ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
Του Richard D. Wolff
(Ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης)
Σχεδόν καθημερινά τα ΜΜΕ αναφέρουν περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς σε όλο τον κόσμο. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, από το τοπικό μέχρι το εθνικό και το διεθνές επίπεδο, αποκαλύπτεται ότι έχουν επωφεληθεί από τη θέση τους για προσωπικό όφελος. Αυτό το όφελος είναι συνήθως οικονομικό, αλλά μπορεί να συνοδεύεται και από επαγγελματική ανέλιξη. Οι αξιωματούχοι καταχρώνται τις θέσεις τους διευκολύνοντας τη φοροαποφυγή, δίνοντας επιδοτήσεις, κάνοντας αγορές και παίρνοντας αποφάσεις για πολλά άλλα «δημόσια» θέματα (π.χ. το πού θα γίνουν οι δρόμοι, πού θα χωροθετηθούν πόλεις, πού θα χτιστούν κρατικές εγκαταστάσεις, πώς θα γίνει η καταστολή των απεργιών, πώς θα γίνει η διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών κ.λπ.).
Η διαφθορά υπάρχει εξαιτίας και στον βαθμό που οι επίσημες αποφάσεις ευνοούν περισσότερο συγκεκριμένα άτομα, επιχειρήσεις και ομάδες, παρά κάποιο ευρύ κοινωνικό ή δημόσιο σκοπό. Η διαφθορά μπορεί να είναι παράνομη, όταν εφαρμόζονται απαγορευτικοί νόμοι. Μπορεί όμως να είναι και νόμιμη, εάν τέτοιοι νόμοι έχουν ανακληθεί ή δεν έχουν ψηφιστεί ποτέ. Η πολιτική διαφθορά, όταν δεν είναι συγκαλυμμένη ή κρυφή, συχνά υπάρχει υπό ένα προστατευτικό κάλυμμα ή μεταμφιεσμένη σαν να επρόκειτο για κάποιο δημόσιο σκοπό ή για το κοινό καλό.
Αυτό που προάγει το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής διαφθοράς σήμερα είναι η δομή του καπιταλισμού. Για πολλές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ανταγωνιστικές και άλλες, οι πιέσεις υφίστανται για να αυξάνουν τα κέρδη, τα ποσοστά ανάπτυξης και/ή τα μερίδια αγοράς. Τα διοικητικά τους συμβούλια και τα διευθυντικά τους στελέχη ψάχνουν να βρουν φτηνότερες πρώτες ύλες και φτηνότερη εργατική δύναμη, να αποσπάσουν υψηλότερη απόδοση από τους εργαζομένους τους και να πουλήσουν το παραγόμενο προϊόν τους στις υψηλότερες δυνατές τιμές. Αναζητούν τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια των κυβερνητικών αξιωματούχων σε όλα αυτά τα πεδία, την ίδια ώρα που θέλουν να πληρώνουν το ελάχιστο δυνατό μερίδιο των εσόδων τους σε φόρους.
Ατομικά, οι επιχειρήσεις επιθυμούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να υπηρετούν αυτούς τους σκοπούς. Ομαδοποιημένες σε ενώσεις, το επιδιώκουν για τις βιομηχανίες τους. Οταν οργανώνονται ως όλον (σε «εμπορικά επιμελητήρια» ή «συμμαχίες κατασκευαστών» κ.λπ.) επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τα ταξικά τους συμφέροντα. Τυπικά εμφανίζουν τις διεκδικήσεις τους ως «το καλό ολόκληρης της κοινωνίας». Τέτοιες φράσεις συνιστούν την «κατάλληλη γλώσσα» για να εκφραστούν τα ιδιοτελή συμφέροντά τους . Οι ενώσεις των εργαζομένων και των καταναλωτών χρησιμοποιούν συχνά αυτή την ίδια γλώσσα όταν αντιστέκονται στις επιδιώξεις των καπιταλιστών.
Αυστηροί κώδικες ηθικής ή νόμοι μπορεί να εμποδίζουν μεμονωμένους ή ομαδοποιημένους καπιταλιστές από το να διαφθείρουν κυβερνητικούς αξιωματούχους για να πετύχουν τους στόχους τους. Τα γεγονότα, ωστόσο, αποδεικνύουν ότι ούτε οι ηθικές δεσμεύσεις ούτε οι νόμοι έχουν αποτρέψει τους καπιταλιστές από το να διαφθείρουν αμέτρητους αξιωματούχους.
Ούτε επίσης αμέτρητα κρατικά δικαστήρια, επιτροπές κ.λπ. έχουν αποτρέψει τους αξιωματούχους από το να γίνονται συνένοχοι στην πολιτική διαφθορά. Τα κυρίαρχα μοντέλα των οικονομολόγων σπανίως περιλαμβάνουν τη διαφθορά που κατακλύζει τις καπιταλιστικές οικονομίες, τη στιγμή που τα ΜΜΕ τείνουν να αντιμετωπίζουν την πολιτική διαφθορά (τουλάχιστον στις δικές τους χώρες) ως την εξαίρεση και τις κυβερνητικές προσπάθειες να την σταματήσουν σαν κάτι το σοβαρό. Αυτά είναι, επίσης, παραδείγματα αυτής της «κατάλληλης γλώσσας», με την οποία οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες μασκαρεύουν την ενδημική πολιτική διαφθορά.
Για να μειώσουμε την πολιτική διαφθορά από τα σημερινά ψηλά επίπεδα στα οποία βρίσκεται, απαιτείται βασική, δομική οικονομική αλλαγή. Οι προηγηθείσες μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στην πολιτική σφαίρα της κοινωνίας, μόνο σε μία πλευρά των σχέσεων πολιτικής διαφθοράς. Η ελάχιστη επιτυχία των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων οφείλεται στο ότι αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική σφαίρα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, την άλλη πλευρά των σχέσεων πολιτικής διαφθοράς. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία στην πολιτική σφαίρα -στον βαθμό που αυτή ήταν πραγματική και όχι τυπική- κατέστησε τις αποφάσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων λιγότερο αδιαφανείς και κρυφές. Τα ΜΜΕ μπορούσαν τουλάχιστον τότε να δουν και να εκθέσουν ορισμένη από τη διαφθορά που οικοδομήθηκε στα σύγχρονα καπιταλιστικά συστήματα. Ομως περισσότερο απαιτείται να πάμε πέρα από τις αποκαλύψεις και να μειώσουμε τη δομική διαφθορά.
Το θέμα είναι η δομική τάση του καπιταλισμού να δίνει κίνητρα στους καπιταλιστές ώστε να προσπαθούν να διαφθείρουν τους κρατικούς αξιωματούχους. Ενας τρόπος για να μειώσουμε τη διαφθορά είναι να εκδημοκρατίσουμε τις επιχειρήσεις, να τις αναδιοργανώσουμε έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να τις διευθύνουν συλλογικά. Ενας τέτοιος οικονομικός εκδημοκρατισμός θα καθιστούσε όλες τις πλευρές των σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων πολύ πιο διαφανείς σε όλους τους εργαζόμενους της επιχείρησης. Αυτή η σχέση θα απαιτούσε ανοιχτή συζήτηση και πλειοψηφική υποστήριξη από τους εργαζόμενους και οι μειοψηφίες θα έπρεπε να αποκτήσουν τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να ασκήσουν κριτική σ’ αυτή τη σχέση.
Η μεταφορά του ελέγχου των επιχειρήσεων από τις μικρές ομάδες των μεγαλομετόχων και των διοικητικών συμβουλίων -που οι ίδιοι επιλέγουν στην αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων- θα αφαιρούσε τα κίνητρα αυτών των ομάδων να διαφθείρουν κυβερνητικούς αξιωματούχους προς αμοιβαίο όφελός τους.
Ο τερματισμός της καπιταλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης το μόνο θέμα που αφήνει σε εκκρεμότητα είναι το πώς θα μειώσουμε τα εναπομείναντα κίνητρα για τους εργαζόμενους σε μια εργατική αυτοδιοικούμενη επιχείρηση να διαφθείρουν κυβερνητικούς αξιωματούχους. Το κατάλληλο βήμα προς αυτόν τον σκοπό θα περιελάμβανε το να κάνουμε τις εκδημοκρατισμένες επιχειρήσεις και την εκδημοκρατισμένη πολιτική ανεξάρτητες. Αυτό σημαίνει ότι οι σημαντικές, με κοινωνικές συνέπειες, αποφάσεις των αυτοδιευθυνόμενων επιχειρήσεων θα απαιτούσαν την πλήρη συναίνεση των δημοκρατικά δομημένων κυβερνήσεων των κοινοτήτων, οι οποίες επηρεάζονται από τις αποφάσεις των επιχειρήσεων. Το ίδιο θα εφαρμοζόταν και ανάποδα: οι κυβερνητικές αποφάσεις θα απαιτούνταν να επικυρώνονται από τις εκδημοκρατισμένες επιχειρήσεις που επηρεάζονται από αυτές τις αποφάσεις.
Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση θα αναμορφωνόταν ως όργανο, με δύο νομοθετικά σώματα, αλλά με μία καινούργια έννοια. Η μία βουλή θα είχε ως βάση την επιχείρηση, ενώ η άλλη θα είχε ως βάση τον τόπο διαμονής. Οι βασικοί έλεγχοι και οι ισορροπίες ενός τέτοιου συστήματος θα μπορούσαν λογικά να μειώσουν την πολιτική διαφθορά και δεν θα είχαν σχέση με οτιδήποτε έχει επιχειρηθεί μέχρι σήμερα μέσω μεταρρυθμίσεων που συχνά δεν αποτελούσαν παρά ένα προπέτασμα καπνού για να αποφευχθούν οι βασικές οικονομικές αλλαγές που είναι αναγκαίες.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου