Από την αυγή της ακόμη, η δεκαετία τού 1990 χαρακτηρίσθηκε ως "δεκαετία τού διαδικτύου". Η αλματώδης πρόοδος της πληροφορικής και η ψηφιακή επανάσταση έφεραν την ανατολή μιας νέας εποχής: της εποχής τού διαδικτύου. Το διαδίκτυο ξεκίνησε ως στρατιωτικό εργαλείο αλλά καθιερώθηκε αμέσως ως η καρδιά τής μεγάλης αλλαγής που ερχόταν. Αν ο σιδηρόδρομος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και οι αυτοκινητόδρομοι είχαν επιταχύνει την εξέλιξη των πραγμάτων με έναν ταχύτατο ρυθμό, το διαδίκτυο αναμενόταν ότι θα οδηγούσε τις εξελίξεις με υπερπολλαπλάσια ταχύτητα.
Οι νέες τεχνολογίες, οι οποίες βασίστηκαν στο διαδίκτυο και την ψηφιοποίηση, δημιούργησαν μια έκρηξη, ένα σύγχρονο "bing bang". Οι συναλλαγές άρχισαν να γίνονται ηλεκτρονικά, με ταχύτητα αστραπής, κάτι που οδήγησε στον υπερδεκαπλασιασμό τους. Λογικά, λοιπόν, οι επενδυτές ασπάστηκαν αμέσως αυτές τις νέες τεχνολογίες. Μόνο που η επιτάχυνση των συναλλαγών έφερε και την επιτάχυνση της κερδοσκοπίας. Μιας κερδοσκοπίας που ήταν τόσο ορμητική ώστε τα παραδοσιακά οικονομικά μοντέλα άρχισαν να παρουσιάζουν ρωγμές. Μια "νέα οικονομία" άρχισε να ανατέλλει και το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν ότι "για πρώτη φορά στην ιστορία, οι νέοι γνωρίζουν περισσότερα από τους μεγάλους" (Ζαν-Μισέλ Κατρπουάν).
Εκείνη την στιγμή τής απογείωσης, οι κερδοσκόποι πόνταραν στην γεωμετρική αύξηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν με την ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο. Είχαν πειστεί ότι οι εταιρείες θα ήσαν αναγκασμένες να προσαρμοστούν στην "νέα οικονομία", δαπανώντας τεράστια ποσά σε εξοπλισμό πληροφορικής, ψηφιακά δίκτυα, οπτικές ίνες κλπ. Οι προοπτικές ανάπτυξης φάνταζαν απεριόριστες και τα στοιχεία, που έρχονταν από παντού, συνηγορούσαν σ' αυτό (π.χ. ενώ το 1994 οι χρήστες τού διαδικτύου δεν ξεπερνούσαν τα 2 εκατομμύρια παγκοσμίως, στα τέλη τού 1998 πλησίαζαν τα 150 εκατομμύρια). Η προσδοκία όλων ήταν ότι, με κίνητρο την απελευθέρωση των αγορών και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, θα ξεσπούσε μάχη οικονομικής κυριαρχίας ανάμεσα σε αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ιαπωνικές εταιρείες, η οποία θα έφερνε κολοσσιαίες επενδύσεις και, επομένως, μυθικά κέρδη.
Οι νέες τεχνολογίες, οι οποίες βασίστηκαν στο διαδίκτυο και την ψηφιοποίηση, δημιούργησαν μια έκρηξη, ένα σύγχρονο "bing bang". Οι συναλλαγές άρχισαν να γίνονται ηλεκτρονικά, με ταχύτητα αστραπής, κάτι που οδήγησε στον υπερδεκαπλασιασμό τους. Λογικά, λοιπόν, οι επενδυτές ασπάστηκαν αμέσως αυτές τις νέες τεχνολογίες. Μόνο που η επιτάχυνση των συναλλαγών έφερε και την επιτάχυνση της κερδοσκοπίας. Μιας κερδοσκοπίας που ήταν τόσο ορμητική ώστε τα παραδοσιακά οικονομικά μοντέλα άρχισαν να παρουσιάζουν ρωγμές. Μια "νέα οικονομία" άρχισε να ανατέλλει και το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν ότι "για πρώτη φορά στην ιστορία, οι νέοι γνωρίζουν περισσότερα από τους μεγάλους" (Ζαν-Μισέλ Κατρπουάν).
Εκείνη την στιγμή τής απογείωσης, οι κερδοσκόποι πόνταραν στην γεωμετρική αύξηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν με την ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο. Είχαν πειστεί ότι οι εταιρείες θα ήσαν αναγκασμένες να προσαρμοστούν στην "νέα οικονομία", δαπανώντας τεράστια ποσά σε εξοπλισμό πληροφορικής, ψηφιακά δίκτυα, οπτικές ίνες κλπ. Οι προοπτικές ανάπτυξης φάνταζαν απεριόριστες και τα στοιχεία, που έρχονταν από παντού, συνηγορούσαν σ' αυτό (π.χ. ενώ το 1994 οι χρήστες τού διαδικτύου δεν ξεπερνούσαν τα 2 εκατομμύρια παγκοσμίως, στα τέλη τού 1998 πλησίαζαν τα 150 εκατομμύρια). Η προσδοκία όλων ήταν ότι, με κίνητρο την απελευθέρωση των αγορών και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, θα ξεσπούσε μάχη οικονομικής κυριαρχίας ανάμεσα σε αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ιαπωνικές εταιρείες, η οποία θα έφερνε κολοσσιαίες επενδύσεις και, επομένως, μυθικά κέρδη.
Σύντομα εμφανίστηκαν νέες επιχειρήσεις, οι οποίες ήθελαν να μιμηθούν την εκρηκτική επιτυχία κολοσσών, όπως η Microsoft, η Yahoo! ή η Google και οι οποίες, εκμεταλλευόμενες την βουλιμία των επενδυτών, εύρισκαν πηγές χρηματοδότησης δίχως πολύ κόπο, αφού τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες σφάζονταν στην ποδιά τους. Στο βιβλίο του "Μέχρι πότε;", ο Φρεντερίκ Λορντόν μιλάει για εταιρείες "που δημιουργήθηκαν από παρέες φοιτητών γύρω από τρία τραπέζια ΙΚΕΑ και αξίζουν εκατομμύρια, ενίοτε και δισεκατομμύρια". Οι διψασμένοι για κέρδη επενδυτές, σπρωγμένοι κι από τα ενθαρρυντικά δημοσιεύματα των ΜΜΕ, ξεχύθηκαν στα χρηματιστήρια αγοράζοντας ό,τι είχε σχέση με τις νέες τεχνολογίες. Όσο εκείνοι αγόραζαν, τόσο η τιμή των μετοχών αυτών των εταιρειών εκτινασσόταν. Κι όσο οι τιμές ανέβαιναν, τόσο εκείνοι αγόραζαν...
Κάπως έτσι διογκώθηκε μια τεράστια φούσκα μέσα σε λίγα χρόνια. Η χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών νέων τεχνολογιών έπαψε να έχει οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική τους αξία (π.χ. η "America On Line - AOL" είδε την τιμή τής μετοχής της να αυξάνεται 800 φορές!). Μόνο κατά το 1999, ο δείκτης Nasdaq (το χρηματιστήριο όπου γίνονται συναλλαγές εταιρειών νέων τεχνολογιών) σημείωσε άνοδο 85,6%! Αν κάποιος είχε επενδύσει 5.000 δολλάρια τότε που άρχισε η τρέλλα, μέσα σε λιγώτερο από μια δεκαετία θα είχε βγάλει πάνω από ένα εκατομμύριο. Κάτι τέτοια έβλεπαν οι τραπεζίτες και φαγώθηκαν να καταργήσουν τον "Νόμο Glass-Steagall", στον οποίο αναφερθήκαμε χτες. Κι όταν ο νόμος καταργήθηκε, χύμηξαν.
Εκείνο που είναι απορίας άξιο, είναι το γεγονός ότι ελάχιστες φωνές ακούστηκαν να μιλούν για σύνεση. Αλλά κι αυτές πνίγηκαν μέσα στον γενικό ορυμαγδό. Έπρεπε να ανατείλει το 2000 για να ακουστούν καθαρά κάποιες προειδοποιήσεις περί κινδύνου χρεωκοπίας. Αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, όταν τα άλογα αφηνιάσουν δεν συγκρατούνται. Έτσι, τον Μάρτιο του 2001, η "φούσκα του διαδικτύου" (ή "φόυσκα dot com", όπως έγινε γνωστή) έσκασε νομοτελειακά. Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, η μεγάλη ελπίδα έδωσε την θέση της στην μεγάλη απογοήτευση. Η πτώση ήταν εντυπωσιακή: ο Nasdaq βυθίστηκε στα τάρταρα, ο Dow Jones υποχώρησε 38%, το χρηματιστήριο του Παρισιού βούλιαξε από τις 7.000 μονάδες στις 2.500 και το 75% των εταιρειών νέων τεχνολογιών εξαφανίστηκε από τον χάρτη...
Η "φούσκα dot com" έδωσε ένα ηχηρότατο χαστούκι στην περίφημη θεωρία τού Φρήντμαν περί αυτορρύθμισης των ελεύθερων αγορών. Η απόδειξη ότι η κερδοσκοπία δεν αυτορρυθμίζεται δεν θα μπορούσε να γίνει σαφέστερη. Κι από την στιγμή που ο καπιταλισμός έχει από την φύση του ως στόχο την μεγιστοποίηση του επιδιωκόμενου κέρδους, είναι αυταπόδεικτο ότι ούτε ο καπιταλισμός αυτορρυθμίζεται.
Θα περίμενε κανείς ότι ένα τόσο χοντρό πάθημα θα γινόταν πειστικό μάθημα. Αλλά δεν πέρασε πολύς χρόνος για να φανεί ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε: πριν βγει το 2001, οι αγορές θα συγκλονίζονταν από το σκάνδαλο Enron...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου