analyst
Όλα τα μάτια χθες είχαν στραφεί στην κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α., περιμένοντας την απόφαση για τη συνέχιση ή μη της μείωσης του πακέτου ρευστότητας (QE) κατά 10 δις $, στα 65 δις $ μηνιαία – γνωρίζοντας πως, εάν δεν τηρούσε τη δέσμευση της, θα ήταν σαν να ομολογούσε την αποτυχία της αμερικανικής οικονομίας ενώ, εάν την τηρούσε, θα έδειχνε πλήρη αδιαφορία για τα προβλήματα (εκροή συναλλάγματος, υποτίμηση νομισμάτων κοκ.) των αναπτυσσομένων οικονομιών.
Τελικά η Fed επέλεξε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στις Η.Π.Α., δημιουργώντας την (ψευδ)αίσθηση ότι, η οικονομία της υπερδύναμης ευρίσκεται σε καλό δρόμο – απογοητεύοντας τα χρηματιστήρια και εγκαταλείποντας χώρες όπως η Τουρκία, η Αργεντινή και η Νότια Αφρική στη μοίρα τους.
Η παγκόσμια οικονομία βέβαια, την πορεία της οποίας είναι καλύτερα να κρίνει κανείς από τους ναυτιλιακούς δείκτες, οι οποίοι υποδηλώνουν την αύξηση ή μείωση του διεθνούς εμπορίου, ευρίσκεται σε καθοδική πορεία – γεγονός που δεν μπορεί να διατηρήσει κρυφό για πολύ καμία κεντρική τράπεζα (γράφημα).
.
.
Ειδικότερα, η πτώση του δείκτη Baltic Dry, η οποία φαίνεται στο προηγούμενο γράφημα συνεχίζεται – έχοντας μειωθεί σήμερα κατά -2,46% και φτάνοντας στις 1.148 μονάδες. Πλησιάζει δηλαδή επικίνδυνα τις 1.000 μονάδες, τυχόν διάσπαση των οποίων θα είναι το μεγαλύτερο ίσως «σημάδι» μίας άνευ προηγουμένου παγκόσμιας καταιγίδας.
Περαιτέρω, δεν είναι πολλοί εκείνοι που παρακολουθούν αυτά που συμβαίνουν στη Ρωσία – η ισοτιμία του νομίσματος της οποίας παραμένει ακριβώς επάνω από τα χαμηλά επίπεδα ρεκόρ έναντι του δολαρίου (γράφημα). Εν τούτοις, παρά την πτώση του ρουβλιού, η κεντρική τράπεζα της χώρας επιμένει σε μία πολιτική, ανάλογη με αυτήν της Τουρκίας – στη μη αύξηση δηλαδή των επιτοκίων, με στόχο τη συγκράτηση της ισοτιμίας του νομίσματος.
.
.
Ίσως οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ πως το επιτόκιο παραμένει σταθερό στο 5,5% για τους τελευταίους 15 μήνες – ενώ η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι, δεν θα το αυξήσει. Φυσικά η χώρα, σε αντίθεση με την Τουρκία, έχει μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, καθώς επίσης πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Εν τούτοις, τα ασφάλιστρα κινδύνου αυξάνονται (στις 193 μονάδες βάσης, στα υψηλά τεσσάρων μηνών), τεκμηριώνοντας το φόβο των επενδυτών, όσον αφορά γενικότερα το μέλλον των αναπτυσσομένων οικονομιών.
Την ίδια στιγμή η Γερμανία επιτίθεται στη Ρωσία, με πεδίο μάχης την Ουκρανία – κάνοντας ότι περνάει από το χέρι της, μέσω του εκπαιδευμένου πράκτορα της (άρθρο), για να πλήξει όσο περισσότερο μπορεί τη δεύτερη μεγαλύτερη υπερδύναμη του πλανήτη.
Όσον αφορά την Τουρκία τώρα, η οποία οφείλει να μας απασχολεί περισσότερο, λόγω της σημασίας της για τον τραπεζικό τομέα και γενικότερα για τις εξαγωγές μας, η χθεσινή απόφαση της κεντρικής της τράπεζας ήταν ένα πραγματικό σοκ – τουλάχιστον επειδή, ευρισκόμενη σε μία πολύ αδύναμη φάση ανάπτυξης, με ανεργία της τάξης του 10%, με τραπεζικά προβλήματα, καθώς επίσης με μία φούσκα ακινήτων, έθεσε τις βάσεις της πρόκλησης μίας βαθειάς ύφεσης.
Η μεγάλη απορία όλων είναι το γιατί το έκανε, ενώ γνωρίζει από το προηγούμενο της Αγγλίας (το 1992, όταν έγινε η επίθεση στη στερλίνα από τον G.Soros, με αποτέλεσμα να φύγει από τη δέσμευση της με τον ευρωπαϊκό συναλλαγματικό μηχανισμό και να υποτιμήσει τη στερλίνα) ότι, δεν θα αποφύγει τελικά τη μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος της. Άλλωστε αυτό φάνηκε ήδη χθες όπου, μετά την ανατίμηση της λίρας στο 2,97 περίπου σε σχέση με το ευρώ, έχασε γρήγορα έδαφος, φτάνοντας σήμερα ήδη στο 3,08.
Συνεχίζοντας οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες προσπαθούν να υπερασπίσουν την ισοτιμία των νομισμάτων τους απέναντι σε άλλα νομίσματα, ευρίσκονται πάντοτε σε μία πολύ δύσκολη θέση.
Συνήθως επεμβαίνουν στις αγορές, αγοράζοντας το νόμισμα τους, με τα συναλλαγματικά αποθέματα που διαθέτουν – τα οποία όμως είναι περιορισμένα, με αποτέλεσμα να μην αρκούν για να προστατεύσουν την ισοτιμία από τις επιθέσεις των κερδοσκόπων (με εξαίρεση την Κίνα και, σε κάποιο βαθμό, τη Ρωσία, η οποία έχει επίσης πλεονασματικό ισοζύγιο, αν και συνεχώς μειούμενο – διάγραμμα).
.
.
Οι επιλογές τους στη συνέχεια είναι είτε να αυξήσουν τα επιτόκια, εις βάρος της οικονομίας τους (για παράδειγμα, αρκετοί οφειλέτες στη Τουρκία θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα, κυρίως δε οι ιδιοκτήτες ακινήτων με ενυπόθηκα δάνεια), είτε να ζητήσουν τη βοήθεια του ΔΝΤ – η οποία, όπως πάρα πολύ καλά γνωρίζουμε, προσφέρεται με καταστροφικούς όρους.
Χώρες βέβαια, όπως η Τουρκία, χρειάζονται μία υποτίμηση του νομίσματος τους, για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους – οπότε να μειώσουν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους και να ξεφύγουν από την εξάρτηση τους, όσον αφορά τις εισροές ξένου συναλλάγματος και τις διεθνείς χρηματαγορές.
Η υποτίμηση όμως, όταν ξεκινάει, είναι πολύ δύσκολο να σταματήσει, ενώ μπορεί να προκαλέσει επίσης μεγάλες ζημίες – επειδή ο πληθωρισμός, από την μεγάλη αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων, κλιμακώνεται και θέτει συνήθως σε λειτουργία το σπιράλ τιμών-μισθών (το οποίο μπορεί να καταπολεμηθεί, αν και με αβέβαιο αποτέλεσμα, μόνο με την αύξηση των βασικών επιτοκίων).
Εκτός αυτού τόσο στην Τουρκία, όσο και σε πολλές άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες, ένας μεγάλος αριθμός δανειοληπτών είναι χρεωμένος σε ξένα νομίσματα – κάτι που δημιουργεί ένα ακόμη πρόβλημα επειδή τα χρέη αυτά, όταν υποτιμάται το νόμισμα, εκτοξεύονται στα ύψη.
Το γεγονός αυτό επιδεινώνει τις δυνατότητες αποπληρωμής των συγκεκριμένων δανείων εκ μέρους των πολιτών, οπότε προκαλούνται μεγάλα προβλήματα στις τράπεζες – τυχόν χρεοκοπία κάποιας από αυτές δε, οδηγεί τη χώρα στα πρόθυρα της αδυναμίας εξόφλησης των εξωτερικών υποχρεώσεων της.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας, με στόχο να αποφύγει την υποτίμηση, δεν σημαίνει ότι τελικά θα τα καταφέρει. Αντίθετα, η διαφορά των επιτοκίων της Τουρκίας, για παράδειγμα σε σχέση με την Ευρώπη, είναι τόσο μεγάλη, ώστε μετά από μία δραστική πτώση του νομίσματος, η οποία ευρίσκεται ήδη σήμερα σε εξέλιξη (γράφημα), να γίνει ξανά ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση χρημάτων εκ μέρους των διεθνών κερδοσκόπων.
.
.
Η αιτία είναι το ότι ο αποπληθωρισμός στην ΕΕ εγγυάται, κατά κάποιον τρόπο, τα χαμηλά βασικά επιτόκια εκ μέρους της ΕΚΤ – με αποτέλεσμα η διαφορά τους, σε σχέση με την Τουρκία, να είναι τόσο μεγάλη, ώστε πολλοί να δανείζονται χρήματα από την ΕΚΤ, με μηδενικά σχεδόν επιτόκια, καταθέτοντας τα στην Τουρκία και κερδίζοντας μεγάλα ποσά (carry traders) – αφού βέβαια ολοκληρωθεί η πτώση της ισοτιμίας της λίρας.
Η ελαφριά ανατίμηση τότε του νομίσματος, λόγω της εισροής ξανά αυξημένων ποσοτήτων ξένου συναλλάγματος (όσο περισσότεροι κερδοσκόποι θα τοποθετούνται, τόσο μεγαλύτερη η αύξηση της ισοτιμίας), θα δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της σταθεροποίησης της λίρας.
Η ψευδαίσθηση όμως αυτή θα έχει ημερομηνία λήξης – αφού θα διαρκέσει έως ότου γίνει αντιληπτό ότι, η ανατίμηση δεν οφείλεται στην καλυτέρευση των θεμελιωδών μεγεθών και της Οικονομίας της Τουρκίας, αλλά στους τοκογλύφους.
Οι τοκογλύφοι αυτοί θα απομυζούν τη χώρα μέχρι εκείνη τη στιγμή όπου, δεν θα υπάρχει πλέον άλλο «αίμα» και θα την εγκαταλείψουν μαζικά – με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ξανά το νόμισμα, μαζί με την οικονομία της Τουρκίας.
Ολοκληρώνοντας, ελπίζουμε τα παραπάνω να δίνουν μία σχετικά καλύτερη εικόνα, στα θέματα που αφορούν τα εθνικά νομίσματα – τεκμηριώνοντας την απίστευτη ανευθυνότητα όλων αυτών που συνηγορούν υπέρ της εξόδου μίας υπερχρεωμένης χώρας, από ένα ισχυρό κοινό νόμισμα.
Επιθυμούμε να τονίσουμε δε πως κάτι τέτοιο, η υιοθέτηση δηλαδή ενός εθνικού νομίσματος, είναι αδύνατον να έχει αίσιο τέλος, εάν δεν αλλάξει ταυτόχρονα «εκ βάθρων» το οικονομικό σύστημα της χώρας - παράλληλα με την έξοδο της από την ΕΕ, αφού διαφορετικά δεν μπορούν να εφαρμοσθούν πολιτικές επιδότησης της εγχώριας βιομηχανίας, δασμολογικής προστασίας κοκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου