Νέα Πολιτική
Δεύτερον, την Βασιλεία την είχε καταργήσει η ίδια η
χούντα με το «δημοψήφισμα» που είχε οργανώσει το καλοκαίρι του 1973. Σύσσωμος ο
δημοκρατικός πολιτικός κόσμος είχε καταδικάσει το χουντικό δημοψήφισμα ως νόθο
και είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τα αποτελέσματά του. Εάν λοιπόν το χουντικό
δημοψήφισμα ήταν ανυπόστατο, η Βασιλεία δεν είχε ποτέ καταργηθεί νόμιμα.
Του Φώτη Γεωργίου ♦
Με την επιστροφή του στην εξουσία το 1974, ο Κ.
Καραμανλής ανέλαβε μία σειρά ριζοσπαστικών πολιτικών πρωτοβουλιών, που
υπογράμμιζαν την θέλησή του να ιδρύσει μια αληθινά «νέα δημοκρατία» στην
Ελλάδα. Η πιο ριζοσπαστική, ίσως, κίνησή του, ήταν η προκήρυξη
δημοψηφίσματος για την κατάργηση της Βασιλείας. Έχουν περάσει από τότε
σχεδόν σαράντα χρόνια. Αυτό μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε μία ιστορική ανάλυση
αυτής της ριζοσπαστικής πολιτικής κίνησης του Κ. Καραμανλή, χωρίς τους
φανατισμούς και τα πάθη της εποχής.
Οι δυσκολίες του δημοψηφίσματος
Εκ πρώτης όψεως, η προκήρυξη δημοψηφίσματος το 1974
παρουσίαζε κάποιες αντιφάσεις και δημιουργούσε αμφιβολίες σχετικά με την
αντιμετώπιση των νομικών επιπτώσεων της Δικτατορίας στη συνταγματική τάξη της
χώρας.
Πρώτον, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος θεωρούσε την
Δικτατορία ως μια συνταγματική εκτροπή. Συνεπώς, το λογικό ήταν η πτώση της
Δικτατορίας να οδηγήσει στην επαναφορά της συνταγματικής νομιμότητας που το
δικτατορικό καθεστώς είχε διακόψει. Αυτή η συνταγματική νομιμότητα δεν ήταν
άλλη από το καθεστώς της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, που βασιζόταν στο
Δημοψήφισμα του 1946 και στο Σύνταγμα του 1952. Ωστόσο, αυτό δεν
έγινε. Ο Κ. Καραμανλής επανέφερε το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις
διατάξεις που ήταν σχετικές με την μορφή του πολιτεύματος.
Αυτή η ρηξικέλευθη πρωτοβουλία δημιουργούσε ορισμένα
πολιτικά και νομικά ερωτήματα: ποιό νομικό πρόβλημα είχε το Δημοψήφισμα του
1946 ώστε να απαιτείται τώρα η επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων του; Και με το να
τίθεται υπό αμφισβήτηση η συνταγματική τάξη που προϋπήρχε της δικτατορίας, δεν
ήταν σαν να δικαιώνεται εν μέρει η απόφαση της στρατιωτικής χούντας να την
καταργήσει με το πραξικόπημα του 1967;
Όμως, με το να τεθεί το ζήτημα της Βασιλείας το 1974, δεν
ήταν σαν να αναγνωρίζεται ότι το χουντικό «δημοψήφισμα» είχε πράγματι σοβαρές
έννομες συνέπειες στην συνταγματική τάξη της χώρας; Δεν ήταν σαν να
αναγνωρίζεται ότι υπήρχε αμφιβολία σχετικά με τον τύπο του πολιτεύματος που
ίσχυε στην Ελλάδα, μετά από το χουντικό «δημοψήφισμα» του 1973; Αυτό δεν
ήταν αντίθετο με την επίσημη πολιτική άποψη που θεωρούσε το χουντικό
δημοψήφισμα ανυπόστατο;
Τρίτον, ο κύριος λόγος για τον οποίον ο Βασιλιάς δεν
βρισκόταν στην Ελλάδα την ημέρα που έπεσε η Δικτατορία, ήταν το ότι είχε
αυτοεξορισθεί στο εξωτερικό μετά την αποτυχία του να ανατρέψει ένοπλα την
στρατιωτική χούντα στις 13 Δεκεμβρίου του 1967. Με άλλα λόγια, η χούντα
αποτελούσε το εμπόδιο που δεν επέτρεπε στον Βασιλιά να εξασκήσει τα
συνταγματικά του καθήκοντα. Με την πτώση της Δικτατορίας, το εμπόδιο αυτό
έπαυε να υφίσταται. Όμως, με το να προκηρυχθεί δημοψήφισμα για το εάν ο
Βασιλιάς μπορούσε να επανέλθει στα συνταγματικά του καθήκοντα, δεν ήταν σα να
δικαιώνεται η χούντα για τα εμπόδια που του είχε θέσει;
Οι ελπίδες του δημοψηφίσματος
Ο Κ. Καραμανλής και οι συνεργάτες του θα πρέπει να είχαν
αντιληφθεί τις πολιτικές και νομικές αντιφάσεις που προκαλούσε η διενέργεια του
δημοψηφίσματος. Συνεπώς, η απόφασή τους να προχωρήσουν στην διενέργειά
του θα πρέπει να είχε στηριχθεί στην προσδοκία τους να αποκομίσουν πολιτικά
οφέλη μεγαλύτερα από τα πολιτικά και νομικά προβλήματα που θα προκαλούσε το
δημοψήφισμα.
Ένα πολιτικό όφελος που ενδεχομένως να επεδίωκαν ο Κ.
Καραμανλής και οι συνεργάτες του ίσως να ήταν η προσέλκυση των παλαιών
Βενιζελικών (ή «κεντρώων») ψηφοφόρων. Αυτή είναι μία θεωρία που βρίσκει
κάποιο έρεισμα στα όσα γράφει ο Κρις Γούντχαουζ στην βιογραφία του Κ.
Καραμανλή: ο Γούντχαουζ επισημαίνει ότι ο Κ. Καραμανλής και οι συνεργάτες τους
επεχείρησαν να υιοθετήσουν μερικά από τα συνθήματα και τις πολιτικές προτάσεις
του κομματικού χώρου του «κέντρου» όταν ξεκινούσαν την οργάνωση του κόμματος
της «Νέας Δημοκρατίας», με σκοπό να επεκτείνουν την απήχησή του πέρα από τους
παραδοσιακούς ψηφοφόρους της παλαιάς ΕΡΕ.
Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει αυτήν την θεωρία είναι το
ότι οι βασικοί συνεργάτες του Κ. Καραμανλή εκείνη την εποχή είχαν βενιζελική
πολιτική προέλευση. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, στον
οποίον ο Κ. Καραμανλής ανέθεσε το χειρισμό των συνταγματικών θεμάτων της χώρας
και την ίδια την εκπόνηση του Συντάγματος της Ελλάδος. Ίσχυε επίσης και
για τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος είχε αναλάβει τον πολύ ευαίσθητο τομέα των Ενόπλων
Δυνάμεων. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, αυτοί οι συνεργάτες του να είχαν πείσει τον
Κ. Καραμανλή ότι η διενέργεια δημοψηφίσματος, στο οποίο ο Κ. Καραμανλής και το
κόμμα του θα τηρούσαν ουδέτερη στάση, θα επέτρεπε στην «Νέα Δημοκρατία» να
προσελκύσει κεντρώους ψηφοφόρους.
Εάν πράγματι αυτό ήταν το πολιτικό όφελος που προσδοκούσε
ο Κ. Καραμανλής, τότε τα γεγονότα τον διέψευσαν οικτρά. Οι «κεντρώοι» ψηφοφόροι
συνέχισαν να ψηφίζουν με φανατισμό όποιο κόμμα φαινόταν περισσότερο ικανό να
σταθεί απέναντι στην μισητή για αυτούς «δεξιά». Το κόμμα αυτό ήταν το
ΠΑΣΟΚ, το οποίο υιοθέτησε ως κομματικό του χρώμα το πράσινο των ψηφοδελτίων της
«Αβασίλευτης», συμβολίζοντας έτσι την ιδιοποίηση του πολιτικού οφέλους του
δημοψηφίσματος.
Ο «κεντρώος» χώρος (που τότε κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ και η ΕΔΗΚ)
είχε συνεχή άνοδο μετά το δημοψήφισμα. Από το 33% του 1974, ανέβηκε στο 36% το
1977 και δεν επρόκειτο να πέσει κάτω από το 39% με 40% για περισσότερο από 30
χρόνια, ακόμα και στις πολύ δύσκολες στιγμές του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989-1990.
Έτσι, αντί να φέρει τους «κεντρώους» ψηφοφόρους κοντά στον Κ. Καραμανλή, το
δημοψήφισμα του 1974 μάλλον ενίσχυσε την εκλογική απήχηση του ΠΑΣΟΚ.
Εάν το δημοψήφισμα πράγματι προκάλεσε κάποια «μετακίνηση»
ψηφοφόρων, αυτή ήταν αρνητική για τον Κ. Καραμανλή: η δυσαρέσκεια πολλών
φιλοβασιλικών ψηφοφόρων τους οδήγησε να εγκαταλείψουν τον Κ. Καραμανλή στις
εκλογές του 1977 και να ψηφίσουν τους ελάχιστα δημοφιλείς πολιτικούς της
βραχύβιας «Εθνικής Παράταξης». Έτσι το δημοψήφισμα συνέβαλε στην περαιτέρω
πτώση της εκλογικής απήχησης του Κ. Καραμανλή, ο οποίος είδε το ποσοστό του να
πέφτει κατά περισσότερο από 12% μέσα σε τρία χρόνια (από 54% το 1974 σε 41,80%
το 1977). Περίπου η μισή από αυτήν την πτώση οφειλόταν στην μετακίνηση
φιλοβασιλικών ψηφοφόρων από τον Κ. Καραμανλή προς την «Εθνική Παράταξη».
Ένας δεύτερος στόχος, τον οποίο ενδεχομένως να επεδίωκε ο
Κ. Καραμανλής, ίσως να αφορούσε τα ευρύτερα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι πιθανό ο Κ. Καραμανλής να θεωρούσε ότι ο ίδιος, ως εκλεγμένος Πρόεδρος της
Ελληνικής Δημοκρατίας, θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τον
ανερχόμενο πολιτικό λαϊκισμό.
Πράγματι, ήδη από το καλοκαίρι του 1974 και την τουρκική
εισβολή στην Κύπρο, η ελληνική κοινωνία έδειχνε να είναι ιδιαίτερα επιρρεπής
στον αντι-αμερικανικό (και ευρύτερα αντι-δυτικό) λαϊκισμό. Δεν αποκλείεται να
θεωρούσε ο Κ. Καραμανλής ότι η δική του παρουσία στην Προεδρία της Δημοκρατίας
θα εξασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα και τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας
πιο αποτελεσματικά από ό,τι ο πολιτικά αδύναμος και αδέξιος Βασιλιάς. Η θεωρία
αυτή βρίσκει κάποιο έρεισμα και στα απομνημονεύματα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο
οποίος αναφέρει ότι ο Κ. Καραμανλής του είχε πει ότι σκόπευε να τον διαδεχθεί
στην Προεδρία της Δημοκρατίας και ότι αυτό μπορεί να συνέβαινε ακόμα και πριν
το τέλος της θητείας του Τσάτσου.
Εάν αυτό πράγματι ήταν ένα από τα οφέλη που προσδοκούσε ο
Κ. Καραμανλής, τότε και αυτό διαψεύσθηκε. Η παρουσία του Κ. Καραμανλή στην
Προεδρία της Δημοκρατίας από το 1980 και μετά, δεν κατάφερε να ανακόψει την
ραγδαία πορεία του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία. Ούτε ήταν
η παρουσία του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας που εξασφάλισε την
παραμονή της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο (και ιδιαίτερα στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ)
μετά το 1981. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του πολιτικού ρεαλισμού του Ανδρέα
Παπανδρέου, ο οποίος κατάλαβε ότι μπορούσε να κερδίσει περισσότερα παραμένοντας
σε αυτούς τους οργανισμούς, παρά εγκαταλείποντάς τους. Και, τέλος, ο Κ.
Καραμανλής ήταν τελείως ανήμπορος να αντιδράσει όταν το 1985 ο Ανδρέας
Παπανδρέου τον αντικατέστησε ταπεινωτικά στην Προεδρία της Δημοκρατίας με τον
Χρήστο Σαρτζετάκη.
Ένα τρίτο όφελος που ενδεχομένως να επεδίωκε ο Κ.
Καραμανλής μπορεί να ήταν η «ειρήνευση των παθών». Δεν αποκλείεται ο Κ.
Καραμανλής να είχε πειστεί ότι, με ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού
σφόδρα αντίθετο στον θεσμό της Βασιλείας, η παρουσία Βασιλιά στη χώρα θα
προκαλούσε πάθη, συγκρούσεις και νέους διχασμούς στο μέλλον. Ίσως ο Κ.
Καραμανλής να θεωρούσε ότι η κατάργηση της Βασιλείας θα «ειρήνευε» τον πληθυσμό
και θα έσβηνε τις παλαιές πολιτικές «διαχωριστικές» γραμμές.
Και αυτή η προσδοκία (εάν πράγματι υπήρχε) διαψεύστηκε
από τα γεγονότα. Τα κομματικά πάθη συνέχισαν να είναι οξυμένα, ιδιαίτερα
στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του
1980. Υπήρξαν συχνές νυχτερινές συμπλοκές μεταξύ ομάδων «αφισοκόλλησης»,
χωριστά καφενεία στα χωριά και τις μικρές πόλεις, δυσμενείς μεταθέσεις
υπαλλήλων κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση, δολοφονίες πολιτικών και
δημοσιογράφων, βομβιστικές επιθέσεις και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες.
Έτσι επιβεβαιώθηκε ότι δεν ήταν η Βασιλεία που δημιουργούσε τα πολιτικά πάθη
και ότι, συνεπώς, το δημοψήφισμα για την κατάργηση της Βασιλείας δεν μπορούσε
να φέρει την ζητούμενη πολιτική συναίνεση ή «ειρήνευση».
Η αποτίμηση της πρωτοβουλίας του Κ. Καραμανλή
Η κυρίαρχη άποψη έχει αποτιμήσει θετικά την απόφαση του
Κ. Καραμανλή να προκηρύξει δημοψήφισμα το 1974. Αυτή η άποψη στηρίζεται
μάλλον σε δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι το αριθμητικό αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος. Η καθαρή νίκη της «Αβασίλευτης» μοιάζει να δικαίωσε όσους
εισηγήθηκαν στον Κ. Καραμανλή να μην επαναφέρει την συνταγματική τάξη που η
Δικτατορία είχε διακόψει, αλλά αντίθετα να επιδιώξει μία εντελώς «νέα δημοκρατία»
μέσω του δημοψηφίσματος.
Ωστόσο, η εκλογική νίκη της «Αβασίλευτης» θα πρέπει να
αναλυθεί μέσα στα πλαίσια της εποχής που διενεργήθηκε το δημοψήφισμα: η
εμπειρία της Δικτατορίας και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο είχαν δημιουργήσει
μία διάθεση ρήξης με το παρελθόν. Επίσης, η «Αβασίλευτη» ενισχύθηκε σημαντικά
από την διάχυτη αντίληψη ότι ο συγκεκριμένος Βασιλιάς ήταν πολιτικά αδύναμος
και αδέξιος.
Στις ιδιαίτερα ευαίσθητες συνθήκες του 1974, είναι πιθανό
το εκλογικό σώμα να ψήφισε περισσότερο με γνώμονα ποιό πρόσωπο ήταν προτιμότερο
να βρίσκεται στην ηγεσία της Ελλάδος προκειμένου να σώσει την χώρα από την
πολύπλευρη κρίση (ο αδέξιος Βασιλιάς ή ο ισχυρός Καραμανλής) και λιγώτερο με
γνώμονα ποιό ήταν το προτιμώτερο πολιτειακό σύστημα. Εάν το δημοψήφισμα είχε διενεργηθεί
στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν Βασιλιάς ήταν ο δημοφιλής Παύλος και η
Ελλάδα βρισκόταν σε τροχιά οικονομικής ανόδου, ίσως τα αποτελέσματα να ήταν
πολύ διαφορετικά.
Ο δεύτερος λόγος της θετικής αποτίμησης της πρωτοβουλίας
του Κ. Καραμανλή είναι ότι, τελικά, η κατάργηση της Βασιλείας πέρασε σχετικά
απαρατήρητη από το ευρύ κοινό. Στην κοινή αντίληψη, η Ελλάδα δεν υπέστη καμμία
ζημία από την κατάργηση της Βασιλείας, ούτε είχε η Βασιλεία κάποιο ιδιαίτερο
όφελος να προσφέρει. Συνεπώς, για το ευρύ κοινό, το δημοψήφισμα δεν
αποτελεί παρά μία διαδικαστική πράξη, με την οποία έκλεισε μία παλιά και σχεδόν
ξεχασμένη εκκρεμότητα.
Η βάση αυτής της αντίληψης είναι μάλλον σωστή.
Είναι πολύ πιθανό η ιστορική εξέλιξη της Ελλάδος τα τελευταία σαράντα χρόνια να
ήταν περίπου η ίδια, είτε με Προεδρευομένη Δημοκρατία είτε με Βασιλευομένη
Δημοκρατία. Κατά την διάρκεια αυτών των σαράντα ετών υπήρξαν ελάχιστες στιγμές
που ο Ανώτατος Άρχων της χώρας χρειάστηκε να παίξει σοβαρό πολιτικό ρόλο
(κυρίως κατά την περίοδο 1989-1990). Αντίθετα, τα γεγονότα απέδωσαν στους
διαδοχικούς Προέδρους έναν εθιμοτυπικό ρόλο, τον οποίο άνετα θα μπορούσε να
είχε παίξει και ο Βασιλιάς.
Ωστόσο, η απόφαση του Κ. Καραμανλή να καταργήσει την
Βασιλεία μέσω του δημοψηφίσματος είχε και άλλες συνέπειες. Η προσπάθεια
των αντιβασιλικών να απαλείψουν κάθε ίχνος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας
οδήγησε στην απώλεια ενός μέρους της ελληνικής ιστορίας. Παντού στην Ελλάδα
έγιναν μαζικές μετονομασίες οδών, πάρκων, ακόμα και νοσοκομείων και, μέχρι σχετικά
πρόσφατα, συνεργεία του Δήμου Αθηναίων αντικαθιστούσαν τις πινακίδες της
«Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας» με άλλες που έγραφαν «Λεωφόρος Ελευθερίου
Βενιζέλου».
Η σημαντικώτερη όμως συνέπεια ήταν ότι ο Κ. Καραμανλής
και οι συνεργάτες του, αντί να σταθούν απέναντι στον λαϊκισμό το 1974, είχαν
υποκύψει σε αυτόν. Το πράσινο χρώμα των ψηφοδελτίων της «Αβασίλευτης» έγινε το
σύμβολο της κομματικής δύναμης που ελάχιστα χρόνια αργότερα θα παρέδιδε την
Ελλάδα στον Μένιο Κουτσόγιωργα, τον Λούβαρη, τον Κοσκωτά και τους ομοίους τους.
Εάν κανείς εξετάσει τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, η
απόφαση του Κ. Καραμανλή να προκηρύξει το δημοψήφισμα του 1974 αποτέλεσε το
πρώτο βήμα της πορείας που έφερε την Ελλάδα και τους Έλληνες στην σημερινή τους
κατάσταση.
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στην μνήμη του
Χριστόφορου Μπιτσίδη.
Περιοδικό ¨Νέα Πολιτική¨ Τεύχος Β3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου