Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά το δρόμο προς τη λύτρωση

Σοφοκλέους 10



Τρία χρόνια μετά την έκτακτη οικονομική ανάγκη της Ελλάδας που ταρακούνησε τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης, οι πολιτικοί και οικονομικοί κραδασμοί συνεχίζουν να ταρακουνούν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε χώρες όπως η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία.
Η εισαγωγή αυστηρών ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων στην Κύπρο, ως μέρος του αξίας €10 δις ευρωπαϊκού πακέτου διάσωσης της κυπριακής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, διαψεύδει την άποψη που θέλει τις απειλές για την ενότητα των 17 εθνών της ευρωζώνης να υποχωρούν. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία, το δημόσιο χρέος της περιοχής και οι τραπεζικές κρίσεις εμφανίζονται λιγότερο έντονες σήμερα από ότι πριν από 12 μήνες, εν μέρει χάρη στην υπόσχεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για απεριόριστη παρέμβαση για την προστασία των ευάλωτων κρατών μελών.
Σε άλλους τομείς πολιτικής, όπως η μακροπρόθεσμη προσπάθεια για τη σταθεροποίηση των Βαλκανίων γειτόνων της, η ΕΕ καταγράφει σημαντικές επιτυχίες. Η Κροατία πρόκειται να ενταχθεί σύντομα στο μπλοκ τον Ιούλιο ως το 28ο μέλος, και η ΕΕ έχει μεσολαβήσει σε μία διευθέτηση μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου, που πρόσφατα ήταν εχθροί πολέμου κατά την περίοδο 1998-99, έτσι ώστε να πλησιάσουν πιο κοντά στην ένταξή.

Τίποτα από αυτά δε μπορεί να συγκαλύψει τη σημασία της υπέρβασης των οικονομικών δυσκολιών της Ευρώπης. Οι προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπης, οι οποίες ήταν μόλις και μετά βίας ισχυρές ακόμη και πριν την κρίση, θα είναι συγκρατημένες για το προβλέψιμο μέλλον. Ορισμένες χώρες βρίσκονται σε παρατεταμένη ύφεση και υποφέρουν από μαζική ανεργία. Η ενότητα της ευρωζώνης πάσχει από έντονες και επίμονες διαφορές στις συνθήκες χρηματοδότησης για τις χώρες πιστωτές και τις χώρες οφειλέτες.
Επιπλέον, ο πολιτικός λαϊκισμός έχει καθιερωθεί ως πάγιο χαρακτηριστικό της δημόσιας ζωής σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα λαϊκιστικά κινήματα, βλέπουν τις ευρωεκλογές του επόμενου έτους ως μία ευκαιρία να συλλέξουν ψήφους από τα παραδοσιακά κόμματα, τα οποία πολλοί ψηφοφόροι κρίνουν ως ανίκανα να αποκαταστήσουν την απασχόληση, την ανάπτυξη και το ισχυρό κράτος πρόνοιας. Όσο περισσότερο κρατήσει η κρίση, τόσο περισσότερο θα ελαττώνονται οι μεγαλεπήβολες προοπτικές της ΕΕ, όπως το σύστημα εμπορίας εκπομπών άνθρακα, που κάποτε προοριζόταν να αποτελέσει παγκόσμιο πρότυπο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Στο εσωτερικό της ευρωζώνης, οι θεμελιώδεις διαφωνίες –σχετικά με τους ισχυρισμούς ότι η δημοσιονομική λιτότητα και οι διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, κάποια μέρα θα παράγουν θετικά αποτελέσματα- διαχωρίζουν την Γερμανία και τους συμμάχους της από τις υπόλοιπες χώρες. Οι τελευταίες υποστηρίζουν ότι η σημερινή πολιτική είναι αυτοκαταστροφική και αποξενώνει το λαό.
Τον Απρίλιο, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στην Ελλάδα μεταξύ 1994-2001, έγραψε στο Project Syndicate, ένα online forum:  «Ακολουθώντας μία στρατηγική που βαθαίνει την ύφεση και αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη, δεν πρόκειται να επιλυθεί η κρίση χρέους.» 
Γενικότερα, το ερώτημα του κατά πόσον επιθυμεί, ή είναι σε θέση, η ΕΕ να ακολουθήσει το δρόμο της βαθύτερης ολοκλήρωσης σε μία προσπάθεια να βρεθεί μακροπρόθεσμη λύση για τα προβλήματά της, παραμένει αναπάντητο. Οι δύσκολες οικονομικές, πολιτικές, νομικές και κοινωνικές συνθήκες στα μεγαλύτερα κράτη μέλη της –Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και  Ηνωμένο Βασίλειο- προσφέρουν μεγάλο μέρος της εξήγησης για αυτή την αναποφασιστικότητα.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας στις 22 Σεπτεμβρίου θα είναι ζωτικής σημασίας, δίνοντας ώθηση στις προσπάθειες της ΕΕ όσον αφορά τη διαχείριση κρίσεων. Μία ευρεία συναίνεση ενώνει τον κεντροδεξιό συνασπισμό της Άνγκελας Μέρκελ, της καγκελαρίου, και των Σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων αντιπάλων της, σε σχέση με την ευθύνη της Γερμανίας, ως κατ’ εξοχήν οικονομικής δύναμης της περιοχής, να υπερασπιστεί την ευρωζώνη. Οι περισσότεροι πολιτικοί κυρίαρχων θέσεων, μοιράζονται την άποψη της κας Μέρκελ, ότι η διάλυση της νομισματικής ένωσης θα σήμαινε την κατάρρευση της ευρύτερης διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία έχει εξασφαλίσει ειρήνη και ευημερία για περισσότερο από μισό αιώνα.
Ωστόσο, η προεκλογική εκστρατεία βάζει σε αναμονή τις πολυπόθητες γερμανικές αποφάσεις για στενότερη ολοκλήρωση, ιδίως σε σχέση με την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση. Ένα φλέγον ζήτημα για τους εταίρους της Γερμανίας είναι το κατά πόσον η επόμενη κυβέρνηση θα επιμείνει στην θέση που περιέγραψε τον Απρίλιο ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ότι δηλαδή η τραπεζική ένωση θα απαιτεί την αναθεώρηση της βασικής συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη και αν η Γερμανία παρουσιάσει μεγαλύτερη ευελιξία σε αυτό το ζήτημα, λίγα είναι τα στοιχεία που δείχνουν ότι οποιοσδήποτε κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο –ή συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας- θα εγκρίνει, τουλάχιστον εν μέρει, της αμοιβαιοποίηση του χρέους της ευρωζώνης, η οποία είναι επιθυμητή από άλλες χώρες.
Οι γενικές εκλογές της Ιταλίας τον Φεβρουάριο, παρήγαγαν, όχι μόνο πολιτικό αδιέξοδο, αλλά και μία ευρεία απόρριψη του οικονομικού ρεφορμισμού όπως αυτόν συμβολιζόταν από το Μάριο Μόντι, τον τεχνοκράτη πρωθυπουργό ο οποίος διορίστηκε με την έγκριση της Ευρώπης στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους της Ιταλίας το Νοέμβριο του 2011. Από τη σκοπιά της Γερμανίας και των Βορειοευρωπαϊκών συμμάχων της, το ερώτημα είναι εάν η επόμενη κυβέρνηση θα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να επαναλάβει την πορεία των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε υπό τον κ. Μόντι, αλλά σταδιακά άρχισε να ξεθωριάζει.
Αναμφισβήτητα, οι γερμανικές πολιτικές τάξεις ανησυχούν ακόμη περισσότερο σχετικά με τις προοπτικές των μεταρρυθμίσεων στη Γαλλία, όπου ο Φρανσουά Ολλάντ, ο Σοσιαλιστής Πρόεδρος, έχει υποστεί το ένα πλήγμα μετά το άλλο, κατά το πρώτο έτος της θητείας του. Με ένα μεγαλύτερο από το αναμενόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού, με την οικονομική ανάπτυξη άφαντη, την ανεργία να ανεβαίνει και τη δημοτικότητά του να πέφτει, ο κ. Ολλάντ είναι υπό πίεση για να ξανασκεφτεί την οικονομική του στρατηγική, ώστε να ικανοποιήσει το γαλλικό λαό, τις Βρυξέλλες και τους γερμανούς συμμάχους του.
Η οικονομική ανάκαμψη της Γαλλίας θα εξυπηρετούσε τα συμφέρονται της Γερμανίας, αναπαράγοντας την αίσθηση της ισορροπίας στη σχέση Παρισιού και Βερολίνου. Η σχέση αυτή, είναι ζωτικής σημασίας για τη Γερμανία, ώστε να μη μοιάζει με δεσποτική ευρωπαϊκή δύναμη. Ωστόσο, αξιωματούχοι σε κάθε πρωτεύουσα, αναγνωρίζουν ότι ο κ. Ολλάντ και η κα Μέρκελ έχουν αγωνιστεί για να καθιερώσουν μία προσωπική σχέση μεταξύ προέδρου και καγκελαρίου, μία σχέση που έχει συχνά στηρίξει τις γαλλογερμανικές σχέσεις από το 1960 και μετά.
Πέρα από την ευρωζώνη, δεσπόζει το μαύρο σύννεφο του πιθανού δημοψηφίσματος του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τη συνέχιση της ένταξής του στην ΕΕ και το ζήτημα του πως θα διατηρηθεί η ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς της ΕΕ καθώς ένας εσωτερικός πυρήνας κρατών της ευρωζώνης κινούνται με στόχο το στενότερο συντονισμό οικονομικών πολιτικών.
Η σχετική ηρεμία που παρατηρήθηκε στις χρηματοπιστωτικές αγορές κατά τους τελευταίους μήνες του 2012, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε τρεις αποφάσεις που ελήφθησαν από τους Ευρωπαίους πολιτικούς και κεντρικούς τραπεζίτες. Η μία από αυτές τις αποφάσεις έβαλε τέλος στους μήνες αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον της Ελλάδας, κάνοντας μία σταθερή δέσμευση για την διατήρησή της εντός ευρωζώνης.
Η Ελλάδα παραμένει βυθισμένη σε μία άνευ προηγουμένου οικονομική ύφεση, από την εποχή του εμφυλίου πολέμου του 1946-49. Ωστόσο, επιστρέφει ένας βαθμός σταθερότητας στα δημόσια οικονομικά, με τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, να αναμένει πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού –με εξαίρεση τις πληρωμές τόκων του χρέους- για το τρέχον έτος.
Η δεύτερη απόφαση ήταν η ανακοίνωση του Μάριο Ντράγκι, του προέδρου της ΕΚΤ, ότι η τράπεζα θα έκανε «ό,τι χρειαστεί» για να διασφαλιστεί η επιβίωση της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.
Θεσπίζοντας μία πρόκληση για τις χρηματοπιστωτικές αγορές τις οποίες δεν ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν, ο κ. Ντράγκι επέφερε μείωση του κόστους δανεισμού για τις ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης, ιδιαίτερα την Ιταλία και την Ισπανία. Αυτό αποδείχθηκε σημαντικός παράγοντας για τη σταθερότητα στην Ισπανία, η οποία απέφυγε να ζητήσει ολοκληρωμένο πακέτο διάσωσης ΕΕ-ΔΝΤ, όπως έκαναν Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, παρά το γεγονός ότι ο κατεστραμμένος τραπεζικός της τομέας έλαβε βοήθεια.
Η τρίτη πρωτοβουλία ήταν η απόφαση να προχωρήσει η φιλόδοξη μεταρρύθμιση της εποπτείας τραπεζών της ευρωζώνης, θέτοντας την ΕΚΤ υπεύθυνη για τις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής. Φαίνεται, εξάλλου, ότι οι ηγέτες της Ευρώπης ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν άμεσα τα αμοιβαία κεφάλαια διάσωσης για την ανακεφαλαιοποίηση των προβληματικών τραπεζών, σπάζοντας τον «βρόχο θανάτου» μεταξύ των αδύναμων τραπεζών και των ετοιμόρροπων κρατών που βρίσκονταν πίσω τους.
Ωστόσο, η Γερμανία και οι βόρειοι σύμμαχοι-πιστωτές της, φαίνεται να βιάζονται πλέον λιγότερο για τη δημιουργία μίας πλήρους τραπεζικής ένωσης, που θα συμπεριλαμβάνει την άμεση ανακεφαλαιοποίηση και ένα κοινό σύστημα καταθέσεων.
Το ερώτημα είναι, αν οι γερμανικές εκλογές θα ανοίξουν το δρόμο για πιο τολμηρή δράση σε αυτά τα μέτωπα, τα οποία άλλες κυβερνήσεις, εντός και εκτός ευρωζώνης, θεωρούν κρίσιμα για την καταπολέμηση της κρίσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου