Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η πολιτική της αυτοκτονίας

analyst

Όταν όλοι μαζί μειώνουν τα έξοδα τους, χρεοκοπούν οι παραγωγικές επιχειρήσεις, οπότε αυξάνεται κατακόρυφα η ανεργία – με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μία χώρα σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο, ο οποίος την οδηγεί νομοτελειακά στην απόλυτη καταστροφή
του Βασίλη Βιλιάρδου 

Το κράτος (και η Ευρωζώνη σήμερα, καθώς επίσης η παγκόσμια κοινότητα), θα πρέπει να ασκήσει καθοδηγητική επιρροή στη ροπή προς κατανάλωση - εν μέρει μέσω της φορολογίας, εν μέρει καθορίζοντας το επιτόκιο, καθώς επίσης εν μέρει με άλλους τρόπους (αυξομείωση της ποσότητας χρήματος κοκ.). Επιπλέον, φαίνεται απίθανο ότι η επιρροή της τραπεζικής πολιτικής στο επιτόκιο, θα είναι από μόνη της επαρκής για να προσδιορίσει ένα άριστο επίπεδο επένδυσης.
Επομένως, μία κάπως περιεκτική «κοινωνικοποίηση της επένδυσης» θα αποδειχθεί το μόνο μέσον διασφάλισης της προσέγγισης προς την πλήρη απασχόληση – η οποία είναι το πρώτο ζητούμενο σε μία κοινωνία. Η ανάγκη αυτή, φυσικά, δεν αποκλείει συμβιβασμούς και μηχανισμούς συνεργασίας του δημοσίου με την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Πέρα όμως από αυτό, δεν υφίσταται εμφανής λόγος για ένα σύστημα κρατικού σοσιαλισμού, το οποίο θα αγκάλιαζε το μέγιστο μέρος της οικονομικής ζωής μίας κοινωνίας. Το σημαντικό για το κράτος δεν είναι η κατοχή των μέσων παραγωγής. Αν το κράτος είναι σε θέση να καθορίσει το σύνολο των πόρων που κατευθύνονται σε αύξηση των μέσων και τις βασικές αμοιβές εκείνων που τα κατέχουν, θα έχει εκπληρώσει πλήρως το ρόλο του” (Keynes). 
 .
Ανάλυση           
Στην Οικονομία της Αγοράς, τα προϊόντα που δεν μπορούν να πουληθούν είναι ουσιαστικά άχρηστα για τον παραγωγό τους – γεγονός που αποτελεί τη βασική αιτία της μείωσης της παραγωγής, όταν μειώνεται η ζήτηση. Η μείωση τώρα της παραγωγής και της ζήτησης (κατανάλωσης), περιορίζει αντίστοιχα τα εισοδήματα των ανθρώπων, τα έσοδα του κράτους κοκ. – όπως αναλύσαμε σε προηγούμενο κείμενο μας (Το ζενίθ της κρίσης).
Στα πλαίσια αυτά φαίνεται αυτονόητο το ότι, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευθούμε ολόκληρο το παραγωγικό δυναμικό μίας οικονομίας, αγοράζοντας μεταξύ μας όλα τα προϊόντα – οπότε θα αυξάνονταν οι δαπάνες μας και εξ αυτών τα εισοδήματα μας. Γιατί λοιπόν δεν το κάνουμε και επιλέγουμε τις πολιτικές λιτότητας, οι οποίες μας βυθίζουν σε κρίσεις;

Απαντώντας στο ερώτημα, οφείλουμε να σημειώσουμε εν πρώτοις πως υπάρχει μία αντίθεση, μία αντιφατικότητα καλύτερα μεταξύ αυτών που είναι λογικά για την συνολική οικονομία μίας χώρας, καθώς επίσης αυτών που είναι ορθολογικά, που συμφέρουν δηλαδή τον καθέναν από εμάς. Στα πλαίσια αυτά, μία Οικονομία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποταμιεύει χρήματαεπειδή η κάθε μείωση των δαπανών οδηγεί στον περιορισμό των εισοδημάτων - ενώ η «συλλογική λιτότητα», σε «εξτρεμιστικές» περιπτώσεις όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, οδηγεί στην απώλεια του κεφαλαίου που δεν χρησιμοποιείται.
Απλούστερα, όταν όλοι μαζί μειώνουν τα έξοδα τους, χρεοκοπούν οι παραγωγικές και λοιπές επιχειρήσεις, οπότε αυξάνεται κατακόρυφα η ανεργία – με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μία χώρα σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο, ο οποίος την οδηγεί νομοτελειακά στην απόλυτη καταστροφή.
Συμπερασματικά λοιπόν, μέσω της «συλλογικής αποταμίευσης» χρημάτων γινόμαστε σαν σύνολο πιο φτωχοί - ενώ μόνο όταν σε μία Οικονομία επικρατούν συνθήκες πλήρους εκμετάλλευσης του παραγωγικού δυναμικού της, είναι δυνατόν η μείωση της κατανάλωσης (πολιτική λιτότητας) να εμποδίσει την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας, η οποία με τον τρόπο αυτό θα επιχειρούσε να ελέγξει την «υπερθέρμανση» της οικονομίας.
Τα χαμηλά επιτόκια τότε θα μπορούσαν να διευκολύνουν τις επενδύσεις, οι οποίες δεν θα διενεργούνταν – γεγονός που σημαίνει ότι, η πολιτική λιτότητας έχει νόημα (και πρέπει να υιοθετείται για να δημιουργούνται ρεζέρβες), μόνο όταν η Οικονομία ευρίσκεται σε πορεία ανάπτυξης. Όταν όμως η Οικονομία συρρικνώνεται λόγω της κρίσης, οπότε η εκμετάλλευση του παραγωγικού δυναμικού της είναι πολύ χαμηλή (γράφημα που ακολουθεί), τότε δεν πρέπει να εμποδίζεται η κατανάλωση – αλλά, αντίθετα, οι επενδύσεις (προστασία των υφισταμένων), έως ότου «αναρρώσει» η οικονομία.
.
Εκμετάλλευση-του-παραγωγικού-δυναμικου
Εκμετάλλευση του παραγωγικού δυναμικού στην Ελλάδα
.
Είναι ανόητο λοιπόν να συζητείται σήμερα στην Ελλάδα η προσέλκυση ξένων επενδύσεων ή η διεξαγωγή νέων εκ μέρους των εγχώριων επιχειρηματιών, όταν παράλληλα εφαρμόζεται μία πολιτική λιτότητας, η οποία «θανατώνει» τη ζήτηση (κατανάλωση) – ενώ αφήνει ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας ανεκμετάλλευτο.
Προφανώς, κάτω από τέτοιες συνθήκες, η κάθε καινούργια επένδυση δημιουργεί νέα προβλήματα στις υφιστάμενες (κανιβαλισμός) – οπότε είναι καλύτερα να αποφεύγεται. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν εδώ οι επενδύσεις σε εξαγωγικές βιομηχανίες, εάν και εφόσον βέβαια η ζήτηση σε άλλες χώρες αυξάνεται – κάτι που επίσης δεν συμβαίνει σήμερα.
Η ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, όσο ελάχιστα λογική και αν είναι συχνά η μείωση των δαπανών, η «εξοικονόμηση» χρημάτων δηλαδή από την πλευρά της συνολικής Οικονομίας, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όσον αφορά τον εκάστοτε ιδιώτη ή επιχειρηματία – ο οποίος πρέπει να λειτουργεί ορθολογικά, εξοικονομώντας όσο το δυνατόν περισσότερους πόρους και επιτυγχάνοντας το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα, με τα λιγότερα δυνατά έξοδα.
Το σύνολο τώρα των «πλεονασμάτων» των εισοδημάτων των ιδιωτών, είναι ίσο με τα συνολικά χρέη όλων των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, του δημοσίου και του εξωτερικού (όταν η χώρα έχει βέβαια πλεονασματικό ισοζύγιο). Τα «πλεονάσματα» όμως αυτά χαρακτηρίζουν κυρίως τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα μίας κοινωνίας – επειδή τα χαμηλότερα δαπανούν ουσιαστικά όλα τα χρήματα τους, έχοντας πολύ λίγες δυνατότητες αποταμίευσης (συνήθως το 10% του πληθυσμού μίας χώρας εισπράττει το 50% των συνολικών εισοδημάτων).
Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές πολιτικοοικονομικές προεκτάσεις – μεταξύ άλλων, επειδή η κοινωνική τάξη με τα υψηλότερα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία, έχει συνήθως μία κατά πολύ μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, από τις υπόλοιπες. Η πολιτική της αυτή επιρροή χρησιμοποιείται κυρίως για την προστασία των δικών της συμφερόντων – επομένως, για την ασφάλεια και για την αύξηση των αποταμιεύσεων της.
Ο βασικότερος φόβος αυτής της τάξης είναι η υπερχρέωση του κράτους – η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται με την επιβολή υψηλότερων φόρων στους εισοδηματικά ισχυρότερους. Εκτός αυτού, η συγκεκριμένη τάξη φοβάται τυχόν «επεκτατική πολιτική» εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας (τύπωμα χρημάτων κοκ.) – επειδή έτσι μειώνεται η χρηματική της περιουσία, λόγω της υποτίμησης, της μείωσης της αγοραστικής αξίας των χρημάτων δηλαδή που συνοδεύει τον πληθωρισμό.
Αντίθετα, τα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο αντιμετωπίζονται θετικά από την τάξη των πλουσίων – πολύ περισσότερο εάν επιτυγχάνονται με την τεχνητά χαμηλή διατήρηση των μισθών (dumping), επειδή με τον τρόπο αυτό αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων (τα οποία οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να τα τοποθετήσουν κερδοφόρα στο εξωτερικό).
Στο σημείο αυτό, εάν τοποθετήσουμε στη θέση της ανώτερης εισοδηματικής τάξης, την οποία περιγράψαμε παραπάνω, μία χώρα, τη Γερμανία για παράδειγμα, ενώ τις άλλες χώρες (Ισπανία, Ελλάδα κλπ.) στις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, θα διαπιστώσουμε μεγάλες ομοιότητες με αυτά που συμβαίνουν σήμερα – όσον αφορά την πολιτική που επιβάλλει η Γερμανία στο Νότο (λιτότητα), τις αποφάσεις που επιθυμεί από την ΕΚΤ (όχι «τύπωμα» χρημάτων, αύξηση των επιτοκίων κλπ.), την επιρροή της Γερμανίας στην Κομισιόν κοκ.
Στην προκειμένη περίπτωση η Γερμανία, ανήκοντας μεταφορικά στην ανώτερη εισοδηματική τάξη, έχει εντελώς διαφορετικά συμφέροντα από εκείνες τις χώρες που ανήκουν στις κατώτερες – οπότε ουσιαστικά εντός της Ευρωζώνης μαίνεται ένας «ταξικός πόλεμος», ανάλογος με αυτούς που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες. Η μοναδική διαφορά είναι το ότι, οι «τάξεις» εδώ είναι τα διάφορα κράτη, αντί οι κοινωνικές ομάδες εντός μίας χώρας – με τα πλούσια κράτη να μην συμφωνούν με τη μεγαλύτερη φορολόγηση τους (δημοσιονομική ένωση), έχοντας τα μέσα (ισχύ, επιρροή) να την αποφύγουν.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων σήμερα (γράφημα), η οποία αποτελεί τη βασική αιτία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Δύση, είναι περίπου ανάλογη με αυτήν στις Η.Π.Α. το 1928. Λίγο αργότερα, το 1929, η Fed αύξησε τα βασικά επιτόκια, προκαλώντας την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.
.
(*Πατήστε στο διάγραμμα για μεγέθυνση)
Η παγκόσμια πυραμίδα του πλούτου: Κλίμακα πλούτου (αριστερά), ποσοστό συνολικού πληθυσμού ανά κλίμακα (κέντρο), ποσοστό του συνολικού πλούτου κατανεμημένου στο συνολικό πληθυσμό της κάθε κλίμακας (δεξιά).
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
.
Ολοκληρώνοντας, τα υψηλά πραγματικά επιτόκια σε εποχές αποπληθωρισμού (ανάλυση)επιβραβεύουν φυσικά την αποταμίευση χρημάτων και εμποδίζουν, αναστέλλουν καλύτερα το δανεισμό. Κάτι τέτοιο θα συνέφερε σήμερα τη Γερμανία, οι Πολίτες της οποίας διαθέτουν μεγάλες καταθέσεις – ενώ τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού έχουν ήδη δημιουργήσει μία φούσκα ακινήτων σε πολλές πόλεις της.
Αντίθετα, τα υψηλά πραγματικά επιτόκια θα ήταν θανατηφόρο για τις υπερχρεωμένες Οικονομίες του Νότου - καθώς επίσης για εκείνους τους Πολίτες τους, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει τα χρήματα τους σε ακίνητα και όχι σε τραπεζικές καταθέσεις.
 .
Ο ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ, Η ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ
Περαιτέρω, σε εποχές αποπληθωρισμού τόσο οι καταθέτες, όσο και οι οφειλέτες, μειώνουν τις δαπάνες τους – έτσι ώστε με τα χρήματα που τους περισσεύουν είτε να αυξήσουν τη χρηματική τους περιουσία, είτε να μειώσουν τα χρέη τους.
Η κάθε μείωση των δαπανών όμως οδηγεί στον περιορισμό των εισοδημάτων (ΑΕΠ) σε μία Οικονομία – ενώ οι επιχειρήσεις, οι οποίες δεν πουλούν πλέον τα προϊόντα τους όσο προηγουμένως, θα πρέπει είτε να μειώσουν τις αποταμιεύσεις τους, είτε να περιορίσουν τα έξοδα τους (απολύσεις προσωπικού κλπ.), έτσι ώστε να μην μειωθούν τα εισοδήματα τους ή να μην χρεοκοπήσουν.
Με τον συγκεκριμένο τρόπο αυξάνεται η ανεργία και μειώνονται τόσο οι ποσότητες, όσο και οι τιμές των προϊόντων. Το γεγονός αυτό οδηγεί νομοτελειακά τις επιχειρήσεις σε λιγότερες επενδύσεις, καθώς επίσης τα νοικοκυριά σε μείωση της κατανάλωσης – θέτοντας σε λειτουργία τον καθοδικό σπειροειδή κύκλο, ο οποίος βαθαίνει συνεχώς την κρίση. Επί πλέον, χωρίς καθαρές επενδύσεις δεν δημιουργούνται πια πραγματικές αποταμιεύσεως.
Περαιτέρω, η συνεχής μείωση των εξόδων, με στόχο την εξοικονόμηση χρημάτων, χωρίς τη βοήθεια μίας επεκτατικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής εκ μέρους του κράτους, οδηγεί τα νοικοκυριά στην ολοκληρωτική φτωχοποίηση - σε εκείνοι το κρίσιμο σημείο δηλαδή που δεν είναι δυνατή εκ μέρους τους η παραπάνω μείωση των εξόδων (τότε και μόνο τότε ακολουθούν οι κοινωνικές εξεγέρσεις).
Η προβληματική αυτή κατάσταση επιδεινώνεται σε μεγάλο βαθμό όταν η κατανομή των εισοδημάτων είναι «εξτρεμιστικά» μη ισορροπημένη – όπως συνέβη στις Η.Π.Α. το 1929. Αυτό οφείλεται στο ότι, οι πλούσιοι μπορούν ακόμη να διατηρούν υψηλό το βιοτικό τους επίπεδο παρά την κρίση και να αποταμιεύουν, ενώ οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις εξαθλιώνονται – όπου προηγείται η κατώτερη και ακολουθεί η μεσαία.
Η χώρα τότε οδηγείται νομοτελειακά στην υπερχρέωση – με αποτέλεσμα, εάν εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική, να αποφασίζεται η μείωση των δαπανών για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αντί της αύξησης των φόρων εισοδήματος και περιουσίας για τα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην πτώση του ρυθμού ανάπτυξης και στον περιορισμό του ΑΕΠ – όπως φαίνεται στην Ελλάδα από το γράφημα που ακολουθεί.
.
ΑΕΠ-Ελλάδος
ΑΕΠ Ελλάδος (υπολογισμένο σε δις δολάρια Αμερικής)
.
Η υπερχρέωση μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο εάν προκληθεί η αύξηση του ιδιωτικού χρέους μέσω, για παράδειγμα, της ανάπτυξης της αγοράς ακινήτων  - επίσης, μέσω της αύξησης των εξαγωγών, η οποία χρεώνει το εξωτερικό με τα πλεονάσματα, μειώνοντας αντίστοιχα το δημόσιο χρέος της χώρας.
Ειδικά σε κράτη, όπως η Ελλάδα, το ιδιωτικό χρέος της οποίας ήταν εξαιρετικά χαμηλό όταν ξέσπασε η κρίση (γράφημα), η υπερχρέωση μπορούσε πολύ εύκολα να καταπολεμηθεί, εάν διευκολύνονταν η ζήτηση και οι επενδύσεις (αύξηση του ιδιωτικού χρέους) εκ μέρους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων – κάτι που δεν απαιτούσε χρήματα από το κράτος, αλλά τη μείωση της γραφειοκρατίας στο ελάχιστο και ένα σταθερό, ορθολογικό φορολογικό πλαίσιο, το οποίο να «επιβραβεύει» τις επενδύσεις (αφορολόγητο αποθεματικό για τις επιχειρήσεις κλπ.).
.
Κατανομή χρέους
.
Δυστυχώς όμως, οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις της Ελλάδας εφάρμοσαν την ακριβώς αντίθετη πολιτική – με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται διαρκώς η κρίση, καθώς επίσης να αυξάνεται διαχρονικά το δημόσιο χρέος. Την ίδια στιγμή, ο κάποτε υγιέστατος ιδιωτικός τομέας της χώρας, στην οποία δεν υπήρχε ούτε φούσκα ακινήτων, ούτε τραπεζική, όπως στην Ιρλανδία, στην Ισπανία κλπ., οδηγείται κυριολεκτικά στην αγχόνη – μέσω μίας απίστευτης «φορολογικής ασυδοσίας» του δημοσίου, η οποία καταστρέφει κάθε πιθανότητα εξόδου της χώρας από την κρίση.
Με δεδομένο δε το ότι, η ανώτατη εισοδηματική τάξη της Ελλάδας δεν μπορεί να επηρεάσει την πολιτική,αφού η πραγματική εξουσία ασκείται από ξένους, δεν πρόκειται να αποφύγει και αυτή τη λεηλασία, καθώς επίσης τη φτωχοποίηση – ακολουθώντας τη χαμηλή και μεσαία τάξη, με κάποια χρονική καθυστέρηση.
Περαιτέρω στην οικονομική θεωρία, η προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος του προϋπολογισμού μίας χώρας κατά 15%, μέσω της πολιτικής λιτότητας, οδηγεί στη συρρίκνωση της Οικονομίας (πτώση του ΑΕΠ) κατά τουλάχιστον κατά 15%. Το γεγονός αυτό αυξάνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ πάνω από 15%, χωρίς να αυξηθούν καθόλου τα χρέη σε απόλυτο μέγεθος – με αποτέλεσμα να «υποτιμάται» η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, να αυξάνονται τα επιτόκια δανεισμού της, οπότε το έλλειμμα του προϋπολογισμού ξανά, παρά τη λιτότητα κοκ.
 .
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ολοκληρώνοντας, η μονεταριστική θεωρεία της ανάπτυξης (Keynes), πιστεύει πως οι κρίσεις προέρχονται από την ισχυρή επιβράβευση της εξοικονόμησης χρημάτων (πολιτική λιτότητας), εις βάρος της ζήτησης (κατανάλωσης). Επιπλέον από τα υψηλά πραγματικά επιτόκια, από τον αποπληθωρισμό που προκαλείται, από τις προσμονές μειωμένων εισοδημάτων εκ μέρους της πλειοψηφίας του πληθυσμού, καθώς επίσης από τη μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων – συνδεδεμένη με υψηλά ρίσκα τυχόν κατάρρευσης των χρηματιστηρίων και της αγοράς ακινήτων.
Κατά τη συγκεκριμένη θεωρεία, το πλέον αποτελεσματικό μέσον αντιμετώπισης των κρίσεων είναι η προώθηση της μαζικής κατανάλωσης, μέσω της αύξησης των μισθών και των τιμών.  Σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως είναι ο αποπληθωρισμός, η κεντρική τράπεζα πρέπει να υιοθετήσει μία επεκτατική πολιτική («τύπωμα» νέων χρημάτων, χαμηλά βασικά επιτόκια, διευκόλυνση του δανεισμού), η οποία να μπορεί να εγγυηθεί την αύξηση των τιμών των προϊόντων.
Η τάση για αποταμίευση πρέπει να καταπολεμάται μέσω της δημιουργίας ενός ασφαλούς κοινωνικού κράτους, ενώη φορολογική πολιτική πρέπει να επιβαρύνει όσο το δυνατόν λιγότερο τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις. Οι υψηλότερες οφείλουν να φορολογούνται περισσότερο, αλλά δίκαια – επίσης, με τρόπο που να μην επιλέγουν τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων και των δραστηριοτήτων τους σε άλλες χώρες.
Η διαδικασία αυτή, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, απαιτεί τη συνεργασία όλων των χωρών μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην ανταγωνίζονται αθέμιτα (όπως στο παράδειγμα της Βρετανίας, η οποία έχει προσελκύσει με αθέμιτους τρόπους την Ελληνική ναυτιλία, εις βάρος της χώρας μας).
Ουσιαστικά λοιπόν δεν λείπουν τα χρήματα (κεφάλαια) ή το φθηνό εργατικό δυναμικό από μία Οικονομία, η οποία έχει βυθιστεί στην κρίση, αλλά η ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτό δεν ισχύει μόνο σε περιόδους κρίσεων, αλλά γενικότερα για την καταπολέμηση της φτώχειας – μέσω της αύξησης της παραγωγής και εξ αυτής των εισοδημάτων.
Εάν τα παραπάνω γίνουν κατανοητά τόσο από την Ευρωζώνη, όσο και από την Ελλάδα, με την εφαρμογή της συγκεκριμένης, ήπιας πολιτικής της χρυσής μεσότητας, υπάρχει ακόμη χρόνος για να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η κρίση. Εάν όχι, η ειρηνική επίλυση του προβλήματος είναι όλο και λιγότερο πιθανή – γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις απίστευτες ομοιότητες του 2014 με το 1914 (ανάλυση).
Σε πρώτο στάδιο προβλέπεται σήμερα η «κατάληψη» του Ευρωκοινοβουλίου από εθνικιστικές, από ακροδεξιές και από αριστερές παρατάξεις – σε δεύτερο οι κοινωνικές αναταραχές, οι εξεγέρσεις, ενδεχομένως η «βίαιη» υιοθέτηση εθνικών νομισμάτων, καθώς επίσης οι διακρατικές, έντονες αντιπαραθέσεις. Το τρίτο στάδιο ελπίζουμε να αποφευχθεί τελικά – αφού θα ήταν ίσως μοιραίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου