Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

«Επαναπροσεγγίζοντας» την Τουρκία

Νέα Πολιτική


του Χρήστου Ζιώγα*
Στην σημερινή περίσταση Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται αμφότερες εν μέσω πολύ σημαντικών, αλλά διαφορετικής χροιάς, κρίσεων. Η χώρα μας εδώ και τέσσερα έτη επιδιώκει να απαλλαχθεί, ανεπιτυχώς, από τα μνημόνια, τα οποία υπέγραψε ως ύστατη λύση για να αποφύγει τη δημοσιονομική της χρεωκοπία. Η φύση των μνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά κυρίως η πλημμελής εφαρμογή τους, έχουν προκαλέσει τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Στην γείτονα η συντηρητική μεταρρυθμιστική πολιτική του ΑΚΡ (Κόμμα Ευημερίας και Ανάπτυξης), παρά την σημαντική οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, αδυνατεί να επιλύσει τα εσωτερικά κοινωνικά και εθνοτικά της προβλήματα, όπου το «ιδιαίτερο» ύφος διακυβέρνησης του Ταγίπ Ερντογάν συμβάλλει στην όξυνση των εν λόγω ζητημάτων.
Τον τελευταίο χρόνο η ελληνική κυβέρνηση, κατόπιν αλυσιτελών παλινωδιών, αναλώνεται στην προσπάθεια αναθεώρησης των μνημονιακών της υποχρεώσεων, δια μέσου μιας ευρύτερης, αλλά διόλου πιθανής, αναδιαπραγμάτευσης των συμπεφωνημένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Άγκυρα, παρά τις εσωτερικές αντιφάσεις και δυσχέρειες αλλά και τις δυστοκίες στην εξωτερική της πολιτική, οι οποίες περιορίζουν εκ των πραγμάτων τις ικανότητες της, διατηρεί στο ακέραιο τους αναθεωρητικούς της στόχους. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση, όπως αυτή έλαβε χώρα κατά την τελευταία εικοσαετία, απέτυχε να «εξευρωπαΐσει» την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, τόσο λόγω του μαξιμαλιστικού της χαρακτήρα, όσο κι ως συνέπεια της παθητικής στάσης της Αθήνας, κατάσταση που ανατροφοδότησε τον ηγεμονισμό της γείτονος.

Είναι πλέον εμφανές πως η ελληνική πρακτική, όλο το προηγούμενο διάστημα, εξελήφθη από την Τουρκία ως αδυναμία βούλησης. Παρά τις 60 περίπου συναντήσεις των επιτροπών των υπουργείων εξωτερικών, που δρομολογήθηκαν καθ’ όλη την περίοδο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, δεν επήλθε κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, ο ελληνικός λαός δεν έχει πληροφορηθεί το ακριβές αντικείμενο των πολυετών διαβουλεύσεων αλλά, κυρίως, το ατελέσφορο της διαδικασίας, καταμαρτυρά την απροθυμία της Τουρκιάς να καταλήξει σε μια συμφωνία με περιορισμένα για εκείνη οφέλη. Κατά πάσα βεβαιότητα προσδοκά πως σε μέλλοντα χρόνο, και εξ’ αιτίας της τωρινής ελληνικής δυσπραγίας, θα επιτύχει έναν επωφελέστερο συμβιβασμό.
Τα τεκταινόμενα στο Αιγαίο δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για οποιοδήποτε εχέφρονα πολίτη ως προς τις επιδιώξεις της γείτονος. Η πολιτική ελίτ της Άγκυρας, πρωτοστατούντος του Ταγίπ Ερντογάν – μετά την επικράτησή του στο εσωτερικό – επιζητεί τη ανάδειξη ενός ευνοϊκού, για τα τουρκικά συμφέροντα, περιφερειακού υποσυστήματος, προσδοκία που μέχρι στιγμής δεν εκπληρώνεται. Αναμφίβολα η στρατιωτική αδυναμία της Τουρκίας, έναντι της Μόσχας, και οι αναφυόμενες αποκλίσεις της, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Συρία αποτελούν ανασχετικούς παράγοντες των τουρκικών στοχοθεσίων. Ο πόλεμος στη Συρία και η ρωσσική επέμβαση κατέδειξαν πως η Τουρκία είναι απρόθυμη να επωμιστεί υψηλό ρίσκο, λόγω του πολύ σημαντικού κόστους μίας, όχι πιθανής, στρατιωτικής εισβολής.
Η αναιμική και γενναιόδωρη, αποδέσμευση της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ, προσέγγιση της Ελλάδα προς την Τουρκία δεν επέφεραν τα προσδοκώμενα, για την Αθήνα, αποτελέσματα. Η παρούσα συγκυρία προσφέρει στη χώρα μας, παρ’ όλο που βρίσκεται εν μέσω μια πολυεπίπεδης και εντεινόμενης κρίσης, την ευκαιρία να προσεγγίσει την γείτονα «δυναμικότερα» αξιοποιώντας τις ατραπούς «στρατηγικής υπερεξάπλωσης», που ακολουθεί και την σαφώς πιο σημαντική εσωτερική κρίση που διέρχεται η Άγκυρα. Η χώρα μας οφείλει να πρωτοστατήσει στην ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Αντικειμενικά τα μόνα κράτη της περιοχής, εκτός των μεγάλων δυνάμεων, που δύνανται να απειλήσουν στρατιωτικά τη Τουρκία είναι πρωτίστως το Ισραήλ και η Ελλάδα. Επομένως η συνεργασία μεταξύ Ισραήλ –Ελλάδος – Κύπρου και Ελλάδος – Κύπρου – Αιγύπτου είναι προφανώς προς την σωστή κατεύθυνση. Αποτελούν όμως εξαρτημένες μεταβλητές κυρίως των αμερικανικών αλλά και των ρωσσικών επιλογών. Όπως καταμαρτυρούν δηλώσεις αμερικανών και τούρκων επισήμων, οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, ιδιαίτερα στην περίπτωση του συριακού εμφυλίου, διευρύνονται. Μια αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και ισχυρότερη Τουρκία θα καταστεί ακόμη πιο αυτονομημένη από τις αμερικανικές στρατηγικές επιλογές. Ο περιορισμός του τουρκικού ηγεμονισμού φαίνεται να συνάδει όλο και περισσότερο με τα αμερικανικά συμφέροντα˙ συχνά παρατηρείται στη γραφειοκρατία του State Department ένας ετεροχρονισμός γεωπολιτικής πραγματικότητας και αναγκαίας απόφασης.
Φυσικά η Τουρκία συνιστά πολύ σημαντική χώρα της περιοχής και για τις   Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ως σύμμαχος, ο οποίος θα εξυπηρετεί και δεν θα υπονομεύει τα συμφέροντά της. Στρατηγικές «μεταφοράς βαρών», δηλαδή να αναμένουμε κάποιος άλλος να αποτρέψει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, πάντα  ενέχουν τον κίνδυνο της κατάρρευσης λόγω της αποτυχίας του τρίτου μέρους να το πράξει. Αναντίρρητα η αξίωση της Άγκυρας να καταστεί περιφερειακή δύναμη, προοπτική που την φέρνει αντιμέτωπη με της επανακάμψασα Ρωσσία και δημιουργεί προστριβές με τις Ηνωμένες Πολιτέιες, προσφέρει ευκαιρίες στην ελληνική διπλωματία να προσαρμόσει το δικό της ζωτικό συμφέρον, ανάσχεσης του τουρκικού ηγεμονισμού, με αυτά των μεγάλων δυνάμεων. Όπως παρατηρούμε και η Άγκυρα επιδιώκει να εκμεταλλευτεί, αν όχι να προκαλέσει, την αμερικανορωσσική αντιπαράθεση. Η τουρκική διπλωματία πορεύεται, εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες, θεωρώντας, όχι άδικα, πως  η Αθήνα έχει απολέσει κάθε πρωτοβουλία κινήσεων, ικανοποιημένη όταν, απλώς, αποφεύγει κάποια κρίση κι έναν επιζήμιο συμβιβασμό, αδυνατώντας με αυτό τον τρόπο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της.   
Ο «υπολανθάνων» κατευνασμός της Ελλάδος προς στην Τουρκία εξαντλεί τα όρια εφαρμογής του, ούτως ή άλλως οι κατευναστικές στρατηγικές αντικειμενικό σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν χρόνο για την εξισορρόπηση του αντιπάλου. Αν η Τουρκία επιτύχει τους διακανονισμούς που επιθυμεί στα ανατολικά σύνορά της  θα στραφεί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση στα δυτικά. Αν πάλι αποτύχει, όχι παταγωδώς, στη Συρία και το Ιράκ θα προσπαθήσει να διευρύνει την επιρροή της προς δυσμάς. Οι πιθανότητες να εξέλθει η χώρα μας αβρόχοις ποσίν από την τωρινή συγκυρία είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Επίσης περιορισμένη είναι και η σημασία που αποδίδεται σε τέτοιες ανησυχίες, πλειοψηφικά, από την πολιτική ηγεσία αλλά και το κοινωνικό σώμα, που δεν φαίνεται να αγωνιούν ιδιαίτερα για τι τέξεται η επιούσα.  
* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου