protagon
Μια Κεντρική Τράπεζα χωρίς κυβέρνηση και κυβερνήσεις χωρίς Κεντρική
Τράπεζα. Αυτή είναι η συντριπτική ανοησία της Ευρωζώνης και ο λόγος που
επέβαλε στον εαυτό της, για δεύτερη φορά από το 2009, την Ύφεση.
Με δεδομένη την άρνηση της ΕΚΤ να αγοράσει ομόλογα αν πρώτα δεν ενισχυθεί περαιτέρω η Ύφεση (ενισχύοντας τις βάναυσες προσπάθειες να εξαφανιστούν τα δημόσια ελλείμματα σε περίοδο που τα εισοδήματα συρρικνώνονται), το χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί, τουλάχιστον όχι όσο η Ευρωζώνη αποτυγχάνει να αυξάνει δραματικά τα εμπορικά της πλεονάσματα με τον υπόλοιπο πλανήτη (βλ. εδώ για τον λόγο που κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την εξάλειψη των κρατικών ελλειμμάτων). Τώρα μάλιστα που η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, η Σκανδιναβία, η Βρετανία και η Βραζιλία επιδίδονται όλο και περισσότερο σε «νομισματική χαλαρότητα», ρίχνοντας τα νομίσματά τους και αυξάνοντας το ευρώ, το παιχνίδι αυτό έχει χαθεί.
Το ερώτημα για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι: Πώς μπορεί να μειώσει το πλήγμα στην κοινωνική της οικονομία έως ότου η Ευρωζώνη αναγκαστεί από την πραγματικότητα να αλλάξει πορεία; Τρία χρόνια επιχειρηματολογώ ότι η μικρή Ελλάδα, λόγω του τεράστιου χρέους της, είχε τη διαπραγματευτική δύναμη να ωθήσει την Ευρώπη σε διαφορετική πορεία. Με κάθε όμως υπογραφή που βάζαμε στις επεκτάσεις, επικαιροποιήσεις και νέες εκφάνσεις του Μνημονίου, στερούσαμε από τον εαυτό μας βαθμούς ελευθερίας, βυθιζόμενοι όλο και περισσότερο στην απόλυτη εξάρτηση από την τρόικα. Τέλος πάντων, εδώ που φτάσαμε, υπάρχουν κάποιες κινήσεις που μπορεί να κάνει η σημερινή κυβέρνηση ώστε να αποκτήσει κάποιους, έστω και λίγους, βαθμούς ελευθερίας (χωρίς να ασπαστεί τη ριζοζοσπαστική μου πρόταση για ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση); Νομίζω ότι έχει. Θα αναφερθώ σε μια τέτοια κίνηση (την οποία έχω ξανα-αναφέρει περιληπτικά).
Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης είναι η νομισματική στενότητα, η έλλειψη ρευστότητας και η απόλυτη δέσμευσή της από τις επόμενες δόσεις για να «κινείται» το κράτος. Χωρίς μια Κεντρική Τράπεζα που να αγοράζει το χρέος της κόβοντας χρήμα, και εκτός των αγορών χρήματος, η κυβέρνηση ασφυκτιά. Όμως, είναι λάθος να θεωρούμε δεδομένο ότι μόνο μια Κεντρική Τράπεζα «δημιουργεί» χρήμα. Όπως όλοι γνωρίζουν, το 80% του χρήματος σε μια «φυσιολογική» οικονομία δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες: Κάθε φορά που δανείζουν ένα ποσοστό των καταθέσεων (που τους εμπιστεύτηκαν οι καταθέτες) σε πελάτη, είναι σαν να έχουν δημιουργήσει χρήμα.
Το δικό μας σημερινό πρόβλημα είναι ότι στην κατάσταση που βρίσκονται οι τράπεζες σήμερα, αδυνατώντας τόσο να δανειστούν όσο και να δανείσουν, βρισκόμαστε στη ζοφερή θέση να μην μπορεί να δημιουργηθεί χρήμα ούτε από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας (ελέω εκχώρισης της νομισματικής πολιτικής στη Φραγκφούρτη) ούτε και από τις εμπορικές τράπεζες που λειτουργούν στην επικράτεια. Μπορεί να γίνει κάτι επ’ αυτού εντός της Ευρωζώνης και χωρίς να καταστρατηγήσουμε ούτε μία λέξη των κανόνων της νομισματικής ένωσης; Θεωρώ πως ναι, μπορεί.
Έστω ότι το Υπουργείο Οικονομικών εκδίδει ανώνυμες φορο-επιταγές. Τι είναι αυτές; Χαρτάκια που μοιάζουν με τα κλασικά παράβολα των εφοριών (αν και προτείνω να είναι αισθητικά πιο σαγηνευτικά). Με τη διαφορά ότι δεν εκδίδονται για κάποια συγκεκριμένη χρήση, δεν αναγράφεται το όνομα του αγοραστή πάνω τους, δεν λήγουν κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία. Το μόνο που αναγράφεται είναι δύο αριθμοί. Ο ένας είναι το ποσό σε ευρώ που δαπανήθηκε για να αγοραστεί η εν λόγω φορο-επιταγή. Ο άλλος είναι η ημερομηνία έκδοσης, π.χ. Ιανουάριος 2013.
Γιατί να αγοράσει κάποιος μια τέτοια φορο-επιταγή; Για ένα απλούστατο λόγο: Η φοροεπιταγή αυτή συνοδεύεται από ένα συμβόλαιο (το οποίο απλώς δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, χωρίς να χρειάζεται να συνοδεύει σε χάρτινη μορφή την φορο-επιταγή) που:
(α) δεσμεύει το δημόσιο να αποδέχεται σε όλες τις ΔΟΥ της χώρας την κάθε φοροεπιταγή ως ρευστό χρήμα, με το οποίο ο πολίτης ή η επιχείρηση που την καταθέτει πληρώνει όλων των ειδών τις υποχρεώσεις τους στο Δημόσιο (π.χ. ΔΠΑ, τέλη κυκλοφορίας, φόρο εισοδήματος, ΦΑΠ κ.λπ.), και
(β) προσδιορίζει, για κάθε σειρά έκδοσης, το ποσοστό έκπτωσης που δεσμεύεται το κράτος να προσφέρει στον πολίτη. Το (β) μπορεί μάλιστα να διατυπωθεί με τρόπο που να δίνει κίνητρο στον κάτοχο μιας φοροεπιταγής να την κρατήσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, π.χ. δεσμεύοντας το κράτος να αυξάνει το ποσοστό φορο-απαλλαγής ανάλογα με το πόσο καιρό έχει διακρατηθεί (δηλαδή δεν έχει χρησιμοποιηθεί) η φορο-επιταγή. Για παράδειγμα, μια φορο-επιταγή έκδοσης 2013 προσφέρει μείωση φόρου 8% αν χρησιμοποιηθεί το 2014, 20% αν χρησιμοποιηθεί το 2015 και 25% για μετά το 2016.
Με τα παραπάνω, το κράτος επιτυγχάνει δύο πράγματα ταυτόχρονα: Πρώτον, μεταφέρει από το μέλλον στο παρόν έσοδα χωρίς να χρειάζεται να δημιουργεί χρηματοοικονομικά παράγωγα εγγυούμενα από περιουσιακά στοιχεία του κράτους (και βέβαια χωρίς να πληρώνει προμήθειες σε καμία Goldman Sachs), δίνοντας έτσι στον εαυτό του τη δυνατότητα μιας πιο ήπιας προσαρμογής, και μειώνοντας την πίεση που το ίδιο υφίσταται για να μειώσει δαπάνες με υψηλό πολλαπλασιαστή, κάτι που περιορίζει τον υφεσιακό αντίκτυπο των «μέτρων».
Δεύτερον, αυξάνει τη νομισματική ρευστότητα στην αγορά, αντικαθιστώντας την ποσότητα χρήματος που εξαφανίστηκε λόγω (α) της σφυκτής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και (β) της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος να δημιουργεί πίστη (και συνεπώς χρήμα). Το γεγονός ότι οι φορο-επιταγές αυτές θα είναι ανώνυμες σημαίνει ότι θα μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους πολίτες ως μέσο συναλλαγών. Η ανταλλακτική τους αξία, δηλαδή η ισοτιμία μια φορο-επιταγής των 100 ευρώ με 100 «κανονικά» ευρώ, θα προσδιορίζεται από την ίδια την αγορά και μάλιστα θα αυξάνεται με τον καιρό (καθώς οι παλαιότερης έκδοσης φορο-επιταγές αποδίδουν μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρων). Συνολικά, η ρευστότητα των αγορών θα αυξηθεί δραματικά και, παράλληλα, (1) τα ταμεία του κράτους θα ανακουφιστούν ενώ (2) πολλοί πολίτες θα επωφεληθούν από αυτή την ευκαιρία για να μειώσουν τους μελλοντικούς τους συντελεστές φόρων.
Πολλοί θα πουν: «Μα πού θα βρει ο κοσμάκης χρήματα για να επενδύσει σε φοροεπιταγές όταν δεν έχει να φάει;» Ή θα αναρωτηθούν: «Αν είχα μερικά χρήματα στην άκρη, γιατί να αγοράσω φορο-επιταγές και να μην τα τοποθετήσω κάπου αλλού;»
Απαντώ ως εξής: Πρώτον, είναι αλήθεια ότι πολύς κόσμος δεν έχει χρήματα να διαθέσει για τέτοιες αγορές. Όμως, την ίδια στιγμή, υπάρχουν ακόμα πολλοί συμπολίτες μας με:
(i) αρκετά ακίνητα (τα οποία φορολογούνται, και θα συνεχίσουν να φορολογούνται αγρίως), αυτοκίνητο (για το οποίο θα πληρώνουν τέλη για χρόνια αρκετά), δελτίο παροχής υπηρεσιών κ.λπ. (για τα οποία όσο ζουν θα πληρώνουν) και
(ii) κάποιες καταθέσεις στην Ελβετία, στη Γερμανία, στο Λονδίνο, στην Ελλάδα ακόμα, που κάθονται εκεί με σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Δεδομένων των (i) και (ii), αν η έκπτωση που μπορεί να έχεις από τον φόρο που θα καταβάλεις σε, π.χ., δύο χρόνια από σήμερα είναι 20% αγοράζοντας φορο-επιταγές τώρα, ποια άλλη τοποθέτηση (στον καιρό της Κρίσης) μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή την εκπληκτική απόδοση;
Το μόνο επιχείρημα εναντίον των φορο-επιταγών το οποίο μπορεί να απωθήσει τους πολίτες από το να τις αγοράσουν μαζικά είναι το γνωστό πρόβλημα με την αναξιοπιστία του κράτους μας. Θα πουν πολλοί: «Θέλεις να δανείσω ένα κράτος που μόλις πέρυσι κούρεψε τα ομόλογά μου κατά 50%;» Ναι, είναι απάντηση. Ο λόγος είναι διττός: Πρώτον, έχει μεγάλη διαφορά να δανείσεις κάποιον (είτε είναι κράτος είτε ιδιώτης) και να ζεις με την αγωνία για το αν θα πάρεις τα χρήματά σου πίσω από το να ξέρεις ότι του χρόνου πάλι θα δώσεις χρήματα στο κράτος, μόνο που το κράτος σήμερα σου δίνει μια υπόσχεση ότι θα σου πάρει λιγότερα στο μέλλον. Δεύτερον, σήμερα το κράτος είναι αυτοκαταστροφικά αναξιόπιστο (αρμέγοντας όλο και πιο πολύ τους μη έχοντες πολίτες) επειδή δεν έχει καμία πρόσβαση στη ρευστότητα. Αν αποκτήσει μια κάποια πρόσβαση σε αυτήν τη ρευστότητα θα έχει λιγότερο κίνητρο να φανεί αναξιόπιστο καθώς οι φοροεπιταγές θα αποτελέσουν σωτήρια πηγή ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, αν το κράτος είναι «να μας τη φέρει» θα το κάνει χωρίς να αθετήσει τον λόγο του ως προς τις εκπτώσεις για τους έχοντες φορο-επιταγές. Θα το κάνει, απλώς, αυξάνοντας τη φορολογία! Όμως και σε αυτή την τρισάθλια περίπτωση οι φορο-επιταγές αποτελούν ένα ανάχωμα για τον πολίτη.
Συμπερασματικά, ζούμε σε μια νομισματική ένωση χωρίς ειρμό, σε μια Ευρωζώνη που οδεύει ολοταχώς προς μια Μεγάλη Διόρθωση. Ανεξάρτητα από το εάν η τελευταία συμβεί επειδή οι ηγέτες των πλεονασματικών χωρών έβαλαν μυαλό εκούσια ή επειδή η Κρίση φουντώσει και πάλι με καταστροφικά αποτελέσματα, το ζητούμενο για τη χειμαζόμενη Ελλάδα είναι να πάρει μερικές ανάσες τώρα, μέχρι να έρθει η στιγμή της Μεγάλης Διόρθωσης. Η έκδοση φορο-επιταγών από το ελληνικό δημόσιο και δεν καταστρατηγεί οποιαδήποτε από τις συμφωνίες που έχει υπογράψει η χώρα και προσφέρει έναν τρόπο ενίσχυσης της ρευστότητας τόσο του κράτους όσο και των αγορών. Έτσι είναι: οι απελπιστικές στιγμές απαιτούν δημιουργικότητα. Γιατί πρέπει μόνο οι μεγαλο-τραπεζίτες να εφευρίσκουν χρηματοοικονομικά τερτίπια ώστε να δημιουργούν χρήμα; Καιρός να προβούν σε τέτοιες, καθόλα νόμιμες, δημιουργικές κινήσεις και τα ασφυκτιούντα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
του Γιάννη Βαρουφάκη |
Με δεδομένη την άρνηση της ΕΚΤ να αγοράσει ομόλογα αν πρώτα δεν ενισχυθεί περαιτέρω η Ύφεση (ενισχύοντας τις βάναυσες προσπάθειες να εξαφανιστούν τα δημόσια ελλείμματα σε περίοδο που τα εισοδήματα συρρικνώνονται), το χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί, τουλάχιστον όχι όσο η Ευρωζώνη αποτυγχάνει να αυξάνει δραματικά τα εμπορικά της πλεονάσματα με τον υπόλοιπο πλανήτη (βλ. εδώ για τον λόγο που κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την εξάλειψη των κρατικών ελλειμμάτων). Τώρα μάλιστα που η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, η Σκανδιναβία, η Βρετανία και η Βραζιλία επιδίδονται όλο και περισσότερο σε «νομισματική χαλαρότητα», ρίχνοντας τα νομίσματά τους και αυξάνοντας το ευρώ, το παιχνίδι αυτό έχει χαθεί.
Το ερώτημα για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι: Πώς μπορεί να μειώσει το πλήγμα στην κοινωνική της οικονομία έως ότου η Ευρωζώνη αναγκαστεί από την πραγματικότητα να αλλάξει πορεία; Τρία χρόνια επιχειρηματολογώ ότι η μικρή Ελλάδα, λόγω του τεράστιου χρέους της, είχε τη διαπραγματευτική δύναμη να ωθήσει την Ευρώπη σε διαφορετική πορεία. Με κάθε όμως υπογραφή που βάζαμε στις επεκτάσεις, επικαιροποιήσεις και νέες εκφάνσεις του Μνημονίου, στερούσαμε από τον εαυτό μας βαθμούς ελευθερίας, βυθιζόμενοι όλο και περισσότερο στην απόλυτη εξάρτηση από την τρόικα. Τέλος πάντων, εδώ που φτάσαμε, υπάρχουν κάποιες κινήσεις που μπορεί να κάνει η σημερινή κυβέρνηση ώστε να αποκτήσει κάποιους, έστω και λίγους, βαθμούς ελευθερίας (χωρίς να ασπαστεί τη ριζοζοσπαστική μου πρόταση για ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση); Νομίζω ότι έχει. Θα αναφερθώ σε μια τέτοια κίνηση (την οποία έχω ξανα-αναφέρει περιληπτικά).
Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης είναι η νομισματική στενότητα, η έλλειψη ρευστότητας και η απόλυτη δέσμευσή της από τις επόμενες δόσεις για να «κινείται» το κράτος. Χωρίς μια Κεντρική Τράπεζα που να αγοράζει το χρέος της κόβοντας χρήμα, και εκτός των αγορών χρήματος, η κυβέρνηση ασφυκτιά. Όμως, είναι λάθος να θεωρούμε δεδομένο ότι μόνο μια Κεντρική Τράπεζα «δημιουργεί» χρήμα. Όπως όλοι γνωρίζουν, το 80% του χρήματος σε μια «φυσιολογική» οικονομία δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες: Κάθε φορά που δανείζουν ένα ποσοστό των καταθέσεων (που τους εμπιστεύτηκαν οι καταθέτες) σε πελάτη, είναι σαν να έχουν δημιουργήσει χρήμα.
Το δικό μας σημερινό πρόβλημα είναι ότι στην κατάσταση που βρίσκονται οι τράπεζες σήμερα, αδυνατώντας τόσο να δανειστούν όσο και να δανείσουν, βρισκόμαστε στη ζοφερή θέση να μην μπορεί να δημιουργηθεί χρήμα ούτε από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας (ελέω εκχώρισης της νομισματικής πολιτικής στη Φραγκφούρτη) ούτε και από τις εμπορικές τράπεζες που λειτουργούν στην επικράτεια. Μπορεί να γίνει κάτι επ’ αυτού εντός της Ευρωζώνης και χωρίς να καταστρατηγήσουμε ούτε μία λέξη των κανόνων της νομισματικής ένωσης; Θεωρώ πως ναι, μπορεί.
Έστω ότι το Υπουργείο Οικονομικών εκδίδει ανώνυμες φορο-επιταγές. Τι είναι αυτές; Χαρτάκια που μοιάζουν με τα κλασικά παράβολα των εφοριών (αν και προτείνω να είναι αισθητικά πιο σαγηνευτικά). Με τη διαφορά ότι δεν εκδίδονται για κάποια συγκεκριμένη χρήση, δεν αναγράφεται το όνομα του αγοραστή πάνω τους, δεν λήγουν κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία. Το μόνο που αναγράφεται είναι δύο αριθμοί. Ο ένας είναι το ποσό σε ευρώ που δαπανήθηκε για να αγοραστεί η εν λόγω φορο-επιταγή. Ο άλλος είναι η ημερομηνία έκδοσης, π.χ. Ιανουάριος 2013.
Γιατί να αγοράσει κάποιος μια τέτοια φορο-επιταγή; Για ένα απλούστατο λόγο: Η φοροεπιταγή αυτή συνοδεύεται από ένα συμβόλαιο (το οποίο απλώς δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, χωρίς να χρειάζεται να συνοδεύει σε χάρτινη μορφή την φορο-επιταγή) που:
(α) δεσμεύει το δημόσιο να αποδέχεται σε όλες τις ΔΟΥ της χώρας την κάθε φοροεπιταγή ως ρευστό χρήμα, με το οποίο ο πολίτης ή η επιχείρηση που την καταθέτει πληρώνει όλων των ειδών τις υποχρεώσεις τους στο Δημόσιο (π.χ. ΔΠΑ, τέλη κυκλοφορίας, φόρο εισοδήματος, ΦΑΠ κ.λπ.), και
(β) προσδιορίζει, για κάθε σειρά έκδοσης, το ποσοστό έκπτωσης που δεσμεύεται το κράτος να προσφέρει στον πολίτη. Το (β) μπορεί μάλιστα να διατυπωθεί με τρόπο που να δίνει κίνητρο στον κάτοχο μιας φοροεπιταγής να την κρατήσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, π.χ. δεσμεύοντας το κράτος να αυξάνει το ποσοστό φορο-απαλλαγής ανάλογα με το πόσο καιρό έχει διακρατηθεί (δηλαδή δεν έχει χρησιμοποιηθεί) η φορο-επιταγή. Για παράδειγμα, μια φορο-επιταγή έκδοσης 2013 προσφέρει μείωση φόρου 8% αν χρησιμοποιηθεί το 2014, 20% αν χρησιμοποιηθεί το 2015 και 25% για μετά το 2016.
Με τα παραπάνω, το κράτος επιτυγχάνει δύο πράγματα ταυτόχρονα: Πρώτον, μεταφέρει από το μέλλον στο παρόν έσοδα χωρίς να χρειάζεται να δημιουργεί χρηματοοικονομικά παράγωγα εγγυούμενα από περιουσιακά στοιχεία του κράτους (και βέβαια χωρίς να πληρώνει προμήθειες σε καμία Goldman Sachs), δίνοντας έτσι στον εαυτό του τη δυνατότητα μιας πιο ήπιας προσαρμογής, και μειώνοντας την πίεση που το ίδιο υφίσταται για να μειώσει δαπάνες με υψηλό πολλαπλασιαστή, κάτι που περιορίζει τον υφεσιακό αντίκτυπο των «μέτρων».
Δεύτερον, αυξάνει τη νομισματική ρευστότητα στην αγορά, αντικαθιστώντας την ποσότητα χρήματος που εξαφανίστηκε λόγω (α) της σφυκτής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και (β) της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος να δημιουργεί πίστη (και συνεπώς χρήμα). Το γεγονός ότι οι φορο-επιταγές αυτές θα είναι ανώνυμες σημαίνει ότι θα μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους πολίτες ως μέσο συναλλαγών. Η ανταλλακτική τους αξία, δηλαδή η ισοτιμία μια φορο-επιταγής των 100 ευρώ με 100 «κανονικά» ευρώ, θα προσδιορίζεται από την ίδια την αγορά και μάλιστα θα αυξάνεται με τον καιρό (καθώς οι παλαιότερης έκδοσης φορο-επιταγές αποδίδουν μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρων). Συνολικά, η ρευστότητα των αγορών θα αυξηθεί δραματικά και, παράλληλα, (1) τα ταμεία του κράτους θα ανακουφιστούν ενώ (2) πολλοί πολίτες θα επωφεληθούν από αυτή την ευκαιρία για να μειώσουν τους μελλοντικούς τους συντελεστές φόρων.
Πολλοί θα πουν: «Μα πού θα βρει ο κοσμάκης χρήματα για να επενδύσει σε φοροεπιταγές όταν δεν έχει να φάει;» Ή θα αναρωτηθούν: «Αν είχα μερικά χρήματα στην άκρη, γιατί να αγοράσω φορο-επιταγές και να μην τα τοποθετήσω κάπου αλλού;»
Απαντώ ως εξής: Πρώτον, είναι αλήθεια ότι πολύς κόσμος δεν έχει χρήματα να διαθέσει για τέτοιες αγορές. Όμως, την ίδια στιγμή, υπάρχουν ακόμα πολλοί συμπολίτες μας με:
(i) αρκετά ακίνητα (τα οποία φορολογούνται, και θα συνεχίσουν να φορολογούνται αγρίως), αυτοκίνητο (για το οποίο θα πληρώνουν τέλη για χρόνια αρκετά), δελτίο παροχής υπηρεσιών κ.λπ. (για τα οποία όσο ζουν θα πληρώνουν) και
(ii) κάποιες καταθέσεις στην Ελβετία, στη Γερμανία, στο Λονδίνο, στην Ελλάδα ακόμα, που κάθονται εκεί με σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Δεδομένων των (i) και (ii), αν η έκπτωση που μπορεί να έχεις από τον φόρο που θα καταβάλεις σε, π.χ., δύο χρόνια από σήμερα είναι 20% αγοράζοντας φορο-επιταγές τώρα, ποια άλλη τοποθέτηση (στον καιρό της Κρίσης) μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή την εκπληκτική απόδοση;
Το μόνο επιχείρημα εναντίον των φορο-επιταγών το οποίο μπορεί να απωθήσει τους πολίτες από το να τις αγοράσουν μαζικά είναι το γνωστό πρόβλημα με την αναξιοπιστία του κράτους μας. Θα πουν πολλοί: «Θέλεις να δανείσω ένα κράτος που μόλις πέρυσι κούρεψε τα ομόλογά μου κατά 50%;» Ναι, είναι απάντηση. Ο λόγος είναι διττός: Πρώτον, έχει μεγάλη διαφορά να δανείσεις κάποιον (είτε είναι κράτος είτε ιδιώτης) και να ζεις με την αγωνία για το αν θα πάρεις τα χρήματά σου πίσω από το να ξέρεις ότι του χρόνου πάλι θα δώσεις χρήματα στο κράτος, μόνο που το κράτος σήμερα σου δίνει μια υπόσχεση ότι θα σου πάρει λιγότερα στο μέλλον. Δεύτερον, σήμερα το κράτος είναι αυτοκαταστροφικά αναξιόπιστο (αρμέγοντας όλο και πιο πολύ τους μη έχοντες πολίτες) επειδή δεν έχει καμία πρόσβαση στη ρευστότητα. Αν αποκτήσει μια κάποια πρόσβαση σε αυτήν τη ρευστότητα θα έχει λιγότερο κίνητρο να φανεί αναξιόπιστο καθώς οι φοροεπιταγές θα αποτελέσουν σωτήρια πηγή ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, αν το κράτος είναι «να μας τη φέρει» θα το κάνει χωρίς να αθετήσει τον λόγο του ως προς τις εκπτώσεις για τους έχοντες φορο-επιταγές. Θα το κάνει, απλώς, αυξάνοντας τη φορολογία! Όμως και σε αυτή την τρισάθλια περίπτωση οι φορο-επιταγές αποτελούν ένα ανάχωμα για τον πολίτη.
Συμπερασματικά, ζούμε σε μια νομισματική ένωση χωρίς ειρμό, σε μια Ευρωζώνη που οδεύει ολοταχώς προς μια Μεγάλη Διόρθωση. Ανεξάρτητα από το εάν η τελευταία συμβεί επειδή οι ηγέτες των πλεονασματικών χωρών έβαλαν μυαλό εκούσια ή επειδή η Κρίση φουντώσει και πάλι με καταστροφικά αποτελέσματα, το ζητούμενο για τη χειμαζόμενη Ελλάδα είναι να πάρει μερικές ανάσες τώρα, μέχρι να έρθει η στιγμή της Μεγάλης Διόρθωσης. Η έκδοση φορο-επιταγών από το ελληνικό δημόσιο και δεν καταστρατηγεί οποιαδήποτε από τις συμφωνίες που έχει υπογράψει η χώρα και προσφέρει έναν τρόπο ενίσχυσης της ρευστότητας τόσο του κράτους όσο και των αγορών. Έτσι είναι: οι απελπιστικές στιγμές απαιτούν δημιουργικότητα. Γιατί πρέπει μόνο οι μεγαλο-τραπεζίτες να εφευρίσκουν χρηματοοικονομικά τερτίπια ώστε να δημιουργούν χρήμα; Καιρός να προβούν σε τέτοιες, καθόλα νόμιμες, δημιουργικές κινήσεις και τα ασφυκτιούντα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου