του Θοδωρή Αθανασιάδη
Η Parmalat ιδρύθηκε την δεκαετία του 1960 στην Πάρμα τής Ιταλίας και σύντομα έγινε παράδειγμα επιτυχίας, χάρη στην ευφυΐα τού ιδρυτή της Καλλίστο Τάντσι και -κυρίως- στις επιδοτήσεις τής Ε.Ο.Κ. Από το 1974, η εταιρεία απέκτησε διεθνή υπόσταση, δημιουργώντας θυγατρικές πρώτα στην Βραζιλία και κατόπιν στον Ισημερινό και την Βενεζουέλα. Παράλληλα, έφτιαξε εταιρείες σε χώρες που προσέφεραν φορολογικές διευκολύνσεις (Αυστρία, Ολλανδία, Μάλτα, Λουξεμβούργο, Νησιά Μαν κλπ) κι αργότερα έστησε εγκαταστάσεις σε κάθε λογής "φορολογικό παράδεισο" (Ολλανδικές Αντίλλες, Παρθένες Νήσοι, Νήσοι Κέυμαν κλπ). Μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο επιτυχημένα μοντέλα τής φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Όταν το 1990 η Parmalat έμπαινε στο χρηματιστήριο, ήταν η έβδομη σε μέγεθος ιταλική βιομηχανία και κατείχε την πρώτη θέση παγκοσμίως στην αγορά γάλακτος μακράς διαρκείας. Είχε απλωθεί σε περισσότερες από 30 χώρες και απασχολούσε κάπου 37.000 εργαζομένους. Το 2002 ο τζίρος της ξεπέρασε τα 7,5 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το ΑΕΠ χωρών όπως η Βολιβία, η Παραγουάη ή η Σενεγάλη. Αυτή η απίστευτη επιτυχία χάρισε στον Τάντσι την θέση τού προέδρου της Confidustria (του συνδέσμου ιταλικών βιομηχανιών) και τον τίτλο του πιο επιτυχημένου βιομήχανου, ενώ έκανε την μετοχή τής εταιρείας ένα από τα πιο σίγουρα χαρτιά στο χρηματιστήριο του Μιλάνου.
Όλα καλά, λοιπόν, για την Parmalat. Μέχρι που ξημέρωσε η 11η Νοεμβρίου 2003 και οι ελεγκτές της εταιρείες άρχισαν να ψάχνουν μια περίεργη επένδυση 500 εκατ. ευρώ στην επενδυτική εταιρεία Epicurum, η οποία είχε την έδρα της στα Νησιά Κέυμαν. Η Standard & Poors το πήρε χαμπάρι και υποβάθμισε αμέσως την μετοχή τής εταιρείας. Η πτώση άρχισε.
Όταν το 1990 η Parmalat έμπαινε στο χρηματιστήριο, ήταν η έβδομη σε μέγεθος ιταλική βιομηχανία και κατείχε την πρώτη θέση παγκοσμίως στην αγορά γάλακτος μακράς διαρκείας. Είχε απλωθεί σε περισσότερες από 30 χώρες και απασχολούσε κάπου 37.000 εργαζομένους. Το 2002 ο τζίρος της ξεπέρασε τα 7,5 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το ΑΕΠ χωρών όπως η Βολιβία, η Παραγουάη ή η Σενεγάλη. Αυτή η απίστευτη επιτυχία χάρισε στον Τάντσι την θέση τού προέδρου της Confidustria (του συνδέσμου ιταλικών βιομηχανιών) και τον τίτλο του πιο επιτυχημένου βιομήχανου, ενώ έκανε την μετοχή τής εταιρείας ένα από τα πιο σίγουρα χαρτιά στο χρηματιστήριο του Μιλάνου.
Όλα καλά, λοιπόν, για την Parmalat. Μέχρι που ξημέρωσε η 11η Νοεμβρίου 2003 και οι ελεγκτές της εταιρείες άρχισαν να ψάχνουν μια περίεργη επένδυση 500 εκατ. ευρώ στην επενδυτική εταιρεία Epicurum, η οποία είχε την έδρα της στα Νησιά Κέυμαν. Η Standard & Poors το πήρε χαμπάρι και υποβάθμισε αμέσως την μετοχή τής εταιρείας. Η πτώση άρχισε.
Η επιτροπή κεφαλαιαγοράς αντέδρασε αμέσως και ζήτησε εξηγήσεις. Παράλληλα, κάλεσε την διοίκηση της εταιρείας να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο σχεδίαζε να αποπληρώσει τα χρέη της που έληγαν στο τέλος τής χρονιάς. Η επέμβαση της επιτροπής αύξησε τις ανησυχίες των επενδυτών και επιτάχυνε την πτώση τής μετοχής.
Η διοίκηση παρουσιάστηκε ψύχραιμη και καθησυχαστική. Ανακοίνωσε ότι διαθέτει 3,95 δισ. ευρώ σε ρευστό, κατατεθειμένο στο υποκατάστημα της Bank of America των Νησιών Κέυμαν. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της, εμφάνισε έγγραφο της τράπεζας, το οποίο πιστοποιούσε την ύπαρξη του συγκεκριμένου ποσού. Η επιτροπή ησύχασε και μαζί της ηρέμησαν και οι επενδυτές.
Όμως, λίγες μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου, έσκασε βόμβα: με δημόσια κοινοποίηση, η Bank of America κατήγγειλε ότι το έγγραφο που είχε παρουσιάσει η Parmalat για τα 3,95 δισ. ευρώ ήταν πλαστό! Οι αρχές δεν δυσκολεύτηκαν να πιστοποιήσουν ότι το περίφημο έγγραφο δεν ήταν παρά ένα ερασιτεχνικά σκαναρισμένο παλιόχαρτο. Η μετοχή βούλιαξε αμέσως. Πάνω από 115.000 επενδυτές χάνουν τα λεφτά τους.
Σύντομα αποκαλύπτεται ότι τα χρέη τής Parmalat ξεπερνούν τα...14 δισ. ευρώ! Χρέη που συγκαλύπτονταν επί χρόνια με τρόπο "α λα Enron": ένα περίπλοκο δίκτυο υπεράκτιων (offshore) εταιρειών, που η μια μπλεκόταν με την άλλη, φορτωνόταν χρέη και ζημιές, προκειμένου η μητρική εταιρεία να εμφανίζει διογκωμένο θετικό αποτέλεσμα ώστε να αυξάνει την χρηματιστηριακή της αξία.
Οι λογιστές τής Parmalat αποδείχθηκαν σαΐνια. Παρ' ότι η καλοστημένη απάτη κρατούσε χρόνια και χρόνια, ο εντοπισμός της ήταν τόσο δύσκολος ώστε ακόμη και την παραμονή του ξεσπάσματος του σκανδάλου η Ντώυτσε Μπανκ απέκτησε το 5,1% των μετοχών τής εταιρείας! Ακόμη και τα οικονομικά φύλλα που κυκλοφόρησαν το πρωί της ημέρας κατά την οποία ξέσπασε το σκάνδαλο, πρότειναν την αγορά μετοχών τής Parmalat ως "strong buy" (ισχυρή αγορά)!
Το σοκ ήταν τεράστιο. Μαζί με την διοίκηση της εταιρείας, κατηγορήθηκαν μεγάλες ελεγκτικές εταιρείες (όπως οι περίφημες Grant Thornton και Deloitte & Touche) αλλά και μεγάλες τράπεζες (όπως η Citigroup, η Morgan Stanley, η Bank of America και η Deutche Bank) για συμπαιγνεία και χειραγώγηση των επενδυτών. Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια και η τελική απόφαση εκδόθηκε μόλις την άνοιξη τού 2011. Ο Τάντσι καταδικάστηκε σε φυλάκιση 8 ετών αλλά το δικαστήριο απάλλαξε και τις 4 τράπεζες από κάθε κατηγορία.
Όταν χρεωκόπησε η Enron, οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριζαν ότι στο νέο οικονομικό σκηνικό δεν θα υπήρχαν πλέον θέσεις για εταιρείες-αγιογδύτες και για αφεντικά-αλήτες, επειδή το μάθημα της Enron θα υποχρέωνε όλο το σύστημα να αυτοδιορθωθεί. Η υπόθεση Parmalat απέδειξε ότι όλα αυτά είναι φούμαρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου