Νέα Πολιτική
του
Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη
Είναι από τις βασικές παραδοχές της
τρέχουσας πολιτικής βουλγκάτας, πάντως της Μεταπολίτευσης: ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής υπήρξε εκείνος που σήκωσε το βάρος, που έκανε την θεμελιώδη επιλογή,
που σχεδίασε και υλοποίησε και επέβαλε (ο καθείς ας διαλέξει την διατύπωση που
τον βολεύει…) την πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της «Ευρώπης».
Από την Συμφωνία Συνδέσεως Ελλάδας-ΕΟΚ
της 9ης Ιουλίου του 1961, μετά από διαπραγματευτική προσπάθεια σ’ όλο το
διάστημα 1955-61 (και με βάση την απόφαση να στραφεί η Ελλάδα, η ελληνική
οικονομία στην ΕΟΚ, και όχι στην ΕΖΕΣ) και μέχρι την Πράξη Προσχώρησης της 28ης
Μαΐου του 1979, που έκλεισε διαπραγματευτικό κύκλο ο οποίος ξεκίνησε λίγο μετά
την Μεταπολίτευση του 1974 (και δρομολόγησε την Ελλάδα προς τον πυρήνα της υπό
μετεξέλιξη ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Ένωση και ήδη στην
αμφιλεγόμενη Ευρωζώνη), θεωρείται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι επιλογές
του έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο για «μετάφραση» σε συγκεκριμένη ευρωπαϊκή
ένταξη του (επίσης Καραμανλικού) «Ανήκομεν εις την Δύσιν».
Θέση του σύντομου αυτού σημειώματος
είναι ότι, ακριβώς η Καραμανλική προσέγγιση πολιτικής βουλησιαρχίας στα
πράγματα, κυρίως δε η παραμέληση αν μη περιφρόνηση της ταπεινότερης δουλειάς
που αποτελεί η επεξήγηση των επιλογών στην κοινή γνώμη της χώρας –μαζί και με
την αντιπαραθετικότητα του πολιτικού σκηνικού, τόσο της δεκαετίας του ΄50, όσο
και εκείνης του ΄70– στέρησε την Ευρωπαϊκή επιλογή από την ουσιαστική της
νομιμοποιητική βάση. παρέσυρε σε επιδερμική μόνον αντιμετώπιση των απαραίτητων
προσαρμογών. εγκατέστησε «περισσότερη πολιτική» και ασφαλώς «λιγώτερη ουσία»
στον δημόσιο λόγο περί Ευρώπης. Και, τελικά, υπονόμευσε –αποτελεσματικώτατα!–
το Ευρωπαϊκό ανήκειν της Ελλάδας (και την Ευρωπαϊκή αντίληψη των Ελλήνων).
Από την Σύνδεση στην Χούντα
Τι εννοούμε; Όταν έγινε, στην συγκυρία
καλπάζουσας μεταπολεμικής οικονομικής ανόρθωσης, με βάση την (ανα)δημιουργία
βιομηχανικής δομής υπό συνθήκες προστασίας αλλά και την επαναφορά της γεωργίας
σε θετικούς ρυθμούς –αυτή ήταν η ώριμη φάση της δεκαετίας του ΄50–, η επιλογή
για Ευρωπαϊκή στροφή, υπήρξαν αντιδράσεις/αντιστάσεις από δύο βασικές πλευρές.
Η πρώτη ήταν πολιτική: η αντίθεση της ΕΔΑ αλλά και πολλών φορέων της
Κεντροδεξιάς είχε εκφρασθεί και αναλυτικά, στην θεωρητική/δημόσια συζήτηση της
εποχής, αλλά και μέσω του Τύπου της εποχής. Η δεύτερη ήταν ευθέως οικονομική: η
βιομηχανία δεν είχε αντιδράσει εν γένει ευνοϊκά στην λογική της
απελευθέρωσης των αγορών, δηλαδή της κατάργησης της προστασίας «της».
Η στάση Καραμανλή, σ’ εκείνη την
στροφή της ιστορίας, ήταν καθαρά… Καραμανλική. Και ο ίδιος και όσοι δούλεψαν τα
«Ευρωπαϊκά» μαζί του –από τον (διαπραγματευτή) Γιάγκο Πεσμαζόγλου και τον
(τεχνοκράτη) Γεώργιο Κοντογιώργη μέχρι τον Παναγή Παπαληγούρα, τον Ευάγγελο
Αβέρωφ (ναι, και αυτός!) και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο της εποχής–
επικεντρώθηκαν κυρίως στην πολιτική κατίσχυση και λιγώτερο στην
επιχειρηματολόγηση, ακόμη λιγώτερο στην διάχυση της «φιλο-ΕΟΚ» επιλογής στην
τότε, έστω, ευρύτερη κοινή γνώμη καθώς και στα αντιτιθέμενα στην επιλογή εκείνη
οικονομικά συμφέροντα. Επεκράτησαν και στις δυο πτυχές. Όμως η επικράτηση ήταν
πολιτική, οι βαθύτερες αντιρρήσεις δεν απαντήθηκαν. Και τούτο είχε ιδιαίτερο
νόημα, καθώς η διαπραγμάτευση των όρων σύνδεσης άφησε αρκετά «στον αέρα» και
της γεωργικής παραγωγής την προσαρμογή (η διαβόητη «εναρμόνιση», προϋπόθεση της
στήριξης αγορών και των διαρθρωτικών παρεμβάσεων με χρηματοδότηση FEOGA) και
την προσαρμογή της βιομηχανικής δομής μπροστά στην άρση της τελωνειακής
προστασίας.
Θα μας επιτρέψει ο αναγνώστης μιαν
έκφραση που θα ακουστεί παραδοξολογική, αν μη ευθέως αμαρτωλή: τελικά την
Σύνδεση την έκανε βαθύτερα αποδεκτή, της έδωσε δηλαδή τον χαρακτήρα «εθνικού
στοιχήματος»… η Χούντα. Τι εννοούμε; Ότι το πάγωμα της Συμφωνίας Σύνδεσης, που
περιλάμβανε αρκετές δυσμενείς για την Ελλάδα συνέπειες (κυρίως: υπαναχωρήσεις
από υποχρεώσεις των Έξη…) τόσο σε επίπεδο ΚΑΠ όσο και χρηματοδότησης των
υποδομών, «εισπράχθηκε» από την κοινή γνώμη τελικά ως πολιτική αποστροφή της
«Ευρώπης» προς την πολιτική ανωμαλία στην Ελλάδα. Με αποτέλεσμα να κερδηθεί το
πολιτικό στοίχημα του Ευρωπαϊκού ανήκειν, την ώρα ακριβώς που αναδύονταν
δυσλειτουργίες των συμφωνημένων…
Από την Μεταπολίτευση στην
ένταξη
Κατά έναν παράδοξο τρόπο –ή μήπως
απόλυτα αναμενόμενο;– το ίδιο σχήμα ακολούθησε και η μεταπολιτευτική τροπή της
Ελλάδας προς την ΕΟΚ των Εννέα, τότε. Εδώ, το στοίχημα Καραμανλή τέθηκε ευθέως
και σχεδόν πανηγυρικά με πολιτικό τρόπο. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής πρόβαλε την
«πλήρη ένταξη» ως υπόθεση προεχόντως πολιτική, και μάλιστα με ευθεία αναφορά
στην δημιουργία συνθηκών αποφυγής κάθε ενδεχόμενου επανόδου σε πολιτική
ανωμαλία, ως εκ της ενσωματώσεως στην «Ευρώπη». Σε δεύτερο πλάνο έθεσε την
δημιουργία συμμαχιών που θα βοηθούσαν στην αντιμετώπιση της Ελληνοτουρκικής
απειλής – σήμερα, αυτό μπορεί να ηχεί παράδοξο, όμως αξίζει κανείς να θυμηθεί
τις συνθήκες του 1975, με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και εσωτερικό αυτοδικαιωμένο
αντιΑμερικανισμό κοκ. – ενώ μόνον σε τρίτο επίπεδο αφηνόταν όλη η
οικονομική/πρακτική διάσταση της ένταξης (και αυτό, πάλι, περισσότερο με μια
λογική «προκοπής» , προσέγγισης του προτύπου των πιο προηγμένων οικονομιών, με
μικρή μόνο προσοχή στο «πώς» και τις προϋποθέσεις της προσαρμογής…).
Και πάλι, άλλωστε, τόσο ο ίδιος ο
Καραμανλής –ενοικών πλέον σε Ολύμπια ύψη της πολιτικής–, όσο και η πάλι
σημαντική ομάδα διαπραγματευτών που συγκέντρωσε γι’ αυτόν τον στόχο –Παναγής
Παπαληγούρας, Γεώργιος Κοντογιώργης, Βύρων Θεοδωρόπουλος, Γρηγόρης Βάρφης,
Νίκος Κυριαζίδης (μέχρι την αποστασιοποίηση των τελευταίων)– επικέντρωσαν την
προσοχή τους αφ’ενός μεν στην κυρίως πολιτική διαδικασία, αφ’ετέρου στην
τεχνική διαπραγμάτευση (που, την φορά αυτή, ήταν πολύ πιό πολύπλοκη και
ανηφορική καθώς η ΕΟΚ αποτελούσε πλέον διαμορφωμένο και όλο και πιο άκαμπτο
μηχανισμό). Σημασία στην επεξήγηση, στην δημόσια υπεράσπιση του εγχειρήματος
δόθηκε λιγοστή, κυρίως δε προς το τέλος της όλης διαδικασίας. Και, όσο κι όταν
δόθηκε, πήρε αρκετά απλοϊκή μορφή – «Είσαι στην ΕΟΚ, μάθε για την ΕΟΚ!», ή πάλι
στην ενδιάμεση περίοδο μεταξύ υπογραφής της ένταξης το 1979 και έναρξης της
ισχύος το 1981, πανηγυρική διανομή αγροτικών επιχορηγήσεων με λογική
Νάσου Κανελλόπουλου…
Και πάλι, δηλαδή, η έμφαση δόθηκε στην
πολιτική επικράτηση και στην πιο απλουστευτική /απλοϊκή επεξήγηση. Καθώς δε,
αυτήν την φορά «απέναντι» βρισκόταν η εντυπωσιακή ιδεολογική/συνθηματολογική
μηχανή του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ο αυτοεγκλωβισμός σε «πολιτική
υπεράσπιση» και σε άμυνα επιχειρημάτων ήταν αναπόδραστος. Πολύ περισσότερο που,
όταν η διαπραγμάτευση δυσκόλεψε και χρειάζονταν πλέον επώδυνοι συμβιβασμοί, η
άποψη Καραμανλή περί επίσπευσης των διαπραγματεύσεων πάση θυσία (που έφερε και
την απομάκρυνση Βάρφη-Κυριαζίδη), άποψη που θεωρήθηκε εκ των υστέρων δικαιωμένη
από την εμπειρία της ζωής «σε περιβάλλον Ευρωπαϊκής Κοινότητας/Ένωσης» από τις
επόμενες διευρύνσεις σε 12, 15, 25 κοκ, δυσχέραινε έως απέκλειε κάθε ουσιαστική
επεξήγηση και δημιουργία εσωτερικού μετώπου στήριξης.
Ένα στρεβλό Ευρωπαϊκό
ανήκειν: το αποτέλεσμα
Το τελικό αποτέλεσμα; Την ένταξη στην
ΕΟΚ, μετέπειτα Ευρωπαϊκή Κοινότητα κοκ, και μέχρι τον προσανατολισμό στον
σκληρό πυρήνα (την Ευρωζώνη), την δεκαετία πλέον του ΄90, την «πέτυχε» ο
Ανδρέας Παπανδρέου! Τι εννοούμε και μ’ αυτήν την πρόσθετη φαινομενική
παραδοξολογία; Ότι εκείνο που δρομολόγησε, πάλεψε, ιδεολόγησε, διαπραγματεύθηκε
και «πέρασε» πολιτικά ο Κ. Καραμανλής, κλήθηκε να το «πουλήσει» στην κοινή
γνώμη –την οποία είχε στρέψει εναντίον, με το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, ίδιο συνδικάτο!»
και το «Όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων!»– ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο οποίος και το
έπραξε. Με μια σειρά διαδοχικών προσαρμογών: από το Μνημόνιο στα Μεσογειακά
Ολοκληρωμένα Προγράμματα, απ’ εκεί στην λογική της «πολιτικής συνοχής», με
ενδιάμεσους σταθμούς πολιτικής διαφοροποίησης (περίπτωση κατάρριψης τζάμπο,
κλείσιμο εργασιών Ελληνικής Προεδρίας χωρίς συμπεράσματα…) αλλά σταθερά προς
μια κατεύθυνση προϊούσας ενσωμάτωσης. Μόνο που, στον πυρήνα αυτής της
διαδρομής, εγκαταστάθηκε μια λογική «πακέτων», δηλαδή παροχών, και
εξαιρέσεων/παρεκκλίσεων/προθεσμιών προσαρμογής, δηλαδή απομάκρυνσης από την
ίδια την έννοια της διαρθρωτικής προσαρμογής.
The rest is history, που λένε. Όχι;
*Περιοδικό
«Η Νέα Πολιτική» Τεύχος Β3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου