Νέα Πολιτική
του Μελέτη Μελετόπουλου*
Σε καμμία μα καμμία χώρα της Ευρώπης δεν υφίσταται εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς αξιολόγηση. Η απουσία οργανωμένου συστήματος αξιολόγησης αποτελεί άλλη μία σύγχρονη νεοελληνική πρωτοτυπία. Στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα (που θεσπίστηκε με το καποδιστριακό διάταγμα 1372 της 5ης Οκτωβρίου 1830) μέχρι το 1982 (που καταργήθηκε με τον Νόμο 1304/1982) υπήρχε οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης παραδοσιακού τύπου, με προσωποκεντρικό χαρακτήρα (συγκεκριμένοι επιθεωρητές αξιολογούσαν συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς στην Δημοτική και Μέση Εκπαίδευση). Ασφαλώς ως επίπτωση του Εμφυλίου Πολέμου στο σύστημα αυτό αξιολόγησης παρεισέφρυσαν σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικοϊδεολογικά κριτήρια. Αλλά η μομφή ότι οι επιθεωρητές ήταν «κομματόσκυλα της μετεμφυλιακής δεξιάς» είναι υπερβολική και άδικη και αντανακλά με την σειρά της αντίστροφες πολιτικοϊδεολογικές σκοπιμότητες. Ποιός μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος, το ήθος, την παιδεία και την υπευθυνότητα προσωπικοτήτων όπως ο Αχιλλεύς Λαζάρου ή ο Ελευθέριος Πλατής, που διετέλεσαν μεταπολεμικά Γενικοί Επιθεωρητές Μέσης Εκπαιδεύσεως. Και πάντως αν κρίνουμε από το εξαιρετικό επίπεδο του μεταπολεμικού εκπαιδευτικού συστήματος, φαίνεται ότι όλοι έκαναν καλά την δουλειά τους, και οι εκπαιδευτικοί και οι επιθεωρητές.
Το 1982 η κυβέρνηση Παπανδρέου κατάργησε το σύστημα των Επιθεωρητών, αλλά χωρίς να το αντικαταστήσει με ένα σύγχρονο, σύμφωνο με την διεθνή επιστημονική εξέλιξη σύστημα αξιολόγησης. Το σύστημα των Σχολικών Συμβούλων, που ετέθη σε εφαρμογή με προεδρικό διάταγμα το 1984, δεν προικίστηκε με αρμοδιότητες ουσιαστικής αξιολόγησης. Η υλικοτεχνική και δημοσιονομική κατάρρευση της δημόσιας παιδείας επανέφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητα κάποιου συστήματος αξιολόγησης, αλλά η όλη συζήτηση προσέκρουσε στην ολοκληρωτικά αδιάλλακτη αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών και οποιαδήποτε πρωτοβουλία (με κυριώτερη του Γ. Αρσένη) ακυρώθηκε.
Στο σημείο αυτό θα υποστηρίξω ότι η αντίδραση των εκπαιδευτικών έχει παρά ταύτα κάποια βάση: οι όποιες προτάσεις περί αξιολόγησης έχουν γίνει από τους αρμοδίους, στερούνται σοβαρού σχεδιασμού και δημιουργούν στους εκπαιδευτικούς εύλογη ανησυχία για κινδύνους καταχρήσεων και υπερβασιών. Ποιός εκπαιδευτικός, π.χ., θέλει να βρεθεί αξιολογούμενος και μάλιστα χωρίς σαφή κριτήρια από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας στην οποίαν υπηρετεί (όπως προβλέπει ένα από τα τελευταία κυκλοφορούντα σενάρια), κάτι που θα δημιουργήσει ομόκεντρους κύκλους εξαρτήσεων και ανασφαλειών; Μόνον ένα επιστημονικά σχεδιασμένο και λεπτομερώς καταρτισμένο σύστημα αξιολόγησης, σύμφωνα με διεθνείς προδιαγραφές, θα μπορούσε να παράσχει στους εκπαιδευτικούς εγγυήσεις απολύτου αντικειμενικότητας και αίσθημα ασφάλειας και να τους καταστήσει συνεργούς του εγχειρήματος εγκαθίδρυσης αξιολόγησης στα ελληνικά σχολεία. Διότι χωρίς την σύμπραξη των ίδιων των εκπαιδευτικών, χωρίς οι εκπαιδευτικοί να αισθάνονται ασφαλείς από τυχόν αυθαιρεσίες και καταχρήσεις, κανένα σύστημα αξιολόγησης δεν θα λειτουργήσει, ακόμη κι αν θεσπιστεί με νόμο.
Υπάρχουν πολλά σύγχρονα εργαλεία αξιολόγησης. Για παράδειγμα, το σύστημα αξιολόγησης του Βρεταννού J. Mac Beth θέτει ως στόχο την αξιολόγηση όχι του κάθε εκπαιδευτικού ξεχωριστά αλλά της σχολικής μονάδας ως συνόλου, την οποία αντιμετωπίζει συστημικά ως αυτόνομη προσωπικότητα και θέτει ως στόχο την συνεχή της βελτίωση και ανάπτυξη. Η μέθοδος που προκρίνει είναι η αυτοαξιολόγηση, στην βάση ενός πλέγματος κριτηρίων, που εκκινούν από την υλικοτεχνική υποδομή και φθάνουν μέχρι την ποιότητα συνεργασίας μεταξύ του εκπαιδευτικού και του διοικητικού προσωπικού. Η βιβλιογραφία υπάρχει, είναι τεράστια και οι ενδιαφερόμενοι ας ενσκύψουν. Δεν πιστεύω πάντως ότι οιοςδήποτε καλόπιστος εκπαιδευτικός θα είχε αντίρρηση σε ένα σύστημα αντικειμενικής αξιολόγησης που αποσκοπεί στην θεραπεία των παθογενειών και την συλλογική αυτοβελτίωση και εξέλιξη.
* Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Γενεύης, Λυκειάρχης της Ιονίου Σχολής (δημοσιεύθηκε στον Ελεύθερο Τύπο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου