ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
Tου Πάνου Κοσμά*
Με αφορμή τον αντιπερισπασμό του Γ. Σταθάκη στον… ΣΥΡΙΖΑ
Ύστερα από τον εξαιρετικά αποτελεσματικό αντιπερισπασμό του Γιώργου Σταθάκη απέναντι στον… ΣΥΡΙΖΑ με τις δηλώσεις για το ζήτημα του «επαχθούς» χρέους (που στην πραγματικότητα είναι «απεχθές»…), την μετ’ αγαλλιάσεως αξιοποίησή τους από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και τον εξαναγκασμό του ΣΥΡΙΖΑ σε έκδοση διευκρινιστικής ανακοίνωσης, το συμπέρασμα που βγάζει κάθε καλόπιστος παρατηρητής είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ούτε συγκεκριμένη ούτε ενιαία θέση για τα ζητήματα του κρατικού χρέους. Και δεν μιλάμε εδώ για τις διαφορετικές θέσεις για το χρέος που έχουν κατατεθεί εσωκομματικά από την Αριστερά Πλατφόρμα στο πρόσφατο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ούτε για τις τρισκατάρατες συνιστώσες που δεν αυτοδιαλύονται, αλλά για τον «επίσημο» ΣΥΡΙΖΑ, για τις επίσημες θέσεις, όπως αυτές διακονούνται από στελέχη κεντρικούς υπεύθυνους τομέων δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ που μάλιστα έχουν ντε φάκτο τη δημόσια καταγραφή «εν αναμονή υπουργών».
Διότι οι θέσεις που εμπεριέχονται στις κομματικές αποφάσεις μετατρέπονται από θέσεις «εσωτερικής χρήσεως» σε «πραγματικές» θέσεις του κόμματος μόνο στο βαθμό που «επικοινωνούνται» προς τα έξω (ας μας συγχωρηθεί ο βαρβαρισμός), που γίνονται θέσεις προς την κοινωνία. Αυτή τη διαδικασία εντελώς δευτερευόντως και τριτευόντως υπηρετείται από τις επίσημες κομματικές ανακοινώσεις – οι οποίες συνηθέστατα έχουν το ρόλο να αποκαταστήσουν τη ζημιά από την αίσθηση πολυγλωσσίας που έχει δημιουργηθεί. Επειδή λοιπόν ο Γ. Σταθάκης (όπως και ο Γ. Δραγασάκης, ο Γ. Μπαλάφας, ο Γ. Μηλιός κ.λπ.) δεν είναι τυχαία στελέχη αλλά οι κεντρικοί εκφραστές της «γραμμής προ τα έξω», από αυτούς -και όσους σαν κι αυτούς έχουν αντικειμενικά αυτό το ρόλο- μετατρέπονται οι εσωκομματικές αποφάσεις σε «πραγματική γραμμή προς την κοινωνία. Και το «επεισόδιο» με τον Γ. Σταθάκη (που δυστυχώς δεν είναι πρωτοφανές» ούτε καν για τον ίδιο) είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα για το πόσο μπορεί να στρεβλωθεί η εσωκομματική γραμμή στη μετατροπή της σε γραμμή προς την κοινωνία… Έχει πάντως σημασία να ειπωθεί ότι το σύνηθες φαινόμενο είναι η αριστερή μειοψηφία (ή μειοψηφίες) του κόμματος να εκφράζουν -όταν το εκπροσωπούν προς τα έξω- την κομματική γραμμή, η οποία ταλαιπωρείται και συχνά διαστρεβλώνεται από σημαίνονται στελέχη από το χώρο της πλειοψηφίας του κόμματος – ο Γ. Σταθάκης έχει διαπράξει αυτό το «αδίκημα» κατά συρροήν…
Ας αφήσουμε όμως αυτό το ζήτημα, που δεν είναι αμελητέο, για να πάμε στην ουσία.
Στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους
Στη συζήτηση που γίνεται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στη λοιπή Αριστερά παρατηρείται ένα θεμελιώδες λάθος μεθοδολογίας, που αφορά την ιεράρχηση και τον «χρονισμό» ανάμεσα στη στάση πληρωμών και τη διαγραφή: στην πλειονότητα των περιπτώσεων η συζήτηση και ο προβληματισμός εστιάζονται στη διαγραφή του χρέους (σε ποιο ποσοστό, με τι νομικά επιχειρήματα – ορισμός του «απεχθούς», αναφορά στο διεθνές δίκαιο κ.λπ.) και υποβαθμίζεται η σημασία της στάσης πληρωμών, ωσάν αν πρόκειται για ένα ζήτημα που αν λυθεί θεωρητικά λύθηκε και στην πράξη. Στην πραγματικότητα, χρονικά και μεθοδολογικά η ιεράρχηση και ο «χρονισμός» είναι εντελώς ανάποδος: χωρίς τη μονομερή χρήση του «όπλου» της στάσης πληρωμών, όλη η συζήτηση για τη διαγραφή του χρέους (ανεξαρτήτως ποσοστού, μεθόδου, τακτικής ή νομικών επιχειρημάτων) είναι ανώφελη!
Ας αφήσουμε προς στιγμήν στην άκρη τις διαφορετικές προσεγγίσεις: διαγραφή όλου του χρέους πλην του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους (αλλά ποιου ακριβώς ποσοστού και με τι κριτήρια θα καθοριστεί;), διαγραφή του απεχθούς χρέους (αλλά ποια είναι τα κριτήρια για το απεχθές χρέος σε μια χώρα της Ευρωζώνης και όχι της Λατινικής Αμερικής ή του Τρίτου Κόσμου;), διαγραφή τμήματος του χρέους ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο (αλλά σε ποιο ποσοστό επί του ΑΕΠ το χρέος θεωρείται «βιώσιμο» από την Αριστερά; στο 120% που θέτουν τον πήχη οι δανειστές;). Και ας εξετάσουμε το εξής σενάριο εργασίας: Ας υποθέσουμε ότι αναδεικνύεται κυβέρνηση της Αριστεράς που θέλει να διαπραγματευτεί στα σοβαρά (χωρίς να υποχωρήσει σε όλα στο τέλος…) κάποιο από τα παρακάτω σενάρια για το χρέος: αναστολή πληρωμής τόκων και χρεολυσίων, διαγραφή μεγάλου μέρους του ονομαστικού χρέους ή οποιονδήποτε συνδυασμό των δύο.
Το πρώτο ερώτημα στο οποίο αμέσως σκοντάφτουμε είναι: ποιο είναι το «όπλο» στα χέρια της κυβέρνησης της Αριστεράς ώστε να υποχρεώσει αυτούς με τους οποίους θα διαπραγματευτεί να δεχτούν κάτι απ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που τα έχουν ήδη απορρίψει; Από τη στιγμή που δεν δίνουν τίποτε από τα δύο στον Σαμαρά και τον Βενιζέλο; Ποιο είναι το όπλο που θα κρατάει στα χέρια της αυτή η κυβέρνηση για να εξαναγκάσει τον συνασπισμένο ευρωπαϊκό και διεθνή καπιταλισμό να υποχωρήσει; Η «πυρηνική βόμβα» του οικονομικού ντόμινο στις καπιταλιστικές αγορές ομολόγων (και όχι μόνο) δεν υπάρχει πια (1): από τα 317 δισ. ευρώ του χρέους (στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2013) μόνο κάτι λιγότερο από 30 δισ. ευρώ είναι στα χέρια ιδιωτών, το υπόλοιπο είναι είτε διακρατικό (προς τις χώρες-μέλη) είτε στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και άλλων κεντρικών τραπεζών (όχι μόνο ευρωπαϊκών) είτε προς το ΔΝΤ. Επίσης, η «πυρηνική βόμβα» ενός διεθνούς ντόμινο με «μεταδότη» της αναταραχής τις τράπεζες δεν υπάρχει πια: η ΕΚΤ φρόντισε να απαλλάξει τις μεγάλες γερμανικές, γαλλικές, ιταλικές τράπεζες από τα βάρη τους σε ελληνικά ομόλογα. (2) Απομένει λοιπόν μόνο το «όπλο» του ανατρεπτικού πολιτικού ντόμινο. Που με έναν μόνο τρόπο μπορεί να υπάρξει: μονομερείς πολιτικές αποφάσεις που θα λειτουργήσουν σαν πίεση στη διαπραγμάτευση. Μεταξύ αυτών, κορυφαία είναι η στάση πληρωμών σε χρεολύσια και τόκους του κρατικού χρέους.
Στην πραγματικότητα όμως, η στάση πληρωμών θα είναι αναπόφευκτη και με πρακτικούς όρους: ενώ θα έχει ξεκινήσει η διαπραγμάτευση, πολύ γρήγορα η κυβέρνηση της Αριστεράς θα «σκοντάψει» πάνω σε πληρωμές λήξεις ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Τι θα κάνει; Θα συνεχίσει να τα πληρώνει ενώ διαπραγματεύεται φόρμουλα με αναστολή της πληρωμής τους;! Και θα έχει έστω να τα πληρώσει; Φυσικά όχι, αν σκεφτούμε ότι θα έχει (βάσει των δεσμεύσεων) καταργήσει το μνημόνιο, άρα δεν θα υπάρχουν δανειακές δόσεις τουλάχιστον για την περίοδο της διαπραγμάτευσης.
Άρα λοιπόν, όχι μόνο η πολιτική λογική, αλλά και η απλή λογική λέει ότι ύστερα από την ιδρυτική πράξη της κατάργησης του μνημονίου και ενώ θα γίνεται (ή δεν θα γίνεται…) κάποια διαπραγμάτευση, το επόμενο βήμα είναι η (αναγκαστική) στάση πληρωμών σε χρεολύσια και τόκους. Χωρίς αυτό, καμία διαπραγμάτευση δεν θα έχει νόημα, και η υποταγή στους δανειστές θα είναι άμεση και οδυνηρή!
(3) Και αυτό που ελάχιστοι έχουν κατανοήσει στην Αριστερά είναι ότι στάση πληρωμών έχουμε όταν δεν πληρωθεί στην ώρα του έστω και ένα ευρώ τόκων ή χρεολυσίων! Με λίγα λόγια, τη ρήξη τη φέρνει πρόωρα ο «πελαργός» της στάσης πληρωμών και όχι το πολύ μεγάλο ποσοστό της διαγραφής του χρέους. Μπορεί να υπάρξει «κούρεμα» μεγάλου ποσοστού του χρέους χωρίς ρήξη, αν αυτή ενταχτεί σε ένα σκληρό μνημόνιο και ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα διεθνούς οικονομικής επιτήρησης. Ρήξη όμως που δεν ξεκινάει από τη στάση πληρωμών δεν υπάρχει! Από τη στιγμή που θα υπάρξει στάση πληρωμών, τι ποσοστό του χρέους θα διαγραφεί είναι πλέον θέμα συσχετισμών και όχι θεωρητικών αναζητήσεων! (4)
Αν πάντως, η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν προβεί στην ιδρυτική μονομερή ενέργεια της κατάργησης του μνημονίου ΠΡΙΝ το ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης και στη συνέχεια δεν αρνηθεί να πληρώσει τόκους και χρεολύσια ενόσω γίνεται η διαπραγμάτευση, αυτό θα σημαίνει πολύ απλά ότι και η κατάργηση του μνημονίου και η αναστολή πληρωμής τόκων και χρεολυσίων θα γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αντί για όπλα πίεσης στη διαπραγμάτευση!
Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μιλάμε απλώς για λάθος διαπραγματευτική τακτική, αλλά για λάθος με στρατηγικά καταστροφικές επιπτώσεις, για δύο επιπλέον λόγους:
- Γιατί έτσι ακυρώνεται η πραγματική «πυρηνική βόμβα» που θα διαθέτει στα χέρια της η κυβέρνηση της Αριστεράς: το πολιτικό ανατρεπτικό «ντόμινο». Το μήνυμα όχι στις άρχουσες τάξεις και τις καγκελαρίες τους, αλλά στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης, ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς τολμά να αμφισβητήσει την ίδια τη βάση της διαπραγμάτευσης, τολμά να έρθει σε ρήξη με την Ευρωζώνη και το διεθνές σύστημα. Διότι αυτό -και μόνο αυτό- το μήνυμα μπορεί να δημιουργήσει όρους ανατρεπτικού πολιτικού «ντόμινο» και όχι βέβαια το μήνυμα προς τις άρχουσες τάξεις των χωρών του Νότου ότι η ελληνική κυβέρνηση τολμά να διαπραγματευτεί αλλά χωρίς προκαταβολικά να προχωρήσει σε αμφισβήτηση του πλαισίου της διαπραγμάτευσης.
- Γιατί το μήνυμα προς την ελληνική εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα είναι ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς διαπραγματεύεται «εντός πλαισίου» και με «σεβασμό» των πλαισίων και όχι αλλάζοντας εξαρχής το πλαίσιο και με την αποφασιστικότητα που απορρέει από το στόχο ανατροπής της λιτότητας.
Προς το παρόν ας κρατήσουμε το εξής συμπέρασμα: αν καταργήσουμε το μνημόνιο, η στάση πληρωμών είναι αναπόφευκτη – αυτά είναι τα δύο άρρηκτα δεμένα πρώτα βήματα. Και στάση πληρωμών σημαίνει ρήξη με το εγχώριο και διεθνές σύστημα.
Πολιτική και νομική διάσταση
Είναι λοιπόν φανερό ότι πριν φτάσουμε να χρειαστούμε επιχειρήματα στήριξης των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης της Αριστεράς στο ζήτημα του χρέους, θα χρειαστούμε μερικά δυνατά τέτοια για να «νομιμοποιήσουμε» τις δύο θεμελιώδεις επιλογές: την κατάργηση του μνημονίου και τη στάση πληρωμών σε χρεολύσια και χρέους. Δεν μας αφορά προς το παρόν ποια μπορεί και πρέπει να είναι αυτά, απλώς σημειώνουμε ότι η ώρα για πολιτικές αποφάσεις και πράξεις όσον αφορά το ίδιο το χρέος ακολουθεί.
Επιπλέον, είναι φανερό ότι η πολιτική διάσταση σε κάθε περίπτωση προηγείται: πρώτα παίρνεις την πολιτική απόφαση να διαγράψεις το χρέος στο δείνα ποσοστό και ύστερα αναζητείς τη νομιμοποιητική βάση γι’ αυτό. Κι όχι ανάποδα: διακηρύσσω και επιχειρηματολογώ υπέρ μιας νομικής βάσης και ύστερα, στη βάση αυτή, αποκτώ το δικαίωμα να διαγράψω ανάλογα κάποιο ποσοστό του χρέους. Η διαγραφή του χρέους και το ποσοστό της διαγραφής που μπορεί να επιτευχθεί, εξαρτάται από πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης σε όλα τα επίπεδα και δευτερευόντως από ένα ιδεολογικό ή «ηθικό» συσχετισμό δύναμης – παρόλο που αυτός είναι μέρος του παιχνιδιού και δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί.
Από αυτή την άποψη,το «επεισόδιο» με τις δηλώσεις Σταθάκη για το απεχθές χρέος ανέδειξε τη λαθεμένη άποψη καταρχήν του ίδιου του Γ. Σταθάκη, όταν δηλώνει «Η μεγάλη πλειοψηφία του χρέους, πάνω από το 90%, είναι παραδοσιακό, δημόσιο χρέος των αγορών, δηλαδή των ομολόγων (…) εκεί δεν υπάρχει νομική διαδικασία για να αμφισβητηθεί». Εδώ το βασικό λάθος είναι ότι δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε πολιτικά ό,τι δεν αμφισβητείται νομικά από την άποψη των νόμων που διέπουν τις καπιταλιστικές αγορές – αν είναι έτσι, τότε ο καπιταλισμός έχει «δέσει» με χίλιους τρόπους τη «νομιμότητα» της πρωτοκαθεδρίας των αγορών και των κερδών, ώστε η Αριστερά και το πρόγραμμά της να είναι «εκτός νόμου»! Το δευτερεύον λάθος είναι ότι μπορούν να βρεθούν νομικά στηρίγματα σε ένα άλλο επίπεδο για τη στάση πληρωμών που μπορεί στη συνέχεια να πιέσει για τη διαγραφή του χρέους: στο δίκαιο του ΟΗΕ για την πρωταρχικότητα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αναγκών του πληθυσμού σε σχέση με όλα τα άλλα. Είναι η πιο καλή, στέρεη και προτιμότερη νομιμοποιητική βάση, καθώς μάλιστα η Αριστερά μπορεί να το συνδέσει άμεσα με το «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη».
Απεχθές χρέος και απονομιμοποίηση του χρέους
Από την άλλη,είναι επίσης λάθος να θεωρείται η καμπάνια για το απεχθές χρέος η βασιλική οδός για την αντιμετώπιση του ζητήματος της διαγραφής του χρέους. Ο Γ. Μητραλιάς στην «Εφημερίδα των συντακτών» (5) θέτει στόχο της καμπάνιας «την ταυτοποίηση του απεχθούς χρέους προκειμένου αυτό να καταγγελθεί και να μην πληρωθεί» και ορίζει το απεχθές χρέος ως το χρέος που «πάσχει και είναι ‘‘ανώμαλο’’, και για αυτό το λόγο πρέπει να εντοπιστεί, να ταυτοποιηθεί από πολίτες που συνδυάζουν τη γνώση του αντικειμένου με την ανεξαρτησία τους από πολιτικά, οικονομικά και κομματικά κέντρα εξουσίας».
Και παραθέτει δύο επεξηγήσεις:
Η πρώτη:
«Ο πρώτος στόχος ενός λογιστικού ελέγχου (Λ.Ε) είναι να ξεκαθαρίσει το παρελθόν, να ξεμπλέξει το κουβάρι του χρέους, νήμα προς νήμα, μέχρι να ξαναφτιάξει το κουβάρι των γεγονότων που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Τι απόγινε το χρήμα του τάδε δανείου, με ποιους όρους συνάφθηκε το δείνα δάνειο; Πόσοι τόκοι πληρώθηκαν, με ποιο επιτόκιο, πόσο τμήμα του δανείου ήδη αποπληρώθηκε; Πώς διογκώθηκε το χρέος παρόλο που δεν είδαμε το χρώμα του χρήματος; Ποιο δρόμο πήραν τα κεφάλαια; Σε τι χρησίμεψαν; Ποιο μέρος τους καταχράστηκε και γιατί;»
Η δεύτερη:
«Ποιος δανείστηκε και στο όνομα ποιανού; Ποιος δάνεισε και ποιος ήταν ο ρόλος του; Πώς βρέθηκε μπλεγμένο το Κράτος, με ποια απόφαση, που λήφθηκε με ποια αρμοδιότητα; Πώς τα ιδιωτικά χρέη έγιναν ‘‘δημόσια’’; Ποιος προώθησε σχέδια μαϊμούδες, ποιος έσπρωξε, ενθάρρυνε, ποιος κέρδισε από αυτά; Ποια εγκλήματα διαπράχτηκαν με αυτά τα χρήματα; Γιατί δεν αποδίδονται αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες;»
Με τις επεξηγήσεις αυτές διευκρινίζεται τι εννοούμε «ανώμαλο» χρέος, με δύο βασικά κριτήρια: Πρώτο, η καταχρηστική ιδιοποίηση του χρέους, που ενώ συνάπτεται σαν «δημόσιο», πάει στις τσέπες κάποιων ή χρηματοδοτεί τις δραστηριότητες κάποιων (ιδιωτών) και δεύτερο οι καταχρηστικοί όροι δανειοδότησης («ανώμαλα» επιτόκια και όροι δανειοδότησης γενικώς). Αν εφαρμόσουμε το πρώτο κριτήριο, τότε ασφαλώς μπορούμε να βρούμε σε κάποιους τομείς των κρατικών δαπανών και προμηθειών τόσο καταχρηστικές πρακτικές όσο και ιδιοτελείς-ιδιωτικούς σκοπούς πίσω από τον κρατικό δανεισμό. Καλή ώρα, οι «μίζες» στα εξοπλιστικά, το άσκοπο από την άποψη των δημόσιων αναγκών των έργων για την Ολυμπιάδα, η διαφθορά και οι υπερτιμολογήσεις σε πλήθος κρατικών προμηθειών, οι υπερτιμολογήσεις και κακοτεχνίες στα δημόσια έργα κ.λπ. Από εδώ προκύπτει η ανάγκη του εργατικού και λαϊκού ελέγχου ελέγχου στα βιβλία του κράτους για να διαπιστωθούν κάθε είδους καταχρήσεις. Και στη συνέχεια να εξαιρεθούν τα αντίστοιχα «πακέτα» δαπανών από τον όγκο του χρέους. Μια τέτοια διαδικασία (συμπληρωμένη από το άλλο της μισό, δηλαδή την αναζήτηση και εντοπισμό καταχρηστικών πρακτικών στον τομέα των δημόσιων εσόδων: φοροδιαφυγή με κρατική ανοχή και συγκάλυψη κ.λπ.) θα ήταν ασφαλώς πολύ χρήσιμη, αλλά τα αποτελέσματά της όσον αφορά το ίδιο το χρέος και το στόχο της διαγραφής μεγάλου μέρους του είναι εξαιρετικά περιορισμένα, για τους εξής λόγους:
1.Ακόμη και αν εξαιρεθούν κάποια τέτοια «πακέτα» δαπανών (που μέσω του ελλείμματος επιβάρυναν τελικά το χρέος), το ποσοστό του χρέους που έτσι θα ταυτοποιηθεί σαν απεχθές θα είναι εξαιρετικά μικρό. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι 5% που λέει ο Σταθάκης, αλλά σίγουρα δεν θα είναι πάνω από 10%. (6)
2.Τα πράγματα όμως είναι ακόμη χειρότερα γιατί, ακόμη και αν είναι 20% ας πούμε, δεν μπορεί να διαγραφεί αυτόματα γιατί δεν ξέρουμε το χρέος ποιου πρέπει να διαγράψουμε! Διότι (και αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά σε σχέση με χώρες της Αφρικής και του Τρίτου Κόσμου) το ελληνικό κρατικό χρέος του 2010 (300 δισ. ευρώ) είχε σε ποσοστό πάνω από 95% τη μορφή ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου σε ελληνικό Δίκαιο. Η έκδοση αυτών των ομολόγων έγινε με τους ευρωπαϊκά καθορισμένους κανόνες της αγοράς και -πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (7)- δεν συνδεόταν με τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δαπανών του Δημοσίου. Δεν μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι η τάδε έκδοση ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου έγινε για να καλύψει τις δείνα κρατικές δαπάνες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: ο συμβεβλημένος με το ελληνικό Δημόσιο για τις δαπάνες της Ολυμπιάδας, ας πούμε, δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που αγόρασε τα ελληνικά ομόλογα στην τάδε ομολογιακή έκδοση! Με τον πρώτο, κάποιοι αξιωματούχοι του ελληνικού Δημοσίου μπορεί να συμβλήθηκαν με όρους καταχρηστικούς, με μίζες κ.λπ. Ο δεύτερος απλώς αγόρασε ελληνικά ομόλογα χωρίς να έχει σχέση με τους πρώτους. Και δεν μπορείς να πεις θα διαγράψω τα ομόλογα που κάποιος τα απέκτησε με «καθ’ όλα νόμιμο τρόπο» επειδή κάποιοι Έλληνες αξιωματούχοι συναλλάχτηκαν με τη Ζίμενς με μίζες κ.λπ!!! Μπορείς βέβαια να κηρύξεις άκυρες τις σχετικές προμήθειες, να ζητήσεις αποζημίωση από τη Ζίμενς (οπότε θα εμπλακείς σε μακρόχρονους δικαστικούς αγώνες) και να κινηθείς ποινικά ή και κατά των προσωπικών περιουσιών των Ελλήνων αξιωματούχων που ενεπλάκησαν, αλλά σε καμία περίπτωση οι μίζες των δεύτερων δεν σε νομιμοποιούν για να διαγράψεις τα ομόλογα που κατέχουν οι πρώτοι.
3.Αφού εκδίδονταν, τα ελληνικά ομόλογα άλλαζαν πολλές φορές χέρια μέσω της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων. Ακόμη και αν ο αρχικός αγοραστής είχε κάποια σχέση με μίζες και καταχρηστικές πρακτικές, δεν σημαίνει ότι έμειναν μέχρι τέλους στα δικά του χέρια. Ακόμη χειρότερα, στα χρόνια του μνημονίου
4.Όσον αφορά τους όρους του δημόσιου δανεισμού (που όπως είπαμε στη συντριπτική του πλειονότητα έγινε με καθ’ όλα νομότυπες εκδόσεις ομολόγων στο πλαίσιο ευρωπαϊκών πρακτικών) και όσον αφορά τα επιτόκια όχι μόνο δεν υπάρχει καταχρηστικότητα αλλά η Ελλάδα δανειζόταν με επιτόκια «σκανδαλωδώς» χαμηλά: το spreadτων ελληνικών ομολόγων μέχρι και το 2009 ήταν σε πολλές περιπτώσεις κάτω και από το αντίστοιχο ιταλικό.
Οπότε ο μόνος δρόμος για να κινηθούμε (βάσει του ορισμού περί απεχθούς χρέους) κατά όσων συμβλήθηκαν σε καταχρηστικές πρακτικές μέσω των κρατικών προμηθειών είναι η κήρυξη των σχετικών προμηθειών άκυρων και η διεκδίκηση αποζημιώσεων. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν αφορά το χρέος ως τέτοιο!
Επέκταση του ορισμού του απεχθούς;
Ο προτεινόμενος ορισμός του απεχθούς χρέους, λοιπόν, έχει δύο σοβαρά προβλήματα: Πρώτο, ταυτοποιεί ως απεχθές ένα μικρό μέρος του χρέους. Οπότε αυτόματα τίθεται το ερώτημα: η Αριστερά δικαιούται να διαγράψει μόνο αυτό το μικρό μέρος του χρέους που ταυτοποιήθηκε σαν απεχθές; Αν αυτή είναι η ιδέα, τότε ο Γ. Μητραλιάς συμφωνεί στη μέθοδο με τον Γ. Σταθάκη! Αν πάλι η ιδέα είναι να υπονομεύσουμε τη «νομιμότητα» του χρέους, αποσυνδέοντας όμως τη διαδικασία ταυτοποίησης του απεχθούς χρέους από το ποσοστό που θα διαγράψουμε, τότε η όλη υπόθεση αποκτάει τις πραγματικές της διαστάσεις σαν δευτερεύουσας και συμπληρωματικού χαρακτήρα. Θα μπορούσε όμως να είναι πιο εστιασμένη και να γίνει πρωτεύουσα σε έναν άλλο τομέα: το άνοιγμα των βιβλίων του κράτους και τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο τόσο για τις κρατικές δαπάνες (κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα, εξοπλιστικά κ.λπ.) όσο και για τα κρατικά έσοδα (φοροδιαφυγή με κρατική συγκάλυψη, διαφυγόντα έσοδα εξαιτίας του ταξικού χαρακτήρα της φορολογικής πολιτικής).
Το «πέρασμα» πάντως από αυτά στο χρέος ώστε να ταυτοποιηθεί σαν απεχθές και ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΟΓΟ να διαγραφεί, έχει σοβαρά προβλήματα!
Τα πράγματα θα ήταν βέβαια διαφορετικά αν διευρυνόταν ο ορισμός του απεχθούς χρέους με άλλους τρόπους και σε άλλες κατευθύνσεις:
Αν, παρά το νομότυπο της διαδικασίας και τα χαμηλά επιτόκια, θεωρηθεί καταχρηστικός όλος ο μηχανισμός δανεισμού του Δημοσίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο: όπου οι εμπορικές τράπεζες δανείζονται πολύ φτηνά από την ΕΚΤ για να αγοράζουν με ακριβά επιτόκια (σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες δανείζονται από την ΕΚΤ) τα κρατικά ομόλογα. Αν όλο το κρατικό χρέος αναθεωρούνταν με βάση την υπόθεση ότι θα έπρεπε ο δανεισμός να γίνεται από την ΕΚΤ με επιτόκια ίσα με αυτά που δάνειζε κατά καιρούς τις εμπορικές τράπεζες και αν ζητούνταν η επιστροφή της επιτοκιακής διαφοράς που προκύπτει έτσι εκ του ασφαλούς για τις τράπεζες, τότε ναι, θα προέκυπτε αναδρομικά ένα μεγάλο επιτοκιακό όφελος αλλά και μια μεγάλη μείωση του όγκου των χρεολυσίων.
Γιατί όχι θα πει κανείς. Ασφαλώς, αλλά τότε δεν θα μιλάμε για επαχθές χρέος στην κυριολεξία, αλλά για την αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πλαισίου και των ευρωπαϊκών συνθηκών, δηλαδή για μια διαδικασία ρήξης με την Ευρωζώνη! Της οποίας η νομιμοποιητική βάση θα πρέπει να είναι πολλαπλή.
Επίσης είναι άλλης τάξεως ζήτημα αν θεωρήσουμε όλες τις δανειακές συμβάσεις με την τρόικα επαχθής. Θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να αποφασίσουμε αν το επαχθές έχει να κάνει με τους όρους δανεισμού (επιτόκιο, διάρκεια) ή με τις πολιτικές που επιβλήθηκαν έναντι αυτού του δανεισμού (μνημόνια και ακραία λιτότητα). Αυτό όμως θα «νομιμοποιούσε» την κατάργηση του μνημονίου και την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων ως επαχθών, αλλά θα «δικαιολογούσε» τη διαγραφή ενός μικρού μέρους του σημερινού διακρατικού χρέους…
Ποια είναι η κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ;
«Κούρεμα» ή διαγραφή;
Μην ψάχνουμε παρακαμπτήριο: ή παίρνουμε την πολιτική απόφαση να διαγράψουμε το χρέος ή όχι.
Αν πάρουμε αυτή την απόφαση, η σειρά των βημάτων είναι σαφής:
Πρώτα κατάργηση του μνημονίου ΠΡΙΝ την όποια διαπραγμάτευση και για την αλλαγή του πλαισίου διαπραγμάτευσης. ’Υστερα στάση πληρωμών σε χρεολύσια και τόκους του κρατικού χρέους. Όλα τα υπόλοιπα θα καθοριστούν από αυτά τα δύο θεμελιώδη πρώτα βήματα.
Και με το ίδιο το χρέος τι κάνουμε; Η θεμελιώδης απόφαση δεν είναι πόσο ποσοστό πρέπει να διαγραφεί (με τον όρο βέβαια ότι μιλάμε για το μεγαλύτερο ποσοστό), αλλά αν θα πρόκειται για διαγραφή ή για «κούρεμα». Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντίπαλοί μας, η τρόικα, οι δανειστές, η Ευρωζώνη μιλούν για «κούρεμα». Εννοούν μείωση του χρέους ή μείωση των βαρών αναχρηματοδότησής του με στη συναίνεση των δανειστών και άρα με τους όρους τους, δηλαδή με σκληρά μνημόνια, σκληρές διασφαλίσεις και μακροχρόνιο οικονομικό έλεγχο. Αντίθετα, η διαγραφή παραπέμπει σε ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων, άρα σε ρήξη με το εγχώριο και διεθνές σύστημα και σε μονομερείς ενέργειες της Αριστεράς. Δεν είναι το ποσοστό της μείωσης του χρέους που μας χωρίζει αλλά η τάφρος των αντίθετων και ασυμφιλίωτων ταξικών συμφερόντων!
Από αυτή την άποψη, το γεγονός και μόνο ότι οι κεντρικοί εκφραστές του ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για «κούρεμα» του χρέους, είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό. Το δίλημμα «κούρεμα ή διαγραφή» ισοδυναμεί με το δίλημμα «αναδιαπραγμάτευση με αίσιο τέλος ή ρήξη;», «ανατροπή της λιτότητας ή αναδιαπραγμάτευση των όρων της;
Είναι αλήθεια ότι η γραμμή της αναδιαπραγμάτευσης με αίσιο τέλος «δεν αισθάνεται καλά τελευταία», αλλά εδώ πρέπει να σταματήσει αυτό το κείμενο και να αρχίσει ένα άλλο…
* Μέλος της συνιστώσας ΚΟΚΚΙΝΟ και της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου