσε να περιμένει κανείς– αντικείμενο αποδοκιμασίας κραυγαλέας. Το σχέδιο, λοιπόν, αριστοτεχνικά επεξεργασμένο πάνω στο πρότυπο της Ματωμένης Κυριακής (22 Ιανουαρίου 1905) στην πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων στην Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε της Ρωσσίας, προέβλεπε ανταπόδοση με πυρά της εκεί φρουράς των κατά του Γ. Παπανδρέου «ύβρεων». Την εν λόγω φρουρά όμως την αποτελούσαν υπάλληλοι της Αστυνομίας Πόλεων, διαβρωμένης σε μεγάλο βαθμό από το Ε.Α.Μ., που πυροβόλησαν μεν αλλά κυρίως με άσφαιρα πυρά δε10. Έτσι οι διαδηλωτές μπόρεσαν να φτάσουν στο Σύνταγμα, όπου και πάλι οι αστυνομικοί δίστασαν να κάνουν χρήση ένσφαιρων πυρών… οπότε η κατάσταση προσέλαβε διαστάσεις αυτόχρημα ιλαροτραγικές: ο Άγγελος Έβερτ, αστυνομικός διευθυντής Αθηνών εκείνη την εποχή, όχι μόνο έδωσε ο ίδιος διαταγή να χτυπηθούν οι διαδηλωτές11, αλλά, ντυμένος όπως-όπως μόνο με «λευκό πουκάμισο και χακί παντελόνι», βγήκε από την έδρα της Αστυνομίας στον δρόμο και κραυγάζοντας: Πυροβολήστε λοιπόν τους παλιανθρώπους! άρχισε να χτυπάει με ριπές αυτομάτου τον κόσμο12. Έκανε δηλαδή ο Έβερτ ό,τι είχε φοβηθεί να κάνει ο Παπανδρέου – και το τι επακολούθησε είναι πια πασίγνωστο και δεν χρειάζεται να επαναληφθεί εδώ.
Δεινή όμως υπήρξε η θέση των Βρεταννών ιθυνόντων. Πράγματι, ενώ μια χαρά τα είχαν βρει, ως προς την Ελλάδα, και με τον Χίτλερ και με τον Στάλιν, η παροιμιώδης «ασχετοσύνη» της «νεοελληνικής πολιτικής ελίτ» τους ανάγκαζε να υποβληθούν στις περιπέτειες μιας πλήρους ελληνικής εμφύλιας σύρραξης. Ο Παπανδρέου, κατά συνέπεια, έπρεπε να διωχτεί το ταχύτερο δυνατόν – όπως και πράγματι έγινε, στις αρχές Ιανουαρίου του 1945. Ποιός όμως θα μπορούσε να αναλάβει, αποτελεσματικά και υπεύθυνα, τον κρίσιμο ρόλο της διασφάλισης των αγγλοαμερικανικών συμφερόντων στην Ελλάδα; Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος; Όχι, διότι –προφανώς λόγω της στάσης του στο Βορειοηπειρωτικό– οι Βρεταννοί έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν ως «πολύ διανοούμενο» και, κατά συνέπεια, ακατάλληλο για πολιτικό13. Μήπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος; Ούτε αυτός, επειδή, «εάν δεν είχε το επώνυμο του πατέρα του, το μόνο πεδίο όπου θα μπορούσε να διαπρέψει ήταν η χαρτοπαιξία» (συγκεκριμένα το μπριτζ)14. Ο Ναπολέων Ζέρβας; Με τίποτα, διότι, παρά την συμπάθεια που ενέπνεε η προσωπικότητά του, δεν ήταν παρά ένας «παλιάνθρωπος» (rascal), ο οποίος είχε «ιδιοποιηθεί» σημαντικό μέρος των χρυσών λιρών που του έδωσαν οι Άγγλοι στην διάρκεια της Κατοχής15. Ο Νικόλαος Πλαστήρας; Όλοι –εκτός από τους Έλληνες βέβαια– γνώριζαν τον πολύ άσχημο ρόλο που είχε παίξει, τον Αύγουστο του 1922, στο μικρασιατικό μέτωπο16. Επιπλέον, ήταν ιδεολογικώς ανεμόμυλος: εμφανιζόταν πότε ως «δημοκράτης», πότε υιοθετούσε φασιστική ιδεολογία, μετά ξαναγινόταν «δημοκράτης» κ.ο.κ. Οι Άγγελος Έβερτ, τέλος, και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός δεν ήταν «άνθρωποι των Άγγλων», όπως γενικώς πιστεύεται17. Πράγματι, υπήρξαν άνθρωποι αυτών που κινούνταν πίσω από τους Άγγλους και, στην διάρκεια της Κατοχής, δραστικώς συνέβαλαν στην επαφή των δύο εμπόλεμων πλευρών στο κατ’ εξοχήν στρατηγικώς καίριο σημείο της Ευρώπης που είναι η δική μας χώρα18.
Έτσι, η αναζήτηση, που άρχισε ήδη τον Δεκέμβριο του 1944, έμελλε να καταλήξει, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σε αυτό, βέβαια, καθοριστικώς συνέβαλαν και ορισμένες διαπιστώσεις που είχαν γίνει κατά την διάρκεια των ετών 1946-1949: α) η νίκη του Εθνικού Στρατού σε βάρος του Δημοκρατικού είχε καθυστερήσει πολύ λόγω της ανυπαρξίας στην Ελλάδα «καλού οδικού δικτύου»19, β) η φτώχεια της Ελλάδας οφειλόταν σε «οργανικές αδυναμίες της χώρας»20 και γ) ο ελληνικός οικονομικός βίος ήταν –απλούστατα!– «εξωφρενικός»21. Ο νέος πολιτικός, λοιπόν, που θα έπρεπε, υπό την αιγίδα και καθοδήγηση των Αγγλοαμερικανών, να αναλάβει την διακυβέρνηση των Νεοελλήνων έπρεπε να είναι όχι μόνο –σε αντίθεση με το πολιτικό κατεστημένο– στοιχειωδώς τίμιος και εργατικός αλλά και ιδιαίτερα ικανός σε θέματα οδοποιίας.
Αυτό ακριβώς ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής22 – και, αφού έδωσε τις αναγκαίες «εξετάσεις» κατά την διακυβέρνηση της χώρας από τον Αλέξανδρο Παπάγο, έγινε, μετά από σαφέστατη υπόδειξη των «Αμερικανών»23, και με απροκάλυπτη βασιλική παρέμβαση24, πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1955. Το θέμα της εν λόγω απροκάλυπτης παρέμβασης του Στέμματος υποκριτικώς «σοκάρισε» και εξακολουθεί να «σοκάρει» τους νεοέλληνες σχολιαστές των ιστορικών συμβάντων. και τούτο, διότι σε επίσης απροκάλυπτη παρέμβαση του Γεωργίου Α΄ οφειλόταν η πολιτική κατίσχυση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 191025 και σε ανάλογη κίνηση του Γεωργίου Β΄ η πρωθυπουργοποίηση του Ιωάννη Μεταξά τον Απρίλιο του 1936. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η βασική αποστολή του Στέμματος στον πολιτικό βίο των Νεοελλήνων: να διευκολύνουν καθοριστικώς την κατίσχυση των προσώπων που τους υποδεικνύονταν από τις φιλελεύθερες Δυνάμεις της Δύσης και, γενικώς, του Ατλαντικού Κόσμου.
Ο Καραμανλής, πάντως, λόγω χαρακτήρα και των ικανοτήτων του, σε όλη του την ζωή διατήρησε τον φόβο «μήπως του φάει τη θέση» ο Γεώργιος Παπανδρέου πρώτα και ο γιος του Ανδρέας μετά, δεδομένου ότι αυτοί ήταν οι ακραιφνέστεροι και κατ’ εξοχήν αποδεδειγμένοι φίλοι των φιλελεύθερων Δυνάμεων του Ατλαντικού κόσμου. Και, ως γνωστόν, ο φόβος του αυτός επαληθεύτηκε όχι μία αλλά δύο φορές…
Η καταγωγή και η προσωπικότητά του
Ευκαιρία δεν έχανε ο Καραμανλής να διασαλπίζει πως ήταν Μακεδών. Αυτό αποτελούσε «πονηρό» πολιτικό τέχνασμα, πλήρως εναρμονισμένο με την όλη ατμόσφαιρα που καταθλιπτικώς πίεζε την Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά: το ζήτημα ήταν η Μακεδονία – και το μέγα αιτούμενον να αποτραπεί η κατίσχυση των εκεί σλαβικών πληθυσμών καθώς και, ευρύτερα, η κάθοδος σλαυϊκών Δυνάμεων σε μακεδονικές ακτές. Εκθειάζοντας, δηλαδή, την μακεδονική καταγωγή του, ο Καραμανλής προέβαλλε τον εαυτό του ως οιονεί ενσαρκωμένη εγγύηση εκτέλεσης των εντολών των Μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων. και, βέβαια, αυτή η περίφημη «μακεδονική καταγωγή» ερμηνευόταν στο εσωτερικό της χώρας μας ως διαβεβαίωση δυνατότητας πολιτικής και κοινωνικής ανόδου ατόμων που δεν προέρχονταν από τα τζάκια της Παλιάς Ελλάδας, τα οποία είχε θεωρηθεί πως νέμονταν την εξουσία περίπου κληρονομικώς. Αλλά αυτό ειδικά το θέμα είναι μια άλλη ιστορία…
Ενώ το κύριο θέμα μας εδώ και τώρα είναι η πραγματική καταγωγή του Καραμανλή. Ο Μακεδών πολιτικός, λοιπόν, δεν ήταν Μακεδών. Είχε βέβαια γεννηθεί στην Μακεδονία, αλλά σε χωριό το όνομα του οποίου, Κιούπκιοϋ (<Κüpköy= Το χωριό με τα πιθάρια), καταδείκνυε την εκεί ύπαρξη ισχυρού τουρκικού στοιχείου. Τι ήταν, λοιπόν, ο Καραμανλής; Απλώς, αυτό που δηλώνει το επώνυμό του: Καραμανλής (<Karamanlı), δηλαδή άνθρωπος από την Καραμανιά, τα ενδότερα της Μικράς Ασίας.
Στην εν λόγω Καραμανιά τον τόνο έδιναν πληθυσμοί τουρκόφωνοι, που όμως ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. [Αυτό καθόλου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Έστω και αν, ειδικά στην Ελλάδα, οι Τούρκοι έχουν ταυτιστεί με το Ισλάμ, τα πρώτα κύματα Τούρκων που έφτασαν στην Ευρώπη ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Οι Ούγγροι, Τούρκοι στα ελληνικά κείμενα του Μεσαίωνα, αποτελούν παράδειγμα πρόχειρο. Άλλο παράδειγμα είναι οι Γκαγκαούζηδες της Ρουμανίας, που μάλιστα είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι26. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κατάλοιπα τουρκικών πληθυσμών στην Πελοπόννησο – σήμερα πια αισθητά μόνο σε τοπωνύμια: πρόκειται για Τούρκους μισθοφόρους των Ελλήνων του Μεσαίωνα, οι οποίοι, όταν αυτοί οι τελευταίοι ηττήθηκαν από τους Φράγκους, έγιναν… Χριστιανοί Καθολικοί και εγκαταστάθηκαν στην Ηλεία.27] Οι περίφημοι Καραμανλήδες της Μικράς Ασίας, προφανώς όμαιμοι του δικού μας Καραμανλή, μιλούσαν τουρκικά αλλά τα έγραφαν –λόγω εκκλησιαστικής επίδρασης– με ελληνικούς χαρακτήρες.
Δάσκαλος, λοιπόν, ήταν ο Γεώργιος Καραμανλής, πατέρας του Κωνσταντίνου [σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες δάσκαλος όχι της ελληνικής μα της… τουρκικής γλώσσας]28. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μας άλλωστε μιλούσε τουρκικά – λίγα, όπως έλεγε, όταν απευθυνόταν σε ευρύ κύκλο συνομιλητών, αλλά πολλά και καλά, όπως είχε την τάση να εξομολογείται σε μικρό αριθμό στενών συνεργατών του. Είναι –σκοπίμως– ασαφές, πράγματι, εάν κατά τις συναντήσεις του με τον Bülent Ecevit υπήρχε διερμηνέας με καθήκοντα ουσιαστικά ή απλώς «για τα μάτια». Και φυσικά, σε όλο τον πολιτικό του βίο βασική προσπάθειά του υπήρξε η στερέωση μιας πραγματικής ελληνοτουρκικής φιλίας, στα πλαίσια της οποίας και μόνον, όπως –ορθώς!– πίστευε ήταν δυνατόν να επιτευχθεί λύση του Κυπριακού βιώσιμη και καθολικώς επωφελής.
Έχοντας τέτοιες καταβολές, ο Καραμανλής αποτελούσε βροντερή αντίθεση προς την συντριπτική πλειοψηφία –εάν όχι το σύνολο– των συγχρόνων του Ελλήνων πολιτικών. Τον χαρακτήριζε, πράγματι, η χαρακτηριστική βραχυλογία των τουρκόφωνων λαών («Καλό στρατόπεδο είναι εκείνο στο οποίο επικρατεί σιγή», όπως διευκρίνιζαν και οι Οθωμανοί.) Και έτσι είχε την ακαταμάχητη τάση, αντί να επιδίδεται σε ρητορικές εξάρσεις, όπως τα επιφανή μέλη της οικογένειας Παπανδρέου π.χ., να αναλαμβάνει «έργα», τα οποία κατά κανόνα έσπευδε να φέρει σε πέρας. Παράλληλα, ποτέ του δεν χώνεψε τα «δημοκρατικά ιδεώδη» που γενικώς διέπουν τον βίο των Νεοελλήνων. Κατά την διάρκεια της Κατοχής τον περιέβαλε η συμπάθεια των τότε κυβερνήσεων29 – και είναι χαρακτηριστικό το ότι διέφυγε από την Ελλάδα μόλις το 1944, όταν πια είχε αρχίσει η εκκένωση της χώρας μας από τα γερμανικά στρατεύματα30. Επιπλέον, παρά τα όσα ακόμα και σήμερα του καταμαρτυρούνται, φέρθηκε στους κομμουνιστές με τρόπο ηπιότερο από εκείνο των περισσότερων προκατόχων του στην εξουσία. Ακόμη, έφτιαξε το οδικό δίκτυο (για την κατασκευή του οποίου είχε, κυρίως, επιλεγεί από τους [Αγγλο]αμερικανούς) και προσπάθησε, επιχειρώντας να εξαλείψει τις «οργανικές αδυναμίες» του νεοελληνικού βίου, να αλλάξει τη «μοίρα του Λαού μας» και να τον βγάλει (επιτέλους) από την φτώχεια. Το πρακτικό του μυαλό, όμως, δεν του επέτρεπε να «συμμορφωθεί» με τις ατελεύτητες, καταστροφικές φλυαρίες του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. έτσι, διαρρηγνύοντας τον δεσμό του με τους Αμερικανούς, προσπάθησε να στηριχτεί στον Κάρολο Ντε Γκωλ, να προσεταιριστεί το Στράτευμα και να επιβάλει στην Ελλάδα καθεστώς αυταρχικής μορφής. Ήδη από το 1961, πράγματι, θεωρούσε τον Στρατό Ξηράς ως βασικό έρεισμα της εξουσίας του. και αυτό φάνηκε στις περίφημες εκλογές της «βίας και νοθείας». Όμως, η προσπάθεια προσεταιρισμού του Στρατεύματος τον έφερε σε σύγκρουση με το Στέμμα, που θεωρούσε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις έπρεπε να υπάγονται στην αποκλειστικώς δική του δικαιοδοσία. Και έτσι, αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα μας στις 9 Δεκεμβρίου 1963, επειδή, μεταξύ άλλων, έφτασε να κινδυνεύει και η ίδια του η ζωή.
Το Παρίσι και τα μετέπειτα
Όσον αφορά τους Αγγλοαμερικανούς, με τον Καραμανλή, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο προς ό,τι με τους Γεώργιο και Ανδρέα Παπανδρέου: οι Αγγλοαμερικανοί είχαν εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Καραμανλή αλλά όχι και στα προς αυτούς αισθήματά του. ενώ, ως γνωστόν, εμπιστευόντουσαν πλήρως τα αισθήματα/φρονήματα των δύο Παπανδρέου μα όχι και τις ικανότητές τους. (Για αυτό άλλωστε και ο μεν Γεώργιος Παπανδρέου κυβέρνησε πολύ λίγο την Ελλάδα, ενώ ο Ανδρέας ούτε καν αποτόλμησε να βάλει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας.) Έτσι, δεδομένου ότι και τον Καραμανλή, όλο το διάστημα που παρέμεινε στο Παρίσι, τον διακατείχε –όπως σχεδόν και οποιονδήποτε άλλον στην θέση του– η «νοσταλγία της εξουσίας», αλλά και επειδή οι Αγγλοαμερικανοί ευχαρίστως θα έβλεπαν την επιστροφή του στην κορυφή του Ελληνικού Κράτους, έπρεπε να αλλάξει τις ιδέες του, ώστε να κατανοήσει το ‘βαθύτερο νόημα’ του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και, γενικώς, της Δημοκρατίας. Την εκπαίδευσή του, λοιπόν, την ανέλαβε, στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Raymond Aron, ο γνωστός «ειδήμων» των διεθνών σχέσεων, δάσκαλος του ίδιου του Henry Kissinger31 και εκείνος που διεθνώς λανσάρισε, σε μορφή λόγια, εξυπακούεται, το περίφημο «εδώ και τώρα» του Ανδρέα Παπανδρέου32. Ο R. Aron, βέβαια, εκτιμούσε, ως διάνοια, κυρίως τον Παναγή Παπαληγούρα.33, όμως σαφώς θαύμαζε και το πολιτικό «ύψος» του Κ. Καραμανλή34. Η φήμη, πάντως, πως ο «Μακεδών πολιτικός» συστηματικώς παρακολουθούσε τις παραδόσεις του Aron στη Σορβόννη επικράτησε μεν διεθνώς, αλλά διαψεύστηκε από τον ίδιο τον Aron35. Βέβαια, την εν λόγω διάψευση θα έπρεπε να την κάνει ο ίδιος ο Καραμανλής, ώστε να γίνει πλήρως πιστευτή. αυτός, όμως, όχι μόνον δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα διαβεβαίωνε τον R. Aron πως «ευχαρίστως θα υπέγραφε οποιοδήποτε δικό του άρθρο». Και αυτό μπορεί να θεωρηθεί αρκετό…
…Εφ’ όσον, μάλιστα, πλήρως επιβεβαιώνεται από τα όσα έγιναν μετά την κατά το καλοκαίρι του 1974 αυτοκατάλυση του στρατιωτικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Ως προς το ότι η υπόθεση της «μετάκλησης» του Καραμανλή ήταν τελείως «στημένη», ίχνος αμφιβολίας δεν μπορεί να υπάρξει. Άλλωστε, οι βασικοί μοχλοί της προς τον Καραμανλή πρόσκλησης και εκ νέου καθιέρωσής του, συγκεκριμένα ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φαίδων Γκιζίκης και –λανθανόντως– ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, διόλου δεν ενοχλήθηκαν από το δημοκρατικό καθεστώς – σε αντίθεση με τους πρωτεργάτες της 21ης Απριλίου, οι οποίοι φυλακίστηκαν για λόγους μάλλον πολιτικούς παρά ιδεολογικούς. Εάν, πράγματι, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι βασικοί του συνεργάτες έπαιρναν μέρος στις εκλογές της δεκαετίας του 1970, θα αποδείκνυαν ότι η προς αυτούς συμπάθεια μεγάλου μέρους του Ελληνικού Λαού παρέμενε αμείωτη. οπότε εξοντώθηκαν πρώτα ηθικώς και πολιτικώς και στην συνέχεια φυσικώς με τη μακροχρόνια φυλάκισή τους.
Το ίδιο ισχύει και με την υπόθεση της Κύπρου: ο τουρκικός λαός σαφώς έχει πολεμικές αρετές– και η συντριπτική αριθμητική υπεροχή κάνει τις αρετές αυτές ακόμα μεγαλύτερες. Η τουρκική πλευρά όμως παρουσιάζει χρόνια –εάν όχι παραδοσιακή- αδυναμία όσον αφορά το Ναυτικό. το μέγα ερώτημα, κατά συνέπεια, είναι τι έκανε το καλοκαίρι του 1974 το Ελληνικό Ναυτικό. ή –για να τεθεί ευθέως το ζήτημα– γιατί δεν συγκρούστηκε με τις αντίστοιχες τουρκικές δυνάμεις; Εδώ βρίσκεται το κλειδί της όλης υπόθεσης. και αποτελεί χαρακτηριστική εκδήλωση του πνεύματος που διαχρονικώς επικρατεί στην Ελλάδα, ότι πάρα πολλοί ξέρουν πια τι ακριβώς έγινε, αλλά ακόμη φοβούνται να μιλήσουν.
Ο Καραμανλής, πάντως, κατάφερε να αυτοσυγκρατηθεί. Ενώ –ορθώς!- μαινόταν κατά του Ανδρέα και των σοσιαλιστών «συντρόφων» του, χαλιναγώγησε την παρόρμησή του και προσέφερε στον Ανδρέα την καλλίτερη βοήθεια – και μάλιστα ακριβώς την στιγμή που έπρεπε. Την επομένη των εκλογών του Οκτωβρίου του 1981, πράγματι, επισκέφτηκαν τον Καραμανλή στο γραφείο του, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων και του υπέβαλαν την εξής πρόταση: να παραιτηθούν όλοι μαζί, ώστε να δημιουργηθεί τέτοια αναταραχή στο Στράτευμα, που θα παρακώλυε την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή, έστω, τη στερέωσή του σε αυτήν38. Ο Καραμανλής τους απέτρεψε… με τα πασίγνωστα επακόλουθα. Στην συνέχεια, πάντως, έτεινε να παροτρύνει τους ανθρώπους που θεωρούσε «δικούς του» να παραιτηθούν από τις κρατικές θέσεις ισχύος που κατείχαν. Σε αυτό, ειδικά, επέδειξε μορφή αφέλειας, εφ’ όσον επιζητούσε ιδεολογική συνέπεια και σταθερότητα στη μόνη, ίσως, χώρα όχι μόνον της Ευρώπης αλλά και του συνόλου της Μέσης Ανατολής, στην οποία η έννοια της «προδοσίας» είναι τελείως ακατανόητη (από την Ε.Ο.Ν. στην Ε.Π.Ο.Ν. π.χ. και ούτω καθ’ εξής.) Οπότε ο Καραμανλής είπε εκείνο, η ορθότητα του οποίου αποδεικνύεται κάθε μέρα και περισσότερο: «Όλοι οι Έλληνες κρύβουνε μέσα τους έναν μικρό Ανδρέα». Προσωπικώς, δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί καλλίτερη ερμηνεία της «μεγάλης λαϊκής απήχησης» του Ανδρέα Παπανδρέου και των ατόμων που τον περιέβαλλαν από αυτήν του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Το νέο το έμαθα, εν όσω ακόμη ήμουν λέκτορας στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω την οργή μου, ιδίως καθώς ακουσίως άκουγα και έβλεπα τους πανηγυρισμούς των δημοκρατικών στιφών. Δέχτηκα λοιπόν την πρόταση του εκδότη Λευτέρη Καρτάκη να συνεργαστούμε στην έκδοση ενός μικρού βιβλίου, όπου θα περιλαμβάνονταν οι επιγραμματικές γνώμες του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την Ελλάδα και τους Νεοέλληνες. Δέχτηκα ευχαρίστως… και το βιβλιαράκι μας έκανε τέσσερις εκδόσεις μέσα σε 20 μέρες39.
Ο Καραμανλής αρχικώς αντέδρασε (προφανώς φοβήθηκε την άνωθεν αρχή), αλλά μετά συγκινήθηκε – και μου έδειξε εμπράκτως την τότε συγκίνησή του αλλά και την διαρκή συμπάθειά του προς το πρόσωπό μου. Τον Μάϊο του 1988, μου ζήτησε να τον συναντήσω στο σπίτι του στην Πολιτεία. Φυσικά, το έκανα. και μου εξήγησε πως ήταν πια καιρός να κατεβώ από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα (κάτι που, από πολύ καιρό, επιθυμούσα διακαώς) και να «βοηθήσω στην ευόδωση» του έργου του σχετικού με τα Αρχεία του. Έτσι λοιπόν κατέβηκα στην Αθήνα το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου και άρχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο Ίδρυμα που είχε ήδη φτιαχτεί στην Φιλοθέη. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ… Έτσι, από εκείνο το φθινόπωρο του 1988 και μετά δεν ξαναείδα ποτέ πια τον Κωνσταντίνο Καραμανλή…
Αλλά έμαθα την εντολή που είχε αφήσει ως προς την κηδεία του. Δεν ήθελε παρά πολύ λίγους – και αυτούς κατ’ ανάγκην. Και αυτό –στα δικά μου τουλάχιστον μάτια– πλήρως τον δικαιολογούσε: ήταν ο μόνος σύγχρονος πολιτικός που κατάλαβε την Ελλάδα (όλη η Ελληνική Ιστορία είναι παραμορφωμένη) και τον κόσμο της (μέσα σε κάθε Έλληνα κρύβεται ένας μικρός Ανδρέας). Και αυτά, παρά το κακό που τελικώς μου προξένησε, είναι αρκετά, ώστε να λέω, όποτε τον σκέφτομαι: requiem aeternam dona ei, Domine.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Οι λόγοι του Κ. Καραμανλή.
2. Οι λόγοι του Κ. Καραμανλή, 1980-’81, σ. 44.
3. Πρβλ. Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, Η ελληνική αντίστασις, 1941-1944 (Αθήνα: «Εστία» – Ι. Δ. Κολλάρος, 1964), σ. 216.
4. Βλ. κυρίως Ορέστη Ε. Βιδάλη, Το σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον και η εθνική μας πολιτική (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1988), σ. 24. (Το έργο αυτό έχει πάρει έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών.)
5. Δημοσθένη Κούκουνα, «Οκτώβριος 1944. Η απελευθέρωση της Αθήνας», Τότε (Αθήνα), σσ. 40-41. Πρβλ. Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, Η ελληνική αντίστασις, 1941-1944, σσ. 104, 120. Η ύπαρξη της συμφωνίας αυτής έχει γίνει αντικείμενο διάψευσης από επιφανείς –και σεβαστές– προσωπικότητες του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως ο Chris Woodhouse π.χ., αλλά τα γεγονότα αποτελούν το ασφαλέστερο τεκμήριο της ύπαρξής της. Οι Γερμανοί, πράγματι, αποχώρησαν από την Ελλάδα, όχι μόνον την ηπειρωτική μα και τη νησιωτική, τελείως ανενόχλητοι, ενώ την Θεσσαλονίκη την πήραν οι Βρεταννοί κυριολεκτικώς αβρόχοις ποσί.
6. Α. Ι. Κοραντή, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1956), τόμ. Δ΄, μέρος β΄ (Αθήνα, 1981), σσ. 226-227.
7. Π. Κ. Ενεπεκίδη, Η ελληνική αντίστασις, 1941-1944, σ. 217.
8. Foreign Office Papers (στο εξής: FO) 476/8-248315, o Sir Charles Peake, πρέσβυς του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα, προς τον Sir Anthony Eden, Βρεταννό υπουργό Εξωτερικών, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
9. Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου, «Η μοίρα της Ελλάδος και της Κύπρου στα πλοκάμια της αγγλικής διπλωματίας μέσα από απόρρητα έγγραφά της του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», Ελληνόραμα, αρ. 96 (Σεπτέμβριος 2012), σ. 18.
10. Σόλωνος Ν. Γρηγοριάδη, «Δεκέμβριος 1944: Το ανεξήγητο λάθος» (Αθήνα: Το Βήμα [χωρίς έτος έκδοσης]), σ. 47.
11. Βλ. την συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολις (Αθήνα), φύλλο 3ης Δεκεμβρίου 1958.
12. Σόλωνος Ν. Γρηγοριάδη, Δεκέμβριος 1944…, σσ. 50-51. Το ότι το άτομο που άρχισε να χτυπάει τους «παλιανθρώπους» ήταν ο ίδιος ο Έβερτ δεν μαρτυρείται κατηγορηματικώς, αλλά προκύπτει από τα συμφραζόμενα.
13. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
14. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
15. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
16. Βλ. Μίκη Πρωτοπαπαδάκη, «Η αποφράς νύκτα της 14 προς τη 15 Αυγούστου 1922 στο μικρασιατικό μέτωπο», http://www.theodotus.blogspot.gr/2013/08/14-15-1922.html (26 Αυγούστου 2013).
17. Ως προς τον Έβερτ, είναι χαρακτηριστικό το ότι οι Βρεταννοί αρκέστηκαν να ανταμείψουν τις υπηρεσίες του με μία χρυσή τσιγαροθήκη και όχι με παράσημο, όπως διακαώς ο ίδιος επιθυμούσε. (FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 [εμπ.]), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954. Πρβλ. Δημοσθένη Κούκουνα, «Πού βρίσκεται το αρχείο Έβερτ;», Λαβύρινθος (Αθήνα), 43 (Ιανουάριος 2007), σ. 19.
18. Ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για το θέμα αυτό: Ηρακλή Πετιμεζά, Εθνική Αντίσταση και Κοινωνική Επανάσταση. Ζέρβας και Ε.Α.Μ. (Αθήνα, 1991), σ. 152 επ. passim.
19. Ελευθερία (Αθήνα), 3 Σεπτεμβρίου 1948.
20. Ελευθερία, 24 Σεπτεμβρίου 1948.
21. Ελευθερία, 22 Μαΐου 1947.
22. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Οκτωβρίου 1954.
23. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, «Ανέκδοτα κείμενα Κωνσταντίνου Τσάτσου», Νέα Κοινωνιολογία, 24 (Φθινόπωρο 1997), σ. 21.
24. Αυτόθι.
25. Ενδεικτικώς: Δημήτρη Μιχαλόπουλου, Ο Εθνικός Διχασμός. Η άλλη διάσταση (Αθήνα: Πελασγός-Ιωάννης Χρ. Γιαννάκενας, 20122), σ. 92 επ.
26. Ενδεικτικώς: Zeki Kuneralp, Just a Diplomat (Κωνσταντινούπολη: İsis, 1992), σ. 23.
27. William Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566). Μετάφραση-εισαγωγή-σημειώσεις Άγγελου Φουριώτη (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1960), σσ. 175-176.
28. Μαρτυρία του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
29. C. M. Woodhouse, Karamanlis. The Restorer of Greek Democracy (Οξφόρδη: Clarendon Press, 1982), σ. 17.
30. Αυτόθι, σ. 22.
31. Raymond Aron, Mémoires (Παρίσι: Julliard, 1983), σ. 742.
32. Hic et nunc (αυτόθι).
33. Αυτόθι, σ. 302.
34. Αυτόθι, σ. 594.
35. Αυτόθι.
36. Αυτόθι.
37. Περιλαμβάνεται σε πρακτικό σύσκεψης που έγινε με θέμα την έκδοση των Αρχείων του.
38. Ο συγγραφέας του άρθρου ήταν παρών στην συνάντηση αυτή.
39. Οριοθετήσεις. Οι επιγραμματικές φράσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επιλογή Δρ. Ε. Καρτάκης. Πρόλογος-χρονολογικοί πίνακες Δ. Μιχαλόπουλος, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1986.
Περιοδικό "Νέα Πολιτική" Τεύχος Β3
του Δημήτρη Μιχαλόπουλου ♦
«Αυτό θα το γράφατε;», τον ρώτησα (με μια υποψία θράσους). «Γιατί; Αμφιβάλλεις;» μου απάντησε γελαστά… Και συνέχισε: «Εσύ πάντως μάθε να μη πιστεύεις τίποτα. Ειδικά άμα ακούς για ηρωισμούς, πράξεις αυτοθυσίας κ.λπ.». Και μετά – με τον λανθανόντως ειρωνικό του τόνο: «Και για να μη κάθεσαι να περιμένεις και να ψάχνεις εδώ κι εκεί, σου δηλώνω ότι το έχω ήδη γράψει».
Τότε μόνο πρόσεξα πως, στο γραφείο πίσω από το οποίο καθόταν, υπήρχε μία μικρή, τακτοποιημένη στοίβα βιβλίων, που την έσπρωξε προς το μέρος μου. «Εδώ θα βρεις αυτό που ζητάς», μου είπε, ενώ τα μάτια του έπαιρναν έκφραση ειρωνικής αγαθότητας. «Και επειδή νέος είσαι, πρέπει να μάθεις να κουράζεσαι. ψάξε λοιπόν και βρες μόνος σου πού ακριβώς είναι αυτό που σου είπα».
Τα βιβλία ήταν οι λόγοι του κατά τον μετά την μεταπολίτευση του 1974 δημόσιο βίο του ¹. Τα πήρα προσεχτικά και σηκώθηκα να φύγω. «Το κατάλαβες;» με ξαναρώτησε. «Επειδή είσαι ιστορικός, μάθε να μη πιστεύεις τίποτα – ειδικά όταν πρόκειται για τη Νεώτερη Ελλάδα».
Αμέσως μόλις επέστρεψα στο δικό μου γραφείο, άρχισα να ψάχνω το δώρο του. Το βρήκα πολύ γρήγορα: Η Ιστορία, είχε πει στις 27 Οκτωβρίου 1980, όταν δεν είναι παραμορφωμένη όπως η δική μας, είναι το καλύτερο μάθημα για τους πολίτες μιας χώρας². Αλλά βέβαια, όπως ο ίδιος έσπευσε να μου εξηγήσει λίγες μέρες μετά, καθώς τον υπέβαλα σε καταιγισμό ερωτήσεων διευκρινιστικού χαρακτήρα, όταν έλεγε παραμορφωμένη, εννοούσε «πλαστογραφημένη» – και μάλιστα για λόγους πολιτικώς ιδιοτελείς.
* * *
Στο Ιδιαίτερο Γραφείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχα τοποθετηθεί τον
Οκτώβριο του 1980, εν όσω έκανα ακόμη τη θητεία μου στο Πολεμικό
Ναυτικό. Προηγουμένως δεν είχα καμμία απολύτως επαφή ούτε με τον ίδιο μα
ούτε και με τον κόσμο του. Η τοποθέτησή μου είχε γίνει μετά από σύσταση
του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, υφηγητή τότε στο πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης – μα κάποιον ρόλο είχε οπωσδήποτε παίξει το ότι, έως τότε,
είχα ασχοληθεί με την καταλογογράφηση των αρχείων της Ιστορικής
Υπηρεσίας Ναυτικού.Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ευθύς αμέσως μου ανέθεσε την επιμέλεια και καταλογογράφηση των δικών του αρχείων, η έκδοση των οποίων ήδη προετοιμαζόταν. Τον απασχολούσε πολύ η υστεροφημία του… και ήθελε να φτιάξει Ίδρυμα που θα εξελισσόταν, μετά τον θάνατό του, σε κέντρο έρευνας της Σύγχρονης Ιστορίας του τόπου μας.
Η δουλειά ήταν συναρπαστική. την ανέλαβα λοιπόν με μεγάλη προθυμία, οπότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας μού ανέθεσε και άλλο καθήκον, εμφανώς συναρπαστικώτερο: να τηρώ τα πρακτικά των συναντήσεων που γίνονταν για ιστορικά θέματα και να καταγράφω τις απόψεις που απροσδόκητα αλλά πολύ συχνά διατύπωνε πάνω σε καίρια ζητήματα του πολιτικού μας βίου. Έμεινα στα κτήρια της Ηρώδου Αττικού και της οδού Στησιχόρου μέχρι τον Οκτώβριο του 1982, οπότε εκλέχτηκα και διορίστηκα επιμελητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι επαφές μου όμως μαζί του συνεχίστηκαν για έξι χρόνια ακόμα, μέχρι το 1988. και στο διάστημα αυτό μπόρεσα να γνωρίσω καλά την ψυχοσύνθεσή του και, κατά συνέπεια, τη νοοτροπία αλλά και την προσωπική του ιστορία.
Το πρελούδιο της ανόδου του
Πρέπει να αναζητηθεί στα Δεκεμβριανά του 1944. Το Ε.Α.Μ., μέχρι τότε, ήταν το χαϊδεμένο παιδί των Βρεταννών³. Οι ιθύνοντές του, όμως, δεν έστερξαν να καταλάβουν την ισχύ και εμβέλεια του δόγματος MacKinder: «Εάν η Δύναμη η οποία κατέχει το κέντρο της Ευρασίας αποκτήσει πρόσβαση σε παραθαλάσσιες περιοχές, τότε αυτομάτως θέτει υποψηφιότητα παγκόσμιας κυριαρχίας». Οι Βρεταννοί, συνεπώς, και οι Αμερικανοί, εκτελεστικά τους όργανα, ήταν διατεθειμένοι να δώσουν πάρα πολλά στην Ρωσσία του Στάλιν, εκτός από ένα: την Ελλάδα. Έτσι, το κρίσιμο φθινόπωρο του 1944, έγιναν, με ταχύτητα περίπου κινηματογραφική, τα ακόλουθα:
1. Τον Σεπτέμβριο, με πρωτοβουλία του Τσώρτσιλ, οι Βρεταννοί και οι Γερμανοί συμφώνησαν στην Λισσαβώνα οι μεν πρώτοι να αφήσουν τους δεύτερους να φύγουν ανενόχλητοι από τη χώρα μας και οι δεύτεροι να «κληροδοτήσουν» στους πρώτους σχεδόν ολόκληρο τον μηχανισμό των –κυρίως ιδιοτελών– συνεργατών τους5. Παράλληλα, όμως, οι Γερμανοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να παραδώσουν «άθικτη και με συνοπτικές διαδικασίες» την Θεσσαλονίκη στους Βρεταννούς, ώστε οιονεί αυτομάτως να αποφευχθεί ο «κίνδυνος καθόδου» γενικώς σλαυϊκών Δυνάμεων στις ακτές του Αιγαίου.
2. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Τσώρτσιλ πήγε μαζί με τον Ήντεν στη Μόσχα, όπου, τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Οκτωβρίου, στο Κρεμλίνο, συμφωνήθηκε η υπαγωγή της Ελλάδας στην αγγλοαμερικανική σφαίρα επιρροής. Αυτή η συμφωνία υπήρξε η ουσιωδέστερη από όσες έγιναν στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – και μπροστά της εκείνη «της Γιάλτας» δεν ήταν, στην ουσία, παρά είδος ανούσιας, κοσμικής συγκέντρωσης των τότε ιθυνόντων του κόσμου μας.
3. Μετά από αυτά, εκείνο που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν η πάταξη και στην συνέχεια εξουδετέρωση/εξόντωση του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ.. και αυτό όχι λόγω του «κομμουνιστικού κινδύνου» που εκπροσωπούσε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση του Ελληνικού Λαού, αλλά διότι τυχόν επικράτηση του Ε.Α.Μ. και των «κλάδων» του θα σήμαινε καθοριστική ενίσχυση της σοβιετικής (=ρωσσικής) επιρροής στην χώρα μας, άρα παραβίαση του δόγματος MacKinder. Ο άνθρωπος που επιλέχτηκε «για να κάνει την δουλειά» ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον οποίο οι Γερμανοί, ήδη κατά τα χρόνια της Κατοχής, θεωρούσαν ως τον «άνθρωπο του μέλλοντος» στην Ελλάδα7. Το κύριο –εάν όχι μοναδικό του– προσόν; Ήταν ο μόνος τον οποίο οι Βρεταννοί εκείνη την περίοδο θεωρούσαν ως «ειλικρινά αγγλόφιλο»8. Ο Παπανδρέου όμως τα έκανε θάλασσα. Ενώ είχε πάρει μεγάλα χρηματικά ποσά (7.000 λίρες συγκεκριμένα9), και ενώ τα πάντα είχαν καταστρωθεί επιμελώς από τους Βρεταννούς, αυτός, αντί να συντρίψει σε όφελος των ιθυνόντων του Λονδίνου το Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. με μία και μόνη κίνηση, προξένησε με την αβελτηρία του τέτοιο χάος, ώστε οι μάχες που ξέσπασαν στην Αθήνα στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944 δεν σταμάτησαν παρά έναν μήνα αργότερα, και αφού χρειάστηκε να έρθει ο ίδιος ο Τσώρτσιλ στην Αθήνα, να πυροβοληθεί από ελεύθερους σκοπευτές κ.λπ.
Το σχέδιο συγκεκριμένα είχε ως εξής: την περίφημη διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου 1944 αρχικώς την επέτρεψε και μετά την απαγόρευσε η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου – υπό διάφορα προσχήματα βέβαια, έτσι ώστε, όμως, να εξαφθεί η οργή των επίδοξων διαδηλωτών. Το πρωί εκείνης της ημέρας, στις 10.30΄συγκεκριμένα, καθώς τα πλήθη του Ε.Α.Μ. κατέβαιναν στο Σύνταγμα και περνούσαν μπροστά από το κτήριο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας 6, όπου τότε διέμενε ο Γ. Παπανδρέου, το πρόσωπο αυτού του τελευταίου έγινε –όπως ευχερώς μπορούσε να περιμένει κανείς– αντικείμενο αποδοκιμασίας κραυγαλέας. Το σχέδιο, λοιπόν, αριστοτεχνικά επεξεργασμένο πάνω στο πρότυπο της Ματωμένης Κυριακής (22 Ιανουαρίου 1905) στην πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων στην Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε της Ρωσσίας, προέβλεπε ανταπόδοση με πυρά της εκεί φρουράς των κατά του Γ. Παπανδρέου «ύβρεων». Την εν λόγω φρουρά όμως την αποτελούσαν υπάλληλοι της Αστυνομίας Πόλεων, διαβρωμένης σε μεγάλο βαθμό από το Ε.Α.Μ., που πυροβόλησαν μεν αλλά κυρίως με άσφαιρα πυρά δε10. Έτσι οι διαδηλωτές μπόρεσαν να φτάσουν στο Σύνταγμα, όπου και πάλι οι αστυνομικοί δίστασαν να κάνουν χρήση ένσφαιρων πυρών… οπότε η κατάσταση προσέλαβε διαστάσεις αυτόχρημα ιλαροτραγικές: ο Άγγελος Έβερτ, αστυνομικός διευθυντής Αθηνών εκείνη την εποχή, όχι μόνο έδωσε ο ίδιος διαταγή να χτυπηθούν οι διαδηλωτές11, αλλά, ντυμένος όπως-όπως μόνο με «λευκό πουκάμισο και χακί παντελόνι», βγήκε από την έδρα της Αστυνομίας στον δρόμο και κραυγάζοντας: Πυροβολήστε λοιπόν τους παλιανθρώπους! άρχισε να χτυπάει με ριπές αυτομάτου τον κόσμο12. Έκανε δηλαδή ο Έβερτ ό,τι είχε φοβηθεί να κάνει ο Παπανδρέου – και το τι επακολούθησε είναι πια πασίγνωστο και δεν χρειάζεται να επαναληφθεί εδώ.
Δεινή όμως υπήρξε η θέση των Βρεταννών ιθυνόντων. Πράγματι, ενώ μια χαρά τα είχαν βρει, ως προς την Ελλάδα, και με τον Χίτλερ και με τον Στάλιν, η παροιμιώδης «ασχετοσύνη» της «νεοελληνικής πολιτικής ελίτ» τους ανάγκαζε να υποβληθούν στις περιπέτειες μιας πλήρους ελληνικής εμφύλιας σύρραξης. Ο Παπανδρέου, κατά συνέπεια, έπρεπε να διωχτεί το ταχύτερο δυνατόν – όπως και πράγματι έγινε, στις αρχές Ιανουαρίου του 1945. Ποιός όμως θα μπορούσε να αναλάβει, αποτελεσματικά και υπεύθυνα, τον κρίσιμο ρόλο της διασφάλισης των αγγλοαμερικανικών συμφερόντων στην Ελλάδα; Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος; Όχι, διότι –προφανώς λόγω της στάσης του στο Βορειοηπειρωτικό– οι Βρεταννοί έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν ως «πολύ διανοούμενο» και, κατά συνέπεια, ακατάλληλο για πολιτικό13. Μήπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος; Ούτε αυτός, επειδή, «εάν δεν είχε το επώνυμο του πατέρα του, το μόνο πεδίο όπου θα μπορούσε να διαπρέψει ήταν η χαρτοπαιξία» (συγκεκριμένα το μπριτζ)14. Ο Ναπολέων Ζέρβας; Με τίποτα, διότι, παρά την συμπάθεια που ενέπνεε η προσωπικότητά του, δεν ήταν παρά ένας «παλιάνθρωπος» (rascal), ο οποίος είχε «ιδιοποιηθεί» σημαντικό μέρος των χρυσών λιρών που του έδωσαν οι Άγγλοι στην διάρκεια της Κατοχής15. Ο Νικόλαος Πλαστήρας; Όλοι –εκτός από τους Έλληνες βέβαια– γνώριζαν τον πολύ άσχημο ρόλο που είχε παίξει, τον Αύγουστο του 1922, στο μικρασιατικό μέτωπο16. Επιπλέον, ήταν ιδεολογικώς ανεμόμυλος: εμφανιζόταν πότε ως «δημοκράτης», πότε υιοθετούσε φασιστική ιδεολογία, μετά ξαναγινόταν «δημοκράτης» κ.ο.κ. Οι Άγγελος Έβερτ, τέλος, και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός δεν ήταν «άνθρωποι των Άγγλων», όπως γενικώς πιστεύεται17. Πράγματι, υπήρξαν άνθρωποι αυτών που κινούνταν πίσω από τους Άγγλους και, στην διάρκεια της Κατοχής, δραστικώς συνέβαλαν στην επαφή των δύο εμπόλεμων πλευρών στο κατ’ εξοχήν στρατηγικώς καίριο σημείο της Ευρώπης που είναι η δική μας χώρα18.
Έτσι, η αναζήτηση, που άρχισε ήδη τον Δεκέμβριο του 1944, έμελλε να καταλήξει, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σε αυτό, βέβαια, καθοριστικώς συνέβαλαν και ορισμένες διαπιστώσεις που είχαν γίνει κατά την διάρκεια των ετών 1946-1949: α) η νίκη του Εθνικού Στρατού σε βάρος του Δημοκρατικού είχε καθυστερήσει πολύ λόγω της ανυπαρξίας στην Ελλάδα «καλού οδικού δικτύου»19, β) η φτώχεια της Ελλάδας οφειλόταν σε «οργανικές αδυναμίες της χώρας»20 και γ) ο ελληνικός οικονομικός βίος ήταν –απλούστατα!– «εξωφρενικός»21. Ο νέος πολιτικός, λοιπόν, που θα έπρεπε, υπό την αιγίδα και καθοδήγηση των Αγγλοαμερικανών, να αναλάβει την διακυβέρνηση των Νεοελλήνων έπρεπε να είναι όχι μόνο –σε αντίθεση με το πολιτικό κατεστημένο– στοιχειωδώς τίμιος και εργατικός αλλά και ιδιαίτερα ικανός σε θέματα οδοποιίας.
Αυτό ακριβώς ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής22 – και, αφού έδωσε τις αναγκαίες «εξετάσεις» κατά την διακυβέρνηση της χώρας από τον Αλέξανδρο Παπάγο, έγινε, μετά από σαφέστατη υπόδειξη των «Αμερικανών»23, και με απροκάλυπτη βασιλική παρέμβαση24, πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1955. Το θέμα της εν λόγω απροκάλυπτης παρέμβασης του Στέμματος υποκριτικώς «σοκάρισε» και εξακολουθεί να «σοκάρει» τους νεοέλληνες σχολιαστές των ιστορικών συμβάντων. και τούτο, διότι σε επίσης απροκάλυπτη παρέμβαση του Γεωργίου Α΄ οφειλόταν η πολιτική κατίσχυση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 191025 και σε ανάλογη κίνηση του Γεωργίου Β΄ η πρωθυπουργοποίηση του Ιωάννη Μεταξά τον Απρίλιο του 1936. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η βασική αποστολή του Στέμματος στον πολιτικό βίο των Νεοελλήνων: να διευκολύνουν καθοριστικώς την κατίσχυση των προσώπων που τους υποδεικνύονταν από τις φιλελεύθερες Δυνάμεις της Δύσης και, γενικώς, του Ατλαντικού Κόσμου.
Ο Καραμανλής, πάντως, λόγω χαρακτήρα και των ικανοτήτων του, σε όλη του την ζωή διατήρησε τον φόβο «μήπως του φάει τη θέση» ο Γεώργιος Παπανδρέου πρώτα και ο γιος του Ανδρέας μετά, δεδομένου ότι αυτοί ήταν οι ακραιφνέστεροι και κατ’ εξοχήν αποδεδειγμένοι φίλοι των φιλελεύθερων Δυνάμεων του Ατλαντικού κόσμου. Και, ως γνωστόν, ο φόβος του αυτός επαληθεύτηκε όχι μία αλλά δύο φορές…
Η καταγωγή και η προσωπικότητά του
Ευκαιρία δεν έχανε ο Καραμανλής να διασαλπίζει πως ήταν Μακεδών. Αυτό αποτελούσε «πονηρό» πολιτικό τέχνασμα, πλήρως εναρμονισμένο με την όλη ατμόσφαιρα που καταθλιπτικώς πίεζε την Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά: το ζήτημα ήταν η Μακεδονία – και το μέγα αιτούμενον να αποτραπεί η κατίσχυση των εκεί σλαβικών πληθυσμών καθώς και, ευρύτερα, η κάθοδος σλαυϊκών Δυνάμεων σε μακεδονικές ακτές. Εκθειάζοντας, δηλαδή, την μακεδονική καταγωγή του, ο Καραμανλής προέβαλλε τον εαυτό του ως οιονεί ενσαρκωμένη εγγύηση εκτέλεσης των εντολών των Μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων. και, βέβαια, αυτή η περίφημη «μακεδονική καταγωγή» ερμηνευόταν στο εσωτερικό της χώρας μας ως διαβεβαίωση δυνατότητας πολιτικής και κοινωνικής ανόδου ατόμων που δεν προέρχονταν από τα τζάκια της Παλιάς Ελλάδας, τα οποία είχε θεωρηθεί πως νέμονταν την εξουσία περίπου κληρονομικώς. Αλλά αυτό ειδικά το θέμα είναι μια άλλη ιστορία…
Ενώ το κύριο θέμα μας εδώ και τώρα είναι η πραγματική καταγωγή του Καραμανλή. Ο Μακεδών πολιτικός, λοιπόν, δεν ήταν Μακεδών. Είχε βέβαια γεννηθεί στην Μακεδονία, αλλά σε χωριό το όνομα του οποίου, Κιούπκιοϋ (<Κüpköy= Το χωριό με τα πιθάρια), καταδείκνυε την εκεί ύπαρξη ισχυρού τουρκικού στοιχείου. Τι ήταν, λοιπόν, ο Καραμανλής; Απλώς, αυτό που δηλώνει το επώνυμό του: Καραμανλής (<Karamanlı), δηλαδή άνθρωπος από την Καραμανιά, τα ενδότερα της Μικράς Ασίας.
Στην εν λόγω Καραμανιά τον τόνο έδιναν πληθυσμοί τουρκόφωνοι, που όμως ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. [Αυτό καθόλου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Έστω και αν, ειδικά στην Ελλάδα, οι Τούρκοι έχουν ταυτιστεί με το Ισλάμ, τα πρώτα κύματα Τούρκων που έφτασαν στην Ευρώπη ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Οι Ούγγροι, Τούρκοι στα ελληνικά κείμενα του Μεσαίωνα, αποτελούν παράδειγμα πρόχειρο. Άλλο παράδειγμα είναι οι Γκαγκαούζηδες της Ρουμανίας, που μάλιστα είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι26. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κατάλοιπα τουρκικών πληθυσμών στην Πελοπόννησο – σήμερα πια αισθητά μόνο σε τοπωνύμια: πρόκειται για Τούρκους μισθοφόρους των Ελλήνων του Μεσαίωνα, οι οποίοι, όταν αυτοί οι τελευταίοι ηττήθηκαν από τους Φράγκους, έγιναν… Χριστιανοί Καθολικοί και εγκαταστάθηκαν στην Ηλεία.27] Οι περίφημοι Καραμανλήδες της Μικράς Ασίας, προφανώς όμαιμοι του δικού μας Καραμανλή, μιλούσαν τουρκικά αλλά τα έγραφαν –λόγω εκκλησιαστικής επίδρασης– με ελληνικούς χαρακτήρες.
Δάσκαλος, λοιπόν, ήταν ο Γεώργιος Καραμανλής, πατέρας του Κωνσταντίνου [σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες δάσκαλος όχι της ελληνικής μα της… τουρκικής γλώσσας]28. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μας άλλωστε μιλούσε τουρκικά – λίγα, όπως έλεγε, όταν απευθυνόταν σε ευρύ κύκλο συνομιλητών, αλλά πολλά και καλά, όπως είχε την τάση να εξομολογείται σε μικρό αριθμό στενών συνεργατών του. Είναι –σκοπίμως– ασαφές, πράγματι, εάν κατά τις συναντήσεις του με τον Bülent Ecevit υπήρχε διερμηνέας με καθήκοντα ουσιαστικά ή απλώς «για τα μάτια». Και φυσικά, σε όλο τον πολιτικό του βίο βασική προσπάθειά του υπήρξε η στερέωση μιας πραγματικής ελληνοτουρκικής φιλίας, στα πλαίσια της οποίας και μόνον, όπως –ορθώς!– πίστευε ήταν δυνατόν να επιτευχθεί λύση του Κυπριακού βιώσιμη και καθολικώς επωφελής.
Έχοντας τέτοιες καταβολές, ο Καραμανλής αποτελούσε βροντερή αντίθεση προς την συντριπτική πλειοψηφία –εάν όχι το σύνολο– των συγχρόνων του Ελλήνων πολιτικών. Τον χαρακτήριζε, πράγματι, η χαρακτηριστική βραχυλογία των τουρκόφωνων λαών («Καλό στρατόπεδο είναι εκείνο στο οποίο επικρατεί σιγή», όπως διευκρίνιζαν και οι Οθωμανοί.) Και έτσι είχε την ακαταμάχητη τάση, αντί να επιδίδεται σε ρητορικές εξάρσεις, όπως τα επιφανή μέλη της οικογένειας Παπανδρέου π.χ., να αναλαμβάνει «έργα», τα οποία κατά κανόνα έσπευδε να φέρει σε πέρας. Παράλληλα, ποτέ του δεν χώνεψε τα «δημοκρατικά ιδεώδη» που γενικώς διέπουν τον βίο των Νεοελλήνων. Κατά την διάρκεια της Κατοχής τον περιέβαλε η συμπάθεια των τότε κυβερνήσεων29 – και είναι χαρακτηριστικό το ότι διέφυγε από την Ελλάδα μόλις το 1944, όταν πια είχε αρχίσει η εκκένωση της χώρας μας από τα γερμανικά στρατεύματα30. Επιπλέον, παρά τα όσα ακόμα και σήμερα του καταμαρτυρούνται, φέρθηκε στους κομμουνιστές με τρόπο ηπιότερο από εκείνο των περισσότερων προκατόχων του στην εξουσία. Ακόμη, έφτιαξε το οδικό δίκτυο (για την κατασκευή του οποίου είχε, κυρίως, επιλεγεί από τους [Αγγλο]αμερικανούς) και προσπάθησε, επιχειρώντας να εξαλείψει τις «οργανικές αδυναμίες» του νεοελληνικού βίου, να αλλάξει τη «μοίρα του Λαού μας» και να τον βγάλει (επιτέλους) από την φτώχεια. Το πρακτικό του μυαλό, όμως, δεν του επέτρεπε να «συμμορφωθεί» με τις ατελεύτητες, καταστροφικές φλυαρίες του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. έτσι, διαρρηγνύοντας τον δεσμό του με τους Αμερικανούς, προσπάθησε να στηριχτεί στον Κάρολο Ντε Γκωλ, να προσεταιριστεί το Στράτευμα και να επιβάλει στην Ελλάδα καθεστώς αυταρχικής μορφής. Ήδη από το 1961, πράγματι, θεωρούσε τον Στρατό Ξηράς ως βασικό έρεισμα της εξουσίας του. και αυτό φάνηκε στις περίφημες εκλογές της «βίας και νοθείας». Όμως, η προσπάθεια προσεταιρισμού του Στρατεύματος τον έφερε σε σύγκρουση με το Στέμμα, που θεωρούσε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις έπρεπε να υπάγονται στην αποκλειστικώς δική του δικαιοδοσία. Και έτσι, αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα μας στις 9 Δεκεμβρίου 1963, επειδή, μεταξύ άλλων, έφτασε να κινδυνεύει και η ίδια του η ζωή.
Το Παρίσι και τα μετέπειτα
Όσον αφορά τους Αγγλοαμερικανούς, με τον Καραμανλή, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο προς ό,τι με τους Γεώργιο και Ανδρέα Παπανδρέου: οι Αγγλοαμερικανοί είχαν εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Καραμανλή αλλά όχι και στα προς αυτούς αισθήματά του. ενώ, ως γνωστόν, εμπιστευόντουσαν πλήρως τα αισθήματα/φρονήματα των δύο Παπανδρέου μα όχι και τις ικανότητές τους. (Για αυτό άλλωστε και ο μεν Γεώργιος Παπανδρέου κυβέρνησε πολύ λίγο την Ελλάδα, ενώ ο Ανδρέας ούτε καν αποτόλμησε να βάλει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας.) Έτσι, δεδομένου ότι και τον Καραμανλή, όλο το διάστημα που παρέμεινε στο Παρίσι, τον διακατείχε –όπως σχεδόν και οποιονδήποτε άλλον στην θέση του– η «νοσταλγία της εξουσίας», αλλά και επειδή οι Αγγλοαμερικανοί ευχαρίστως θα έβλεπαν την επιστροφή του στην κορυφή του Ελληνικού Κράτους, έπρεπε να αλλάξει τις ιδέες του, ώστε να κατανοήσει το ‘βαθύτερο νόημα’ του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και, γενικώς, της Δημοκρατίας. Την εκπαίδευσή του, λοιπόν, την ανέλαβε, στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Raymond Aron, ο γνωστός «ειδήμων» των διεθνών σχέσεων, δάσκαλος του ίδιου του Henry Kissinger31 και εκείνος που διεθνώς λανσάρισε, σε μορφή λόγια, εξυπακούεται, το περίφημο «εδώ και τώρα» του Ανδρέα Παπανδρέου32. Ο R. Aron, βέβαια, εκτιμούσε, ως διάνοια, κυρίως τον Παναγή Παπαληγούρα.33, όμως σαφώς θαύμαζε και το πολιτικό «ύψος» του Κ. Καραμανλή34. Η φήμη, πάντως, πως ο «Μακεδών πολιτικός» συστηματικώς παρακολουθούσε τις παραδόσεις του Aron στη Σορβόννη επικράτησε μεν διεθνώς, αλλά διαψεύστηκε από τον ίδιο τον Aron35. Βέβαια, την εν λόγω διάψευση θα έπρεπε να την κάνει ο ίδιος ο Καραμανλής, ώστε να γίνει πλήρως πιστευτή. αυτός, όμως, όχι μόνον δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα διαβεβαίωνε τον R. Aron πως «ευχαρίστως θα υπέγραφε οποιοδήποτε δικό του άρθρο». Και αυτό μπορεί να θεωρηθεί αρκετό…
…Εφ’ όσον, μάλιστα, πλήρως επιβεβαιώνεται από τα όσα έγιναν μετά την κατά το καλοκαίρι του 1974 αυτοκατάλυση του στρατιωτικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Ως προς το ότι η υπόθεση της «μετάκλησης» του Καραμανλή ήταν τελείως «στημένη», ίχνος αμφιβολίας δεν μπορεί να υπάρξει. Άλλωστε, οι βασικοί μοχλοί της προς τον Καραμανλή πρόσκλησης και εκ νέου καθιέρωσής του, συγκεκριμένα ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φαίδων Γκιζίκης και –λανθανόντως– ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, διόλου δεν ενοχλήθηκαν από το δημοκρατικό καθεστώς – σε αντίθεση με τους πρωτεργάτες της 21ης Απριλίου, οι οποίοι φυλακίστηκαν για λόγους μάλλον πολιτικούς παρά ιδεολογικούς. Εάν, πράγματι, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι βασικοί του συνεργάτες έπαιρναν μέρος στις εκλογές της δεκαετίας του 1970, θα αποδείκνυαν ότι η προς αυτούς συμπάθεια μεγάλου μέρους του Ελληνικού Λαού παρέμενε αμείωτη. οπότε εξοντώθηκαν πρώτα ηθικώς και πολιτικώς και στην συνέχεια φυσικώς με τη μακροχρόνια φυλάκισή τους.
Το ίδιο ισχύει και με την υπόθεση της Κύπρου: ο τουρκικός λαός σαφώς έχει πολεμικές αρετές– και η συντριπτική αριθμητική υπεροχή κάνει τις αρετές αυτές ακόμα μεγαλύτερες. Η τουρκική πλευρά όμως παρουσιάζει χρόνια –εάν όχι παραδοσιακή- αδυναμία όσον αφορά το Ναυτικό. το μέγα ερώτημα, κατά συνέπεια, είναι τι έκανε το καλοκαίρι του 1974 το Ελληνικό Ναυτικό. ή –για να τεθεί ευθέως το ζήτημα– γιατί δεν συγκρούστηκε με τις αντίστοιχες τουρκικές δυνάμεις; Εδώ βρίσκεται το κλειδί της όλης υπόθεσης. και αποτελεί χαρακτηριστική εκδήλωση του πνεύματος που διαχρονικώς επικρατεί στην Ελλάδα, ότι πάρα πολλοί ξέρουν πια τι ακριβώς έγινε, αλλά ακόμη φοβούνται να μιλήσουν.
* * *
Επέστρεψε, λοιπόν, ο Καραμανλής στην χώρα μας και, έχοντας εμπεδώσει
την –οποιασδήποτε μορφής- διδασκαλία του R. Aron, «έκοψε μαχαίρι» τους
λόγους και σκέψεις τους σχετικούς με την ανάγκη επιβολής και διατήρησης
στην Ελλάδα καθεστώτος αυταρχικού. Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα:
μεταβλήθηκε σε πασιφανή και διαπρύσιο θαυμαστή και, γενικώς, απολογητή
του δημοκρατικού πολιτεύματος (συνεχίζοντας βέβαια να κρατάει και
ορισμένες, ανώδυνες λίγο-πολύ επιφυλάξεις) και έφτασε στο σημείο να
κάνει και λόγο για την ανάγκη συγκρότησης «σώματος επαγγελματιών της
πολιτικής», των οποίων η δουλειά θα ήταν ακριβώς η διακυβέρνηση αυτού
του –έρμου– τόπου μας. Το crux point, όμως, χρονικώς τοποθετείται τον
Οκτώβριο του 1981. Εντάξει, ο Κ. Καραμανλής είχε φερθεί στο Κυπριακό
όπως λίγο-πολύ επιθυμούσε η «ανωτέρα του αρχή». εξ ου και παρέμεινε
πρωθυπουργός επί έξι έτη. Στην συνέχεια, μεταπήδησε στην Προεδρία της
Δημοκρατίας. για να παραμείνει όμως εκεί, έπρεπε όχι μόνο να «καταπιεί»
αλλά και να «χωνέψει» τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του. Ε,
αυτό ήταν πολύ δύσκολο, επειδή η αντιπάθειά του προς τον Ανδρέα ήταν όχι
μόνο τοις πάσι αισθητή αλλά και πλήρως δικαιολογημένη. Τι σχέση είχε,
πράγματι, ο λιγόλογος «Μακεδών», που ορθώς μοχθούσε να δομήσει εικόνα
του εαυτού και της χώρας του διαφορετική από εκείνην που είχαν φτιάξει
οι συνεχώς σκανδαλοποιοί, κληρονομικώ δικαίω πολιτικοί ταγοί των
Νεοελλήνων, με τον ελληνοαμερικανό Ανδρέα Παπανδρέου; Ο Καραμανλής,
βέβαια, είχε στέρξει να τον φέρει στην Ελλάδα το 1961, μετά από
παράκληση του Γεωργίου Παπανδρέου φαινομενικώς αλλά υπακούοντας σε
άνωθεν επιταγή ουσιαστικώς. Και τώρα… να που ο Ανδρέας πήγαινε να γίνει
και πρωθυπουργός!Ο Καραμανλής, πάντως, κατάφερε να αυτοσυγκρατηθεί. Ενώ –ορθώς!- μαινόταν κατά του Ανδρέα και των σοσιαλιστών «συντρόφων» του, χαλιναγώγησε την παρόρμησή του και προσέφερε στον Ανδρέα την καλλίτερη βοήθεια – και μάλιστα ακριβώς την στιγμή που έπρεπε. Την επομένη των εκλογών του Οκτωβρίου του 1981, πράγματι, επισκέφτηκαν τον Καραμανλή στο γραφείο του, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων και του υπέβαλαν την εξής πρόταση: να παραιτηθούν όλοι μαζί, ώστε να δημιουργηθεί τέτοια αναταραχή στο Στράτευμα, που θα παρακώλυε την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή, έστω, τη στερέωσή του σε αυτήν38. Ο Καραμανλής τους απέτρεψε… με τα πασίγνωστα επακόλουθα. Στην συνέχεια, πάντως, έτεινε να παροτρύνει τους ανθρώπους που θεωρούσε «δικούς του» να παραιτηθούν από τις κρατικές θέσεις ισχύος που κατείχαν. Σε αυτό, ειδικά, επέδειξε μορφή αφέλειας, εφ’ όσον επιζητούσε ιδεολογική συνέπεια και σταθερότητα στη μόνη, ίσως, χώρα όχι μόνον της Ευρώπης αλλά και του συνόλου της Μέσης Ανατολής, στην οποία η έννοια της «προδοσίας» είναι τελείως ακατανόητη (από την Ε.Ο.Ν. στην Ε.Π.Ο.Ν. π.χ. και ούτω καθ’ εξής.) Οπότε ο Καραμανλής είπε εκείνο, η ορθότητα του οποίου αποδεικνύεται κάθε μέρα και περισσότερο: «Όλοι οι Έλληνες κρύβουνε μέσα τους έναν μικρό Ανδρέα». Προσωπικώς, δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί καλλίτερη ερμηνεία της «μεγάλης λαϊκής απήχησης» του Ανδρέα Παπανδρέου και των ατόμων που τον περιέβαλλαν από αυτήν του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
* * *
Η μεγάλη του απογοήτευση υπήρξε η «αποπομπή» του από την Προεδρία της
Δημοκρατίας κατά το 1985. Πίστευε ότι η «άψογη στάση» που είχε τηρήσει
ως προς τον Ανδρέα και τους υπόλοιπους του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αποτελούσε εχέγγυο
της παραμονής του σε αυτήν. Δεν ήθελε να καταλάβει το βάθος της
πολιτικής, που βάσει πολύ άνωθεν εντολών και επιταγών ακολουθούσε το
ΠΑ.ΣΟ.Κ., και η οποία αποσκοπούσε στην προώθηση σε «υψηλές θέσεις»
ανθρώπων από πληθυσμιακά συγκροτήματα που έως τότε παρέμεναν
αποκλεισμένα από αυτές. Το μόνο αιτούμενο ήταν, εκείνοι των οποίων η
άνοδος σχεδιαζόταν, να έχουν πλήρως ενστερνιστεί τα «ιδεώδη του Δυτικού»
και, γενικώτερα, «ατλαντικού κόσμου». Στα πλαίσια εν πολλοίς αυτής
ακριβώς της πολιτικής προωθήθηκε στην προεδρία της Δημοκρατίας ο Χρήστος
Σαρτζετάκης.Το νέο το έμαθα, εν όσω ακόμη ήμουν λέκτορας στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω την οργή μου, ιδίως καθώς ακουσίως άκουγα και έβλεπα τους πανηγυρισμούς των δημοκρατικών στιφών. Δέχτηκα λοιπόν την πρόταση του εκδότη Λευτέρη Καρτάκη να συνεργαστούμε στην έκδοση ενός μικρού βιβλίου, όπου θα περιλαμβάνονταν οι επιγραμματικές γνώμες του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την Ελλάδα και τους Νεοέλληνες. Δέχτηκα ευχαρίστως… και το βιβλιαράκι μας έκανε τέσσερις εκδόσεις μέσα σε 20 μέρες39.
Ο Καραμανλής αρχικώς αντέδρασε (προφανώς φοβήθηκε την άνωθεν αρχή), αλλά μετά συγκινήθηκε – και μου έδειξε εμπράκτως την τότε συγκίνησή του αλλά και την διαρκή συμπάθειά του προς το πρόσωπό μου. Τον Μάϊο του 1988, μου ζήτησε να τον συναντήσω στο σπίτι του στην Πολιτεία. Φυσικά, το έκανα. και μου εξήγησε πως ήταν πια καιρός να κατεβώ από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα (κάτι που, από πολύ καιρό, επιθυμούσα διακαώς) και να «βοηθήσω στην ευόδωση» του έργου του σχετικού με τα Αρχεία του. Έτσι λοιπόν κατέβηκα στην Αθήνα το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου και άρχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο Ίδρυμα που είχε ήδη φτιαχτεί στην Φιλοθέη. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ… Έτσι, από εκείνο το φθινόπωρο του 1988 και μετά δεν ξαναείδα ποτέ πια τον Κωνσταντίνο Καραμανλή…
Αλλά έμαθα την εντολή που είχε αφήσει ως προς την κηδεία του. Δεν ήθελε παρά πολύ λίγους – και αυτούς κατ’ ανάγκην. Και αυτό –στα δικά μου τουλάχιστον μάτια– πλήρως τον δικαιολογούσε: ήταν ο μόνος σύγχρονος πολιτικός που κατάλαβε την Ελλάδα (όλη η Ελληνική Ιστορία είναι παραμορφωμένη) και τον κόσμο της (μέσα σε κάθε Έλληνα κρύβεται ένας μικρός Ανδρέας). Και αυτά, παρά το κακό που τελικώς μου προξένησε, είναι αρκετά, ώστε να λέω, όποτε τον σκέφτομαι: requiem aeternam dona ei, Domine.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Οι λόγοι του Κ. Καραμανλή.
2. Οι λόγοι του Κ. Καραμανλή, 1980-’81, σ. 44.
3. Πρβλ. Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, Η ελληνική αντίστασις, 1941-1944 (Αθήνα: «Εστία» – Ι. Δ. Κολλάρος, 1964), σ. 216.
4. Βλ. κυρίως Ορέστη Ε. Βιδάλη, Το σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον και η εθνική μας πολιτική (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1988), σ. 24. (Το έργο αυτό έχει πάρει έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών.)
5. Δημοσθένη Κούκουνα, «Οκτώβριος 1944. Η απελευθέρωση της Αθήνας», Τότε (Αθήνα), σσ. 40-41. Πρβλ. Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, Η ελληνική αντίστασις, 1941-1944, σσ. 104, 120. Η ύπαρξη της συμφωνίας αυτής έχει γίνει αντικείμενο διάψευσης από επιφανείς –και σεβαστές– προσωπικότητες του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως ο Chris Woodhouse π.χ., αλλά τα γεγονότα αποτελούν το ασφαλέστερο τεκμήριο της ύπαρξής της. Οι Γερμανοί, πράγματι, αποχώρησαν από την Ελλάδα, όχι μόνον την ηπειρωτική μα και τη νησιωτική, τελείως ανενόχλητοι, ενώ την Θεσσαλονίκη την πήραν οι Βρεταννοί κυριολεκτικώς αβρόχοις ποσί.
6. Α. Ι. Κοραντή, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1956), τόμ. Δ΄, μέρος β΄ (Αθήνα, 1981), σσ. 226-227.
7. Π. Κ. Ενεπεκίδη, Η ελληνική αντίστασις, 1941-1944, σ. 217.
8. Foreign Office Papers (στο εξής: FO) 476/8-248315, o Sir Charles Peake, πρέσβυς του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα, προς τον Sir Anthony Eden, Βρεταννό υπουργό Εξωτερικών, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
9. Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου, «Η μοίρα της Ελλάδος και της Κύπρου στα πλοκάμια της αγγλικής διπλωματίας μέσα από απόρρητα έγγραφά της του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», Ελληνόραμα, αρ. 96 (Σεπτέμβριος 2012), σ. 18.
10. Σόλωνος Ν. Γρηγοριάδη, «Δεκέμβριος 1944: Το ανεξήγητο λάθος» (Αθήνα: Το Βήμα [χωρίς έτος έκδοσης]), σ. 47.
11. Βλ. την συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολις (Αθήνα), φύλλο 3ης Δεκεμβρίου 1958.
12. Σόλωνος Ν. Γρηγοριάδη, Δεκέμβριος 1944…, σσ. 50-51. Το ότι το άτομο που άρχισε να χτυπάει τους «παλιανθρώπους» ήταν ο ίδιος ο Έβερτ δεν μαρτυρείται κατηγορηματικώς, αλλά προκύπτει από τα συμφραζόμενα.
13. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
14. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
15. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954.
16. Βλ. Μίκη Πρωτοπαπαδάκη, «Η αποφράς νύκτα της 14 προς τη 15 Αυγούστου 1922 στο μικρασιατικό μέτωπο», http://www.theodotus.blogspot.gr/2013/08/14-15-1922.html (26 Αυγούστου 2013).
17. Ως προς τον Έβερτ, είναι χαρακτηριστικό το ότι οι Βρεταννοί αρκέστηκαν να ανταμείψουν τις υπηρεσίες του με μία χρυσή τσιγαροθήκη και όχι με παράσημο, όπως διακαώς ο ίδιος επιθυμούσε. (FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 [εμπ.]), Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1954. Πρβλ. Δημοσθένη Κούκουνα, «Πού βρίσκεται το αρχείο Έβερτ;», Λαβύρινθος (Αθήνα), 43 (Ιανουάριος 2007), σ. 19.
18. Ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για το θέμα αυτό: Ηρακλή Πετιμεζά, Εθνική Αντίσταση και Κοινωνική Επανάσταση. Ζέρβας και Ε.Α.Μ. (Αθήνα, 1991), σ. 152 επ. passim.
19. Ελευθερία (Αθήνα), 3 Σεπτεμβρίου 1948.
20. Ελευθερία, 24 Σεπτεμβρίου 1948.
21. Ελευθερία, 22 Μαΐου 1947.
22. FO 476/8-248315, o Sir Charles Peake προς τον Sir Anthony Eden, αρ. 198 (εμπ.), Αθήνα, 14 Οκτωβρίου 1954.
23. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, «Ανέκδοτα κείμενα Κωνσταντίνου Τσάτσου», Νέα Κοινωνιολογία, 24 (Φθινόπωρο 1997), σ. 21.
24. Αυτόθι.
25. Ενδεικτικώς: Δημήτρη Μιχαλόπουλου, Ο Εθνικός Διχασμός. Η άλλη διάσταση (Αθήνα: Πελασγός-Ιωάννης Χρ. Γιαννάκενας, 20122), σ. 92 επ.
26. Ενδεικτικώς: Zeki Kuneralp, Just a Diplomat (Κωνσταντινούπολη: İsis, 1992), σ. 23.
27. William Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566). Μετάφραση-εισαγωγή-σημειώσεις Άγγελου Φουριώτη (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1960), σσ. 175-176.
28. Μαρτυρία του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
29. C. M. Woodhouse, Karamanlis. The Restorer of Greek Democracy (Οξφόρδη: Clarendon Press, 1982), σ. 17.
30. Αυτόθι, σ. 22.
31. Raymond Aron, Mémoires (Παρίσι: Julliard, 1983), σ. 742.
32. Hic et nunc (αυτόθι).
33. Αυτόθι, σ. 302.
34. Αυτόθι, σ. 594.
35. Αυτόθι.
36. Αυτόθι.
37. Περιλαμβάνεται σε πρακτικό σύσκεψης που έγινε με θέμα την έκδοση των Αρχείων του.
38. Ο συγγραφέας του άρθρου ήταν παρών στην συνάντηση αυτή.
39. Οριοθετήσεις. Οι επιγραμματικές φράσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επιλογή Δρ. Ε. Καρτάκης. Πρόλογος-χρονολογικοί πίνακες Δ. Μιχαλόπουλος, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1986.
Περιοδικό "Νέα Πολιτική" Τεύχος Β3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου