ardin-rixi.gr
Αν και η «νέα οικονομία» θα αναφανεί για πρώτη φορά στην γερασμένη
Αγγλία που δοκίμασε την θατσερική λαίλαπα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας
του ’70, το γενικό σύνθημα θα δοθεί από την Μέκκα του καπιταλισμού και
των χρηματιστηρίων, τη Νέα Υόρκη, η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου
της οποίας ξεπερνάει ήδη εκείνη των Χρηματιστηρίων όλων των άλλων
αναπτυγμένων χωρών μαζί! Εδώ θα εγκαινιαστεί και θα εφορμήσει για την
κατάκτηση ολόκληρου του πλανήτη το «νέο μοντέλο» της απορύθμισης, της
αντιπληθωριστικής και μονεταριστικής πολιτικής, της γενικευμένης
επίθεσης ενάντια στο κοινωνικό κράτος.
Δεδομένου ότι στο επίπεδο της «πραγματικής οικονομίας», τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο για την κερδοφορία, η μόνη δυνατότητα παρέμβασης του κεφαλαίου και των ελίτ για την ανασύσταση του ποσοστού κέρδους ήταν η «φυγή προς τα μπρος και προς τα πάνω». Στο επίπεδο της άμεσης εργασιακής σχέσης και της απόσπασης της υπεραξίας, σε όλη τη μακρά περίοδο 1950-1980, το ποσοστό του εργατικού εισοδήματος ανέβαινε, ενώ το ποσοστό κέρδους οδηγούνταν στο ιστορικό του ναδίρ· η μόνη διέξοδος για τις άρχουσες τάξεις, εάν δεν ήθελαν να αυτοχειριαστούν και να εξέλθουν του ιστορικού προσκηνίου όπως προφήτευε ο Σουμπέτερ, ήταν να επιχειρήσουν μια αντεπανάσταση και μια επανάσταση ταυτόχρονα!
Μια αντεπανάσταση στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων, με την αποσύνθεση της μεγάλης εργασιακής μονάδας παραγωγής –που είχε μετατραπεί σε επίκεντρο και προπύργιο της εργατικής αντίστασης και της «ακαμψίας» του εργατικού μισθού–, την διάχυση της παραγωγής, και την ελαστικοποίηση της εργασίας, το κλείσιμο των μεγάλων εργοστάσιων, την άνοδο της ανεργίας, την σταδιακή αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, την εξαγωγή των παραγωγικών μονάδων και ολόκληρων τομέων της παραγωγής σε χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας και έλλειψη βιομηχανικής και συνδικαλιστικής παράδοσης.
Μια αντεπανάσταση επίσης στο επίπεδο των σχέσεων με τον Τρίτο Κόσμο που είχε σηκώσει επικίνδυνα κεφάλι στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Γι’ αυτό και η επίθεση, με όλα τα μέσα στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, με αποκορύφωμα την εισβολή στον Κόλπο, το γονάτισμα της σοβιετικής Αυτοκρατορίας μέσω του ανταγωνισμού, το στραγγάλισμα της Λατινικής Αμερικής και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μέσω του χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που μπορούσαν να πετύχουν με αυτή την αντεπανάσταση οι άρχουσες τάξεις ήταν τον… στασιμοπληθωρισμό. Οι οικονομίες, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην πρώτη περίοδο της δεκαετίας του ’80, υποφέρουν ταυτόχρονα από πληθωρισμό και στασιμότητα, κάτι που ποτέ δεν είχε συμβεί σε τέτοια έκταση και με τέτοια διάρκεια στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο στασιμοπληθωρισμός ήταν συνέπεια της αδυναμίας να αντιμετωπιστεί το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με μια καθολική αντεπανάσταση, όπως έγινε π.χ. στη Χιλή. Οι κρατικές δαπάνες παρά την αντικρατική ρητορεία συνέχισαν να ανεβαίνουν, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, της ανόδου των δαπανών για εκπαίδευση, των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας και αντιμετώπισης της ανεργίας. Αν ο καπιταλισμός έμενε σε αυτή τη λογική της αντεπανάστασης ως μοναδικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης είναι βέβαιο ότι θα έπρεπε να περιμένουμε μια γενικευμένη σύγκρουση μεγάλης κλίμακας, ακριβώς γιατί ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν απολύτως ασταθής και αδιέξοδος. Αυτή την περίοδο περιγράψαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με τον όρο σοσιαλ-καπιταλισμός, δεδομένου ότι σε παγκόσμια κλίμακα οι κυρίαρχες ελίτ του δημόσιου τομέα έτειναν να μονοπωλήσουν την εξουσία, εκμεταλλευόμενες την ταξική ισορροπία μεταξύ εργατικής δύναμης και κεφαλαίου.
Όμως, το κεφαλαίο σε αυτή την καθοδική φάση του μεταπολεμικού κύκλου Kondratieff και στο τέλος ενός μεγάλου Μπρωντελιανού ή Βαλλερστανιανού κύκλου θα προσπαθήσει να εξέλθει από την κρίση τόσο μέσα από το τεχνολογικό άλμα, όσο και με την επιτάχυνση της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ό,τι αφορά το τεχνολογικό άλμα δύο είναι οι μεγάλες κατευθύνσεις της νέας εποχής: Η πληροφορική και η πληροφορικοποίηση όλων των συστημάτων που, σύμφωνα με την έκφραση του Manuel Castells, μεταβάλλει την νέα κοινωνία σε κοινωνία δικτύων και η βιοτεχνολογία η οποία όχι μόνο υπόσχεται να διαθρέψει τα μελλοντικά δέκα δισεκατομμύρια του πλανήτη μέσω γεννητικά μεταλλαγμένων τροφίμων, αλλά και να παρέμβει στην ίδια την γενετική δομή του ανθρώπου, καθώς και να κατασκευάσει τα λεγόμενα βιορομποτ. Όμως, αν φανταζόμαστε τις νέες κατευθύνσεις του μελλοντικού υποδείγματος μόνον ως τεχνολογικής υφής, θα πέφταμε εντελώς έξω. Το μελλοντικό υπόδειγμα μιας πιθανής «ενάρετης καπιταλιστικής ανάπτυξης» απαιτεί και μια νέα κολοσσιαία συσσώρευση κεφαλαίων και ένα νέο επίκεντρο που θα οργανώσει τον κόσμο πολιτικά, θεσμικά και στρατιωτικά για να μπορεί να ελέγχει τη διαδικασία. Και η φόρμουλα έχει βρεθεί, είναι η παγκοσμιοποίηση: στρατιωτική και χρηματιστηριακή ταυτόχρονα.
Τι επιτυγχάνεται μέσω του χρηματιστηρίου και της καταπληκτικής ανόδου
των τιμών των μετοχών που διαρκεί σχεδόν είκοσι χρόνια, από τις αρχές
της δεκαετίας του ’80;
Κατ’ αρχήν πρέπει όλοι να έχουμε συνείδηση των τεραστίων αλλαγών που πραγματοποιούνται στην οικονομία μέσω της μεταβολής του κέντρου βάρους των διεθνών συναλλαγών που από ανταλλαγές κατ’ εξοχήν εμπορευματικές έγιναν ανταλλαγές κατ’ εξοχήν χρηματιστηριακές και χρηματικές. Οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν σήμερα μόλις το 1,5 % των παγκόσμιων συναλλαγών! Το υπόλοιπο αποτελείται από χρηματιστηριακές μετακινήσεις και επενδύσεις, στο μεγαλύτερο μέρος τους βραχυπρόθεσμες. Έτσι, για είκοσι χρόνια η χρηματιστηριακή φούσκα όχι μόνο γιγαντώνεται αλλά και διευρύνεται σε νέα εδάφη –για να φτάσει στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Γιατί, όμως, όλοι μιλάνε για «φούσκα»; Γιατί διευρύνεται διαρκώς το χάσμα ανάμεσα στην λογιστική αξία του ενεργητικού των επιχειρήσεων, καθώς και την κερδοφορία της στο επίπεδο της άμεσης πώλησης των προϊόντων της και την κεφαλαιοποίηση των μετοχών της στο Χρηματιστήριο. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως εκείνη της Microsoft, όπου η αντίστοιχη σχέση φθάνει το ένα προς εκατό! Κατά συνέπεια, όλα τα Χρηματιστήρια εμφανίζονται «υπερτιμημένα» σε σχέση με τις «πραγματικές αξίες» των εισηγμένων επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, στο Ελληνικό χρηματιστήριο η κεφαλαιοποίηση των Αξιών υπερβαίνει κατά δύο ή δυόμισι φορές το τρέχον ΑΕΠ της χώρας, μέγεθος που είναι πολλαπλάσιο της λογιστικής αξίας του ενεργητικού των εισηγμένων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την τρέχουσα άποψη της πλειοψηφίας των μαρξιστών και των προοδευτικών οικονομολόγων, που αποτελούν τις μόνιμες «αρκούδες» (τους απαισιόδοξους) του χρηματιστηρίου, αυτή η φούσκα που εκφράζει αυτή την αναντιστοιχία σύντομα θα σκάσει και ένα παγκόσμιο χρηματιστηριακό κραχ θα τινάξει την οικονομία στον αέρα. Και πράγματι, ορισμένες μεγάλες χρηματιστηριακές κρίσεις, όπως εκείνη του 1987, στη Νέα Υόρκη ή οι πλέον πρόσφατες στην ΝΑ Ασία και τη Ρωσία μοιάζουν να επιβεβαιώνουν αυτή την προσαρμογή της «εικονικής οικονομίας» του Χρηματιστηρίου στην πραγματική οικονομία, της παραγωγής.
Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε την πορεία του χρηματιστηρίου στη μεγάλη διάρκεια, θα διαπιστώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η άνοδος π.χ. του δείκτη Dow Jones του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης είναι χαρακτηριστική. Από το 1972 έως το 1987 ανέβηκε από τις 1.000 στις 2.000 μονάδες. Και στη συνέχεια, παρά την «Μαύρη Δευτέρα» του 1987, όπου ο δείκτης έπεσε σε μια μέρα κατά 22,6% (περισσότερο από ότι είχε πέσει σε μια μέρα την εποχή του κραχ του 1929), όχι μόνο ανακάμπτει ταχύτατα αλλά γνωρίζει μια ξέφρενη άνοδο έως τις 11 ή 12.000 μονάδες που βρίσκεται σήμερα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα μεγάλα χρηματιστήρια και προσφάτως με τη Σοφοκλέους όπου η άνοδος είναι θυελλώδης, φθάνοντας ή ξεπερνώντας το 100% κάθε χρόνο τα τελευταία 3 χρόνια. Ακόμα και αν φανταστούμε μια στασιμότητα ή έστω μια πτωτική πορεία τα επόμενα χρόνια δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι οι εταιρείες κέρδισαν μυθώδη ποσά μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, που δεν συγκρίνονται με τα κέρδη τους μέσα από την εκμετάλλευση των εργατών τους. Από που προήλθαν αυτά τα κέρδη; Προφανώς, από την γενικευμένη απόσπαση αξιών από το σύνολο του πλανήτη.
Δηλαδή, για να κατανοήσουμε το σημερινό χρηματιστηριακό φαινόμενο και την είσοδο στην εποχή της «εικονικής οικονομίας» θα πρέπει να εισαγάγουμε την έννοια του «κοινωνικού εργοστασίου» και μάλιστα σε πλανητική κλίμακα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποσπούν απλώς υπεραξία από τους συγκεκριμένους εργαζόμενους, αλλά από το σύνολο του πλανήτη, μέσω μιας μυθώδους μεταφοράς πόρων, που επιτρέπει το χρηματιστήριο και οι αδιάκοπες μετακινήσεις των κεφαλαίων. Στο εσωτερικό των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών διευρύνονται οι ανισότητες σε βαθμό πρωτοφανή στην μεταπολεμική περίοδο, ενώ η διαφορά πλούτου των πλούσιων και φτωχών χωρών μεγαλώνει διαρκώς. Αυτή η απόσπαση υπεραξίας δεν πραγματοποιείται, λοιπόν, μέσω της άμεσης εργασιακής σχέσης, αλλά μέσω της υπαγωγής του συνόλου του πλανήτη στην ηγεμονία του κεφαλαίου και μάλιστα του δυτικού. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενώ, σε ό,τι αφορά την παραδοσιακή βιομηχανική παραγωγή παρουσιάζουν ένα τεράστιο έλλειμμα, και είναι αδύνατο σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία να ανταγωνιστούν τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες ή ακόμα και τους Κορεάτες, κατορθώνουν ωστόσο να επιβάλλουν την ηγεμονία τους μέσω της γνώσης, της… γλώσσας, του ελέγχου του πετρελαίου και των όπλων:
Η αμερικάνικη ηγεμονία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο όχημα της αγγλικής γλώσσας, που έχει μεταβληθεί στην lingua franca της εποχής, και επομένως στην κυριαρχία της αμερικάνικης πολιτισμικής βιομηχανίας (κινηματογράφος, τηλεόραση κλπ.) και κυρίως στην πληροφορική (λογισμικό, βιοτεχνολογία, και στο επίπεδο επιχειρήσεων Microsoft, Intel, εταιρείες του Ιντερνέτ, κ.λπ.).
Το αμερικάνικο μονοπώλιο στηρίζεται επίσης αποφασιστικά στο πετρέλαιο και την παγκόσμια στρατιωτική ηγεμονία. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε και την πρόσφατη επίθεση των Αμερικανών στην Γιουγκοσλαβία, ως όρο για την διατήρηση της οικονομικής ηγεμονίας και για την απρόσκοπτη διόγκωση της χρηματιστηριακής «φούσκας». Η αμερικάνικη ηγεμονία έκανε δυνατή την απόσπαση ενός τεράστιου ποσοστού πλούτου από τις χώρες της ΝΑ Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ρωσίας κατά την διάρκεια της κρίσης του 1998.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο σύστημα απόσπασης της υπεραξίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, ένα σύστημα άμεσης μεταβολής της κοινωνίας σε αντικείμενο εκμετάλλευσης, όπου οι χρηματικές ροές, το μονοπώλιο της γνώσης-πληροφορίας και η στρατιωτική ισχύς μεταβάλλονται σε άμεσο παράγοντα αξιοποίησης του κεφαλαίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυτικές χώρες απέσπασαν ένα τεράστιο ύψος αξιών από τις χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Και η ανάκαμψη των χωρών αυτών θα γίνει μέσα από μια τρομακτική συμπίεση των εισοδημάτων.
Κατά συνέπεια αρκετές από τις παλιές αναλύσεις που στηρίζονταν στην μέτρηση της άμεσης απόσπασης της υπεραξίας από συγκεκριμένους εργαζομένους καθώς και η αποτίμηση της αξίας του κεφαλαίου, με βάση το λογιστικά αποτιμημένο ενεργητικό τους, δεν έχει πλέον απόλυτη εφαρμογή. Η άμεση υπαγωγή του συνόλου του πλανήτη στις διαδικασίες αξιοποίησης του κεφαλαίου, που ο Νέγκρι και οι Ιταλοί εργατιστές προανήγγελλαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, είναι πλέον πραγματικότητα. Στη σημερινή περίοδο απόλυτης κυριαρχίας της Νέας Τάξης σε παγκόσμια κλίμακα τα κέρδη μπορούν να είναι τεράστια. Η αξιοποίηση του κεφαλαίου μεταβάλλεται, σχεδόν άμεσα, σε πολιτικό στοιχείο. Γεγονός που διαπιστώνουμε και στην Ελλάδα: Η άνοδος στην εξουσία μιας κυβέρνησης, όπως η κυβέρνηση Σημίτη, που επιχειρεί να εντάξει τη χώρα με παρασιτικό τρόπο στην γεωμετρία της Νέας Τάξης, με οποιοδήποτε τίμημα στο εθνικό και το κοινωνικό πεδίο, σε συνδυασμό με την υποταγή της Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων στη Δύση, έχει «θετικές συνέπειες» στο Χρηματιστήριο που ξεπερνούν κατά πολύ την πραγματική κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Με βάση αυτή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται και η οποία έχει ανατρέψει την ισορροπία των παγκόσμιων συναλλαγών υπέρ της χρηματιστηριακής και νομισματικής ανταλλαγής θα ήταν σφάλμα να την θεωρήσουμε ως απλή «φούσκα», με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Όχι, απλώς η παγκόσμια οικονομία έχει γίνει μια «φούσκα» νέου τύπου, η οποία δεν κινδυνεύει με κατάρρευση για λόγους στενά «οικονομικούς», αλλά μόνον πολιτικούς. Μόνο μια πολιτική ανατροπή στην παγκόσμια γεωμετρία και τους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων μπορεί να οδηγήσει στο «ξεφούσκωμα» της «οικονομίας –καζίνο».
Μόνο σε αυτό το πλαίσιο εξ άλλου μπορούμε να κατανοήσουμε και τις σημαντικές μετατοπίσεις των πολιτικών συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Η αποσύνθεση και περιθωριοποίηση της παλιάς βιομηχανικής εργατικής τάξης, μέσω της μεταφοράς των παραγωγικών μονάδων, της αυτοματοποίησης, του κατακερματισμού, της ανεργίας, της μετανάστευσης και η παράλληλη δημιουργία της «κοινωνίας των δύο τρίτων», έχουν οδηγήσει σταδιακά στην αποδυνάμωση των εσωτερικών ταξικών ανταγωνισμών μέσα στις χώρες της Δύσης. Τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα έχουν χάσει τα ερείσματα και το όραμά τους, ενώ η αύξηση των «φτωχών» δεν οδηγεί παρά σε αυξημένη κοινωνική εντροπία, εγκληματικότητα και κυνισμό. Οι αντιθέσεις μετατίθενται στο εθνικό, το πολιτισμικό ή το περιφερειακό πεδίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι Ζαπατίστας βρίσκονται στο Μεξικό και στηρίζονται σε μια εθνοτική βάση για το κίνημα τους, ότι στη Βενεζουέλα αναδείχθηκε μια κυβέρνηση εχθρική προς τις ΗΠΑ ή ότι οι χώρες της ΝΑ Ασίας αρχίζουν να κινούνται προς την κατεύθυνση περιορισμού της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και σύμπηξης περιφερειακών οικονομικών οργανισμών. Και είναι βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια αυτές οι τάσεις θα ενισχυθούν καθώς η Δύση προσπαθεί να αποδυναμώσει τους Ασιάτες ανταγωνιστές της. Σε έναν καπιταλισμό ο οποίος έχει εγκαταλείψει τους τοίχους του εργοστάσιου για να μεταβάλει τον πλανήτη ολόκληρο σε αντικείμενο εκμετάλλευσης, αντιστοιχεί μια ταξική πάλη με νέα χαρακτηριστικά. Είναι τα έθνη, οι λαοί, οι εθνότητες, οι πολιτισμοί που διαθέτουν την απαραίτητη συνοχή για να αντισταθούν στον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό. Κατά συνέπεια η αναβίωση των εθνικών αντιστάσεων δεν αποτελεί επιβίωση των παλιών εθνικισμών, έστω και αν συχνά ενδύεται τα ιμάτιά του, αλλά την απάντηση σε έναν καπιταλισμό που πλέον έχει εξέλθει από τα τείχη των εργοστασίων και των αναπτυγμένων χωρών.
Όμως, όπως τονίσαμε αρχικά, η καπιταλιστική «αντεπανάσταση-επανάσταση» δεν συνίσταται απλώς σε μια καταπληκτική αλλαγή του τρόπου συσσώρευσης. Παράλληλη με την εξέλιξη της «χρηματιστηριοποίησης» του κεφαλαίου είναι και η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής και της αξιοποίησης προς τον τομέα της πληροφορικής, της επεξεργασίας των πληροφοριών και της βιογενετικής, που συνιστά την απόπειρα του κεφαλαίου να απαντήσει στα οικονομικά, τα τεχνολογικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά αδιέξοδα μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας. Χωρίς την σμίκρυνση των παραγωγικών διαδικασιών, χωρίς την πληροφορική, και την βιογενετική, θα ήταν αδύνατη η συνέχιση της κατανάλωσης, εξαιτίας των ορίων που θέτει η φύση και η ιστορία (εξάντληση πρώτων υλών, αδυναμία να διαθρέψει τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, αδιέξοδο του παραγωγικού γιγαντισμού, κλπ.). Κατά συνέπεια, η σχετική αποσύνδεση μεταξύ του Χρηματιστηρίου και των βιομηχανικών μονάδων παραγωγής, ανταποκρίνεται και σε μια στιγμή μεταβολής «παραδείγματος» του καπιταλισμού, περνάμε σε μια εποχή που η παραγωγή και η μετάδοση των πληροφοριών σε κάθε επίπεδο (από τις πληροφορίες για την πορεία των παγκόσμιων συναλλαγών έως την γενετική πληροφορία και την μετάλλαξή της), αποκτά προτεραιότητα έναντι της άμεσης παραγωγικής εφαρμογής. Σε μια τέτοια στιγμή μετάβασης μεγάλης κλίμακας από την βιομηχανική στην μεταβιομηχανική, πληροφορική ή «δικτυακή» κοινωνία (ανάλογα με τους διάφορους όρους που έχουν προταθεί), η «αποσύνδεση» πραγματικού κεφαλαίου και τρέχουσας αξίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όπως άλλωστε σε κάθε μεταβατική εποχή.
Κατά συνέπεια, παρ’ όλο που τα Χρηματιστήρια της Δύσης, και η
Σοφοκλέους ιδιαίτερα, είναι «υπερτιμημένα» και δεν θα πρέπει να
εκπλαγούμε αν υπάρξει κάποια κρίση (για κάποια από αυτά
θα πρέπει μάλλον να είμαστε σίγουροι), δεν θα πρέπει να ζούμε με την
προσδοκία του «μεγάλου κραχ» όσο δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στους
παγκόσμιους συσχετισμούς που θα υπονομεύσουν την πολιτική ηγεμονία της
νέας τάξης. Η κερδοφορία των εταιρειών είναι συνάρτηση αυτής της
ηγεμονίας. Σ’ αυτό τον κόσμο ζούμε σήμερα και όχι σε ‘κείνον του 19ου
αιώνα, ή έστω του 1929.
Σχόλια
1.Οι κύκλοι Kondratieff αποτελούν μακροοικονομικούς κύκλους που μελέτησε ο ομώνυμος Ρώσος οικονομολόγος. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εκτός από τους «μικρούς» καπιταλιστικούς κύκλους ανόδου και καθόδου της οικονομικής δραστηριότητας που διαρκούν 6 ή 7 χρόνια, σε ανοδική ή καθοδική κατεύθυνση αντίστοιχα, και που είχαν ήδη μελετήσει τόσο η κλασσική πολιτική οικονομία, οι νεοκλασικοί, οι κεϋνσιανοί και οι μαρξιστές, υπάρχουν μεγαλύτεροι οικονομικοί κύκλοι, διάρκειας περίπου πενήντα ή εξήντα χρόνων και διαιρούνται σε ανοδική και καθοδική φάση.
Οι κύκλοι αυτοί χαρακτηρίζονται στην καθοδική τους φάση από την κρίση του παλιού κυρίαρχου τεχνολογικού οργανωτικού και θεσμικού παραδείγματος, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, και την προετοιμασία και επεξεργασία νέων τεχνολογικών και θεσμικών όπλων για την έξοδο από την κρίση και την εγκαθίδρυση ενός νέου παραδείγματος. Έτσι η περίοδος 1914-1945 αποτελεί την καθοδική φάση του προηγούμενου κύκλου Kondratieff, με κρίσεις, πολέμους, αναδιάταξη των δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα και την προετοιμασία του νέου κυρίαρχου τεχνολογικού και θεσμικού παραδείγματος που επέπρωτο να κυριαρχήσει κατά την επόμενη ανοδική φάση: Αυτοκινητοβιομηχανία, πετρέλαιο, ηλεκτρισμός είναι οι νέες βιομηχανικές προτεραιότητες, φορντισμός, κεϋνσιανισμός, δηλαδή είσοδος των εργαζόμενων τάξεων στην εποχή της μαζικής κατανάλωσης, νέα διεθνής ισορροπία.
Μετά το ’45 θα αρχίσει πράγματι μία νέα φάση ανόδου, ένας νέος κύκλος. Η συμφωνία του Μπρέττον Γουντς για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η Γιάλτα, η Διεθνής Τράπεζα, το εσωτερικό σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο στις χώρες της Δύσης και το τέλος του κλασικού αποικισμού θα σημαδέψουν αυτή τη νέα εποχή, που θα διαρκέσει περίπου μέχρι την περίοδο 1968-73, και η οποία θα λήξει με μια παγκόσμιας εμβέλειας επανάσταση και την πετρελαϊκή κρίση. Έκτοτε διανύουμε την πτωτική φάση του κύκλου που σφραγίζεται από τα αδιέξοδα που περιγράψαμε καθώς και από το μεγάλο οικολογικό αδιέξοδο, στο οποίο αναφέρεται και ο Immanuel Wallerstein πιο κάτω.
Σε ό,τι αφορά τους ακόμα μεγαλύτερους κύκλους εκφράζουν αλλαγές μακράς και μεγάλης εμβελείας, όπως η ριζική μεταβολή παραδείγματος της οικονομίας, από την αγροτική προς την βιομηχανική εποχή ή την λεγόμενη μεταβιομηχανική, όπως τις περιγράφει ο πρώτος θεωρητικός της οικονομίας-κόσμος, Henri Braudel. ή αιώνες ανοδικής ή πτωτικής τάσης, όπως τους έχει επισημάνει ο δεύτερος θεωρητικός της οικονομίας-κόσμος, Immanuel Wallerstein. τέλος και την μετάβαση από ένα κοινωνικό σύστημα σε άλλο. Σήμερα, βρισκόμαστε στα τέλη ενός καθοδικού κύκλου Kondratieff, όπου διαγράφονται τα στοιχεία της επόμενης ανοδικής φάσης που θα στηρίζεται στο τεχνολογικό υπόδειγμα της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας.
2.Η σύνθεση του δείκτη Dow Jones:Χαρακτηριστική για την περίοδο που διανύουμε είναι η ανάλυση της σύνθεσης του κυριοτέρου δείκτη μετοχών στον κόσμο, του περιβόητου δείκτη Dow Jones. Πρόκειται για έναν δείκτη που περιλαμβάνει 30 εταιρείες, τις κατά τεκμήριο υψηλότερης κεφαλαιοποίησης και σημασίας στην αμερικανική αγορά. Ο αριθμός των εταιρειών μένει αναλλοίωτος και κάθε φορά κάποιες εταιρείες υποβαθμίζονται ενώ άλλες εισάγονται σε αυτόν. Η τελευταία αλλαγή πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1999 και είναι απολύτως χαρακτηριστικό το ποιες εταιρείες μπήκαν και ποιες βγήκαν από τον δείκτη. Οι εταιρείες που υποβιβάστηκαν είναι 4 βιομηχανικοί «κολοσσοί» (η εταιρεία ελαστικών Goodyear, η Chevron, πετρελαίων, η Union Carbide, χημικών, και η Sears Roebuck, αθλητικών ειδών) και εισήλθαν οι εταιρείες πληροφορικής… Microsoft και Intel, η εταιρεία παροχής υπηρεσιών στο Internet, SBC, και μια εταιρεία λιανικών πωλήσεων, η Home Depot. Έτσι, σήμερα, στον δείκτη συμμετέχουν λιγότερες από 15 βιομηχανικές εταιρείες από όλους τους άλλους κλάδους και 7 εταιρείες σχετιζόμενες με την πληροφορική και τις επικοινωνίες (χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την Walt Disney). Η μετάβαση έχει ήδη αποτυπωθεί στον δείκτη.
Διαβάστε επίσης από το σχετικό αφιέρωμα: Από την Σοφοκλέους στην οικονομία-κόσμος
Απατηλό ΧΑΟΣ, του Γιώργου Τοζίδη
Πέντε ερωτήσεις – πέντε απαντήσεις για τη Σοφοκλέους, συνέντευξη του Χρύσανθου Λαζαρίδη
του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 22 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1999) με αφιέρωμα με τίτλο, “Η οικονομία καζίνο και το Χρηματιστήριο”
Ο Μαρξισμός υποστήριζε πως η «πραγματική καπιταλιστική οικονομία»
είναι εκείνη που θεμελιώνεται στην απόσπαση της υπεραξίας από τους
εργαζόμενους και κατ’ εξοχήν από τους εργάτες της βιομηχανίας.
Αντιθέτως, η λογική των κλασικών (ίσως με την εξαίρεση του Ρικάρντο),
των νεοκλασικών, και ακόμα περισσότερο των νεοφιλελεύθερων
οικονομολόγων, ήταν πως ο καπιταλισμός στηρίζεται στην εξαγωγή κέρδους,
από την αποτελεσματική χρήση της γης, του εργατικού δυναμικού, των
πρώτων υλών και του χρηματικού κεφαλαίου, πως το κέρδος γεννάει κέρδος,
αρκεί να μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει κατάλληλα. Η πρόσφατη
περίοδος του καπιταλισμού, ιδιαίτερα στην Ελλάδα με την έκρηξη του
Χρηματιστηρίου, φαίνεται πως ήρθε για μια ακόμα φορά να… διαψεύσει τον
μαρξισμό και να επιβεβαιώσει τα πιο τρελά οράματα των νεοφιλελεύθερων. Σε μια οικονομία που πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο,
σε ό,τι αφορά στην παραγωγή πραγματικών αγαθών, όπου η βιομηχανική και η
αγροτική παραγωγή παραμένουν στάσιμες, αν δεν μειώνονται για είκοσι
ολόκληρα χρόνια, ξαφνικά ανευρέθη η μέθοδος της γενικευμένης
κερδοφορίας: το Χρηματιστήριο. Τα χρήματα μπορούν να…. γεννούν χρήματα, άσχετα και πέρα από τη συγκεκριμένη κερδοφορία των επιχειρήσεων! Και «όλοι οι Έλληνες», κατά το μέτρο των «δυνάμεών» τους, μπορούν να κερδίσουν από αυτό!
Προπαντός οι επιχειρήσεις οι οποίες αποκομίζουν τεράστιες υπεραξίες από
την πώληση των μετοχών τους στο πολλαπλάσιο της ονομαστικής τους αξίας,
καθώς και η κυβέρνηση μέσω των κρατικών επιχειρήσεων και του «πολιτικά
ορθού» κλίματος που τροφοδοτεί η έκρηξη του Χρηματιστηρίου.
Όλα άρχισαν στη Νέα Υόρκη
Δεδομένου ότι στο επίπεδο της «πραγματικής οικονομίας», τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο για την κερδοφορία, η μόνη δυνατότητα παρέμβασης του κεφαλαίου και των ελίτ για την ανασύσταση του ποσοστού κέρδους ήταν η «φυγή προς τα μπρος και προς τα πάνω». Στο επίπεδο της άμεσης εργασιακής σχέσης και της απόσπασης της υπεραξίας, σε όλη τη μακρά περίοδο 1950-1980, το ποσοστό του εργατικού εισοδήματος ανέβαινε, ενώ το ποσοστό κέρδους οδηγούνταν στο ιστορικό του ναδίρ· η μόνη διέξοδος για τις άρχουσες τάξεις, εάν δεν ήθελαν να αυτοχειριαστούν και να εξέλθουν του ιστορικού προσκηνίου όπως προφήτευε ο Σουμπέτερ, ήταν να επιχειρήσουν μια αντεπανάσταση και μια επανάσταση ταυτόχρονα!
Μια αντεπανάσταση στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων, με την αποσύνθεση της μεγάλης εργασιακής μονάδας παραγωγής –που είχε μετατραπεί σε επίκεντρο και προπύργιο της εργατικής αντίστασης και της «ακαμψίας» του εργατικού μισθού–, την διάχυση της παραγωγής, και την ελαστικοποίηση της εργασίας, το κλείσιμο των μεγάλων εργοστάσιων, την άνοδο της ανεργίας, την σταδιακή αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, την εξαγωγή των παραγωγικών μονάδων και ολόκληρων τομέων της παραγωγής σε χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας και έλλειψη βιομηχανικής και συνδικαλιστικής παράδοσης.
Μια αντεπανάσταση επίσης στο επίπεδο των σχέσεων με τον Τρίτο Κόσμο που είχε σηκώσει επικίνδυνα κεφάλι στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Γι’ αυτό και η επίθεση, με όλα τα μέσα στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, με αποκορύφωμα την εισβολή στον Κόλπο, το γονάτισμα της σοβιετικής Αυτοκρατορίας μέσω του ανταγωνισμού, το στραγγάλισμα της Λατινικής Αμερικής και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μέσω του χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που μπορούσαν να πετύχουν με αυτή την αντεπανάσταση οι άρχουσες τάξεις ήταν τον… στασιμοπληθωρισμό. Οι οικονομίες, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην πρώτη περίοδο της δεκαετίας του ’80, υποφέρουν ταυτόχρονα από πληθωρισμό και στασιμότητα, κάτι που ποτέ δεν είχε συμβεί σε τέτοια έκταση και με τέτοια διάρκεια στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο στασιμοπληθωρισμός ήταν συνέπεια της αδυναμίας να αντιμετωπιστεί το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με μια καθολική αντεπανάσταση, όπως έγινε π.χ. στη Χιλή. Οι κρατικές δαπάνες παρά την αντικρατική ρητορεία συνέχισαν να ανεβαίνουν, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, της ανόδου των δαπανών για εκπαίδευση, των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας και αντιμετώπισης της ανεργίας. Αν ο καπιταλισμός έμενε σε αυτή τη λογική της αντεπανάστασης ως μοναδικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης είναι βέβαιο ότι θα έπρεπε να περιμένουμε μια γενικευμένη σύγκρουση μεγάλης κλίμακας, ακριβώς γιατί ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν απολύτως ασταθής και αδιέξοδος. Αυτή την περίοδο περιγράψαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με τον όρο σοσιαλ-καπιταλισμός, δεδομένου ότι σε παγκόσμια κλίμακα οι κυρίαρχες ελίτ του δημόσιου τομέα έτειναν να μονοπωλήσουν την εξουσία, εκμεταλλευόμενες την ταξική ισορροπία μεταξύ εργατικής δύναμης και κεφαλαίου.
Όμως, το κεφαλαίο σε αυτή την καθοδική φάση του μεταπολεμικού κύκλου Kondratieff και στο τέλος ενός μεγάλου Μπρωντελιανού ή Βαλλερστανιανού κύκλου θα προσπαθήσει να εξέλθει από την κρίση τόσο μέσα από το τεχνολογικό άλμα, όσο και με την επιτάχυνση της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ό,τι αφορά το τεχνολογικό άλμα δύο είναι οι μεγάλες κατευθύνσεις της νέας εποχής: Η πληροφορική και η πληροφορικοποίηση όλων των συστημάτων που, σύμφωνα με την έκφραση του Manuel Castells, μεταβάλλει την νέα κοινωνία σε κοινωνία δικτύων και η βιοτεχνολογία η οποία όχι μόνο υπόσχεται να διαθρέψει τα μελλοντικά δέκα δισεκατομμύρια του πλανήτη μέσω γεννητικά μεταλλαγμένων τροφίμων, αλλά και να παρέμβει στην ίδια την γενετική δομή του ανθρώπου, καθώς και να κατασκευάσει τα λεγόμενα βιορομποτ. Όμως, αν φανταζόμαστε τις νέες κατευθύνσεις του μελλοντικού υποδείγματος μόνον ως τεχνολογικής υφής, θα πέφταμε εντελώς έξω. Το μελλοντικό υπόδειγμα μιας πιθανής «ενάρετης καπιταλιστικής ανάπτυξης» απαιτεί και μια νέα κολοσσιαία συσσώρευση κεφαλαίων και ένα νέο επίκεντρο που θα οργανώσει τον κόσμο πολιτικά, θεσμικά και στρατιωτικά για να μπορεί να ελέγχει τη διαδικασία. Και η φόρμουλα έχει βρεθεί, είναι η παγκοσμιοποίηση: στρατιωτική και χρηματιστηριακή ταυτόχρονα.
Το παγκόσμιο κοινωνικό εργοστάσιο
Κατ’ αρχήν πρέπει όλοι να έχουμε συνείδηση των τεραστίων αλλαγών που πραγματοποιούνται στην οικονομία μέσω της μεταβολής του κέντρου βάρους των διεθνών συναλλαγών που από ανταλλαγές κατ’ εξοχήν εμπορευματικές έγιναν ανταλλαγές κατ’ εξοχήν χρηματιστηριακές και χρηματικές. Οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν σήμερα μόλις το 1,5 % των παγκόσμιων συναλλαγών! Το υπόλοιπο αποτελείται από χρηματιστηριακές μετακινήσεις και επενδύσεις, στο μεγαλύτερο μέρος τους βραχυπρόθεσμες. Έτσι, για είκοσι χρόνια η χρηματιστηριακή φούσκα όχι μόνο γιγαντώνεται αλλά και διευρύνεται σε νέα εδάφη –για να φτάσει στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Γιατί, όμως, όλοι μιλάνε για «φούσκα»; Γιατί διευρύνεται διαρκώς το χάσμα ανάμεσα στην λογιστική αξία του ενεργητικού των επιχειρήσεων, καθώς και την κερδοφορία της στο επίπεδο της άμεσης πώλησης των προϊόντων της και την κεφαλαιοποίηση των μετοχών της στο Χρηματιστήριο. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως εκείνη της Microsoft, όπου η αντίστοιχη σχέση φθάνει το ένα προς εκατό! Κατά συνέπεια, όλα τα Χρηματιστήρια εμφανίζονται «υπερτιμημένα» σε σχέση με τις «πραγματικές αξίες» των εισηγμένων επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, στο Ελληνικό χρηματιστήριο η κεφαλαιοποίηση των Αξιών υπερβαίνει κατά δύο ή δυόμισι φορές το τρέχον ΑΕΠ της χώρας, μέγεθος που είναι πολλαπλάσιο της λογιστικής αξίας του ενεργητικού των εισηγμένων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την τρέχουσα άποψη της πλειοψηφίας των μαρξιστών και των προοδευτικών οικονομολόγων, που αποτελούν τις μόνιμες «αρκούδες» (τους απαισιόδοξους) του χρηματιστηρίου, αυτή η φούσκα που εκφράζει αυτή την αναντιστοιχία σύντομα θα σκάσει και ένα παγκόσμιο χρηματιστηριακό κραχ θα τινάξει την οικονομία στον αέρα. Και πράγματι, ορισμένες μεγάλες χρηματιστηριακές κρίσεις, όπως εκείνη του 1987, στη Νέα Υόρκη ή οι πλέον πρόσφατες στην ΝΑ Ασία και τη Ρωσία μοιάζουν να επιβεβαιώνουν αυτή την προσαρμογή της «εικονικής οικονομίας» του Χρηματιστηρίου στην πραγματική οικονομία, της παραγωγής.
Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε την πορεία του χρηματιστηρίου στη μεγάλη διάρκεια, θα διαπιστώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η άνοδος π.χ. του δείκτη Dow Jones του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης είναι χαρακτηριστική. Από το 1972 έως το 1987 ανέβηκε από τις 1.000 στις 2.000 μονάδες. Και στη συνέχεια, παρά την «Μαύρη Δευτέρα» του 1987, όπου ο δείκτης έπεσε σε μια μέρα κατά 22,6% (περισσότερο από ότι είχε πέσει σε μια μέρα την εποχή του κραχ του 1929), όχι μόνο ανακάμπτει ταχύτατα αλλά γνωρίζει μια ξέφρενη άνοδο έως τις 11 ή 12.000 μονάδες που βρίσκεται σήμερα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα μεγάλα χρηματιστήρια και προσφάτως με τη Σοφοκλέους όπου η άνοδος είναι θυελλώδης, φθάνοντας ή ξεπερνώντας το 100% κάθε χρόνο τα τελευταία 3 χρόνια. Ακόμα και αν φανταστούμε μια στασιμότητα ή έστω μια πτωτική πορεία τα επόμενα χρόνια δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι οι εταιρείες κέρδισαν μυθώδη ποσά μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, που δεν συγκρίνονται με τα κέρδη τους μέσα από την εκμετάλλευση των εργατών τους. Από που προήλθαν αυτά τα κέρδη; Προφανώς, από την γενικευμένη απόσπαση αξιών από το σύνολο του πλανήτη.
Δηλαδή, για να κατανοήσουμε το σημερινό χρηματιστηριακό φαινόμενο και την είσοδο στην εποχή της «εικονικής οικονομίας» θα πρέπει να εισαγάγουμε την έννοια του «κοινωνικού εργοστασίου» και μάλιστα σε πλανητική κλίμακα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποσπούν απλώς υπεραξία από τους συγκεκριμένους εργαζόμενους, αλλά από το σύνολο του πλανήτη, μέσω μιας μυθώδους μεταφοράς πόρων, που επιτρέπει το χρηματιστήριο και οι αδιάκοπες μετακινήσεις των κεφαλαίων. Στο εσωτερικό των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών διευρύνονται οι ανισότητες σε βαθμό πρωτοφανή στην μεταπολεμική περίοδο, ενώ η διαφορά πλούτου των πλούσιων και φτωχών χωρών μεγαλώνει διαρκώς. Αυτή η απόσπαση υπεραξίας δεν πραγματοποιείται, λοιπόν, μέσω της άμεσης εργασιακής σχέσης, αλλά μέσω της υπαγωγής του συνόλου του πλανήτη στην ηγεμονία του κεφαλαίου και μάλιστα του δυτικού. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενώ, σε ό,τι αφορά την παραδοσιακή βιομηχανική παραγωγή παρουσιάζουν ένα τεράστιο έλλειμμα, και είναι αδύνατο σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία να ανταγωνιστούν τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες ή ακόμα και τους Κορεάτες, κατορθώνουν ωστόσο να επιβάλλουν την ηγεμονία τους μέσω της γνώσης, της… γλώσσας, του ελέγχου του πετρελαίου και των όπλων:
Η αμερικάνικη ηγεμονία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο όχημα της αγγλικής γλώσσας, που έχει μεταβληθεί στην lingua franca της εποχής, και επομένως στην κυριαρχία της αμερικάνικης πολιτισμικής βιομηχανίας (κινηματογράφος, τηλεόραση κλπ.) και κυρίως στην πληροφορική (λογισμικό, βιοτεχνολογία, και στο επίπεδο επιχειρήσεων Microsoft, Intel, εταιρείες του Ιντερνέτ, κ.λπ.).
Το αμερικάνικο μονοπώλιο στηρίζεται επίσης αποφασιστικά στο πετρέλαιο και την παγκόσμια στρατιωτική ηγεμονία. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε και την πρόσφατη επίθεση των Αμερικανών στην Γιουγκοσλαβία, ως όρο για την διατήρηση της οικονομικής ηγεμονίας και για την απρόσκοπτη διόγκωση της χρηματιστηριακής «φούσκας». Η αμερικάνικη ηγεμονία έκανε δυνατή την απόσπαση ενός τεράστιου ποσοστού πλούτου από τις χώρες της ΝΑ Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ρωσίας κατά την διάρκεια της κρίσης του 1998.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο σύστημα απόσπασης της υπεραξίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, ένα σύστημα άμεσης μεταβολής της κοινωνίας σε αντικείμενο εκμετάλλευσης, όπου οι χρηματικές ροές, το μονοπώλιο της γνώσης-πληροφορίας και η στρατιωτική ισχύς μεταβάλλονται σε άμεσο παράγοντα αξιοποίησης του κεφαλαίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυτικές χώρες απέσπασαν ένα τεράστιο ύψος αξιών από τις χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Και η ανάκαμψη των χωρών αυτών θα γίνει μέσα από μια τρομακτική συμπίεση των εισοδημάτων.
Κατά συνέπεια αρκετές από τις παλιές αναλύσεις που στηρίζονταν στην μέτρηση της άμεσης απόσπασης της υπεραξίας από συγκεκριμένους εργαζομένους καθώς και η αποτίμηση της αξίας του κεφαλαίου, με βάση το λογιστικά αποτιμημένο ενεργητικό τους, δεν έχει πλέον απόλυτη εφαρμογή. Η άμεση υπαγωγή του συνόλου του πλανήτη στις διαδικασίες αξιοποίησης του κεφαλαίου, που ο Νέγκρι και οι Ιταλοί εργατιστές προανήγγελλαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, είναι πλέον πραγματικότητα. Στη σημερινή περίοδο απόλυτης κυριαρχίας της Νέας Τάξης σε παγκόσμια κλίμακα τα κέρδη μπορούν να είναι τεράστια. Η αξιοποίηση του κεφαλαίου μεταβάλλεται, σχεδόν άμεσα, σε πολιτικό στοιχείο. Γεγονός που διαπιστώνουμε και στην Ελλάδα: Η άνοδος στην εξουσία μιας κυβέρνησης, όπως η κυβέρνηση Σημίτη, που επιχειρεί να εντάξει τη χώρα με παρασιτικό τρόπο στην γεωμετρία της Νέας Τάξης, με οποιοδήποτε τίμημα στο εθνικό και το κοινωνικό πεδίο, σε συνδυασμό με την υποταγή της Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων στη Δύση, έχει «θετικές συνέπειες» στο Χρηματιστήριο που ξεπερνούν κατά πολύ την πραγματική κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Με βάση αυτή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται και η οποία έχει ανατρέψει την ισορροπία των παγκόσμιων συναλλαγών υπέρ της χρηματιστηριακής και νομισματικής ανταλλαγής θα ήταν σφάλμα να την θεωρήσουμε ως απλή «φούσκα», με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Όχι, απλώς η παγκόσμια οικονομία έχει γίνει μια «φούσκα» νέου τύπου, η οποία δεν κινδυνεύει με κατάρρευση για λόγους στενά «οικονομικούς», αλλά μόνον πολιτικούς. Μόνο μια πολιτική ανατροπή στην παγκόσμια γεωμετρία και τους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων μπορεί να οδηγήσει στο «ξεφούσκωμα» της «οικονομίας –καζίνο».
Μόνο σε αυτό το πλαίσιο εξ άλλου μπορούμε να κατανοήσουμε και τις σημαντικές μετατοπίσεις των πολιτικών συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Η αποσύνθεση και περιθωριοποίηση της παλιάς βιομηχανικής εργατικής τάξης, μέσω της μεταφοράς των παραγωγικών μονάδων, της αυτοματοποίησης, του κατακερματισμού, της ανεργίας, της μετανάστευσης και η παράλληλη δημιουργία της «κοινωνίας των δύο τρίτων», έχουν οδηγήσει σταδιακά στην αποδυνάμωση των εσωτερικών ταξικών ανταγωνισμών μέσα στις χώρες της Δύσης. Τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα έχουν χάσει τα ερείσματα και το όραμά τους, ενώ η αύξηση των «φτωχών» δεν οδηγεί παρά σε αυξημένη κοινωνική εντροπία, εγκληματικότητα και κυνισμό. Οι αντιθέσεις μετατίθενται στο εθνικό, το πολιτισμικό ή το περιφερειακό πεδίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι Ζαπατίστας βρίσκονται στο Μεξικό και στηρίζονται σε μια εθνοτική βάση για το κίνημα τους, ότι στη Βενεζουέλα αναδείχθηκε μια κυβέρνηση εχθρική προς τις ΗΠΑ ή ότι οι χώρες της ΝΑ Ασίας αρχίζουν να κινούνται προς την κατεύθυνση περιορισμού της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και σύμπηξης περιφερειακών οικονομικών οργανισμών. Και είναι βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια αυτές οι τάσεις θα ενισχυθούν καθώς η Δύση προσπαθεί να αποδυναμώσει τους Ασιάτες ανταγωνιστές της. Σε έναν καπιταλισμό ο οποίος έχει εγκαταλείψει τους τοίχους του εργοστάσιου για να μεταβάλει τον πλανήτη ολόκληρο σε αντικείμενο εκμετάλλευσης, αντιστοιχεί μια ταξική πάλη με νέα χαρακτηριστικά. Είναι τα έθνη, οι λαοί, οι εθνότητες, οι πολιτισμοί που διαθέτουν την απαραίτητη συνοχή για να αντισταθούν στον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό. Κατά συνέπεια η αναβίωση των εθνικών αντιστάσεων δεν αποτελεί επιβίωση των παλιών εθνικισμών, έστω και αν συχνά ενδύεται τα ιμάτιά του, αλλά την απάντηση σε έναν καπιταλισμό που πλέον έχει εξέλθει από τα τείχη των εργοστασίων και των αναπτυγμένων χωρών.
Όμως, όπως τονίσαμε αρχικά, η καπιταλιστική «αντεπανάσταση-επανάσταση» δεν συνίσταται απλώς σε μια καταπληκτική αλλαγή του τρόπου συσσώρευσης. Παράλληλη με την εξέλιξη της «χρηματιστηριοποίησης» του κεφαλαίου είναι και η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής και της αξιοποίησης προς τον τομέα της πληροφορικής, της επεξεργασίας των πληροφοριών και της βιογενετικής, που συνιστά την απόπειρα του κεφαλαίου να απαντήσει στα οικονομικά, τα τεχνολογικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά αδιέξοδα μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας. Χωρίς την σμίκρυνση των παραγωγικών διαδικασιών, χωρίς την πληροφορική, και την βιογενετική, θα ήταν αδύνατη η συνέχιση της κατανάλωσης, εξαιτίας των ορίων που θέτει η φύση και η ιστορία (εξάντληση πρώτων υλών, αδυναμία να διαθρέψει τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, αδιέξοδο του παραγωγικού γιγαντισμού, κλπ.). Κατά συνέπεια, η σχετική αποσύνδεση μεταξύ του Χρηματιστηρίου και των βιομηχανικών μονάδων παραγωγής, ανταποκρίνεται και σε μια στιγμή μεταβολής «παραδείγματος» του καπιταλισμού, περνάμε σε μια εποχή που η παραγωγή και η μετάδοση των πληροφοριών σε κάθε επίπεδο (από τις πληροφορίες για την πορεία των παγκόσμιων συναλλαγών έως την γενετική πληροφορία και την μετάλλαξή της), αποκτά προτεραιότητα έναντι της άμεσης παραγωγικής εφαρμογής. Σε μια τέτοια στιγμή μετάβασης μεγάλης κλίμακας από την βιομηχανική στην μεταβιομηχανική, πληροφορική ή «δικτυακή» κοινωνία (ανάλογα με τους διάφορους όρους που έχουν προταθεί), η «αποσύνδεση» πραγματικού κεφαλαίου και τρέχουσας αξίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όπως άλλωστε σε κάθε μεταβατική εποχή.
Συμπερασματικά
Σχόλια
1.Οι κύκλοι Kondratieff αποτελούν μακροοικονομικούς κύκλους που μελέτησε ο ομώνυμος Ρώσος οικονομολόγος. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εκτός από τους «μικρούς» καπιταλιστικούς κύκλους ανόδου και καθόδου της οικονομικής δραστηριότητας που διαρκούν 6 ή 7 χρόνια, σε ανοδική ή καθοδική κατεύθυνση αντίστοιχα, και που είχαν ήδη μελετήσει τόσο η κλασσική πολιτική οικονομία, οι νεοκλασικοί, οι κεϋνσιανοί και οι μαρξιστές, υπάρχουν μεγαλύτεροι οικονομικοί κύκλοι, διάρκειας περίπου πενήντα ή εξήντα χρόνων και διαιρούνται σε ανοδική και καθοδική φάση.
Οι κύκλοι αυτοί χαρακτηρίζονται στην καθοδική τους φάση από την κρίση του παλιού κυρίαρχου τεχνολογικού οργανωτικού και θεσμικού παραδείγματος, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, και την προετοιμασία και επεξεργασία νέων τεχνολογικών και θεσμικών όπλων για την έξοδο από την κρίση και την εγκαθίδρυση ενός νέου παραδείγματος. Έτσι η περίοδος 1914-1945 αποτελεί την καθοδική φάση του προηγούμενου κύκλου Kondratieff, με κρίσεις, πολέμους, αναδιάταξη των δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα και την προετοιμασία του νέου κυρίαρχου τεχνολογικού και θεσμικού παραδείγματος που επέπρωτο να κυριαρχήσει κατά την επόμενη ανοδική φάση: Αυτοκινητοβιομηχανία, πετρέλαιο, ηλεκτρισμός είναι οι νέες βιομηχανικές προτεραιότητες, φορντισμός, κεϋνσιανισμός, δηλαδή είσοδος των εργαζόμενων τάξεων στην εποχή της μαζικής κατανάλωσης, νέα διεθνής ισορροπία.
Μετά το ’45 θα αρχίσει πράγματι μία νέα φάση ανόδου, ένας νέος κύκλος. Η συμφωνία του Μπρέττον Γουντς για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η Γιάλτα, η Διεθνής Τράπεζα, το εσωτερικό σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο στις χώρες της Δύσης και το τέλος του κλασικού αποικισμού θα σημαδέψουν αυτή τη νέα εποχή, που θα διαρκέσει περίπου μέχρι την περίοδο 1968-73, και η οποία θα λήξει με μια παγκόσμιας εμβέλειας επανάσταση και την πετρελαϊκή κρίση. Έκτοτε διανύουμε την πτωτική φάση του κύκλου που σφραγίζεται από τα αδιέξοδα που περιγράψαμε καθώς και από το μεγάλο οικολογικό αδιέξοδο, στο οποίο αναφέρεται και ο Immanuel Wallerstein πιο κάτω.
Σε ό,τι αφορά τους ακόμα μεγαλύτερους κύκλους εκφράζουν αλλαγές μακράς και μεγάλης εμβελείας, όπως η ριζική μεταβολή παραδείγματος της οικονομίας, από την αγροτική προς την βιομηχανική εποχή ή την λεγόμενη μεταβιομηχανική, όπως τις περιγράφει ο πρώτος θεωρητικός της οικονομίας-κόσμος, Henri Braudel. ή αιώνες ανοδικής ή πτωτικής τάσης, όπως τους έχει επισημάνει ο δεύτερος θεωρητικός της οικονομίας-κόσμος, Immanuel Wallerstein. τέλος και την μετάβαση από ένα κοινωνικό σύστημα σε άλλο. Σήμερα, βρισκόμαστε στα τέλη ενός καθοδικού κύκλου Kondratieff, όπου διαγράφονται τα στοιχεία της επόμενης ανοδικής φάσης που θα στηρίζεται στο τεχνολογικό υπόδειγμα της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας.
2.Η σύνθεση του δείκτη Dow Jones:Χαρακτηριστική για την περίοδο που διανύουμε είναι η ανάλυση της σύνθεσης του κυριοτέρου δείκτη μετοχών στον κόσμο, του περιβόητου δείκτη Dow Jones. Πρόκειται για έναν δείκτη που περιλαμβάνει 30 εταιρείες, τις κατά τεκμήριο υψηλότερης κεφαλαιοποίησης και σημασίας στην αμερικανική αγορά. Ο αριθμός των εταιρειών μένει αναλλοίωτος και κάθε φορά κάποιες εταιρείες υποβαθμίζονται ενώ άλλες εισάγονται σε αυτόν. Η τελευταία αλλαγή πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1999 και είναι απολύτως χαρακτηριστικό το ποιες εταιρείες μπήκαν και ποιες βγήκαν από τον δείκτη. Οι εταιρείες που υποβιβάστηκαν είναι 4 βιομηχανικοί «κολοσσοί» (η εταιρεία ελαστικών Goodyear, η Chevron, πετρελαίων, η Union Carbide, χημικών, και η Sears Roebuck, αθλητικών ειδών) και εισήλθαν οι εταιρείες πληροφορικής… Microsoft και Intel, η εταιρεία παροχής υπηρεσιών στο Internet, SBC, και μια εταιρεία λιανικών πωλήσεων, η Home Depot. Έτσι, σήμερα, στον δείκτη συμμετέχουν λιγότερες από 15 βιομηχανικές εταιρείες από όλους τους άλλους κλάδους και 7 εταιρείες σχετιζόμενες με την πληροφορική και τις επικοινωνίες (χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την Walt Disney). Η μετάβαση έχει ήδη αποτυπωθεί στον δείκτη.
Διαβάστε επίσης από το σχετικό αφιέρωμα: Από την Σοφοκλέους στην οικονομία-κόσμος
Απατηλό ΧΑΟΣ, του Γιώργου Τοζίδη
Πέντε ερωτήσεις – πέντε απαντήσεις για τη Σοφοκλέους, συνέντευξη του Χρύσανθου Λαζαρίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου