Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Τράπεζα της Ελλάδος - 24. Η καταστροφική τριετία 1989-1991

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση

Ο Δημήτρης Τσοβόλας ως υπουργός οικονομικών 1985-1989 (άκρη δεξιά). Δίπλα του με την σειρά: Άκης
Τσοχαντζόπουλος, Ανδρέας Παπανδρέου, Αναστάσιος Πεπονής, Κάρολος Παπούλιας. Όρθιος ο Δημήτρης Μαρούδας.
Η κατάρρευση της Τράπεζας Κρήτης και το σκάνδαλο Κοσκωτά οδήγησαν στο γνωστό πολιτικό χάος της περιόδου 1989-1990. Το χάος ήταν τόσο μεγάλο ώστε στην λίαν κρίσιμη σύνοδο κορυφής τής Μαδρίτης (Ιούνιος 1989), όπου συζητήθηκαν η "έκθεση Ντελόρ" για την ΟΝΕ (τότε αποφασίστηκαν οι λεπτομέρειες για την εισαγωγή κοινού νομίσματος) αλλά και οι εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες τού Ανατολικού Μπλοκ, η χώρα εκπροσωπήθηκε από τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη.

Φυσικά, αυτό το χάος είχε επιπτώσεις και στην οικονομία. Το ΠαΣοΚ, προσπαθώντας να παραμείνει στην εξουσία, ακολούθησε μια πολιτική υπέρμετρων παροχών, με την προτροπή τού ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου προς τον υπουργό οικονομικών "Τσοβόλα, δώσ' τα όλα!" (*) (σε ομιλία του στο Περιστέρι) να μένει παροιμιώδης. Την κατηφορική πορεία δεν μπόρεσε να ανακόψει ούτε η οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. Στην έκθεσή του για το 1989, ο διοικητής της ΤτΕ ήταν σαφής:

"Το κύριο χαρακτηριστικό της πορείας της οικονομίας στη διάρκεια του 1989 είναι η μεταστροφή της προόδου που σημειώθηκε, μετά την εφαρμογή του διετούς σταθεροποιητικού προγράμματος 1986-1987, στιςεξελίξεις των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών και η σοβαρή επιδείνωση των οικονομικών ανισορροπιών. Ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη κατά το 1989 ήταν η περαιτέρω σοβαρή διόγκωση των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα και του δημόσιου χρέους. Παράλληλα σημειώθηκε χειροτέρευση του ισοζυγίου πληρωμών (...) Η επιδείνωση των οικονομικών ανισορροπιών είναι κατά κύριο λόγο συνέπεια της επεκτατικής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής που εφαρμόστηκε από την αρχή του 1988 και μετά. Ειδικότερα, η συνεχής αύξηση των δημόσιων δαπανών, η αυξημένη φοροδιαφυγή, οι φορολογικές ελαφρύνσεις και η ταχεία άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσουν στην υπερθέρμανση της οικονομίας, και μέσω αυτής στην ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων και στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών".


Ο Χαλικιάς ήταν ακριβής. Οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου, που είχαν πέσει στο 13,5% του ΑΕΠ, πήγαν το 1988 στο 16% και το 1989 στο 18,1%, παρ' ότι η κυβέρνηση "μαϊμούδεψε" τα νούμερα, μεταφέροντας σημαντικές δαπάνες στην επόμενη χρονιά και προεγγράφοντας στο 1989 κοινοτικές μεταβιβάσεις του 1990. Παράλληλα, ο πληθωρισμός ξαναξέφυγε, ανεβαίνοντας στο 14% το 1988 και στο 14,5% το 1989.

Ο Μητσοτάκης ήρθε το 1990 με την υπόσχεση πως θα έβαζε τάξη στο χάος. Ο ίδιος επαίρεται ακόμη και σήμερα ότι η κυβέρνησή του έκανε ό,τι ήταν δυνατόν και θα έκανε ακόμη περισσότερα αν τον άφηναν να ολοκληρώσει το έργο του. Όμως, η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική και οι αριθμοί αποδεικνύουν ότι επί των ημερών του η κατάσταση χειροτέρεψε. Στην έκθεσή του για το 1990, ο Χαλικιάς είναι σαφής, αν και χρησιμοποιεί διπλωματική γλώσσα για να μη στενοχωρήσει τον πρωθυπουργό: "Οι δυσμενείς τάσεις συνεχίστηκαν και κατά το 1990, με αποτέλεσμα την περαιτέρω σοβαρή επιδείνωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Τα κύρια χαρακτηριστικά των οικονομικών εξελίξεων είναι τα υψηλά δημόσια ελλείμματα, η έξαρση του πληθωρισμού, η σοβαρή περαιτέρω διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η κάμψη του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος".

Ο διοικητής της ΤτΕ αναγνωρίζει την δυσμενή διεθνή συγκυρία αλλά επιμένει ότι για τις άσχημες εξελίξεις "κύρια αιτία εξακολούθησαν να είναι οι σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, οι πληθωριστικές πιέσεις που συσσωρεύτηκαν στο οικονομικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της σοβαρής διόγκωσης των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα και της αύξησης της ρευστότητας και των χρηματικών εισοδημάτων, και η εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας". Προσθέτει μια καλή κουβέντα για την κυβέρνηση αλλά την κατηγορεί και για ατολμία: "από τον Απρίλιο του 1990 η οικονομική πολιτική άρχισε να παίρνει περιοριστική κατεύθυνση (...) οι προσαρμογές δεν αποδείχθηκαν επαρκείς για να ανακόψουν την περαιτέρω επιδείνωση".

Τα στοιχεία που παραθέτει ο Χαλικιάς είναι συντριπτικά. Οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημοσίου αυξήθηκαν από 18,3% του ΑΕΠ στο 19% και ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε από 14,8% στο 17,9% (κάτι που εν μέρει οφειλόταν στην αύξηση φόρων και τιμολογίων ΔΕΚΟ). Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είχε αυξηθεί σημαντικά από 2,57 δισ. δολλάρια το 1989 σε 3,56 δισ. δολλάρια το 1990. Αποτέλεσμα ήταν η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε φάση οικονομικής καθόδου."Η επιβράδυνση του ανοδικού ρυθμού της οικονομίας, που είχε αρχίσει προοδευτικά από το πρώτο εξάμηνο του 1989, τελικά εξελίχθηκε το 1990 σε οικονομική κάμψη (...) το ΑΕΠ μειώθηκε το 1990 κατά 0,4%", σημειώνεται στην έκθεση.

Τραγική είναι η κατάσταση και με το ισοζύγιο πληρωμών, το οποίο επιδεινώνεται με αυξανόμενο ρυθμό. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών εξακοντίζεται κατά 38% σε σχέση με το 1989 και ξεπερνάει τα 2,5 δισ. δολλάρια. Ο διοικητής ανησυχεί και για την υστέρηση της πρωτογενούς παραγωγής και διαπιστώνει ότι "η ουσιαστική βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος τα τελευταία δέκα χρόνια έχει προέλθει κατά κύριο λόγο από τις επιδοτήσεις". Τέλος, κατακεραυνώνει την κυβέρνηση, κρούοντας σαφώς τον κώδωνα του κινδύνου: "τα δημόσια ελλείμματα κινούνται σε επίπεδα που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο σε ειρηνική περίοδο"


Ο Αντώνης Σαμαράς ως υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη. Στις 100 ημέρες
της υπουργείας του (2/7-12/10/1989) πρόλαβε να σκορπίσει άφθονο χρήμα σε προεκλογικά ρουσφέτια.
Ο Χαλικιάς ξέρει ότι αυτή είναι η τελευταία του έκθεση ως διοικητού της ΤτΕ και κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να "σπρώξει" τις ρυθμίσεις τις οποίες θεωρεί αναγκαίες, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις ("ο προϋπολογισμός προβλέπει πρόσθετα έσοδα 300 δισ. δρχ. από την εκποίηση προβληματικών επιχειρήσεων και τη διάθεση κτηματικών ομολόγων και μετοχών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας"), η περιστολή των κοινωνικών δαπανών ("προγραμματίζεται περικοπή των ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ") και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της συγκράτησης της αμοιβής της εργασίας ("το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση αυξήθηκε κατά 21% περίπου").

Ο Μητσοτάκης εμπιστεύθηκε στους νεοφιλελεύθερους Ανδρέα Ανδριανόπουλο και Στέφανο Μάνο την υλοποίηση των -έτσι κι αλλιώς, νεοφιλεύθερης φιλοσοφίας- υποδείξεων του Χαλικιά αλλά απέτυχε. Στις 20 Φεβρουαρίου 1992, ο απογοητευμένος Δημήτρης Χαλικιάς παρέδωσε τα ηνία της ΤτΕ στον Τίμο Χριστοδούλου.

----------------------------------------
(*) Ο Δημήτρης Τσοβόλας υπήρξε ίσως ο πιο αδικημένος υπουργός τής πρώτης πασοκικής περιόδου και η φράση τού Παπανδρέου βόηθησε στο να αδικηθεί ακόμη περισσότερο. Εξαιρετικά εργατικός, υπηρέτησε στο υπουργείο οικονομικών ως υφυπουργός, αναπληρωτής υπουργός και υπουργός καθ' όλη την περίοδο 1981-1989. Για να εκφέρουμε σωστή κρίση, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Τσοβόλας ήταν απλώς υπουργός οικονομικών ενώ η οικονομία τής χώρας ελεγχόταν από τους υπουργούς συντονισμού και εθνικής οικονομίας. Κατά την περίοδο της υπουργείας του έκανα τα πρώτα επαγγελματικά μου βήματα και, χωρίς να θέλω να τον αγιοποιήσω, θυμάμαι ότι δύσκολα βρίσκαμε λόγο να πούμε κακή κουβέντα γι'  αυτόν. Χειρίστηκε με άψογο τρόπο την μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση του 1987 (την 1/1/1987 μπήκε στην ζωή μας ο ΦΠΑ, αντικαθιστώντας δεκάδες φόρων και τελών, ανάμεσα στα οποία ο Φόρος Κύκλου Εργασιών και το χαρτόσημο) ενώ η καθιέρωση των μοναδικών συντελεστών καθαρού κέρδους και η θέσπιση των αντικειμενικών αξιών (και για τα δυο είχε μιλήσει πολλά χρόνια πριν ο Ζολώτας) έβαλαν τέλος στο αλισβερίσι μεταξύ φορολογουμένων και εφορίας, το οποίο ταλάνιζε τον τόπο επί πολλές δεκαετίες. Η καταδίκη του στο ειδικό δικαστήριο θεωρήθηκε τόσο άδικη ώστε προκάλεσε ειρωνικά σχόλια ακόμη και από πολιτικούς του αντιπάλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου