Νέα Πολιτική
Του Γιάννη Μαθιουδάκη ♦
Το 1923 ιδρύθηκε στην Φρανκφούρτη το
Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, το οποίο έμελλε να σημαδέψει την σύγχρονη
κοινωνική, πολιτική και φιλοσοφική σκέψη μέχρι τις μέρες μας. Το Ινστιτούτο
υπήρξε η μήτρα της διαμόρφωσης και ανάπτυξης της Κριτικής Θεωρίας, που
αποτέλεσε ένα από τα σημαντικώτερα πνευματικά ρεύματα της εποχής, ιδιαίτερα
αφ’ότου ο Max Horkheimer ανέλαβε την διεύθυνσή του το 1930. Πάντως, οι βασικές
θέσεις της θεωρίας αυτής αναπτύχθηκαν κατά την εξορία του Ινστιτούτου στην Νέα
Υόρκη λόγω της επικράτησης του ναζιστικού καθεστώτος, το 1934, έως τον επαναπατρισμό
του στην Γερμανία μετά τον Πόλεμο.
Στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού, έργο
σταθμό κατά την διαμόρφωσή της, το οποίο συνέγραψαν οι δύο βασικοί της
εκπρόσωποι, ο Horkheimer και ο Adorno, αναπτύσσεται η βασική, πεσσιμιστική στην
πραγματικότητα, θέση τους. Ο σύγχρονος Λόγος, όπως αναπτύσσεται κατά την εποχή
του Διαφωτισμού, παρά την υπόσχεσή του ότι θα απελευθέρωνε τον άνθρωπο,
συντελεί τελικά σε μια νέα υποδούλωσή του.
Από την αρχή της ιστορίας του, το
ανθρώπινο γένος είχε ως στόχο του την απελευθέρωσή του από τα δεσμά και τους
καταναγκασμούς της φύ-σης. Η εμφάνιση του μύθου αποτέλεσε την πρώ-τη, δειλή και
αδύναμη απόπειρα του ανθρώπου να εξηγήσει και να κατανοήσει τα φυσικά
φαινόμενα, στην προσπάθειά του να τα ελέγξει και να προστατευτεί από αυτά. Ως
διάδοχος του μύθου, ο Διαφωτισμός υπόσχεται στον άνθρωπο ότι, μέσω του Λόγου,
θα τον βοηθήσει να χειραφετηθεί από τα φυσικά του δεσμά. Η φιλοσοφία και οι
επιστήμες αναλαμβάνουν το έργο της κατανόησης και παρουσίασης της φυσικής
τάξης, και της συνεπακόλουθης κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης. Η
υπόσχεση, όμως, αυτή αποδεικνύεται φενάκη. Η υποταγή του ανθρώπου στην φύση
καταλύεται, μόνο και μόνο για να αντικατασταθεί από την υποταγή του στον
άνθρωπο. Γρήγορα ο Λόγος καθίσταται εργαλειακός: χάνει την ουσιαστική του
ιδιότητα να παράγει και να στηρίζει αξίες και σκοπούς και περιορίζεται στον
ρόλο ενός εργαλείου επίτευξης στόχων αυθαίρετα επιλεγμένων. Η κριτική σκέψη
διαλύει κάθε σκοπό ο οποίος επιχειρείται να υποστηριχθεί λογικά – απομένει έτσι
μια σκέψη θετικιστική, που στοχεύει στην ταξινόμηση, την κατηγοριοποίηση, την
ποσοτικοποίηση, προκειμένου να επιτευχθούν στόχοι οι οποίοι υπαγορεύονται
αυθαίρετα από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα.
Έτσι, μια εργαλειακή λογική συντελεί
απλώς, στην εποχή μας, στην ολοκλήρωση της εκβιομηχάνισης και στην εδραίωση του
κυρίαρχου οικονομικού συστήματος, καθώς και της γραφειοκρατικοποίησης μιας
καθ’όλα διοικούμενης κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ο Λόγος δεν βοηθά τους ανθρώπους
να συλλάβουν μόνοι τους ένα κοινωνικό όραμα και να προβούν στην διαμόρφωσή του,
αλλά υπηρετεί το επικρατούν σύστημα και την διαιώνισή του.
Λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο
θετικιστικός πλέον Λόγος αδυνατεί να αντιληφθεί και τα συγκεκριμένα συμφέροντα
που ενσωματώνει το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Ο Λόγος, έτσι, αντιλαμβάνεται
την κοινωνία ως μια δεύτερη φύση, την οποία δεν μπορεί να αλλάξει, και στην
οποία υποτάσσεται μόνο και μόνο για να την υπηρετήσει. Από μέσον προόδου και
μεταβολής μετατρέπεται σε εργαλείο συντήρησης της δεδομένης κατάστασης και
εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, τα οποία μάλιστα υποκρύπτει πίσω από το
πέπλο της θεωρούμενης ως δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας.
Έτσι, η κυριαρχία της εργαλειακής
ορθολογικότητας στην εποχή μας αντανακλάται στην τεχνοκρατική αντιμετώπιση της
πολιτικής. Το τεχνοκρατικό πνεύμα συνίσταται στην διαχείριση των πραγμάτων,
ούτως ώστε να εκπληρώνονται κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο οι επιταγές του
συστήματος.
Για τον Habermas, που θεωρείται
συνεχιστής της Κριτικής Θεωρίας, η διάσωση της ουσιαστικής διάστασης του Λόγου
ταυτίζεται με την αναγνώριση της επικοινωνιακής του διάστασης και την ανάδειξη
της επικοινωνιακής ορθολογικότητας. Ουσιαστικός γίνεται ο Λόγος μόνο μέσα στον
διάλογο, όπου και επιτυγχάνεται η ορθολογική συναίνεση των συμμετεχόντων στη
βάση του ισχυρότερου επιχειρήματος. Υπό αυτήν την οπτική, κατά τον Habermas, ο
δημόσιος δημοκρατικός διάλογος, ο διάλογος όπου μπορούν να λάβουν μέρος όλοι οι
συμμετέχοντες σε μια πολιτική κοινότητα, χωρίς καταναγκασμούς, είναι η μόνη
διαδικασία που εγγυάται την ορθολογική αντιμετώπιση των πολιτικών ζητημάτων.
Την αντιμετώπισή τους, δηλαδή, με έναν ουσιαστικό τρόπο, ο οποίος θέτει
ορθολογικά υπό εξέταση όχι μόνον τα μέσα, αλλά και τους σκοπούς που
υιοθετούνται πολιτικά.
Η Ευρώπη σήμερα κατανοεί με τον
σκληρότερο τρόπο τα ανωτέρω συμπεράσματα της Κριτικής Θεωρίας, εν μέσω κρίσης.
Η Τρόικα και το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκφράζει κυρίως την
ανάγκη για την διάσωση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα και των
συμφερόντων της Γερμανίας, «επισκέπτεται» χώρες, προτείνει μέτρα, εξετάζει,
ποσοτικοποιεί κλπ., παρά τον όποιον ανορθολογισμό των τιθέμενων στόχων των
σχεδίων της. Η δημόσια συζήτηση βραχυκυκλώνεται, καθώς (συ)ζητούμενο δεν είναι
οι προτεραιότητες και οι στόχοι (διάσωση των τραπεζών ή διάσωση των λαών, δημιουργία
μιας Ευρώπης της αλληλεγγύης ή μιας Ευρώπης εξυπηρέτησης των ισχυρών και των
μεγάλων συμφερόντων, οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα βασίζεται σε
δημοκρατικούς θεσμούς ή θα κατευθύνεται από το κέντρο κλπ.), αλλά τα μέτρα
«διάσωσης του συστήματος».
Μια ουσιαστική δημόσια συζήτηση για
την κρίση θα είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ενώ θα
κατέληγε πιθανώς σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα. Από αυτήν την άποψη, η
εξέλιξη της κρίσης δεν κατανοείται μόνον ως ήττα της δημοκρατίας έναντι των
οικονομικών επιταγών του συστήματος και των ισχυρών συμφερόντων που εκφράζονται
δι’ αυτού του συστήματος. Νοείται και ως μια ακόμη χαμένη ευκαιρία του Λόγου να
υπερβεί τον εργαλειακό χαρακτήρα στον οποίο έχει εκπέσει στην εποχή της
νεωτερικότητας και να αναλάβει τον ουσιαστικό ρόλο που του επεφύλασσε το
πρόταγμα της εποχής του Διαφωτισμού.
Περιοδικό ¨Νέα Πολιτική" Τεύχος Β3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου