ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ:
Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς
Η πάταξη της κοινωνικής αντιπολίτευσης με δυναμικές μεθόδους που παρακάμπτουν τη δημοκρατική νομιμότητα δεν είναι καθόλου πρόσφατη υπόθεση.
Με τον όρο «βαθύ κράτος» υποδηλώνεται ένα άτυπο πλέγμα το οποίο συγκροτείται διαχρονικά στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, σε στενή επαφή με εξωθεσμικούς παράγοντες και μερίδα του πολιτικού προσωπικού, διαπερνάται από την αντίληψη ότι τα εθνικά συμφέροντα παρεμποδίζονται από τη λειτουργία των δημοκρατικών κανόνων και τις «υπερβολικές» ελευθερίες που έχουν «παραχωρηθεί» σ’ έναν «ανώριμο» πληθυσμό, αναλαμβάνει δε εν κρυπτώ να εφαρμόσει την «εθνικά ορθή» πολιτική με δραστηριότητες που κινούνται στο μεταίχμιο κρατικής δραστηριότητας και «ιδιωτικής» κινητοποίηση
Για τις απαρχές του ελληνικού «βαθέος κράτους», οι γνώμες διίστανται. Κάποιοι τις τοποθετούν στην εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας (1936), άλλοι στην επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, με την έλευση της προλεταριοποιημένης προσφυγιάς και την αναπόφευκτη όξυνση της ταξικής πάλης. Η μονογραφία του καθηγητή Γιώργου Μαυροκορδάτου για τον «προδρομικό αλλά ατελή φασισμό» των αντιβενιζελικών «Επιστράτων» του 1916 μετακίνησε αυτό το χρονικό όριο λίγα χρόνια νωρίτερα.
Στην πραγματικότητα, η προσεκτική μελέτη των δικτύων, των ανθρώπων που τα στελέχωσαν και της συλλογιστικής που επιστρατεύτηκε για τη νομιμοποίησή τους μας πάει ακόμη πιο πίσω: στη χρεοκοπία του 1893, όταν για πρώτη φορά τέθηκε επί τάπητος όχι μόνο η στρατηγική ανεπάρκεια και βαθιά διαφθορά των «εκσυγχρονιστών» ηγετών της προηγούμενης περιόδου, αλλά και η ανάγκη ενός ριζικού αναπροσανατολισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Από τον «εσωτερικό εχθρό»…
Το «αναπτυξιακό» μπουμ της δεκαετίας του 1880, με μεγάλα δημόσια έργα που μετέτρεψαν την ανατολίτικη Ψωροκώσταινα σε απομίμηση ευρωπαϊκού κρατιδίου, είχε βασιστεί κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό, με όρους που ισοδυναμούσαν με λεηλασία του (δανεικού) χρήματος από τους μεσολαβητές τραπεζίτες και λοιπούς κερδοσκόπους, όπως ο διαβόητος Ανδρέας Συγγρός. Η κατηγορηματική δήλωση του Τρικούπη στη Βουλή ότι «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (1.12.1893), η μερική στάση πληρωμών προς τους πιστωτές του εξωτερικού και η αναζήτηση ενός συμβιβασμού μαζί τους οδήγησαν σε δραματική αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της μεταβολής αποτελεί η ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση των δύο πρώτων εορτασμών της εργατικής Πρωτομαγιάς, το 1893 και το 1894: ενώ τον Μάιο του 1893 το γεγονός περιγράφεται στον Τύπο σαν ένα εξωτικό αλλά ανώδυνο δείγμα απρόσφορης μίμησης των ευρωπαϊκών προτύπων, ο επόμενος εορτασμός προκαλεί ρίγη αγανάκτησης για την υπονόμευση της εθνικής οικονομίας από τις πρώτες απεργίες κι εργατικές διεκδικήσεις, που εμπόδιζαν τους αστούς να βγουν από την κρίση μετακυλώντας το βάρος στα ασθενέστερα στρώματα, ακολούθησε δε μέσα στο καλοκαίρι το πρώτο κύμα διώξεων των ντόπιων σοσιαλιστών. Τις αντικαπιταλιστικές διαθέσεις των ημερών αντανακλούν και κάποιες σποραδικές τρομοκρατικές ενέργειες, όπως η ρίψη δυναμίτη στην αυλή του μεγάρου του Ανδρέα Συγγρού, με αποτέλεσμα κάποια σπασμένα τζάμια και την καταστροφή του ιδιωτικού θερμοκηπίου του: «Μοι εστοίχισεν ολίγας δραχμάς εις επισκευάς της οικίας μου και εις τηλεγραφικά έξοδα ευχαριστήρια δι’ απειρίαν συγχαρητηρίων, ά εδέχθην επί τη σωτηρία μου, μεταξύ των οποίων και του Σουλτάνου Χαμίτ», σχολιάζει κυνικά ο ίδιος ο μεγιστάνας στα απομνημονεύματά του (Αθήνα 1908, τ. Γ΄, σ. 174).
Δίπλα στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, την οργή όσων καλούνταν να πληρώσουν τα σπασμένα της υπερχρέωσης ένιωσε σε μεγάλο βαθμό και η επαγγελματική κάστα των επαγγελματιών στρατιωτικών. Καθόλου άδικα, αφού στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου οι στρατιωτικές δαπάνες κάλυπταν πάνω από 20% του προϋπολογισμού κι ένα 40-70% των δημόσιων δαπανών μετά την αφαίρεση της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (Δερτιλής 2005, σ. 835). Η δυσφορία αυξανόταν από το γεγονός ότι, εκτός από την εθνική άμυνα, ο στρατός ήταν επίσης επιφορτισμένος με την εσωτερική καταστολή – από τη διενέργεια αστυνομικών περιπόλων στο κέντρο της Αθήνας μέχρι την καταδίωξη της ληστείας ή την πάταξη αγροτικών εξεγέρσεων στην επαρχία. «Εύκολα ειρωνευόταν ο κόσμος τους σπαθοφόρους», θυμάται χαρακτηριστικά η Ναταλία Μελά. «Αλλοι έλεγαν το στρατό περιττό, άλλοι του έριχναν όλες τις ευθύνες του κακού. Βγήκαν και εφημερίδες να βρίζουν συστηματικά. Εξεστράτευσαν μια μέρα και οι αξιωματικοί και έσπασαν τα γραφεία της “Ακροπόλεως”» («Παύλος Μελάς», Αθήνα 1964, σ. 57-8).
Αφορμή τής όχι και τόσο ηρωικής αυτής «εκστρατείας» υπήρξε ένα ειρωνικό πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας (14.8.1894) για τον απρόκλητο ξυλοδαρμό ενός πολίτη από τρεις αξιωματικούς. «Το ανά μέσον στρατού και πολιτών χάσμα ευρύνεται», διαβάζουμε εκεί. «Οι αξιωματικοί φιλοτιμούνται ολοέν να το ανοίγουν περισσότερον, ανοίγοντες τρύπες εις τα κεφάλια των πολιτών. Και το μίσος αυξάνεται, και το μίσος προχωρεί. [...] Πόσα γαλόνια είδατε να ξηλωθούν ύστερον από τόσους δαρμούς, κρεμάσματα, σπάσιμο κεφαλών, λιάνισμα πλευρών, πετσόκομμα, διαπομπεύσεις; Πόσοι από αυτούς τους αρειμανίους ήκουσαν από στόματος της ελληνικής δικαιοσύνης ότι είνε ανίκανοι να φέρουν ξίφος και στέμμα; Πόσους από αυτούς εκάλεσε ποίος υπουργός δια να βάλη το χεράκι του εις τους χρυσούς των ώμους και να τραβήξη τα λάμποντα κουμπάκια; [...] Ευρύνεται το χάσμα μεταξύ πολιτών και στρατού. Και εις το χάσμα αυτό εναποθέτομεν την πάσαν ελπίδαν μας σωτηρίας από τοιαύτην στρατοκρατίαν. Λυπηρόν, αλλά λογικόν. Το μίσος των πολιτών κατά των αξιωματικών, αυτό ημπορεί να αναπληρώση την μέχρι τούδε αφροντισίαν Βασιλέως και υπουργών, Πολιτείας και Δικαιοσύνης».
Την καταγγελία του ατιμώρητου αυταρχισμού συμπλήρωνε η ευθεία αμφισβήτηση της χρησιμότητας και του κοινωνικού ρόλου του σώματος: «Ευκαιρία για σας, ω μεγαλοϊδεάται, να βγήτε συνήγοροι αυξήσεως και πληθύνσεως των αξιωματικών, αφού συνηθίζουν εις το ανθρώπινο αίμα εις τις ράχες και τα κεφάλια μας, και έχομεν ούτω βεβαιότητα δια την ανδρείαν των. [...] Εβγάτε και γεμίσατε στήλας και σελίδας να διπλασιασθούν οι ταγματάρχαι, να τριπλασιασθούν οι λοχαγοί, να δεκαπλασιασθούν οι των άλλων βαθμών, δια να… πάρουμε την Πόλι!»
Μια τέτοια πρόκληση δεν μπορούσε φυσικά να μείνει αναπάντητη. Το μεσημέρι της 20ής Αυγούστου, 86 αξιωματικοί ακολουθούμενοι από άγνωστο αριθμό φαντάρων επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας και τα κατέστρεψαν. Οι επιδρομείς παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο με τη σχετικά ήπια κατηγορία της φθοράς ξένης περιουσίας, αθωώθηκαν όμως πανηγυρικά δίχως την παραμικρή αιτιολογία (24.9.1904). Ενάμιση μήνα μετά, στις 12 Νοεμβρίου 1894, κάποιοι απ’ αυτούς προχώρησαν στην ίδρυση της «Εθνικής Εταιρείας» (Ε.Ε.), μυστικής οργάνωσης με «αόρατον αρχήν», καταστατικό δε σκοπό «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος» και την προώθηση των στόχων του ελληνικού αλυτρωτισμού. Η ημερομηνία αυτή συνιστά και την πράξη γέννησης του ελληνικού βαθέος κράτους: ο σκληρός πυρήνας του κρατικού μηχανισμού, ο στρατός, αναλάμβανε να επαναφέρει τη δημόσια συζήτηση για την κρίση στη «σωστή» (για τα συμφέροντά του) κοιτίδα.
…στον εξωτερικό και τούμπαλιν
Μολονότι ξεκίνησε ως συντεχνιακή οργάνωση των κατώτερων αξιωματικών, η Εθνική Εταιρεία δεν περιορίστηκε τελικά στους στρατώνες. Επέκτεινε τις στρατολογίες της στους χώρους της διανόησης που ήταν οργανικά δεμένοι με τα μεγαλοϊδεατικά προτάγματα κι είχαν κάθε λόγο να επιθυμούν μια παρόμοια διέξοδο: μεταξύ των «επιλέκτων» πολιτών που μυούνται στο «μυστικό» της συγκαταλέγονται κυρίως δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί και δημοφιλείς λογοτέχνες της εποχής. Λιγότερο διαυγείς υπήρξαν οι χρηματοδότες της, οικονομικοί ως επί το πλείστον παράγοντες του βασιλείου και της διασποράς, οι οποίοι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία την «προίκισαν» με πάνω από 1 εκατομμύριο δραχμές, κυρίως από τον Δεκέμβριο του 1896 και μετά («Πρωία» 21-22.6.1900). Πιστοποιημένη είναι, αντίθετα, η επικοινωνία του δικτύου με τον άνθρωπο που έμελλε να αναδειχθεί σε κεντρικό εκφραστή αυτού του βαθέος κράτους: τον διάδοχο Κωνσταντίνο (Στρατηγού Π.Γ. Δαγκλή, «Αναμνήσεις – Εγγραφα – Αλληλογραφία», Αθήναι 1965, τ. Α΄, σ. 139-40).
Η «κινηματική» περίοδος του τυπικά «παράνομου» αυτού μηχανισμού ολοκληρώθηκε με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Αφορμή για την πυροδότησή του έδωσε η ολιγοήμερη εισβολή στο οθωμανικό έδαφος 3.000 έμμισθων ανταρτών της Ε.Ε., τους οποίους είχε μεταφέρει μέχρι τα σύνορα ο πρωτεργάτης της (και γιος ηγετικού της στελέχους), ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς (27-30.3.1897). Αντί να πάρει τη Θεσσαλονίκη και την Πόλη, ο ελληνικός στρατός κατέρρευσε ωστόσο πανηγυρικά μέσα στις επόμενες μέρες, με χιλιάδες στρατιώτες να το βάζουν στα πόδια μόλις ακούστηκε πως «έρχονται οι Τούρκοι» και τους αξιωματικούς να πρωτοστατούν σε ηρωικές μάχες με τους πολίτες για την κατάληψη μιας θέσης στα τρένα της μεγάλης φυγής. Ο ίδιος ο Μελάς, που τη στιγμή της έναρξης των μαχών είχε πάρει άδεια για να παρακολουθήσει τη… θεία λειτουργία στη γειτονική Λάρισα, προκάλεσε μεν τη σύρραξη αλλά παρέμεινε ουσιαστικά άκαπνος, καθώς υπηρετούσε ως βύσμα στην «παρθένο πυροβολαρχία» του πρίγκιπα Νικολάου. Ο πόλεμος έληξε με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήδη από τις 23 Μαρτίου είχαν προειδοποιήσει ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν την παραμικρή μεταβολή συνόρων, ενώ ο τουρκικός στρατός είχε φτάσει λίγο έξω από τη Λαμία (7.5). Ακολούθησε η υπογραφή προκαταρκτικής συνθήκης ειρήνης (6.9) με την οποία η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην Πύλη αποζημίωση 4.000.000 λιρών (100.000.000 δρχ.), διασφαλίζοντας ταυτόχρονα «τα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδος» με την επιβολή διεθνούς ελέγχου πάνω στα οικονομικά της.
Την ήττα ακολούθησε, φυσικά, η κατακραυγή. Πολλοί από τους «παρασυρθέντες» από τον εθνικό οίστρο της πρώτης περιόδου έσπευσαν να πάρουν τις αποφάσεις τους, κάποιοι μάλιστα από τους άμεσα ενεχόμενους στην εθνική πανωλεθρία εξελίχθηκαν στους δριμύτερους κατηγόρους της «δυσωνύμου» -πλέον- Εταιρείας. Η ηγεσία της Ε.Ε., απ’ την πλευρά της, ασχολήθηκε περισσότερο με την προστασία «του περισσεύματος» των κεφαλαίων της, «όπερ επωφθαλμία η κυβέρνησις», φροντίζοντας σ’ αυτή τη δύσκολη εθνική στιγμή να στείλει το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων της «εις το Εξωτερικόν» (Αρχείο Δαγκλή, όπ.π., σ. 151). Κάτω από την πίεση κυβέρνησης και κοινής γνώμης, ιδίως μετά τη δημοσίευση του διαχειριστικού ελέγχου που πραγματοποίησαν υπάλληλοι του υπ. Οικονομικών στο ταμείο της, το τελευταίο Δ.Σ. της Ε.Ε. αποφάσισε την 1η Δεκεμβρίου 1900 την αυτοδιάλυση της οργάνωσης. Το ίδιο παρέμεινε ωστόσο σε λειτουργία, επιφυλάσσοντας στον εαυτό του τον ρόλο σκιώδους καθοδηγητικού οργάνου της επίσημης κρατικής ηγεσίας: «Κατά πρότασιν του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού Παύλου Μελά και του καθηγητού Νικολάου Πολίτου, το Δ.Σ. της Εταιρείας δεν διελύθη. Απεφασίσθη να συνέρχεται από καιρού εις καιρόν και να συζητή τα εθνικά ζητήματα, εισηγούμενον αναλόγους λύσεις εις την εκάστοτε Κυβέρνησιν» (Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, «Ο Μακεδονικός Αγών», Αθήναι 1979, σ. 124). Η μετάλλαξη του θορυβώδους αλυτρωτικού παρακράτους σε αόρατο «βαθύ κράτος» είχε ολοκληρωθεί.
Σε αντίθεση με τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, η δυναμική επανενεργοποίηση του ίδιου δικτύου, μισή δεκαετία αργότερα, έχει καθαγιαστεί στην επίσημη εθνική μνήμη σαν «Μακεδονικός Αγώνας». Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από τη δημοσιευμένη κι αδημοσίευτη αλληλογραφία των πρωταγωνιστών της, και τούτη τη φορά οι «εθνικές» στοχεύσεις του ίδιου κύκλου απέβλεπαν πάνω απ’ όλα στην ποδηγέτηση της εσωτερικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ελληνικού βασιλείου. Εξίσου κοινές υπήρξαν και οι πιθανολογούμενες διασυνδέσεις του με τους μηχανισμούς επιβολής της γερμανικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μ. Ανατολής. Αν η δράση της Ε.Ε. το 1897 έχει περιγραφεί από διάφορες πηγές ως εξυπηρέτηση σχεδιασμών του Βερολίνου (βλ. παραδίπλα), επικεφαλής του «Μακεδονικού Κομιτάτου» της Αθήνας το 1904 ανέλαβε ο εκδότης του «Εμπρός» Δημήτριος Καλαποθάκης, αποδεδειγμένα τρόφιμος γερμανικών κονδυλίων εκείνη την εποχή. Στο μεσοδιάστημα, ο ίδιος είχε πατρονάρει το αντιδραστικό φοιτητικό κίνημα του 1901 εναντίον της μετάφρασης του Ευαγγελίου στη δημοτική (κίνημα το οποίο στρεφόταν κατά της «Σλάβας» -Ρωσίδας- βασίλισσας Ολγας, με ζητωκραυγές υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου και της Γερμανίδας συζύγου του) και την αιματηρή συνέχειά του το 1903 κατά της μετάφρασης των αρχαίων τραγωδιών.
Ο Μακεδονικός Αγώνας ως «πραξικόπημα»
Ας σταθούμε, όμως, στα γραπτά τεκμήρια. Ο λόγος για την αλληλογραφία του Παύλου Μελά με τον κουνιάδο του Ιωνα Δραγούμη κατά τη δρομολόγηση του Μακεδονικού Αγώνα. Λίγο μετά την άφιξή του, ως προξενικός γραμματέας, στο Μοναστήρι (νυν Μπίτολα) της Μακεδονίας, ο Δραγούμης γράφει στον Μελά (23.1.1903) για την επικείμενη ίδρυση στην Αθήνα μιας νέας Εταιρείας «με λίγους ανθρώπους, πλουσίους και καλούς» («Τα τετράδια του Ιλιντεν», σ. 11). Οι στόχοι και τα χαρακτηριστικά της περιγράφονται ως εξής από τον ίδιο, στο προσωπικό σημειωματάριό του: «Σκοπός: α) Να βγάζη βουλευτάς που να συλλογίζωνται αλλιώς από τους κοινούς [...], (β) Να συνδέη τις εσωτερικές ενέργειες με τις ενέργειες τις έξω [...], (δ) Να ανυψώση τον στρατό, (ε) Να ανατρέφη τα παιδιά με αγάπη για την Ελλάδα» (ό.π., σ. 49). Ακόμη πιο εύγλωττη είναι η ρητή σύνδεση του όλου εγχειρήματος με ένα σχέδιο αποκλεισμού των αιρετών εκπροσώπων του λαού από τη διαχείριση των «εθνικών» ζητημάτων και αντικατάστασή τους από μια αυτοδιόριστη αριστοκρατία: «Ας βγαίνουν βουλευτές, για να μην τύχη και θυμώση ο λαός αν του αφαιρέσουν τον ψήφο. Μα οι βουλευτές ας μην κοιτάζουν τα εθνικά ζητήματα, ας κοιτάζουν τα επαρχιακά. Τα εθνικά ας τα κοιτάζουν εκείνοι που μόνο αυτά βλέπουν» (σ. 51).
Δεν λείπει, στο ίδιο κείμενο, ακόμη και το όραμα μιας στρατηγικής απαλλαγής από τους δημοκρατικούς θεσμούς: «Αν είμαστε ζωντανό γένος δε θα κολλήσουμε στο πολιτικό σύστημα που μας κάθισαν. Το σύνταγμα και οι βουλευτές είναι μια αρρώστεια, δεν είναι η ζωή μας. Ή θα μας πεθάνη ή θα ψοφήση, τέλος πάντων αυτή. Και θα ζήσουμε τότε με άλλο σύστημα πολιτικό που να μας έρχεται καλλίτερα. Πώς χωρίς να μας μελετήσουν, χωρίς να μάθουν καλά το φυσικό μας, μας κόλλησαν βουλευτές και συντάγματα;» (σ. 51). Αυτοί που «κόλλησαν» στο ελληνικό κράτος «βουλευτές και συντάγματα» δεν ήταν βέβαια άλλοι από τις επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις του 1821. Παρά τις εθνοσωτήριες διακηρύξεις του, ο Ιων υπήρξε πάντως απόλυτα συνεπής στην απέχθειά του προς τη φιλελεύθερη κληρονομιά της εθνεγερσίας: κεντρική ιδέα των κηρυγμάτων του προς τον μακεδονικό πληθυσμό, τις παραμονές της αντιοθωμανικής εξέγερσης του 1903, ήταν «ότι, αφού υποφέραμεν τους Τούρκους τόσους αιώνας, πρέπει να δυνάμεθα να τους υποφέρωμεν ακόμη ολίγον» («Νέα Εστία» 1962, σ. 1880).
Ακόμη πιο αποκαλυπτικός είναι ο Δραγούμης στις επιστολές που στέλνει στον Μελά από τις Σέρρες το φθινόπωρο, ταυτίζοντας τον αντιβουλγαρικό αγώνα στη Μακεδονία με ένα πραξικόπημα για την κατάληψη της εξουσίας στο ελληνικό βασίλειο, διατηρώντας εν ανάγκη την τυπική πρόσοψη των κοινοβουλευτικών θεσμών:
«Πρέπει να είσαστε έτοιμοι για το πραξικόπημα που πρέπει να γίνη», γράφει στις 20.10.1903. «Εχουμε βουλιάξει σε μια σιχαμερή λάσπη κοινοβουλευτισμού. Δεν βγαίνουμε απ’ αυτήν με ημίμετρα. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να ξελασπώσωμε σύντομα με ένα μόνο πραξικόπημα. Ομως εν πάση περιπτώσει πρέπει να κάνωμε ένα πραξικόπημα τη στιγμή που θα είναι αναγκαίο, είτε να ριχτούμε επί των βουλγάρων, είτε να καταλάβομεν την χώραν που μας ανήκει. [...] Δεν έχομεν καιρόν να χάσωμεν. Ετοιμάσατε το έδαφος. Αν ο βασιλεύς είναι ηλίθιος ή αν κοιμάται, αφήστε τον στη θέση του, τον έχομεν πάντα ανάγκη. Αυτό πρέπει να είναι ένας όρος του πραξικοπήματος, να διατηρήσωμεν τον βασιλέα. [...] Ακουσέ με, δεν έχομεν καιρόν να χάσωμεν. Πρέπει να σχηματίσωμεν την δική μας Κυβέρνησιν ώστε να είναι έτοιμη να αναλάβη την Κυβέρνησιν τη στιγμή που θέλουμε. Προς το παρόν κάνετε ό,τι είναι δυνατό για να συσπειρωθείτε και ν’ αφυπνίσετε τον σκεπτόμενον λαόν. (Αν πρόκειται για καινούριες εκλογές, έχετε υποψηφίους έτοιμους). Εξασφαλίσατε τον στρατόν. Το σώμα των αξιωματικών πρέπει να είναι με ημάς. Ανυψώσατε τον στρατόν στην πρώτη σειρά» (όπ.π., σ. 333-7).
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δεν ανατράπηκαν την πενταετία 1903-08. Ακόμη και οι κινηματίες του 1909 στο Γουδή ένιωσαν πολύ γρήγορα την υποχρέωση να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς, στο πρόσωπο του Βενιζέλου. Κληρονομιά του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε, ωστόσο, η σύσταση ενός δικτύου πολιτικοστρατιωτικών στελεχών εθισμένων στην ταύτιση της εθνικής δράσης με την αιματηρή εκκαθάριση των πολιτικών και (κυρίως) των κοινωνικών αντιπάλων τους. Οι αυταρχικές κρατικές και ιδίως οι παρακρατικές δομές των επόμενων δεκαετιών στήθηκαν κι επανδρώθηκαν απ’ αυτό ακριβώς το προσωπικό. Για να σταθούμε σ’ ένα μόνο -λιγότερο γνωστό- παράδειγμα αυτής της συνέχειας: υπ’ αριθμόν 1 ιδρυτικό μέλος της Ε.Ε., ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινόπουλος οργάνωσε το 1906, ως «ειδικός γραφέας» του Προξενείου Μοναστηρίου, μια σειρά τυφλών σφαγών πίσω από την πλάτη των προϊσταμένων του, για να αναδειχθεί μια δεκαετία αργότερα σε συντονιστή των αντιβενιζελικών Επιστράτων.
Εχοντας προφανώς υπόψη αυτή την προϊστορία και αποτίοντας φόρο τιμής στη συνέχεια του βαθέος κράτους, οι συντονιστές της αντιεαμικής και φιλοβασιλικής «λευκής τρομοκρατίας» του 1946 θα αυτοονομαστούν «Μακεδονικό Κομιτάτο» («Ιός» 17.5.2009). Παρόλο που η δολοφονική δράση τους κατά των «εαμοβουλγάρων» εκτεινόταν, πλέον, από τα σύνορα μέχρι τον Ισθμό…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ο πατριωτισμός του χρηματιστηρίου
Ο πατριωτισμός του χρηματιστηρίου
Η χρονική σύμπτωση της πυροδότησης του πολέμου του 1897 με τη σιωπηρή απόρριψη λίγο νωρίτερα από την Αθήνα μιας ευνοϊκής συμβιβαστικής ρύθμισης του ελληνικού χρέους (18.2.1897) έχει τροφοδοτήσει ποικίλα σενάρια, σύμφωνα με τα οποία η «ατυχής» εκείνη σύρραξη δεν υπήρξε προϊόν απλής εθνικιστικής υστερίας αλλά συνειδητή προβοκάτσια, προκειμένου να επιβληθεί τελικά στη χώρα ο πολύ πιο επώδυνος Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος.
Στη συγκρατημένη εκδοχή της, η ερμηνεία αυτή περιορίζεται στην επισήμανση πως η Γερμανία ενθάρρυνε την Πύλη να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα, αξιοποιώντας την επιδρομή των μισθοφορικών σωμάτων της Εθνικής Εταιρείας (Α. Ανδρεάδης, «Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία», Εν Αθήναις 1925, σ. 300-1). Πιο ευφάνταστες εξιστορήσεις κάνουν λόγο για «ψευτοπόλεμο» προσχεδιασμένο από τον βασιλιά Γεώργιο ήδη από το καλοκαίρι, με σκοπό την επιβολή του διεθνούς ελέγχου και αντάλλαγμα την αυτονόμηση της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον γιο του. Εισηγητής αυτής της τελευταίας θεωρίας υπήρξε (εν έτει 1910) ένα σημαίνον στέλεχος της… Εθνικής Εταιρείας, ο δικηγόρος Νικόλαος Λεβίδης, φροντίζοντας να εμφανίσει τον (ζωντανό ακόμη) βασιλιά ως αθώο θύμα των περιστάσεων. Μεταγενέστερες αναδιατυπώσεις της από τον δημοσιογράφο Στέφανο Στεφάνου («Ελεύθερον Βήμα» 16.3.1927, «Οικονομικός Ταχυδρόμος» 8.4.1934) θέλουν αντίθετα τον Γεώργιο να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στη συνωμοσία, κερδοσκοπώντας μάλιστα ασύστολα με τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, μαζί με τον επιμελητή της βασιλικής χορηγίας Νικόλαο Θων και τον τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρό. Σε παρόμοια ιδιωτική κερδοσκοπία του Γεωργίου με το δημόσιο χρέος του δικού του βασιλείου αποδίδει ο ίδιος συγγραφέας και την παραίτηση του Χαριλάου Τρικούπη το 1893. Οσο για τα μέλη της Ε.Ε., αυτά, «χωρίς να το εννοήσουν, έγιναν όργανα γερμανικού σχεδίου όπως εξωθηθή η Ελλάς εις πόλεμον και ηττωμένη εξαναγκασθή να υποκύψη εις την παραδοχήν ενός διεθνούς οικονομικού ελέγχου».
Ενδιαφέρον για τον σημερινό αναγνώστη έχει η ερμηνεία απ’ τον Στεφάνου του «ευεξηγήτου γερμανικού ενδιαφέροντος» για το ελληνικό χρέος: «Τα ελληνικά χρεώγραφα κατά το πλείστον ήσαν εις χείρας γερμανικάς. Ο ενθουσιασμός του γερμανικού λαού από τον γάμον της Σοφίας [με τον διάδοχο Κωνσταντίνο] διοχετεύθη εις την απόκτησιν ελληνικών τίτλων, οι οποίοι ήσαν εις την κατοχήν μικροκεφαλαιούχων, μικροεισοδηματιών, υπαλλήλων, εμπόρων, βιομηχάνων, υπηρετών, μικροταμιευτών. Ο γερμανικός τύπος εμαίνετο κατά της Ελλάδος. Το σατυρικόν φύλλον “Κλαντεραντάτς” εδημοσίευσε μίαν γελοιογραφίαν του Γεωργίου, με φουστανέλλες, καβάλλα επάνω εις ένα άλογο και από κάτω έγραφε καλαμπουρίζον: Der kleine klephte, ο μικρός Αρματωλός ή… ο μικρός κλέφτης». Το ειδικό βάρος των ομολογιούχων στον καθορισμό της γερμανικής πολιτικής επιβεβαιώνεται κι από πιο φερέγγυες πηγές, μολονότι σε γερμανικά χέρια βρισκόταν μόλις το 10% του ελληνικού χρέους.
Στα δικά του απομνημονεύματα, ο Συγγρός παρακάμπτει ανεξήγητα όλη την τριετία 1894-97, για να ξαναπιάσει το νήμα της αφήγησης από την επομένη της ανακωχής. Αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός, γράφει, τον επισκέφθηκε ο υπουργός Οικονομικών αναζητώντας τρόπο «ευρέσεως δανείου προς πληρωμήν της πολεμικής αποζημιώσεως». Ο εθνικός ευεργέτης δεν δίστασε να του υποδείξει «ότι πρέπει αμέσως και άνευ της ελαχίστης χρονοτριβής» να επιδιώξει συμβιβασμό «μετά των παλαιών ημών δανειστών και ιδίως των Γερμανών» (τ. Γ΄, σ. 193). Πριν περάσουν δε λίγες μέρες, κυβέρνηση και ανάκτορα του ανέθεσαν να διαχειριστεί, «ανεπισήμως», το όλο ζήτημα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Διαβάστε
• Γιάνης Γιανουλόπουλος, «“Η ευγενής μας τύφλωσις…”, Εξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα” από την ήττα του 1897 έως την μικρασιατική καταστροφή» (Αθήνα 1999, εκδ. Βιβλιόραμα). Εξαιρετική ανάλυση του αυτοκαταστροφικού εθνικισμού των αρχών του εικοστού αιώνα, με έμφαση στην «Εθνική Εταιρεία» και τον πόλεμο του 1897.
• Γιώργος Πετσίβας (επιμ.), «Ιωνος Δραγούμη. Τα τετράδια του Ιλιντεν» (Αθήνα 2000, εκδ. Πετσίβα). Το ημερολόγιο και η αλληλογραφία του πρωτεργάτη της ένοπλης ελληνικής επέμβασης στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για τη στενή διαπλοκή αυτής της τελευταίας με την επιδίωξη μιας αυταρχικής/αντικοινοβουλευτικής εκτροπής στο εσωτερικό του ελληνικού βασιλείου.
• Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916» (Αθήνα 1996, εκδ. Αλεξάνδρεια). Ενδιαφέρουσα μονογραφία για το πρωτοφασιστικό κίνημα των Επιστράτων, βασισμένη ως επί το πλείστον σε πρωτογενείς πηγές της εποχής.
• «Σπουδές στο γαλανόμαυρο. τ. Α΄ Ο ελληνικός φασισμός στο μεσοπόλεμο» (Αθήνα 2013, εκδ. Antifa Scripta). Επισκόπηση της συγκρότησης του μεσοπολεμικού «βαθέος κράτους» από στρατευμένη αντιφασιστική σκοπιά, με εξαιρετικά εύστοχες επισημάνσεις για τη μακροχρόνια διαπλοκή αστικού πολιτικού προσωπικού, υπηρεσιών ασφαλείας, «πατριωτικών» συλλόγων και ακροδεξιάς.
• Γ.Β. Δερτιλής, «Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920» (Αθήνα 2005, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Δίτομη εμπεριστατωμένη περιγραφή της σταδιακής οικοδόμησης των οικονομικών και πολιτικών δομών του νεοελληνικού κράτους. Αξιοσημείωτοι οι εξαντλητικοί στατιστικοί πίνακες που πλαισιώνουν την κεντρική αφήγηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου