Νέα Πολιτική
του Χρήστου Ζιώγα*
Έχουν παρέλθει είκοσι έτη από την κρίση των Ιμίων και είναι πλέον πασίδηλο ότι η ελληνοτουρκική κλιμάκωση, η οποία παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε πόλεμο μεταξύ των δύο χώρων, δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός ή μια ad hoc αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Την περίοδο αμέσως μετά την κρίση και για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα, πολλοί υποστήριζαν πως ήταν παράλογο να έρθουν σε στρατιωτική αντιπαράθεση, Ελλάδα και Τουρκία, για μια βραχονησίδα. Δύο δεκαετίες μετά και ο πλέον δύσπιστος ή ελαφρογνώμων διαπιστώνει πως η εν λόγω ενέργεια δεν αφορούσε αποκλειστικά τη συγκεκριμένη βραχονησίδα του ανατολικού Αιγαίου, αλλά μια σχεδιασμένη προσπάθεια της Αγκύρας να αμφισβητήσει την κυριαρχία επί του εδάφους, κι όχι μόνον των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η Τουρκία επιδιώκει να μην ασκήσει η χώρα μας τις προβλεπόμενες, από το δίκαιο της θάλασσας, μέριμνες ώστε συν τω χρόνω να αλλάξει, προς όφελός της, το καθεστώς του αρχιπελάγους.
Η ελληνοτουρκική «προσέγγιση» που υιοθετήθηκε ως πολιτική επιλογή, μετά την εν λόγω κρίση, και κυρίως ο τρόπος που υλοποιήθηκε, οδήγησε:
α) στην ενίσχυση τη διεθνούς νομιμοποίησης της Τουρκίας ως μη αναθεωρητικού κράτους,
β) στην αποδέσμευση της ευρωπαϊκής της πορείας δίχως την ουσιαστική υποχρέωση, εκ μέρους της, να τερματίσει την αναθεωρητική της πολιτική,
γ) στην αποδοχή, ως πολιτική ηγεσία, του σχεδίου Ανάν, νομιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα τετελεσμένα στη Μεγαλόνησο, που ως ελληνισμός έκτοτε επιδιώκουμε, θέλω να πιστεύω, να απεγκλωβιστούμε από τα διάδοχά του σχέδια «επίλυσης», και
δ) στην αδρανοποίηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος, αυτοϋπονομεύοντας τόσο την άμυνα της Κύπρου όσο και την ελληνική αποτρεπτική ισχύ έναντι της Τουρκίας.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στοχεύει στο να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας. Επί αυτής της βάσης επιδιώκει έλεγχο όλων των σημαντικών αναδιανομών ισχύος που λαμβάνουν χώρα στην περιφέρειά της. Παράλληλα, λόγω έλλειψης επαρκούς ισχύος να υλοποιήσει τους αναθεωρητικούς της στόχους στην ένταση και το βαθμό που επιθυμεί, δρα προς τη ματαίωση, κατ’ ελάχιστον, οποιασδήποτε ενέργειας που θίγει τα συμφέροντά της.
Η Ελλάδα καλείται να επανακαθορίσει τη στάση της εν σχέσει με τη γείτονα χώρα εφ’ όσον αυτή εξακολουθεί να συμπεριφέρεται αναθεωρητικά. Η ελληνική πολιτική ηγεσία πορεύθηκε με τις μεταψυχροπολεμικές ψευδαισθήσεις, πως η αμερικανοπαγής διεθνής τάξη και η προοπτική ένταξής της στην ΕΕ θα περιόριζαν τον τουρκικό ηγεμονισμό, και συνδυαστικά με τις μεταγενέστερες, πως η μετάβαση του τουρκικού πολιτικού συστήματος στη μετακεμαλική εποχή που δρομολογείται την τελευταία δεκαετία υπό τον Ταγίπ Ερντογάν, θα επέφεραν μια πιο φιλειρηνική εξωτερική πολιτική.
Η Τουρκία έχει κατορθώσει με μια συνεπή στρατηγική να αποτρέψει την χωρά μας να ασκήσει τα προβλεπόμενα, εκ του δικαίου της θάλασσας, δικαιώματα, ήτοι να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα ως τα 12 ναυτικά μίλια και να ανακηρύξουμε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), καταστάσεις που συνθετικά θα ενίσχυαν σημαντικά τη θέση και το ρόλο μας στην ευρύτερη περιφέρειά μας. Η ενεργοποίηση των διατάξεων του δικαίου της θάλασσας δεν συνιστούν εθνικιστικούς «αταβισμούς», όπως επιπόλαια ή ιδεοληπτικά αναφέρουν ορισμένοι, αλλά ενέργειες που θα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μέσω δημιουργίας θέσεων εργασίας, προοπτική εξόχως απαραίτητη στην τρέχουσα συγκυρία.
Η ελληνική κοινωνία συνειδητοποιεί λόγω της παρατεταμένης κρίσης που βιώνει ότι οι πραγματικότητες για το εσωτερικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές γίγνεσθαι είναι αρκετά διαφοροποιημένες από αυτές που είχαν «σχηματοποιηθεί» ως κοινωνικό συνειδέναι κατά την προηγούμενη περίοδο. Η έξοδος από την απαιτητική συγκυρία προϋποθέτει έναν γενικότερο αναστοχασμό σε όλες τις πτυχές του ατομικού και συλλογικού μας βίου. Το αριστοτελικό «ορθώς διανοείσθαι δια του ορθώς κοινωνείν», άλλοτε βασικό στοιχείο της ελληνικής ιδιοσυστασίας, εμφανίζεται εξαιρετικά επίκαιρο και αναγκαίο σε μια κοινωνία που, κατά την προηγούμενη περίοδο, πλειοψηφικά επικράτησαν ιδεολόγοι, δαιμονολογούντες και πολιτικοί οι οποίοι συνεχίζουν να προσεγγίζουν κατά αρέσκεια αλλά μη εμπειρικά επαληθεύσιμα το εσωτερικό και διεθνές γίγνεσθαι. Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, η περιφερειακή αστάθεια και ο τουρκικός ηγεμονισμός αποτελούν καταστάσεις τις οποίες οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε ως ένα πλέγμα ζητημάτων που εκ των πραγμάτων αλληλοεπηρεάζονται.
Οι ενδείξεις στρατηγικής υπερεξάπλωσης της Τουρκίας, τουτέστιν έχει θέσει στόχους στην εξωτερική της πολιτική που υπερβαίνουν τις δυνατότητές της, προσφέρουν στην χώρα μας ευκαιρίες εξισορρόπησης και αποτροπής του τουρκικού αναθεωρητισμού. Η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει στην τιθάσευση του τουρκικού ηγεμονισμού και όχι να προσμένει να ενεργήσουν άλλοι αντ’ αυτής. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις παρουσιάζουν συγκλίσεις, λόγω μακροχρόνιας συμμαχίας και επανάκαμψης της Ρωσσίας στην περιοχή, αλλά και έντονες αποκλίσεις εξ’ αιτίας της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ (Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) που επιδιώκει αυτονόμηση της Άγκυρας από τη Δύση˙ κατάσταση που λειτουργεί θετικά προς τα ελληνικά συμφέροντα.
Δεν ξέρω, τελικά, πόσο σοφότερους μας έκανε η κρίση των Ιμίων, το μόνο βεβαιωμένο είναι η θυσιαστική αυταπάρνηση των τριών στελεχών των ενόπλων δυνάμεων που «έπεσαν» την ώρα του καθήκοντος, δεν ήταν και δεν θα είναι οι μόνοι. Ταυτόχρονα, όμως, στο μυαλό μου έρχεται η φράση του Μπρεχτ: «αλίμονοστη χώρα που έχει (διαρκώς) ανάγκη από ήρωες».
* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου