του Κώστα Μελά
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο
εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις , όχι απλές αποκλίσεις
θέσεων , ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές
οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για
την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με
επιμέλεια , κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά
στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης
ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία στηρίζεται ως γνωστό ,στην
αλληλουχία κρίσεων. Με τα
ίδια τα λόγια του Μονέ «Η
Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων
που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές» Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί
μόνο έτσι η λύση , ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς ,
διευρύνοντας το φάσμα των τομέων της από κοινού δράσης , βαθαίνοντας την
ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η
διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των
πολιτικών ελίτ.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η
επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση ,
εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους
της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής
μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες
μορφές συλλογικής δράσης.
Βασίσθηκε στην παθητική συναίνεση των πολιτών
των ευρωπαϊκών χωρών , οι οποίοι θεώρησαν κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω
της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της
ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται ) «εξ’ υφαρπαγής», δευτερευόντως επειδή φαίνεται ότι «πείσθηκαν» μέσω μιας
βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και
στην γενικότερη ευημερία τους φθάνει να εγκαταλειφθεί κάθε είδος «λαϊκισμού»
που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.
Αυτή η «πειθώ» οφείλεται πρωταρχικά στα ΜΜΕ και
στην ηγεμονία που αυτά ασκούν στη διαμόρφωση των επιθυμητών αντιλήψεων. Η
αίσθηση αυτή ήταν
καταλυτικά κυρίαρχη στις νεοεισερχόμενες χώρες οι οποίες εμφανίζονται
«βασιλικότερες του βασιλέως».
Όμως παρόλα αυτά , η ΕΕ , αυτό το ιδιαίτερο μόρφωμα,
κατάφερε να δημιουργήσει, με το πέρασμα του χρόνου και παρά το τεράστιο
δημοκρατικό έλλειμμα , ένα
δικό του πολιτικό σύστημα , ιδιόμορφο, με τους δικούς του κανόνες και τα δικά
του θεσμικά όργανα που νομοθετούν σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, ξεκινώντας από
την Οικονομία και φθάνοντας μέχρι τον χώρο της Δικαιοσύνης , του
Περιβάλλοντος και της Μετανάστευσης. Με
τη διαδικασία αυτή και στα «μουλωχτά» δημιουργήθηκε ένα ευρύ θεσμικό πλαίσιο ,
ένα νομικό δίχτυ που απλώθηκε πάνω από τα εθνικά κράτη υποτάσσοντας
σημαντικά κομμάτια της κυριαρχίας τους. Επομένως είναι λίγο παράδοξο
σήμερα να ομιλούμε για απουσία πολιτικής πρακτικής εκ μέρους των πολιτικών ελίτ των
ευρωπαϊκών χωρών. Το
Πολιτικόν αναπόφευκτα είναι πάντοτε παρών στις ανθρώπινες και ως εκ τούτου και
στις κοινωνικές διεργασίες. Όμως πρόκειται για το Πολιτικόν χαμηλής
εντάσεως που κατευθύνεται κυρίως στην οικονομία .
Αλλά και σε αυτά τα επίπεδα οι επιτυχίες ως προς
τους αρχικούς σκοπούς δεν ήταν μεγάλες στον αριθμό αλλά ούτε και ουσιαστικές.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η «πολιτική» έκφραση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε τη
συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων.
Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης αποτέλεσε μέχρι την περίοδο
αυτή, στόχο «διακρατικών»
συμφωνιών ελλείψει μιας
ενιαίας(;) πολιτικής βούλησης. Διακρατικών συμφωνιών επί της ουσίας των μεγάλων
δυνάμεων και κυρίως της Γερμανίας.
Η εμφάνιση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης
στην ευρωζώνη αποτέλεσε το έναυσμα να εκδηλώνεται φανερά πλέον η υπάρχουσα εξ
αρχής επικυριαρχία της
Γερμανίας η οποία υπήρχε διατυπωμένη στις συνθήκες της ΕΕ τουλάχιστον από το
Μάαστριχτ και μετά.
Όμως ακόμη και τώρα είναι εμφανές ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί
αφενός δεν είναι ενημερωμένοι αφετέρου συνεχίζουν να είναι απαθείς με τα
τεκταινόμενα στην ΕΕ διότι δεν ερωτήθηκαν ποτέ για αυτά που νομοθετεί η ΕΕ .
Είμαι πεπεισμένος ότι ελάχιστοι γνωρίζουν σε τι συνίστανται και τι πραγματικά
σημαίνουν οι νέοι κανόνες Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης οι οποίοι τίθενται σε
εφαρμογή από το 2014. Στην Ελλάδα ήρθε να μας τους θυμίσει η πρόσφατη έκθεση
του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους. Οι σημαντικότατες αλλαγές που
επέρχονται παρότι έχουν αναφερθεί αποσπασματικά κατά καιρούς στον ημερήσιο τύπο
εν τούτοις δεν έχουν αποτελέσει σημείο αναφοράς μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων
με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει κατανοητό στην μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού
λαού ποια είναι η νέα πραγματικότητα εντός της οποίας καλείται η Ελλάδα και η
ελληνική οικονομία να λειτουργήσει και τι αυτό συνεπάγεται για τον τρόπο
άσκησης της οικονομικής πολιτικής και πόσοι βαθμοί ελευθερίας άσκησης αυτής της
πολιτικής απομένουν στις εθνικές κυβερνήσεις και συνεπώς και στην ελληνική. Πάλι εξυφαίνεται μια «συνωμοσία
σιωπής» των ευρωπαϊκών αρχηγεσιών.
Κατά κοινή ομολογία το γενικό πλαίσιο άσκησης της
οικονομικής πολιτικής γίνεται περισσότερο περιοριστικό (μειώνονται οι βαθμοί
ελευθερίας των εθνικών κυβερνήσεων) το σύστημα έγινε πολυπλοκότερο και εξακολουθεί να αιωρείται το
ερώτημα αν και πώς θα
λειτουργήσει.
«Το νέο σύστημα αμοιβαίας εποπτείας διαφέρει σημαντικά
από το προηγούμενο.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πτυχή γίνεται πιο δεσμευτικό και συνδυάζεται μεαυστηρότερες
κυρώσεις και ευκολότερες διαδικασίες επιβολής τους. Ταυτόχρονα διευρύνθηκε
σημαντικά το αντικείμενο της εποπτείας. Πέρα από τις δημοσιονομικές στοχεύσεις
περιλαμβάνει τώρα και τις γενικότερες (μακρο) οικονομικές ανισορροπίες. Κάθε
κράτος μέλος αξιολογείται με βάση ένα κατάλογο δεικτών (scoreboard) για την
εξέλιξη των αγορών, των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, της ανεργίας, του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, του κόστους, των τιμών κλπ. Ουσιαστικά
διαμορφώθηκαν στην ΕΕ και Ευρωζώνη δύο διακριτά αλλά αλληλένδετα πεδία
συνεργασίας. Το ένα αφορά στη δημόσια οικονομία και το άλλο στην
ευρύτερη οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Το νέο
σύστημα εποπτείας λειτουργεί και προληπτικά καθώς τα διάφορα προγράμματα που
είναι υποχρεωμένα να καταρτίζουν τα κράτη μέλη («σύγκλισης», «σταθερότητας» και
«προσαρμογής») προηγούνται των εθνικών προϋπολογισμών και πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη κατά την κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού. Στο συντονισμό αυτόν
ενισχύεται η εποπτική
λειτουργία (άρα και δύναμη)
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μολονότι τον τελικό λόγο έχουν τα Συμβούλια».
Ο Ε.Μ.Σ. συμπληρώνει το οπλοστάσιο της ΕΕ και της Ζώνης
του Ευρώ (αριθμητικοί περιορισμοί, νέες διαδικασίες λήψης αποφάσεων, κυρώσεις)
για τη δημοσιονομική πειθαρχία και αποτελεσματικότερο συντονισμό της
οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών.. Αλλά, όποιο κράτος ζητήσει βοήθεια, θα
τη λάβει μόνον αν δεχθεί όρουςοικονομικής
πολιτικής (αιρεσιμότητα, conditionality), δηλαδή αν δεχθεί να εφαρμόσει ένα
πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διατηρήσιμης δημοσιονομικής
εξυγίανσης. Όλα τα σημεία
της νέας Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης έχουν άμεσο αντίχτυπο στην ασκούμενη
οικονομική πολιτική της Ελλάδος μάλιστα μετά από μια περίοδο 6 χρόνων ύφεσης
και προσπάθειας επανάκαμψης της οικονομίας. Θέλω
να σταθώ για την ώρα μόνο στο σημείο της νέας «αιρεσιμότητας» το οποίο θεωρώ
άκρος ενδιαφέρων για την ελληνική περίπτωση.
«Η Ελλάδα αντλεί πολύτιμους πόρους από όλα τα διαρθρωτικά
ταμεία ( ΕΤΠΑ, ΕΚΤ, ΤΑ, ΕΓΤΑΑ, ΕΤΘ). Για την επόμενη περίοδο 2014-2020
υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν χωρίς τους εθνικούς πόρους, σε τουλάχιστον 16,3
δισ. Ευρώ
Η αξιοποίησή τους θα στηρίζεται στα Σύμφωνα Εταιρικής Σχέσης (Σ.Ε.Σ, partnership agreements που
αντικαθιστούν το Ε.Σ.Π.Α). Αλλά:
(α) Σε περίπτωση που το κράτος μέλος λαμβάνει οικονομική
ενίσχυση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (Ε.Μ.Σ.) σε σύνδεση με
προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δύναται να
αναθεωρεί τα Σ.Ε.Σ. και τα Επιχειρησιακά Προγράμματα χωρίς πρόταση των κρατών μελών,
δηλαδή μονομερώς.
(β) Η
Επιτροπή θα έχει άμεση δυνατότητα συμμετοχής στη διαχείριση των προγραμμάτων
χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση των κρατών μελών, αν αυτά έχουν στηριχθεί από το
Ε.Μ.Σ.
(γ) Η εκταμίευση θα εξαρτάται από την επίτευξη των στόχων
των Εθνικών Προγραμμάτων Μεταρρυθμίσεων και από την εκπλήρωση όρων
μακροοικονομικής πολιτικής που θα διαμορφώνονται στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών. Η απόκλιση θα μπορεί να οδηγεί σε
αναστολή ή ακύρωση της χρηματοδότησης.
(δ) Η αποδέσμευση πόρων θα εξαρτάται από «εκ των προτέρων
όρους» που θα πρέπει να εκπληρώνονται πριν από την πρώτη εκταμίευση για να
εξασφαλισθεί η αποτελεσματική
αξιοποίησή τους και «εκ των υστέρων όρους» δηλαδή από τις επιδόσεις κατά την
εφαρμογή των Σ.Ε.Σ. από τις οποίες θα εξαρτώνται οι συμπληρωματικές
εκταμιεύσεις. Τα παραπάνω
ενισχύουν τις δυνατότητες της Επιτροπής να επιβάλλει τη συμμόρφωση των κρατών
μελών σε κοινούς στόχους.
Η ρύθμιση για τους μακροοικονομικούς όρους στήριξης
απορρέει από την άποψη ότι τα διαρθρωτικά ταμεία συνυφαίνονται με τη γενικότερη
οικονομική πολιτική και τις σχετικές κατευθύνσεις του Συμβουλίου».
Όμως όπως σημειώνει η Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού
του Κράτους: « Αλλά κυρώσεις
τέτοιου τύπου μπορεί να επιδεινώσουν την κατάσταση σε ένα κράτος μέλος.
Η αιρεσιμότητα («βοήθεια υπό όρους») στην πολιτική
συνοχής (των διαρθρωτικών ταμείων) και ειδικά για την σύνδεσή τους με
προγράμματα οικονομικής προσαρμογής σε χώρες που θα προσφεύγουν στον Ε.Μ.Σ.
μπορεί να χειροτερεύσει την κατάσταση σε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα,
καθώς θα πρέπει να διαγράψουν επενδυτικά προγράμματα και μάλιστα σε περιόδους
κρίσης. Εκτός τούτου, η
μακροοικονομική αιρεσιμότητα σε σχέση με τα διαρθρωτικά ταμεία έρχεται σε
αντίθεση με την αποστολή των ταμείων, που είναι ανάμεσα σε άλλα να μειώσουν τις
περιφερειακές ανισότητες στην Ευρώπη. Αντίθετα, η συμμετοχή και ενίσχυση του
ρόλου της Επιτροπής στον σχεδιασμό των νέων Σ.Ε.Σ. και στην εφαρμογή τους
μπορεί να βελτιώσει την ποιότητά τους, να περιορίσει την αναποτελεσματικότητα
στη διαχείριση και να περιορίσει τη διασπορά των πόρων χωρίς ιεράρχηση των
αναγκών. Σημειώνουμε ότι τα Σ.Ε.Σ. οφείλουν να υπηρετούν κατά προτεραιότητα την
απασχόληση, την καινοτομία, την εκπαίδευση και την ενεργειακή προσαρμογή».
Ανεξαρτήτως όμως της κριτικής η οποία μπορεί να ασκηθεί
από πολλές πλευρές η κυβέρνηση θα πρέπει να εξηγήσει τι πραγματικά σημαίνει το
νέο αυτό πλαίσιο. Η εκκωφαντική σιωπή των ιθυνόντων στερώντας την αποκάλυψη της
νέας πραγματικότητας από τον ελληνικό λαό δεν θα δικαιούνται στο μέλλον να του
αποδώσουν ευθύνες για τις τυχούσες λανθασμένες συμπεριφορές του όντας στην
άγνοια ή ακόμη χειρότερο στην παραπληροφόρηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου