Επίκαιρα
του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή
Ένωση για λόγους γεωπολιτικής ασφάλειας απέναντι στην απειλητική Τουρκία, για
λόγους ισότιμης συμμετοχής σε μια μεγάλη οικονομική αγορά και για λόγους κοινού
μέλλοντος με τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, με τους οποίους η Ελλάδα έχει
ιστορικούς και Πολιτιστικούς δεσμούς και κοινούς παρονομαστές.
Η επιλογή αυτή ήταν ορθή και
επιτακτική σε μια στιγμή που η Ευρώπη φαινόταν διατεθειμένη με πρωταγωνιστές
τους δύο πρώην μεγάλους ανταγωνιστές, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να υπερβεί
τους παλαιούς ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις και ν’ αναζητήσει ένα κοινό
μέλλον για τους λαούς της, εφόσον το ιστορικό γίγνεσθαι προσδιοριζόταν πλέον
από μεγάλες δυνάμεις, ηπειρωτικών διαστάσεων, και ο ρόλος των Ευρωπαϊκών χωρών,
ακόμη και των άλλοτε κραταιών δυνάμεων, μειονόταν καθοριστικά και όδευε προς
σχετική περιθωριοποίηση.
Η ιδέα της ενοποιήσεως, πάνω σε
ισότιμη, δημοκρατική βάση, με ελεύθερη συγκατάθεση των λαών, φαινόταν επιπλέον
να επιβεβαιώνει την εγκατάλειψη ένος παρελθόντος πολέμων και κατακτήσεων και
ειδικότερα της προσπάθειας επιβολής της Ευρωπαϊκής ενότητας, με τη δύναμη των
όπλων και την κατάκτηση, στο πλαίσιο μιας επιδιωκόμενης αυτοκρατορικής
ηγεμονίας στην Ευρώπη.
Η αλήθεια είναι ότι πίσω από
την προβαλλόμενη αυτή επίσημη ιδεολογία, η ιδέα μιας ορισμένης Ευρωπαϊκής
ενοποιήσεως υποστηρίχθηκε ενεργά από την Αμερικανική υπερδύναμη, στο πλαίσιο
των γεωπολιτικών εκτιμήσεων και των στρατηγικών αναγκών που επέβαλλε ο Ψυχρός
Πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση.
Η Μεγάλη Βρετανία επίσης, μια
από τις τρεις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, έβλεπε από την αρχή με επιφύλαξη την
ιδέα μιας πραγματικής πολιτικής Ενώσεως της Ευρώπης γιατί θα ήταν κατ’ αυτήν
αναπόφευκτη η ηγεμονική κυριαρχία σ’ αυτήν του Γαλλο-Γερμανικού άξονα. Η Μεγάλη
Βρετανία έχει ως πάγια αρχή και πολιτική, από αιώνες, να αντιτίθεται στην ιδέα
μιας ενωμένης Ευρώπης, γιατί πιστεύει ότι αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε απειλή
γι’ αυτήν. Υποδεικνύει σχετικά τα παραδείγματα του Ναπολέοντος και του Χίτλερ.
Τα παραδείγματα ανήκουν, βεβαίως, σ’ ένα Ευρωπαϊκό παρελθόν, το οποίο,
υποτίθεται, ότι εξορκίζεται και απωθείται από το παρόν, με την ιδέα μιας
δημοκρατικής ενοποιήσεως της Ευρώπης, με ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή των
Ευρωπαϊκών εθνών.
Για τη Μεγάλη Βρετανία όμως, που
εξακολουθεί να βλέπει τα πράγματα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο από σχετική απόσταση
και ν’ αποδίδει μεγάλη σημασία στους μεγάλους ορίζοντες των θαλασσών στην
ειδική στρατηγική της σχέση με τις ΗΠΑ και με τις πρώην Αγγλόφωνες κτήσεις της
αυτοκρατορίας της, οι επιφυλάξεις για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένουν.
Προτιμά, και το κατέστησε σαφές, μια ελεύθερη ζώνη εμπορίου στην Ευρώπη, όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη μάλιστα. Προτείνει, συγκεκριμένα, την περίληψη σ’ αυτήν
ακόμη και χωρών, όπως το Αζερμπαϊτζάν, χώρες του Καυκάσου και Αραβικές χώρες
της Μεσογείου.
Διαβλέπει κανείς, πίσω από τη
Βρετανική θέση, την καχυποψία και την ανεπιφύλακτη αντίθεση στην ιδέα μιας
πραγματικά πολιτικά ενωμένης Ευρώπης. Διαβλέπει ταυτόχρονα τους γεωπολιτικούς
και στρατηγικούς υπολογισμούς, τους οποίους συμμερίζεται με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα
σε σχέση με τον αντιμετωπιζόμενο πάντα ως κύριο γεωπολιτικό ανταγωνιστή Ρωσικό
παράγοντα αλλά και το φόβο μιας ενδεχόμενης αναγεννήσεως της Γερμανικής ισχύος
στην Ευρώπη, υπό το κάλυμμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η πλειοδοσία σε ανεδαφικό
ευρωπαϊσμό δεν εξυπηρετεί τα Ελληνικά συμφέροντα
Η πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και η
ενοποίηση της Γερμανίας άλλαξε τους συσχετισμούς στην Ευρώπη και στον
Γαλλο-Γερμανικό άξονα. Η Γαλλία έθεσε επιτακτικά θέμα μετατροπής του μάρκου σε
Ευρωπαϊκό νόμισμα ως όρο για την αποδοχή της Γερμανικής ενοποιήσεως. Πίστευε
ότι ο όρος αυτός θα ήταν αρκετός για τη σταθερή αγκυροβόληση της Γερμανίας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και τον μετριασμό της ισχύος του μάρκου, μέσα από τη συνδιαχείριση
ενός κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος.
Τα πράγματα όμως εξελίχθησαν
αρκετά διαφορετικά. Η έλλειψη της πολιτικής ενοποιήσεως, ως αναγκαίας
προϋποθέσεως ενός κοινού νομίσματος, μετέτρεψε σταδιακά το ευρώ σε ένα άλλο
είδος μάρκου, διασφαλίζοντας στο οικονομικά ισχυρότερο μέλος της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως ένα δυσανάλογο ηγεμονικό ρόλο. Προς αυτή την κατεύθυνση, ώθησε και ο
ακραίος νεοφιλελέθευρος προσανατολισμός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ο τελευταίος,
που αναγορεύθηκε από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες ως οιονεί συνταγματικός χάρτης
θέτει σε υπέρτερη θέση, έναντι των κρατών και των κυβερνήσεων, τις
χρηματιστικές αγορές.
Το ερώτημα που τίθεται είναι
αδυσώπητο: μπορεί να οικοδομηθεί μια Συμπολιτειακή, δημοκρατική Ευρώπη πάνω στη
βάση αυτή ή είναι αναπόφευκτο η πολιτικά αχαλίνωτη δυναμική των αγορών να
οδηγήσει σε παλαίου τύπου αυτοκρατορικές ηγεμονικές τάσεις και συμπεριφορές,
υποκαθιστώντας απλώς την πολιτικο-στρατιωτική κατάκτηση του παρελθόντος με την
οικονομική κατάκτηση του παρόντος;
Ποιο νόημα έχει, π.χ., η
αποδοχή από μια μικρή χώρα ενός ακραίου και αντιδραστικού «ελεύθερου
ανταγωνισμού», στο πλαίσιο μιας κοινής αγοράς, εάν δεν υπάρχει ένα κοινό
πολιτικό πλαίσιο και μια πολιτική προοπτική, που να αντισταθμίζουν την
ανισότητα των αγορών και να διασφαλίζουν γι’ αυτήν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινής
αναπτύξεως και ευημερίας;
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη
ανισότητα»,επεσήμανε από την Αρχαιότητα ο Αριστοτέλης, «από την ισότητα
μεταξύ ανίσων». Ο υποτιθέμενος «ίσος» ανταγωνισμός μεταξύ ανίσων της
Ελληνικής αγοράς και των πολύ ισχυροτέρων ξένων αγορών καταλήγει στον έλεγχο
και την κατάκτηση της Ελληνικής αγοράς, εάν δεν υπάρχουν πολιτικές που
αντισταθμίζουν σ’ ένα μέτρο την ανισότητα και θέτουν ως προϋπόθεση τη σύγκλιση
μεταξύ των Ευρωπαϊκών οικονομιών και τη συνοχή μεταξύ των χωρών-μελών.
Η σύγκλιση και η συνοχή έγινε
θεωρητικά δεκτή ως καταστατική αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Με το έλλειμα όμως
πολιτικής ενώσεως και την κυριαρχία των αγορών πώς είναι δυνατόν να προωθηθεί η
αρχή αυτή και να γίνει πραγματικότητα; Προβάλλεται η ιδέα της δημοσιονομικής
ομοσπονδοποιήσεως και της τραπεζικής ενώσεως ως μεγάλο άλμα προς την πολιτική
ενοποίηση και την αντιμετώπιση ειδικότερα της σημερινής κρίσεως χρέους στην
Ευρώπη και του ευρώ.
Η δημοσιονομική
ομοσπονδοποίηση δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της πολιτικής ενώσεως, γιατί
στοχεύει ακριβώς στην ίδια σημερινή κατάσταση, την οποία θέλει να αναγάγει σε
μόνιμη και να συνταγματοποιήσει με Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Με άλλα λόγια,
θέλει να καταστήσει αυτόματη τη δρακόντεια λιτότητα και μέρος του Ευρωπαϊκού
καταστατικού χάρτη. Στην πρόθεση αυτή υπολανθάνει η σκέψη και η ιδέα ότι αν
υπάρχουν δημοσιονομικά προβλήματα σε μια χώρα, αυτά προέρχονται από την
αμέλεια, τα λάθη και την κακοδιοίκηση των κυβερνήσεων της χώρας αυτής. Δεν υπέχει
γι’ αυτά καμια ευθύνη η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προφανώς, γνωρίζουμε από τις
δικές μας κυβερνήσεις πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες τους για την κατάσταση στην
οποία περιήλθε η χώρα. Αυτό όμως δεν αναγάγει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε αθώα
περιστερά. Ασφαλώς υπέχει ευθύνες για τις πολιτικές που επιβάλλει, τους όρους
λειτουργίας του ευρώ και στην παραπομπή στις καλένδες βασικών αρχών της
Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως η αλληλεγγύη, το κοινωνικό κράτος, η κοινή ανάπτυξη, η
σύγκλιση και η συνοχή.
Όταν τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης
εκχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα μέσα με τα οποία αντιμετωπίζεται μια
οικονομική κρίση, δεν είναι δυνατό να συστήνεται και να επιβάλλεται εκβιασικά
σ’ αυτά μια ακραία λιτότητα, που συλλειτουργεί με τον υπερδανεισμό ως συνταγή
καταστροφής αντί σωτηρίας.
Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι μόνο
εσωτερικό. Αντικαθρεφτίζει επίσης τις αντιφάσεις, τους παραλογισμούς και τα
προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να
πλειοδοτεί και να προτρέχει προς έναν ανεδαφικό Ευρωπαϊσμό, που εκπορεύεται από
τη σημερινή προβληματική κατάσταση της Ευρώπης.
Το Ελληνικό πρόβλημα είναι και μια
ευκαιρία για την Ευρώπη να δώσει δείγματα γραφής μιας νέας πορείας. Η πορεία
αυτή πρέπει να περιλαμβάνει την κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Σε διαφορετική
περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα, με
κριτήριο την κυριαρχία, τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα και την ανάπτυξή της.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 205)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου