analyst
Το απόθεμα του κεφαλαίου, καθώς επίσης το επίπεδο απασχόλησης θα πρέπει να συρρικνωθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η κοινωνία να γίνει τόσο φτωχή που το άθροισμα των συνολικών αποταμιεύσεων να φτάσει στο μηδέν – με την έννοια ότι, οι θετικές αποταμιεύσεις ορισμένων ομάδων του πληθυσμού, να είναι ίσες με τις αρνητικές αποταμιεύσεις (χρέη) όλων των υπολοίπων” (Keynes, μονεταριστική θεωρία της ανάπτυξης).
.
Ανάλυση
Είναι αρκετοί αυτοί που συμπεραίνουν ότι, η κρίση στην Ελλάδα έχει φτάσει στο ζενίθ της – ότι δηλαδή η χώρα ευρίσκεται στο ναδίρ, οπότε δεν μπορεί να πάει παρακάτω, εάν θέλει κανείς να αποφύγει τις κοινωνικές αναταραχές και τις αιματηρές εξεγέρσεις. Συμβαίνει όμως πράγματι κάτι τέτοιο; Για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε μία τεκμηριωμένη απάντηση, τα εξής:
Σύμφωνα με τον Keynes, η έλλειψη κεφαλαίων σε μία οικονομία είναι τότε μόνο στο ναδίρ της, όταν οι αποδόσεις τους είναι πλέον αρνητικές – όταν δηλαδή δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να διενεργηθούν επενδύσεις.Χωρίς καθαρές επενδύσεις τώρα, παύει να υπάρχει η μοναδική δυνατότητα δημιουργίας «πραγματικών αποταμιεύσεων» σε μία οικονομία – επειδή η χρηματική περιουσία παραμένει πάντοτε μηδενική.
Απλούστερα, τότε μόνο μπορεί να αποταμιεύσει χρήματα κάποιος, όταν ένας άλλος χρεώνεται(δανείζεται, οφείλει), με το αντίστοιχο ποσόν – σε καμία άλλη περίπτωση.
Περαιτέρω, εάν οι επενδύσεις δεν είναι αποδοτικές, τότε η κοινωνία θα πρέπει να φτωχύνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατές οι αποταμιεύσεις – εάν βέβαια μία ορθολογική μονεταριστική και χρηματοπιστωτική πολιτική, δεν επιλύσει το πρόβλημα των ιδιωτικών αποταμιεύσεων με άλλα μέτρα.
Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, η αύξηση των ελλειμμάτων (κρατικών δαπανών) του δημοσίου – τα οποία θα επέτρεπαν στα νοικοκυριά να αποταμιεύουν χρήματα σε αντίστοιχο ύψος, οπότε να έχουν ανάλογα υψηλότερα εισοδήματα.
Μία εναλλακτική δυνατότητα είναι η πρόκληση ή η αντιμετώπιση της περιστολής της ιδιωτικής αποταμίευσης, μέσω της επέκτασης του συνόλου της κοινωνικής ασφάλισης και του συνταξιοδοτικού συστήματος – ο αναδιανεμητικός δηλαδή τρόπος, αντί του χρηματοδοτικού. Για να κατανοήσουμε δε γιατί η τόνωση (τα κίνητρα) της αποταμίευσης βυθίζει μία οικονομία βαθύτερα στην κρίση, τα παρακάτω σύμφωνα με τη μονεταριστική θεωρία:
Όταν κανείς κερδίζει πολλά χρήματα, τότε μπορεί να αποταμιεύει επίσης πολλά – αφού δεν δαπανά ολόκληρο το εισόδημα του για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, ενώ δεν είναι υποχρεωμένος, με αυτά που του απομένουν, να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία. Μπορεί λοιπόν να αποταμιεύει χρήματα, όπου όμως κάποιος άλλος πρέπει να χρεώνεται με το αντίστοιχο ποσόν.
Η μακροοικονομία ξεκινάει, σύμφωνα με τον Keynes, με τη θέση ότι μία οικονομία, στο σύνολο της, δεν μπορεί να αποταμιεύει χρήματα - ενώ οι πραγματικές αποταμιεύσεις περιορίζονται (είναι ίσες) στις καθαρές επενδύσεις. Κάθε προσπάθεια λοιπόν για τη διενέργεια υψηλότερων αποταμιεύσεων, οδηγεί στη συρρίκνωση των εισοδημάτων της συνολικής Οικονομίας και όχι σε μεγαλύτερες αποταμιεύσεις.
Για παράδειγμα, η αύξηση των αποταμιεύσεων της Γερμανίας, λόγω των εμπορικών πλεονασμάτων της, είναι εις βάρος των εμπορικών εταίρων της – οι οποίοι χρεώνονται νομοτελειακά με τα αντίστοιχα ποσά.
Συνολικά στην παγκόσμια οικονομία, τα πλεονάσματα όλων των χωρών είναι ίσα με τα ελλείμματα των άλλων – όπου όμως όλες μαζί οι χώρες δεν μπορούν, μέσω των εξαγωγικών πλεονασμάτων, να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Εάν το προσπαθήσουν, όπως συμβαίνει σήμερα, τότε οδηγεί η μία την άλλη στην κρίση – απλούστερα, «βάζουν τα χεράκια τους να βγάλουν τα ματάκια τους».
Γιατί όμως δεν μπορούμε όλοι μαζί, σαν σύνολο, να αποταμιεύουμε χρήματα, όταν ο καθένας μας μπορεί να αποταμιεύει μέρος του εισοδήματος του και δεν είναι υποχρεωμένος να δαπανά όλα τα χρήματα του;
Επειδή υπάρχει ένας μονεταριστικός μηχανισμός, μέσω του οποίου η χρηματική περιουσία της συνολικής οικονομίας δεν παρεκκλίνει από το μηδέν. Το να μπορεί δηλαδή ο καθένας μας να αποταμιεύει μέρος των εισοδημάτων του, χωρίς να χρεώνεται (δανείζεται) ένα ανάλογο ποσόν κάποιος άλλος, είναι αδύνατον – δεν συμβαίνει και δεν λειτουργεί.
Ειδικότερα, η αποταμίευση δεν αποτελεί πρόβλημα, όταν η ανάπτυξη μίας οικονομίας είναι θετική – αφού επενδύονται πολλά χρήματα και καταναλώνονται επίσης πολλά μέσω της παροχής πιστώσεων, χτίζονται σπίτια από νεαρές οικογένειες με ενυπόθηκα δάνεια κοκ.
Με τον τρόπο αυτό, απέναντι στους εκάστοτε καταθέτες υπάρχουν αρκετοί χρεώστες - με αποτέλεσμα το ισοζύγιο να παραμένει μηδενικό σχεδόν από μόνο του, χωρίς να ενοχλείται η συνολική ανάπτυξη.
Ο οικονομικός μηχανισμός λοιπόν, ο οποίος διατηρεί ίσες τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις, διευκολύνει την ανάπτυξη – στηριζόμενος στο ότι, οι δαπάνες δημιουργούν έσοδα, ενώ κάθε περιορισμός των δαπανών μειώνει τα έσοδα. Επομένως, ο μηχανισμός αυτός ενισχύεται ή εμποδίζεται από μόνος του.
Στα πλαίσια αυτά, εάν κάποιος αποφασίσει να μειώσει στο μισό τις δαπάνες του, αποταμιεύοντας τα υπόλοιπα,τότε μειώνονται αμέσως στο μισό (κατά μέσον όρο) τα εισοδήματα – τα πραγματικά και όχι μόνο τα ονομαστικά. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η μείωση των καταναλωτικών δαπανών στην Ελλάδα – η οποία μειώνει ανάλογα τα εισοδήματα των Ελλήνων (μισθούς κλπ.).
.
.
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, το ΑΕΠ μίας χώρας, το εισόδημα της κατά κάποιον τρόπο, είναι ίσο με την κατανάλωση, με τις ιδιωτικές επενδύσεις, με τις δημόσιες δαπάνες και με τις εξαγωγές, μείον τις εισαγωγές (ΑΕΠ = Κ + Ε + Δ + {Εξαγωγές – Εισαγωγές}).
Εάν όλοι οι «συντελεστές» του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, είναι αρνητικοί, με τις προβλέψεις για την εξέλιξη τους επίσης αρνητικές, τότε είναι αδύνατον να υπάρξει ανάπτυξη – γεγονός που σημαίνει πως όλοι όσοι ανακοινώνουν ότι, η Ελλάδα θα έχει ανάπτυξη το 2014, είτε γνωρίζουν κάτι άλλο, διατηρώντας το κρυφό από την κοινωνία, είτε διασπείρουν ψευδείς ελπίδες.
Συνεχίζοντας, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις, το δημόσιο και οι χώρες του εξωτερικού αποφασίζουν αρχικά εντελώς από μόνοι τους, εάν θέλουν να αποταμιεύσουν χρήματα ή να δανεισθούν για να αγοράσουν οτιδήποτε επί πιστώσει. Το ισοζύγιο όμως πρέπει να είναι πάντοτε μηδενικό – ακόμη και όταν όλοι θέλουν να αποταμιεύουν χρήματα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όταν δηλαδή όλοι θέλουν να αποταμιεύσουν χρήματα, άρα να δαπανήσουν λιγότερα, τότε οι αποταμιευτές θα έχουν λιγότερα χρήματα στη διάθεση τους να αποταμιεύσουν – αφού μειώνονται τα εισοδήματα τους. Οι οφειλέτες φυσικά υποχρεώνονται σε συνεχώς μεγαλύτερα χρέη, αφού περιορίζονται και τα δικά τους εισοδήματα – έτσι ώστε οι «μονεταριστικές αποταμιεύσεις» να παραμένουν ίσες με τα συνολικά χρέη ολόκληρης της Οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, κάθε αγορά μειώνει τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία ή αυξάνει τα χρέη του αγοραστή.Με τον τρόπο αυτό αποκτούν οι άλλοι εισοδήματα, οπότε είτε αυξάνονται τα χρήματα των αποταμιευτών, είτε μειώνονται τα ελλείμματα (χρέη) των οφειλετών – ενώ το ισοζύγιο παραμένει σταθερά μηδενικό.
Εάν όλοι οι άνθρωποι θέλουν να χρωστούν περισσότερα και να αποταμιεύουν λιγότερα, τότε αυξάνονται οι συνολικές δαπάνες και με αυτές τα εισοδήματα.
Ποτέ δεν υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των μονεταριστικών αποταμιεύσεων και των χρεών. Επίσης, δεν υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των πραγματικών αποταμιεύσεων και των επενδύσεων – όπως έχει τεκμηριώσει επαρκώς ο Keynes.
Ο «μονεταριστικός» αυτός μηχανισμός, ο οποίος «επιβραβεύει» τις συνολικά αυξανόμενες δαπάνες με την αύξηση των εισοδημάτων, ενώ «τιμωρεί» τη συλλογική επιθυμία αύξησης των αποταμιεύσεων, με τη μείωση των πραγματικών και όχι μόνο των ονομαστικών εισοδημάτων, είναι γνωστός σε όλους μας ως «Οικονομία (της Ανάπτυξης)».
Περαιτέρω, η πολυδιαφημιζόμενη «ισορροπία των αγορών» θα μπορούσε να συμβεί, εάν συμφωνούσαν αυτόματα οι προγραμματισμένες χρεώσεις (δάνεια) με τις αποταμιεύσεις, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση – κάτι που θα χαρακτηριζόταν μάλλον ως θαύμα αφού θα σήμαινε ότι, τα σχέδια αυτών που αποταμιεύουν είναι τα ίδια με αυτών που χρεώνονται. Επίσης ότι οι μελλοντικές προσμονές, όσον αφορά τα εισοδήματα, εκπληρώνονται επακριβώς.
Συμπερασματικά λοιπόν οι αποταμιεύσεις, η μείωση των δαπανών καλύτερα, είναι η αιτία όλων των οικονομικών κρίσεων. Στην προκειμένη περίπτωση και όσον αφορά την Ελλάδα σήμερα διαπιστώνεται ότι, ένας στατιστικά μέσος Πολίτης, ο οποίος φοβάται για το μέλλον του, παύει να δανείζεται, δεν χτίζει κανένα σπίτι, δεν αγοράζει νέο αυτοκίνητο και δαπανά όσα λιγότερα χρήματα μπορεί, για την κάλυψη των βασικών αναγκών του – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς τα εισοδήματα του, κατ’ επέκταση το ΑΕΠ και τα έσοδα της χώρας, οπότε να βαθαίνει διαχρονικά η κρίση.
Η εξέλιξη του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί – από το οποίοπαρατηρείται η ραγδαία μείωση της, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά την κρίση (2009).
.
.
Πόσο χαμηλά λοιπόν θα έπρεπε να πέσει το σημερινό του εισόδημα, για να είναι υποχρεωμένος να δαπανά κανείς το 100% για την κάλυψη των βασικών αναγκών του, καθώς επίσης για τις απολύτως απαραίτητες επενδύσεις;Ακριβώς εδώ ευρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα, σχετικά με το πότε ακριβώς θα είμαστε αντιμέτωποι με το ζενίθ της κρίσης (το ναδίρ της οικονομίας).
Ειδικότερα, όταν κανένας δεν θα μπορεί πλέον να περιορίσει τις δαπάνες του, οπότε δεν θα είναι δυνατόν να μειωθούν πια τα εισοδήματα των άλλων, τότε θα έχουμε φτάσει στο κατώτατο σημείο της κρίσης.
Οι μειώσεις των τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών δεν είναι εδώ το ζητούμενο – αντίθετα, επιδεινώνουν σημαντικά την κρίση (αποπληθωρισμός), αφού λειτουργούν αρνητικά ως προς τη διάθεση για κατανάλωση και για επενδύσεις.
Το «ζητούμενο» είναι η μείωση του πραγματικού επιπέδου ζωής σε τέτοιο βαθμό, ώστε όσο και να προσπαθήσει κανείς να περιορίσει περαιτέρω τις δαπάνες του, να μην μπορεί να το κάνει.
Τότε φτάνει μία οικονομία στο ζενίθ της κρίσης, «στον πυθμένα» όπως αποκαλείται – εάν φυσικά δεν ληφθούν προηγουμένως μονεταριστικά και δημοσιονομικά μέτρα. Όσο μειώνονται οι δαπάνες λοιπόν, τόσο περιορίζονται τα εισοδήματα, με βάση το «παράδοξο της αποταμίευσης» του Keynes – έως ότου ακόμη και με τον πιο επώδυνο τρόπο, με όλες τις αιματηρές θυσίες, δεν θα μπορούν να υπάρχουν αποταμιεύσεις (παραπάνω από τις πραγματικές επενδύσεις, οι οποίες όμως, σε περιόδους κρίσης, δεν διενεργούνται καθόλου και εξισώνονται με το μηδέν).
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η μαζική έξοδος των αποταμιεύσεων το 2010 (γράφημα που ακολουθεί), μετά το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς επίσης τους φόβους εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη, διαστρεβλώνει την πραγματική εικόνα - με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να οδηγηθεί κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα.
.
.
Εν τούτοις, με βάση τις πραγματικές καταθέσεις των Ελλήνων, όπου και αν ευρίσκονται, καθώς επίσης τα υπόλοιπα περιουσιακά τους στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να ρευστοποιηθούν, πιθανολογείται ότι απέχουμε ακόμη αρκετά από τον «απόλυτο πυθμένα» – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι, θα πρέπει να οδηγηθούμε εκεί, επιμένοντας στη εγκληματικά λανθασμένη πολιτική λιτότητας χωρίς αναπτυξιακά κίνητρα και σκάβοντας μόνοι μας το λάκκο μας.
Ολοκληρώνοντας (αν και τα επακόλουθα της παραπάνω θεωρίας είναι πολύ περισσότερα, αλλά δεν θέλουμε να κουράσουμε), είμαστε βέβαιοι ότι πολλοί συμπολίτες μας, ευρισκόμενοι ήδη στα όρια, θεωρούν πως έχουμε φτάσει πια στον πυθμένα της κρίσης.
Εν τούτοις κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού ο μέσος όρος απέχει (αρκετά ίσως) ακόμη, από το να έχει περιορίσει τις δαπάνες του, σε σημείο που να αδυνατεί να τις μειώσει παραπάνω. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, η μείωση των εισοδημάτων θα συνεχισθεί, αφού θα συνεχίσουν να μειώνονται οι δαπάνες - εάν το κράτος παραμείνει στην περιοριστική του πολιτική (μείωση των ελλειμμάτων, αύξηση των φόρων κλπ.).
Από την άλλη πλευρά είναι φανερό το ότι, δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη εκείνη η «κρίσιμη μάζα» των Πολιτών οι οποίοι, αδυνατώντας πλέον να επιβιώσουν, θα προκαλούσαν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και μαζικές εξεγέρσεις.
Δυστυχώς αυτό είναι πολύ καλά γνωστό στη σκιώδη διακυβέρνηση της χώρας, η οποία θα συνεχίσει να εφαρμόζει την ίδια πολιτική, εντείνοντας παράλληλα τα αστυνομικά μέτρα και ενισχύοντας τις δυνάμεις καταστολής (εκφασισμός του κράτους).
.
Υστερόγραφο: Στην οικονομία της αγοράς όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ιδιώτες, όπου είναι καλύτερα να σκέφτεται κανείς πως θα κερδίσει περισσότερα, έναντι του πως θα δαπανήσει λιγότερα, έτσι και στα κράτη είναι προτιμότερες οι σκέψεις για ανάπτυξη, από αυτές της λιτότητας (μείωσης των δημοσίων επενδύσεων, αύξησης των φόρων κλπ.).
Στα πλαίσια αυτά η κυβέρνηση μίας πλούσιας χώρας, όπως η Ελλάδα, οφείλει να επικεντρώνεται στηνανάπτυξη – στην αύξηση του ΑΕΠ δηλαδή, μέσω της οποίας αφενός μεν περισσεύουν τα έσοδα, αφετέρου μειώνεται δραστικά η σχέση χρέους προς ΑΕΠ – λόγω της αύξησης του παρανομαστή και χωρίς να απαιτείται εκείνη η «περιοριστική πολιτική λιτότητας», η οποία καταστρέφει τόσο το παραγωγικό, όσο και το εργατικό δυναμικό ενός κράτους.
Για να μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εκδιωχθεί η Τρόικα, καθώς επίσης να ευρεθούν τρόποι αυτοχρηματοδότησης – οι κυριότεροι των οποίων θα ήταν ίσως η έκδοση εγγυημένων ομολόγων του δημοσίου (με ακίνητη περιουσία), η είσοδος του ΤΑΙΠΕΔ στο χρηματιστήριο, η ίδρυση μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας κοκ.
Όλα τα υπόλοιπα, μεταξύ των οποίων το πως δεν θα πληρώσουμε τα χρέη μας, τα οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση επαχθή (ανάλυση), ενώ έχουν εντελώς αβέβαιες πιθανότητες ρεαλιστικής μείωσης, κοστίζουν τα πολλαπλάσια – κάτι που θα έπρεπε να είχαμε ήδη διαπιστώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου