Το Ποντίκι
Κατά τον 19o αιώνα εντάθηκαν οι προσπάθειες οικονομικής και κοινωνικής «χειραφέτησης», με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη. Ανέκυψε, βεβαίως, μια ασύμμετρος πολιτική ωρίμανση: από τη μια οι κοινότητες (οι ριζοσπάστες του Δημαρχείου), από την άλλη η ύπαιθρος και οι έχοντες.
Μολαταύτα, οι ευγενείς και οι αστοί υπολόγιζαν διά της «λογικής» ότι εάν το δικαίωμα ψήφου δοθεί αυτομάτως σε όλον τον πληθυσμό, τότε τα προνόμιά τους θα απαλλοτριώνονταν. Ένεκα τούτου, ξεκίνησε (στην Αγγλία) να διευρύνεται το εκλογικό σώμα σταδιακά, έτσι ώστε κάθε φορά οι νεοψηφίζοντες, που ήταν πενέστεροι από τους προηγούμενους (το αμέσως χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο) και ο αριθμός τους κάπως περιορισμένος, να μην είναι σε θέση να αλλάξουν άρδην την κατάσταση.
Περαιτέρω, το δικαίωμα της τμηματικής, κλιμακωτής, διεύρυνσης λειτουργούσε «παιδευτικά». Το κάθε νέο οικονομικό - κοινωνικό στρώμα που εισήρχετο, «εκπαιδεύετο» στη λογική του αστικού πολιτεύματος: πουριτανική ηθική, ατομική ιδιοκτησία, ελευθερία του πράττειν και κινείσθαι.
Ωστόσο, οι πιο έμπειροι κατάφεραν ήδη να αντιληφθούν – το παράδειγμα των ΗΠΑ το απεδείκνυε και η ανάλυση του Tocqueville παρέμεινε κλασική – ότι οι πιθανότητες μιας γενικής πολιτειακής ανατροπής παρέμεναν απειροελάχιστες και συνεπώς οι φόβοι για γενικευμένη αλλαγή αβάσιμοι. Έτσι, αυταρχικά καθεστώτα, όπως του Λουδοβίκου Ναπολέοντα αρχικά και αργότερα η Γερμανία του Bismarck (ή και η Γαλλία μετά την Κομμούνα το 1871), δεν θεώρησαν ότι διακινδύνευαν με την καθολική ψηφοφορία.
Ο πρώτος κύκλος
Τελικώς, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω των φοβερών απωλειών και της προσπάθειας να ενστερνισθούν οι μάζες το «κοινό» καλό, εκδημοκρατίσθηκε τα μέγιστα η εκλογική διαδικασία σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, να θεωρηθεί ότι η περίοδος μέχρι το 1750 απετέλεσε την προϊστορία για τα δικαιώματα του ατόμου, συνιστώντας τον πρώτο πολιτικό κύκλο, ένα είδος πρωταρχικής συσσώρευσης (στον οποίο δημιουργήθηκαν οι υλικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις). Την εξουσία όλο αυτό το διάστημα τη νέμονταν οι εκλεκτοί.
Ο δεύτερος κύκλος διήρκεσε μεταξύ 1750 και 1950. Η ελευθερία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σταδιακά επιβάλλεται, έτσι ώστε το 1950 να υφίσταται αυτή σε όλες τις ανεπτυγμένες ή μη χώρες (όπου βεβαίως δεν υπήρχε αυταρχικό καθεστώς).
Ο τρίτος κύκλος κάνει φανερή την παρουσία του από το 1950 και γενικεύτηκε μετά το 1990 με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης. Ενώ το δικαίωμα της αντιπροσώπευσης κατεκτήθη με αγώνες, που μεταμόρφωσαν την κοινωνία, σε τούτη την περίοδο αυτό αυτοαπαλλοτριώθηκε. Όπως τον πολίτη του 5ου π.Χ. αιώνα αντικατέστησε ο ιδιώτης του 4ου, με όλα τα επακόλουθα, έτσι και στην τρέχουσα συγκυρία, το άτομο απεκδύεται του δικαιώματος επιλογής.
Τα αίτια πηγάζουν από οικονομικές διαφοροποιήσεις και κοινωνικούς μετασχηματισμούς (στο διάστημα αυτό έχει μεταμορφωθεί ο καπιταλισμός). Ενώ πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κυριαρχούσαν οι εργάτες και η μεταποίηση (στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο) στις αρχές του 21ού αιώνος πλέον των δύο τρίτων του ΑΕΠ προέρχονται από τις υπηρεσίες. Ακόμα και στη «βαριά» βιομηχανία οι χειρώνακτες αποτελούν μειοψηφία απέναντι στους υπαλλήλους. Αυτό επέφερε ουσιώδεις ιδεολογικές συνέπειες: την άμβλυνση της όποιας ταξικής συνείδησης.
Περαιτέρω, η άνοδος του κοινωνικού κράτους από τα τέλη του 19ου σμίκρυνε τις αντιθέσεις. Ένα μικρό μέρος της κατώτερης τάξης, μεγαλύτερο της μικροαστικής και μεγάλο της μεσοαστικής, κυριάρχησε πολιτικώς και κοινωνικώς, περιθωριοποιώντας την ανώτερη τάξη στον επιχειρηματικό κυρίως τομέα (και στα κέρδη).
Ενώ παλαιοτέρα οι ευγενείς διοικούσαν, χωρίς να ασχολούνται με το εμπόριο και την οικονομία (αυτή ήταν άλλωστε η δομή του φεουδαλισμού), στην παρούσα εποχή αντιθέτως, λόγω αντίστοιχης λογικής, το μεγάλο τμήμα του ανώτερου κοινωνικού στρώματος οδηγήθηκε στην παραγωγή και κυρίως στη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών και επεβλήθη στο χρηματιστικό κεφάλαιο (ο έλεγχος της εξουσίας δεν επιτυγχάνεται μέσω των λογχών, αλλά μέσω του κεφαλαίου, το οποίο ελέγχει και τα όπλα).
Ο μεσαίος χώρος
Την πολιτική πλέον, στις πλείστες των αναπτυγμένων χωρών, προσδιορίζουν άτομα του μεσαίου και του μικρομεσαίου χώρου (οι τελευταίοι κυρίως στη διοίκηση του κρατικού τομέα). Υπ’ αυτήν την έννοια κάμφθηκαν οι ταξικές συγκρούσεις. Ταυτοχρόνως, η άνοδος των φορολογικών συντελεστών στο διάστημα 1940-1980 (πλέον του 80% ο ανώτερος) – λόγω του κράτους πρόνοιας – επιβάρυνε τα στρώματα αυτά, με απόρροια οι πολιτικές περί χαμηλότερων φόρων, άρα των λιγότερων εσόδων, και συνεπώς του μικρότερου κράτους, να κερδίσουν έδαφος (το κράτος λόγω της αφαίμαξης που προκαλούσε σε αυτά τα στρώματα άρχισε να διαβάλλεται).
Αυτές οι αντιλήψεις στη δεκαετία 1980 δεσπόζουν αρχικώς στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και ακολούθως στον υπόλοιπο κόσμο. Η διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος, την ίδια περίοδο, έδωσε τη δυνατότητα να υποστηριχθεί ότι ο φιλελευθερισμός αποτελεί μονόδρομο. Το κράτος πρόνοιας διελύθη και η κοινωνία των 2/3 πρόβαλλε παντού.
Αυτή η οικονομική ευμάρεια και ο γρήγορος πλουτισμός (αντίστοιχος με τα χρόνια του Walpole στην Αγγλία και του Guizot στη Γαλλία) αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η ανέλιξη στην εξουσία ατόμων χωρίς ευρύτερη καλλιέργεια, από τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα (που επιδίωκαν να γίνουν αστοί στη θέση των αστών), ανέδειξε εκτεταμένη διαφθορά. Ο πλούτος και η κοινωνική ισχύ, που αυτός επισύρει, έκαμψαν το όποιο ήθος διέθεταν αυτά τα στρώματα.
Όπως είχε δείξει ο Balzac στην «Ανθρώπινη Κωμωδία», είναι πιο εύκολο να διαβρωθεί ο φτωχός, που οσμίζεται το χρήμα και την εξουσία – την οποία έχει ως στόχο –, παρά οι έχοντες και τον πλούτο και την εξουσία. Συνεπώς, παράλληλα με την απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας το 1990 από μέρος της μικροαστικής και κυρίως της μεσοαστικής τάξης, αφού θεωρούσαν ότι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ήσαν τα κυρίως ωφελημένα από αυτό, λειτουργώντας ως οιονεί μισθοφόροι των ανωτέρων, διευρύνθηκε η έλλειψη ήθους από αυτά τα στρώματα. (Συνέκρινε την πολιτική της Thatcher απέναντι στην αντίστοιχη του πρώην αρχηγού των συντηρητικών, μεγαλοαστού, Heath).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι (σχεδόν νομοτελειακά) δεν αναδύθηκαν στόχοι, οράματα στο διάστημα αυτό, πλην της νομής της εξουσίας και έτσι τμήμα του κόσμου, ιδίως μέρος της νεολαίας, παγιδεύεται στα ατομικά (στην καλλιέργεια του κήπου, όπως προέβλεπε ο Voltaire), με συνέπεια τη μετατροπή του σε απολιτικά όντα.
Αυτό, συνεπικουρούμενο από την έλλειψη διαχωριστικών γραμμών των κομμάτων, αναπόφευκτο λόγω της αλλοτρίωσης (της επικράτησης ως ιδανικών της δύναμης και του χρήματος – γουρούνια και άνθρωποι, όπως υπεστήριζε ο Orwell, είχαν τους ίδιους στόχους), οδηγεί στην αποχή από τις εκλογές, δικαιώματος που η κατάκτησή του αποτέλεσε επί αιώνες το αντικείμενο αγώνων των παλαιότερων γενεών.
Αντιθέτως, όταν η δομή επικρατήσει τότε καθίσταται σχεδόν ανελαστικό. Έτσι οι βαθμοί ελευθερίας που απεκτήθησαν μετά το τέλος του φεουδαλισμού και την άνοδο της αστικής τάξης διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα όσο αυτό μεταμορφωνόταν. Όταν εγκαθιδρύθηκε το νέο καθεστώς απέβη αυτόχρημα συντηρητικό.
Τοιουτοτρόπως, στη μετά το 1990 περίοδο στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες θα διατηρείται σε υψηλά όρια το ποσοστό αποχής από τις εκλογές και θα ψηφίζουν κυρίως αυτοί που θα επιδιώκουν να ελέγχουν την εξουσία και των οποίων διακυβεύονται τα οικονομικά συμφέροντα. Οι honestiores δεν χρειάζονται να ψηφίζουν· oι humiliores, αποτελώντας μειοψηφία, θα παρασύρονται σε ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς, ενώ κάποιοι «συνειδητοποιημένοι» θα εύχονται jour(s) des événements.
Του Θεόδωρου Παπαηλία, καθηγητή
ΤΕΙ Πειραιά
Κατά τον 18ο αιώνα διευρύνθηκε ο αγώνας για τα
δικαιώματα του ατόμου, που διαρκούσε από τα μέσα του Μεσαίωνος. Τομή αποτέλεσαν
αφ’ ενός οι θέσεις του αγγλικού φιλελευθερισμού (Locke, Hume, Smith κ.λπ.), οι
οποίες αποτυπώθηκαν στα κείμενα της κήρυξης της αμερικανικής ανεξαρτησίας
(1776), αφ’ ετέρου οι ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού (Montesquieu, Voltaire,
Rousseau κ.λπ.), που μεσουράνησαν με τη διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και του Πολίτη (Αύγουστος 1789).
Το αποτέλεσμα ήταν να αποκαθηλωθούν οι ευγενείς και ό,τι αυτό συνεπάγετο (αξίες
που έλαβαν από τον Θεό ή ήταν σύμφωνες με τη φύση). Έτσι, το παράδειγμα, που
ήθελε τους εκλεκτούς να διοικούν και τους πολλούς να μένουν υπήκοοι, οδηγήθηκε
σε κατάρρευση.
Κατά τον 19o αιώνα εντάθηκαν οι προσπάθειες οικονομικής και κοινωνικής «χειραφέτησης», με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη. Ανέκυψε, βεβαίως, μια ασύμμετρος πολιτική ωρίμανση: από τη μια οι κοινότητες (οι ριζοσπάστες του Δημαρχείου), από την άλλη η ύπαιθρος και οι έχοντες.
Οι αγρότες μετά την αποσύνθεση της δουλοπαροικίας (μετετράπησαν σε ελεύθερους
μικροκτηματίες) και τις καταστολές που υπέστησαν, ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς
τους για ανακατανομή της εξουσίας (πόλεμοι των χωρικών κατά τον 14ο-16ο αιώνα
κ.λπ.) και λόγω των διδαχών της θρησκείας (πρέσβευε αποδοχή τού ελέω Θεού
δικαίου), εγκλωβίστηκαν (ως να ενεγράφη στα γονίδιά τους) σε συντηρητικές
επάλξεις. Εύκολα, μάλλον λοιπόν, οι αντιμεταρρυθμιστές μπορούσαν να
επιβάλλονται.
Μολαταύτα, οι ευγενείς και οι αστοί υπολόγιζαν διά της «λογικής» ότι εάν το δικαίωμα ψήφου δοθεί αυτομάτως σε όλον τον πληθυσμό, τότε τα προνόμιά τους θα απαλλοτριώνονταν. Ένεκα τούτου, ξεκίνησε (στην Αγγλία) να διευρύνεται το εκλογικό σώμα σταδιακά, έτσι ώστε κάθε φορά οι νεοψηφίζοντες, που ήταν πενέστεροι από τους προηγούμενους (το αμέσως χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο) και ο αριθμός τους κάπως περιορισμένος, να μην είναι σε θέση να αλλάξουν άρδην την κατάσταση.
Περαιτέρω, το δικαίωμα της τμηματικής, κλιμακωτής, διεύρυνσης λειτουργούσε «παιδευτικά». Το κάθε νέο οικονομικό - κοινωνικό στρώμα που εισήρχετο, «εκπαιδεύετο» στη λογική του αστικού πολιτεύματος: πουριτανική ηθική, ατομική ιδιοκτησία, ελευθερία του πράττειν και κινείσθαι.
Ωστόσο, οι πιο έμπειροι κατάφεραν ήδη να αντιληφθούν – το παράδειγμα των ΗΠΑ το απεδείκνυε και η ανάλυση του Tocqueville παρέμεινε κλασική – ότι οι πιθανότητες μιας γενικής πολιτειακής ανατροπής παρέμεναν απειροελάχιστες και συνεπώς οι φόβοι για γενικευμένη αλλαγή αβάσιμοι. Έτσι, αυταρχικά καθεστώτα, όπως του Λουδοβίκου Ναπολέοντα αρχικά και αργότερα η Γερμανία του Bismarck (ή και η Γαλλία μετά την Κομμούνα το 1871), δεν θεώρησαν ότι διακινδύνευαν με την καθολική ψηφοφορία.
Ο πρώτος κύκλος
Τελικώς, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω των φοβερών απωλειών και της προσπάθειας να ενστερνισθούν οι μάζες το «κοινό» καλό, εκδημοκρατίσθηκε τα μέγιστα η εκλογική διαδικασία σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, να θεωρηθεί ότι η περίοδος μέχρι το 1750 απετέλεσε την προϊστορία για τα δικαιώματα του ατόμου, συνιστώντας τον πρώτο πολιτικό κύκλο, ένα είδος πρωταρχικής συσσώρευσης (στον οποίο δημιουργήθηκαν οι υλικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις). Την εξουσία όλο αυτό το διάστημα τη νέμονταν οι εκλεκτοί.
Ο δεύτερος κύκλος διήρκεσε μεταξύ 1750 και 1950. Η ελευθερία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σταδιακά επιβάλλεται, έτσι ώστε το 1950 να υφίσταται αυτή σε όλες τις ανεπτυγμένες ή μη χώρες (όπου βεβαίως δεν υπήρχε αυταρχικό καθεστώς).
Ο τρίτος κύκλος κάνει φανερή την παρουσία του από το 1950 και γενικεύτηκε μετά το 1990 με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης. Ενώ το δικαίωμα της αντιπροσώπευσης κατεκτήθη με αγώνες, που μεταμόρφωσαν την κοινωνία, σε τούτη την περίοδο αυτό αυτοαπαλλοτριώθηκε. Όπως τον πολίτη του 5ου π.Χ. αιώνα αντικατέστησε ο ιδιώτης του 4ου, με όλα τα επακόλουθα, έτσι και στην τρέχουσα συγκυρία, το άτομο απεκδύεται του δικαιώματος επιλογής.
Τα αίτια πηγάζουν από οικονομικές διαφοροποιήσεις και κοινωνικούς μετασχηματισμούς (στο διάστημα αυτό έχει μεταμορφωθεί ο καπιταλισμός). Ενώ πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κυριαρχούσαν οι εργάτες και η μεταποίηση (στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο) στις αρχές του 21ού αιώνος πλέον των δύο τρίτων του ΑΕΠ προέρχονται από τις υπηρεσίες. Ακόμα και στη «βαριά» βιομηχανία οι χειρώνακτες αποτελούν μειοψηφία απέναντι στους υπαλλήλους. Αυτό επέφερε ουσιώδεις ιδεολογικές συνέπειες: την άμβλυνση της όποιας ταξικής συνείδησης.
Περαιτέρω, η άνοδος του κοινωνικού κράτους από τα τέλη του 19ου σμίκρυνε τις αντιθέσεις. Ένα μικρό μέρος της κατώτερης τάξης, μεγαλύτερο της μικροαστικής και μεγάλο της μεσοαστικής, κυριάρχησε πολιτικώς και κοινωνικώς, περιθωριοποιώντας την ανώτερη τάξη στον επιχειρηματικό κυρίως τομέα (και στα κέρδη).
Ενώ παλαιοτέρα οι ευγενείς διοικούσαν, χωρίς να ασχολούνται με το εμπόριο και την οικονομία (αυτή ήταν άλλωστε η δομή του φεουδαλισμού), στην παρούσα εποχή αντιθέτως, λόγω αντίστοιχης λογικής, το μεγάλο τμήμα του ανώτερου κοινωνικού στρώματος οδηγήθηκε στην παραγωγή και κυρίως στη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών και επεβλήθη στο χρηματιστικό κεφάλαιο (ο έλεγχος της εξουσίας δεν επιτυγχάνεται μέσω των λογχών, αλλά μέσω του κεφαλαίου, το οποίο ελέγχει και τα όπλα).
Ο μεσαίος χώρος
Την πολιτική πλέον, στις πλείστες των αναπτυγμένων χωρών, προσδιορίζουν άτομα του μεσαίου και του μικρομεσαίου χώρου (οι τελευταίοι κυρίως στη διοίκηση του κρατικού τομέα). Υπ’ αυτήν την έννοια κάμφθηκαν οι ταξικές συγκρούσεις. Ταυτοχρόνως, η άνοδος των φορολογικών συντελεστών στο διάστημα 1940-1980 (πλέον του 80% ο ανώτερος) – λόγω του κράτους πρόνοιας – επιβάρυνε τα στρώματα αυτά, με απόρροια οι πολιτικές περί χαμηλότερων φόρων, άρα των λιγότερων εσόδων, και συνεπώς του μικρότερου κράτους, να κερδίσουν έδαφος (το κράτος λόγω της αφαίμαξης που προκαλούσε σε αυτά τα στρώματα άρχισε να διαβάλλεται).
Αυτές οι αντιλήψεις στη δεκαετία 1980 δεσπόζουν αρχικώς στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και ακολούθως στον υπόλοιπο κόσμο. Η διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος, την ίδια περίοδο, έδωσε τη δυνατότητα να υποστηριχθεί ότι ο φιλελευθερισμός αποτελεί μονόδρομο. Το κράτος πρόνοιας διελύθη και η κοινωνία των 2/3 πρόβαλλε παντού.
Αυτή η οικονομική ευμάρεια και ο γρήγορος πλουτισμός (αντίστοιχος με τα χρόνια του Walpole στην Αγγλία και του Guizot στη Γαλλία) αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η ανέλιξη στην εξουσία ατόμων χωρίς ευρύτερη καλλιέργεια, από τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα (που επιδίωκαν να γίνουν αστοί στη θέση των αστών), ανέδειξε εκτεταμένη διαφθορά. Ο πλούτος και η κοινωνική ισχύ, που αυτός επισύρει, έκαμψαν το όποιο ήθος διέθεταν αυτά τα στρώματα.
Όπως είχε δείξει ο Balzac στην «Ανθρώπινη Κωμωδία», είναι πιο εύκολο να διαβρωθεί ο φτωχός, που οσμίζεται το χρήμα και την εξουσία – την οποία έχει ως στόχο –, παρά οι έχοντες και τον πλούτο και την εξουσία. Συνεπώς, παράλληλα με την απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας το 1990 από μέρος της μικροαστικής και κυρίως της μεσοαστικής τάξης, αφού θεωρούσαν ότι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ήσαν τα κυρίως ωφελημένα από αυτό, λειτουργώντας ως οιονεί μισθοφόροι των ανωτέρων, διευρύνθηκε η έλλειψη ήθους από αυτά τα στρώματα. (Συνέκρινε την πολιτική της Thatcher απέναντι στην αντίστοιχη του πρώην αρχηγού των συντηρητικών, μεγαλοαστού, Heath).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι (σχεδόν νομοτελειακά) δεν αναδύθηκαν στόχοι, οράματα στο διάστημα αυτό, πλην της νομής της εξουσίας και έτσι τμήμα του κόσμου, ιδίως μέρος της νεολαίας, παγιδεύεται στα ατομικά (στην καλλιέργεια του κήπου, όπως προέβλεπε ο Voltaire), με συνέπεια τη μετατροπή του σε απολιτικά όντα.
Αυτό, συνεπικουρούμενο από την έλλειψη διαχωριστικών γραμμών των κομμάτων, αναπόφευκτο λόγω της αλλοτρίωσης (της επικράτησης ως ιδανικών της δύναμης και του χρήματος – γουρούνια και άνθρωποι, όπως υπεστήριζε ο Orwell, είχαν τους ίδιους στόχους), οδηγεί στην αποχή από τις εκλογές, δικαιώματος που η κατάκτησή του αποτέλεσε επί αιώνες το αντικείμενο αγώνων των παλαιότερων γενεών.
• Τουτέστιν, στον πρώτο κύκλο οι ευγενείς διέθεταν το χρήμα και τη δύναμη (οι υπόλοιποι ήσαν υπήκοοι).
• Ο δεύτερος κύκλος, πιο πολύπλοκος, λόγω της ανόδου του εμπορίου και των πόλεων και τελικώς της βιομηχανικής επανάστασης, ανέδειξε ως κύριο πολιτικό παράγοντα τον πολίτη.
• Τώρα με τον τρίτο κύκλο επικρατεί ο ιδιώτης· άτομο με ασαφείς ιδεολογικές αρχές (θρησκευτικές ή πολιτικές), αλλά με κύριο στόχο τη μεγέθυνση της καταναλωτικής ισχύος και την αύξηση της ατομικής του ικανοποίησης. Οι μηχανισμοί της αγοράς όχι τυχαία, αλλά βάσει ενδογενούς λογικής, που απορρέουν από αυτούς, ωθούν τον υπήκοο να μετατραπεί σε πολίτη και αργότερα σε ιδιώτη.
Αρχικά δηλαδή να αποκτήσει την πολιτική εξουσία και μετέπειτα, έχοντας ως στόχο
την ελαχιστοποίηση του κόπου και τη μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους, να
μεταμορφωθεί σε ιδιώτη. Επιπροσθέτως, το πλαίσιο με τους περιορισμούς που επιβάλλει
η κοινωνική στρωμάτωση όταν διαμορφώνεται είναι σχετικά ελαστικό.
Αντιθέτως, όταν η δομή επικρατήσει τότε καθίσταται σχεδόν ανελαστικό. Έτσι οι βαθμοί ελευθερίας που απεκτήθησαν μετά το τέλος του φεουδαλισμού και την άνοδο της αστικής τάξης διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα όσο αυτό μεταμορφωνόταν. Όταν εγκαθιδρύθηκε το νέο καθεστώς απέβη αυτόχρημα συντηρητικό.
Τοιουτοτρόπως, στη μετά το 1990 περίοδο στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες θα διατηρείται σε υψηλά όρια το ποσοστό αποχής από τις εκλογές και θα ψηφίζουν κυρίως αυτοί που θα επιδιώκουν να ελέγχουν την εξουσία και των οποίων διακυβεύονται τα οικονομικά συμφέροντα. Οι honestiores δεν χρειάζονται να ψηφίζουν· oι humiliores, αποτελώντας μειοψηφία, θα παρασύρονται σε ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς, ενώ κάποιοι «συνειδητοποιημένοι» θα εύχονται jour(s) des événements.
*Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1759 στις 9 Μαΐου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου