Νέα Πολιτική
του Αντώνη Παπαγιαννίδη*
Το ότι στην Ελλάδα η ανάληψη επιχειρηματικής δράσης είναι περισσότερο επιλογή ανάγκης, “καταφύγιο”, παρά προσπάθεια για εκμετάλλευση κάποιας γνήσιας ευκαιρίας είναι κάτι που από πολύ παλιά είναι εμπειρικά γνωστό: το μεγάλο πλήθος των μικρομεσαίων (=εξαιρετικά μικρών με ευρωπαϊκά μέτρα, πολύ συχνά οικογενειακών ή και αυστηρά μονοπρόσωπων) επιχειρήσεων, η τάση των ελεύθερων επαγγελματιών να δραστηριοποιούνται μόνοι, δεν χρειάζονται πολλές αναλύσεις. Το ότι στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, του αδιεξόδου για πρόσβαση των νέων στην αγορά εργασίας, του κλεισίματος επιχειρήσεων και της ανεργίας του 25+%, αυτή η “επιχειρηματικότητα ανάγκης” θα έτεινε να διευρυνθεί, ήταν επίσης κάτι το αναμενόμενο.
Το να τα μετράει όμως, κανείς, αυτά και να τα θέτει σε οργανωμένα πλαίσια προσλμβάνεται πρόσθετο ενδιαφέρον. Αυτό επιχείρησε έρευνα “Επιχειρηματικότητα 2014-15” που ανέλαβε το ΙΟΒΕ στο πλαίσιο ενός πολύ ευρύτερου εγχειρήματος – Global Entrepreneurship Monitor – και που έβγαλε, για την Ελληνική περίπτωση, κάποια χρήσιμα/αιχμηρά συμπεράσματα. Πρώτα να δούμε πάντως ορισμένα πιο θεμελιώδη. Λοιπόν: στην λεγόμενη “επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων” (τι είναι αυτό; είναι το ξεκίνημα νέων δραστηριοτήτων από καινούργιες, μέχρι 3,5 ετών, επιχειρήσεις) η Ελλάδα του 2014 βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των προηγμένων χωρών, πάνω από την Ιρλανδία, την Ισπανία, Ιταλία (αλλά και την Γερμανία, την Γαλλία, το Βέλγιο…). Όσον αφορά πάλι την επίδραση της κρίσης, ενώ ας πούμε το 2008 ένα 39% των νέων αυτών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών αναλαμβανόταν για εκμετάλλευση ευκαιρίας έναντι 31% που ξεκινούσε από ανάγκη, το 2014 το 30,5% είναι για εκμετάλλευση ευκαιρίας ενώ το 35% από ανάγκη.
Όμως, από την μελέτη ΙΟΒΕ/GEM βγαίνουν και άλλα τρία εξαιρετικά διαφωτιστικά συμπεράσματα. Ατυχώς, όλα “σκύβουν” προς το αρνητικό. Πρώτον, ακόμη και οι λεγόμενες “καθιερωμένες” επιχειρήσεις (δηλαδή εκείνες που ξεπερνάει ο βίος τους τα 3,5 χρόνια που θεωρείται κάτι σαν χρόνος ωρίμανσης των προθέσεων: εδώ γράψτε ένα άλλο μη-αναμενόμενο, ότι στην Ελλάδα αυτή η επιβιωσιμότητα είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην Ιταλία ή στην Ισπανία, αλλά ακόμη και απο αγγλοσαξωνικές οικονομίες – να δούμε βέβαια αν θα ισχύσει αυτό και μετά τον Νόμο Κατρούγκαλου…) δεν κατορθώνουν να γίνουν εξωστρεφείς, να απευθυνθούν δηλαδή ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Αυτό σημαίνει ότι το “στοίχημα” της εσωτερικής υποτίμησης που έβαλαν για λογαριασμό μας τα διαδοχικά Μνημόνια – δηλαδή να μας ρίξουν στην θάλασσα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σφαγιάζοντας το κόστος (δηλαδή τις αμοιβές της εργασίας), ώστε να κολυμπήσουμε – δεν πέτυχε, χάθηκε.
Δεύτερον, ενώ μέχρι το 2009 πάνω από 80% των επιχειρήσεων αυτών είχαν ετήσιο εισόδημα πάνω από 60.000 ευρώ, τώρα μόλις 1,4% (!) είναι σ’ αυτό το επίπεδο, ενώ 4,1% κινούνται στις 40-60.000 και το 94,6% είναι μέχρι 40.000 τον χρόνο (δηλαδή λίγο πάνω από τις 3.000 ευρώ τον μήνα) . Ο,τι κι αν πάει να πάρει ο Τρ. Αλεξιάδης απο αυτήν την κατηγορία, δεν του βγαίνει πέρα η εξίσωση!
Τέλος, όταν η έρευνα ΙΟΒΕ/GEM έψαξε να δει τι είναι εκείνο που αποθαρρύνει απο την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης, προκύπτει ότι ο φόβος αποτυχίας κυριαρχεί – πάνω από 70% των απαντήσεων αυτό επισημαίνει. Το πιο δυσάρεστο: ενώ πριν το 2008-9 τα σχετικά ποσοστά ήταν στο 52-56%, μετά την εκδήλωση και ωρίμανση της κρίσης, φθάνουν το 69-74%. Χτίζουμε γύρω μας τείχη, που θάλεγε και ο ποιητής.
*Συνεργάτης της Νέας Πολιτικής (Δημοσιεύθηκε στο Kontra News)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου