ardin-rixi
Ο Καποδίστριας σε νεαρή ηλικία
Του Γιώργου Καραμπελιά από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 12
Οι τύχες των Επτανήσων και η αγγλική κατοχή
Ο Καποδίστριας θα εκδιπλώσει τις μεγάλες πολιτικές του ικανότητες, αρχικώς, στην Ελβετία όπου συνέβαλε ενεργά στη δημιουργία του ελβετικού κράτους και τη θέσπιση ενός συντάγματος, που θεσμοθετούσε τα αυτόνομα καντόνια και συντασσόμενος με τους «δημοκρατικούς» ήλθε σε σύγκρουση με τους ευγενείς της Βέρνης και τον Αυστριακό απεσταλμένο (14).
Από εκεί επέστρεψε στη Βιέννη όπου, στις αρχές Οκτωβρίου του 1814, άρχισε το περιβόητο Συνέδριο· αρχικώς συμμετείχε ως απλό μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας αλλά, από τα τέλη του 1814 μέχρι τον Ιούνιο του 1815, χρημάτισε επίσημος αντιπρόσωπος της Ρωσίας· σύμφωνα δε με τον σύμβουλο του Μέττερνιχ, Φον Γκεντς, η τελική πράξη του Συνεδρίου υπήρξε δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου (15).
Εκεί θα προσκρούσει για πρώτη φορά στην απροθυμία του τσάρου να θέσει αποφασιστικά το ελληνικό ζήτημα, μη θέλοντας να συγκρουστεί με τις λοιπές μεγάλες δυνάμεις. Ιδιαίτερα οδυνηρή υπήρξε η εμπειρία του σχετικά με την τύχη των Ιονίων, τα οποία μετά την κατάρρευση του Ναπολέοντα είχαν ήδη καταλάβει οι Βρετανοί, χωρίς όμως να έχει ρυθμιστεί οριστικά το καθεστώς τους. Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων (20 Μαΐου 1814), αλλά η πρόταση της Ρωσίας να καταστεί η Επτάνησος ανεξάρτητο και ουδέτερο κράτος, απορρίφθηκε από Αυστριακούς και Βρετανούς που υποστήριξαν ότι τα νησιά θα έπρεπε να παραχωρηθούν στην Αυστρία – ως νόμιμη διάδοχο της Βενετίας! Το ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική ρύθμιση στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου θα παρέμβει και η Γερουσία των Επτανήσων, διεκδικώντας την επιστροφή στο status quo ante της «Επτανήσου Πολιτείας», ενώ εξουσιοδότησε τον Καποδίστρια να χειριστεί εν λευκώ. Αυτός, με υπόμνημα του προς τον τσάρο, στις 5-10-1814, πρότεινε ως ιδεωδέστερη λύση την ανασύσταση της Επτανησιακής Δημοκρατίας, υπό την προστασία των μεγάλων δυνάμεων, με αποκατάσταση του συνταγματικού χάρτη του 1803 ή του 1806 *(16).
Επειδή ο τσάρος έδειχνε απροθυμία να αντιπαρατεθεί με τη Βρετανία, ο Καποδίστριας πρότεινε τελικώς τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, υπό το όνομα Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων, διατηρώντας τη σημαία που ήδη είχε, ενώ η Αγγλία θα ανελάμβανε απλώς την προστασία του και τη φρουρά των λιμένων. Αντίθετα, όμως, ο Κάσλρη (ο Καστελρήγος των Ελλήνων) επέμενε στην κατοχή των νήσων «εν πλήρει και αποκλειστική κυριαρχία» (in piena ed integra sovranita). Εντέλει επιτεύχθηκε μια συμβιβαστική λύση, στις 5 Νοεμβρίου 1815, με τη Συνθήκη των Παρισίων η οποία διασφάλιζε έναν βαθμό αυτονομίας στην κυβέρνηση των νήσων. Έτσι δημιουργήθηκε το «ενιαίο, ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων», αλλά η Αγγλία αποκτούσε το δικαίωμα να ορίζει τον Αρμοστή, για να διοικεί τη νήσο, και τον αρχηγό του στρατού.
Ο Καποδίστριας μάλλον εξαπατήθηκε έχοντας υποτιμήσει την αγγλική πανουργία. Το γεγονός καταδεικνύεται και από τη λανθασμένη εκτίμησή του για τη στάση του Άγγλου ταγματάρχη, Ρίτσαρντ Τσέρτς (Church), που υποστήριζε την προσάρτηση των Επτανήσων στην Αγγλία. Γράφει τωόντι σε επιστολή προς τον πατέρα του, Αντωνομαρία, τον Απρίλιο του 1815: «Ὁ Συνταγματάρχης Church ἀπέδωκεν δικαιοσύνην ἡμῖν καὶ ὑπῆρξεν τὰ μάλα ἐπωφελῆς δι’ ἡμᾶς» (17). Όπως όμως τονίζει ο Γουντχάουζ στην περισπούδαστη, ογκώδη βιογραφία του:
Θα δειχνόταν πολύ λιγότερο ενθουσιώδης αν γνώριζε τις αληθινές προθέσεις του Τσερτς, ο οποίος υπέβαλε δύο υπομνήματα προς τον Κάσλρη στα οποία επέμενε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν τα νησιά. Η επιχειρηματολογία του στηριζόταν στην σημασία τους για τη ναυτική ισχύ των Βρετανών και για την ανάγκη να προστατεύεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον οποιασδήποτε πιθανής ρωσικής ή γαλλικής επιβουλής (18).
Το έμβλημα της Επτανήσου Πολιτείας
Ο Καποδίστριας, καθ’ όλη την περίοδο από το 1806-1807, τη σύναξη της Λευκάδας, μέχρι και τον Νοέμβριο 1815, όταν θα επισφραγιστεί με τη Συνθήκη των Παρισίων η αποικιακή υπαγωγή των Επτανήσων στη Βρετανία, θα πασχίζει απεγνωσμένα να διατηρήσει ζωντανό το όνειρο της απελευθέρωσης των Ελλήνων, με μοχλό μια ανεξάρτητη επτανησιακή πολιτεία. Ήδη, σε υπόμνημά του προς τον τσάρο, τον Ιούλιο 1813, πρότεινε την επανεπιβεβαίωση της ρωσικής επιρροής στα Επτάνησα ώστε να εμποδιστεί μια βρετανική κατοχή της Κέρκυρας, την οποία θεωρούσε ως «το επίκεντρο μιας κομβικής σημασίας επιρροής στις υποθέσεις της Ανατολής» (19) και, στα τέλη του 1813, επανέρχεται τονίζοντας πως «εάν τα νησιά εγκαταλειφθούν στην Αγγλία ή στην απόλυτη ηγεμονία κάποιας άλλης ξένης προς τα συμφέροντά μας δύναμης, τότε μόνο με τη βία θα μπορέσει η Ρωσία να ξαναβρεί το δρόμο προς την Ελλάδα…» (20) Ο Καποδίστριας επιχειρούσε να λύσει το ζήτημα της εξόδου της Ρωσίας προς τις «θερμές θάλασσες», συνδέοντάς την άρρηκτα με τα ελληνικά συμφέροντα, μέσω των Επτανήσων. Δύο αιώνες αργότερα, αυτό το σχέδιο θα παραμένει άπιαστο όνειρο.
Εν τέλει, το επτανησιακό κράτος θα έχει δική του σημαία και στρατό, όμως, το Σύνταγμα του 1817, το οποίο επέβαλαν οι Άγγλοι, παρότι προέβλεπε Βουλή και Γερουσία, στην πραγματικότητα αναιρούσε την ανεξαρτησία των νησιών και εγκαθίδρυε την απόλυτη και τυραννική εξουσία των Βρετανών. Ο περιβόητος Τόμας Μαίτλαντ, πρώην αποικιακός αξιωματούχος των Ινδιών, πρώτος Αρμοστής έως το 1824, συγκέντρωσε όλες της εξουσίες και στην πράξη, τα Επτάνησα μεταβλήθηκαν σε βρετανική αποικία. Ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος περιγράφει αυτό το τερατούργημα:
Το υπό της Αγγλικής Προστασίας εγκαθιδρυθέν εις την Επτάνησον Σύνταγμα κατά το έτος 1817 ήτο μοναδικόν εις το είδος του και ιδιογενές εις την κατασκευήν του· αλλότριον εις την επιστήμην και εις την ιστορίαν […]. αλλόκοτόν τι κράμα ετεροειδών στοιχείων, θεμελιακών θεσμών, οργανικών νόμων και απλών κανονισμών, παραδόξως μεν, αλλ’ επιδεξίως συνδυασμένων.(21) .
Αργότερα, το 1819, μετά την παράδοση της Πάργας στον Αλή Πασά από τον Μαίτλαντ, ο Καποδίστριας αναφέρεται με οργή στη συμπεριφορά των Άγγλων:
Ὁ στρατηγὸς Μαίτλανδ μεταχειρίζεται τοὺς συμπατριώτας μου ὡς Ἰνδούς. Ἀλλ’ οὗτοι θὰ ἀντιδράσουν καὶ θὰ ἔχετε σοβαρὰς δυσχερείας εἰς ἥν στιγμὴν δὲν θὰ τὸ περιμένετε. Τέλος πάντων προσέξατε καὶ ὑπολογίσατε ἐκ τῶν προτέρων τοὺς καρποὺς τῆς ἀπελπισίας. Τὸ ἰδικὸν σας σύστημα κυβερνήσεως θέτει τοὺς γειτονεύοντας Ἕλληνας εἰς τὸ δίλημμα ἢ νὰ καταστραφοῦν ἢ νὰ λάβουν τὰ ὅπλα. Μοιραίως θὰ προστρέξουν εἰς τὸ τελευταῖον καὶ θὰ σᾶς ἐμβάλουν εἰς περιπλοκὰς (22).
Όταν ήλθε στην Κέρκυρα, τον Μάρτιο 1819, συνάντησε όλους τους αντιπάλους του Μαίτλαντ, ο οποίος μάλιστα τον υποπτεύτηκε ως υποκινητή της εξέγερσης των Λευκαδίων αγροτών που εκδηλώθηκε μερικούς μήνες αργότερα, και οργάνωσε την παρακολούθησή του, από κοινού με τους πράκτορες του Μέττερνιχ.
Ο Αρμοστής αυτός τα μένεα έπνεε κατά του Καποδιστρίου, και των οικείων του πάντων […]. Διό συνηνώθη ο Μαίτλανδ μετά της εν Βενετία αυστριακής αστυνομίας, και διέβαλλεν τον Καποδίστριαν και Μουστοξύδην, ως επιβούλως ενεργούντας εν τω Ιονίω και υποκινήσαντας την εν Λευκάδι στάσιν του 1819, και υποθάλποντας τας αντιπαθείας Μαυροβουνιωτών και Δαλματών κατά Αυστρίας. Εντεύθεν επείσθη ο αστυνόμος της Βενετίας να θέση κατάσκοπον. [ ] ο τότε εν Βενετία αστυνόμος Σελδνίτσκυς (Seldnisky), έγραφε προς τον Κυβερνήτην της Βενετίας τας 12 Ιανουαρίου 1820. – «Αι του λαού στάσεις εκκραγείσαι το παρελθόν έτος εις την Ιονικήν νήσον Αγίας Μαύρας [ ] υπάρχουσι τεκμήρια του να υποθέσωμεν ότι πρέπει να αποδοθώσι εις τας ραδιουργίας του γραμματέως του Ρωσσικού Κράτους κόμητος Καποδιστρίου, όστις το παρελθόν έτος μετέβη εις Κέρκυραν υπό πρόφασιν του να επισκεφθή την οικογένειάν του, και όστις δια τοιαύτης Ρωσσικής επιρροής ήθελε δυνηθή ν’ αποπειραθή, όπως φθάση με τον ίδιον σκοπόν του Μαυροβουνίου εις τας Ιονίους Νήσους και να περιλάβη τας περιχώρους Κατάρου και Ραγούσης και προς τούτοις και αυτήν την Δαλματίαν… Υπογεγραμμένος Σελδνίσκυς (23).
Την ίδια εποχή, σε υπόμνημά του προς τον Άγγλο υπουργό Πολέμου και Αποικιών, «Βαθούρστ» (Henry Bathurst) –«Περί της ενεστώσης καταστάσεως του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων νήσων», το Φθινόπωρο του 1819–, ο Καποδίστριας διεκτραγωδεί την κατάσταση των Επτανήσων και καταγγέλλει τον Μαίτλαντ για ανοικτή παραβίαση των συνθηκών. Σε σύγκριση μεταξύ της βρετανικής και των προηγουμένων διοικήσεων, η βρετανική κατοχή ήταν η απεχθέστερη, καθώς φαλκίδευε κάθε στοιχείο αυτοδιοίκησης.
Εν τέλει, το επτανησιακό κράτος θα έχει δική του σημαία και στρατό, όμως, το Σύνταγμα του 1817, το οποίο επέβαλαν οι Άγγλοι, παρότι προέβλεπε Βουλή και Γερουσία, στην πραγματικότητα αναιρούσε την ανεξαρτησία των νησιών και εγκαθίδρυε την απόλυτη και τυραννική εξουσία των Βρετανών. Ο περιβόητος Τόμας Μαίτλαντ, πρώην αποικιακός αξιωματούχος των Ινδιών, πρώτος Αρμοστής έως το 1824, συγκέντρωσε όλες της εξουσίες και στην πράξη, τα Επτάνησα μεταβλήθηκαν σε βρετανική αποικία. Ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος περιγράφει αυτό το τερατούργημα:
Το υπό της Αγγλικής Προστασίας εγκαθιδρυθέν εις την Επτάνησον Σύνταγμα κατά το έτος 1817 ήτο μοναδικόν εις το είδος του και ιδιογενές εις την κατασκευήν του· αλλότριον εις την επιστήμην και εις την ιστορίαν […]. αλλόκοτόν τι κράμα ετεροειδών στοιχείων, θεμελιακών θεσμών, οργανικών νόμων και απλών κανονισμών, παραδόξως μεν, αλλ’ επιδεξίως συνδυασμένων.(21) .
Αργότερα, το 1819, μετά την παράδοση της Πάργας στον Αλή Πασά από τον Μαίτλαντ, ο Καποδίστριας αναφέρεται με οργή στη συμπεριφορά των Άγγλων:
Ὁ στρατηγὸς Μαίτλανδ μεταχειρίζεται τοὺς συμπατριώτας μου ὡς Ἰνδούς. Ἀλλ’ οὗτοι θὰ ἀντιδράσουν καὶ θὰ ἔχετε σοβαρὰς δυσχερείας εἰς ἥν στιγμὴν δὲν θὰ τὸ περιμένετε. Τέλος πάντων προσέξατε καὶ ὑπολογίσατε ἐκ τῶν προτέρων τοὺς καρποὺς τῆς ἀπελπισίας. Τὸ ἰδικὸν σας σύστημα κυβερνήσεως θέτει τοὺς γειτονεύοντας Ἕλληνας εἰς τὸ δίλημμα ἢ νὰ καταστραφοῦν ἢ νὰ λάβουν τὰ ὅπλα. Μοιραίως θὰ προστρέξουν εἰς τὸ τελευταῖον καὶ θὰ σᾶς ἐμβάλουν εἰς περιπλοκὰς (22).
Όταν ήλθε στην Κέρκυρα, τον Μάρτιο 1819, συνάντησε όλους τους αντιπάλους του Μαίτλαντ, ο οποίος μάλιστα τον υποπτεύτηκε ως υποκινητή της εξέγερσης των Λευκαδίων αγροτών που εκδηλώθηκε μερικούς μήνες αργότερα, και οργάνωσε την παρακολούθησή του, από κοινού με τους πράκτορες του Μέττερνιχ.
Ο Αρμοστής αυτός τα μένεα έπνεε κατά του Καποδιστρίου, και των οικείων του πάντων […]. Διό συνηνώθη ο Μαίτλανδ μετά της εν Βενετία αυστριακής αστυνομίας, και διέβαλλεν τον Καποδίστριαν και Μουστοξύδην, ως επιβούλως ενεργούντας εν τω Ιονίω και υποκινήσαντας την εν Λευκάδι στάσιν του 1819, και υποθάλποντας τας αντιπαθείας Μαυροβουνιωτών και Δαλματών κατά Αυστρίας. Εντεύθεν επείσθη ο αστυνόμος της Βενετίας να θέση κατάσκοπον. [ ] ο τότε εν Βενετία αστυνόμος Σελδνίτσκυς (Seldnisky), έγραφε προς τον Κυβερνήτην της Βενετίας τας 12 Ιανουαρίου 1820. – «Αι του λαού στάσεις εκκραγείσαι το παρελθόν έτος εις την Ιονικήν νήσον Αγίας Μαύρας [ ] υπάρχουσι τεκμήρια του να υποθέσωμεν ότι πρέπει να αποδοθώσι εις τας ραδιουργίας του γραμματέως του Ρωσσικού Κράτους κόμητος Καποδιστρίου, όστις το παρελθόν έτος μετέβη εις Κέρκυραν υπό πρόφασιν του να επισκεφθή την οικογένειάν του, και όστις δια τοιαύτης Ρωσσικής επιρροής ήθελε δυνηθή ν’ αποπειραθή, όπως φθάση με τον ίδιον σκοπόν του Μαυροβουνίου εις τας Ιονίους Νήσους και να περιλάβη τας περιχώρους Κατάρου και Ραγούσης και προς τούτοις και αυτήν την Δαλματίαν… Υπογεγραμμένος Σελδνίσκυς (23).
Την ίδια εποχή, σε υπόμνημά του προς τον Άγγλο υπουργό Πολέμου και Αποικιών, «Βαθούρστ» (Henry Bathurst) –«Περί της ενεστώσης καταστάσεως του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων νήσων», το Φθινόπωρο του 1819–, ο Καποδίστριας διεκτραγωδεί την κατάσταση των Επτανήσων και καταγγέλλει τον Μαίτλαντ για ανοικτή παραβίαση των συνθηκών. Σε σύγκριση μεταξύ της βρετανικής και των προηγουμένων διοικήσεων, η βρετανική κατοχή ήταν η απεχθέστερη, καθώς φαλκίδευε κάθε στοιχείο αυτοδιοίκησης.
Ενετική κυβέρνησις
Επί της Ενετικής κυριαρχίας η Επτάνησος επλήρωνε τάλληρα 360.000. Δια την διοίκησιν αυτής […] εδαπανώντο τάλληρα 440.080. Οι κάτοικοι των Επτά Νήσων είχον όλην την δημοτικήν διοίκησιν των πόλεων. Αι πρόσοδοι του τόπου εδιοικούντο υπό επιχωρίου αρχής. Το ταμείον ήτο ωσαύτως επιτετραμμένον εις Ιόνιον υπήκοον. Οι υπάλληλοι, ως οι πρόεδροι ή σύνδικοι του τόπου, καθώς και άλλαι αρχαί εξελέγοντο ελευθέρως υπό των γενικών συμβουλίων[ ].
Επτανήσιος Πολιτεία
Η Επτάνησος επλήρωνε τάλληρα 329.213. Δια την διοίκησιν αυτής, περιλαμβανομένης και της στρατιωτικής υπηρεσίας, εδαπανώντο τάλληρα 101.294. […] Η υπερτάτη αρχή η τε νομοθετική και η διοικητική από του 1796 ανήκεν αποκλειστικώς εις τον τόπον. Ο πληρεξούσιος, τον οποίον η αυλή της Ρωσσίας εσύστησε, ήτο και αυτός Επτανήσιος. […] Παν το αφορών την εσωτερικήν Κυβέρνησιν, την δικαιοσύνην, την αστυνομίαν και τας προσόδους της πολιτείας ήτο πάντη αλλότριον του πληρεξουσίου της Ρωσσίας[…] Τα φρούρια των νήσων κατείχοντο υπό Ρωσσικής φρουράς, αλλ’ όμως η κυβέρνησις είχε τα στρατεύματά της υπηρετούντα ηνωμένως μετά των Ρωσσικών, είχε δε και τινά πολεμικά πλοία. Μισθώνουσα άπαντας τους δημοσίους υπαλλήλους, […] έχουσα τρεις υπουργούς εκτός του κράτους, τροφοδοτούσα Επτανήσια στρατεύματα, η Κυβέρνησις κατά το 1807 αφήκεν εις το ταμείον της 180.000 ταλλήρων […]. Η πολιτεία είχεν εμπορικόν ναυτικόν ακμάζον. Εις το βραχύ διάστημα 7 ετών η κυβέρνησις αυτής είχε δώσει υπέρ τας 400 σημαίας εις πλοία κατασκευασμένα εις τας νήσους. Η εμπορική σημαία του μικρού τούτου κράτους έχαιρε μεγάλην υπόληψιν. […] Αι Δυνάμεις της πρώτης τάξεως ετίμων την πολιτείαν με την εύνοιάν των.
Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων υπό την Βρεταννικήν Προστασίαν
…το πλείστον μέρος των δημοσίων θέσεων αφηρπάσθησαν από των ιθαγενών και εδόθησαν τοις αλλογενέσιν. Οι πόροι τους οποίους η ναυτιλία, το εμπόριον και η βιομηχανία εχορήγουν τοις Επτανησίοις είναι εις χείρας των ξένων ή κατεστράφησαν. Το Κράτος τέλος πάντων επλήρονεν ανέκαθεν και μέχρι των τελευταίων χρόνων 329.213 τάλληρα κατ’ έτος και ήδη πληρώνει 730.000.
Επτανήσιος Πολιτεία
Η Επτάνησος επλήρωνε τάλληρα 329.213. Δια την διοίκησιν αυτής, περιλαμβανομένης και της στρατιωτικής υπηρεσίας, εδαπανώντο τάλληρα 101.294. […] Η υπερτάτη αρχή η τε νομοθετική και η διοικητική από του 1796 ανήκεν αποκλειστικώς εις τον τόπον. Ο πληρεξούσιος, τον οποίον η αυλή της Ρωσσίας εσύστησε, ήτο και αυτός Επτανήσιος. […] Παν το αφορών την εσωτερικήν Κυβέρνησιν, την δικαιοσύνην, την αστυνομίαν και τας προσόδους της πολιτείας ήτο πάντη αλλότριον του πληρεξουσίου της Ρωσσίας[…] Τα φρούρια των νήσων κατείχοντο υπό Ρωσσικής φρουράς, αλλ’ όμως η κυβέρνησις είχε τα στρατεύματά της υπηρετούντα ηνωμένως μετά των Ρωσσικών, είχε δε και τινά πολεμικά πλοία. Μισθώνουσα άπαντας τους δημοσίους υπαλλήλους, […] έχουσα τρεις υπουργούς εκτός του κράτους, τροφοδοτούσα Επτανήσια στρατεύματα, η Κυβέρνησις κατά το 1807 αφήκεν εις το ταμείον της 180.000 ταλλήρων […]. Η πολιτεία είχεν εμπορικόν ναυτικόν ακμάζον. Εις το βραχύ διάστημα 7 ετών η κυβέρνησις αυτής είχε δώσει υπέρ τας 400 σημαίας εις πλοία κατασκευασμένα εις τας νήσους. Η εμπορική σημαία του μικρού τούτου κράτους έχαιρε μεγάλην υπόληψιν. […] Αι Δυνάμεις της πρώτης τάξεως ετίμων την πολιτείαν με την εύνοιάν των.
Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων υπό την Βρεταννικήν Προστασίαν
…το πλείστον μέρος των δημοσίων θέσεων αφηρπάσθησαν από των ιθαγενών και εδόθησαν τοις αλλογενέσιν. Οι πόροι τους οποίους η ναυτιλία, το εμπόριον και η βιομηχανία εχορήγουν τοις Επτανησίοις είναι εις χείρας των ξένων ή κατεστράφησαν. Το Κράτος τέλος πάντων επλήρονεν ανέκαθεν και μέχρι των τελευταίων χρόνων 329.213 τάλληρα κατ’ έτος και ήδη πληρώνει 730.000.
Δικαιώματα ακυρωθέντα
Αι εκλογικαί συνελεύσεις δεν έχουσι το ελεύθερον δικαίωμα να εκλέγωσι τους αντιπροσώπους των, ουδέ την γενικήν κυβέρνησιν, αλλ’ ούτε αύτη έχει το ελεύθερον δικαίωμα να εκλέγη τους υπουργούς της, ούτε τους διοικητάς, ούτε τους δικαστάς, πάντες οι διορισμοί υπόκεινται εν τέλει εις την έγκρισιν του Αρμοστού.
Επαγγέλματα διδόμενα εις αλλογενείς
Η αρχική Γραμματεία της βουλής και της Γερουσίας, το γενικόν ταμείον, η κυβέρνησις των νήσων, το υπέρτερον δικαστήριον, πάσαι αι θέσεις αύται […] απονέμονται υπό του χάρτου εις Βρεταννικούς υπηκόους. […] Ο συνταγματικός χάρτης αφήνων εις τον αρμοστήν την διεύθυνσιν παντός ό,τι αφορά την αστυνομίαν, το υγειονομείον και την των λιμένων επιστασίαν, εις αυτόν μόνον δίδει ειδικώτερον το δικαίωμα του διορίζειν υπαλλήλους, και τούτους Βρεττανικούς υπηκόους. Τα αυτά και περί των τελωνείων.
Πόροι του εμπορίου και της ναυτιλίας
Η σιτοεμπορεία ήτο μεν ελευθέρα, τώρα δε υπόκειται εις μονοπωλείον. Μονοπώλης είναι ο εισπράκτωρ των προσόδων της Κερκύρας, ο συνταγματάρχης Ροβινσών […] οικειοποιήται πάσαν πραγματείαν φθάνουσα εις τον λιμένα, δίδων εις τον ιδιοκτήτην 15% υπεράνω της τιμής της αγοράς.[…] πάσα εμπορική επιχείρησις απενεκρώθη· πολλοί κεφαλαιούχοι εγκατέλιπον τας νήσους και επορεύθησαν αλλαχού να ζήσωσι. […] Ως δε προς την ναυτιλίαν, όχι μόνον αι νήσοι δεν έχουσι πλοία εμπορικά, αλλ’ επειδή η εσωτερική ναυτιλία είναι βεβαρυμένη από υπέρογκους φόρους, οι επιχώριοι ναύται ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι τα επιτηδεύματά των. […]
Διαχείρισις των οικονομικών
Των νήσων αι πρόσοδοι διοικούνται ανεξελέγκτως και ανευθύνως. […] Άλλοτε ενοικιάζοντο, και επομένως το εξαγόμενον αυτών ήτο γνωστόν, νυν δε, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά την Κέρκυραν, διαχειρίζονται υπό του συνταγματάρχου Ροβινσώνος. Ο υπάλληλος ούτος εξαρτάται κατ’ ευθείαν εκ του Αρμοστού μη υποκείμενος εις εγχώριον αρχήν (24).
Το υπόμνημα αυτό, εκτός από το ενδιαφέρον του για τα Ιόνια, μαρτυρεί και για το υψηλό επίπεδο των οικονομικών και δημοσιονομικών γνώσεών του, που τόσο θα λείψουν από τον ελληνισμό.
Επαγγέλματα διδόμενα εις αλλογενείς
Η αρχική Γραμματεία της βουλής και της Γερουσίας, το γενικόν ταμείον, η κυβέρνησις των νήσων, το υπέρτερον δικαστήριον, πάσαι αι θέσεις αύται […] απονέμονται υπό του χάρτου εις Βρεταννικούς υπηκόους. […] Ο συνταγματικός χάρτης αφήνων εις τον αρμοστήν την διεύθυνσιν παντός ό,τι αφορά την αστυνομίαν, το υγειονομείον και την των λιμένων επιστασίαν, εις αυτόν μόνον δίδει ειδικώτερον το δικαίωμα του διορίζειν υπαλλήλους, και τούτους Βρεττανικούς υπηκόους. Τα αυτά και περί των τελωνείων.
Πόροι του εμπορίου και της ναυτιλίας
Η σιτοεμπορεία ήτο μεν ελευθέρα, τώρα δε υπόκειται εις μονοπωλείον. Μονοπώλης είναι ο εισπράκτωρ των προσόδων της Κερκύρας, ο συνταγματάρχης Ροβινσών […] οικειοποιήται πάσαν πραγματείαν φθάνουσα εις τον λιμένα, δίδων εις τον ιδιοκτήτην 15% υπεράνω της τιμής της αγοράς.[…] πάσα εμπορική επιχείρησις απενεκρώθη· πολλοί κεφαλαιούχοι εγκατέλιπον τας νήσους και επορεύθησαν αλλαχού να ζήσωσι. […] Ως δε προς την ναυτιλίαν, όχι μόνον αι νήσοι δεν έχουσι πλοία εμπορικά, αλλ’ επειδή η εσωτερική ναυτιλία είναι βεβαρυμένη από υπέρογκους φόρους, οι επιχώριοι ναύται ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι τα επιτηδεύματά των. […]
Διαχείρισις των οικονομικών
Των νήσων αι πρόσοδοι διοικούνται ανεξελέγκτως και ανευθύνως. […] Άλλοτε ενοικιάζοντο, και επομένως το εξαγόμενον αυτών ήτο γνωστόν, νυν δε, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά την Κέρκυραν, διαχειρίζονται υπό του συνταγματάρχου Ροβινσώνος. Ο υπάλληλος ούτος εξαρτάται κατ’ ευθείαν εκ του Αρμοστού μη υποκείμενος εις εγχώριον αρχήν (24).
Το υπόμνημα αυτό, εκτός από το ενδιαφέρον του για τα Ιόνια, μαρτυρεί και για το υψηλό επίπεδο των οικονομικών και δημοσιονομικών γνώσεών του, που τόσο θα λείψουν από τον ελληνισμό.
Η απελευθέρωσημέσω της παιδείας
Η αποτυχία του να ρυμουλκήσει τον τσάρο –και την Ευρώπη– σε μια ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα τοποθέτηση, υπήρξε καθοριστική για τη μελλοντική ιδεολογική του εξέλιξη και την τοποθέτησή του έναντι της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας πείστηκε πως οι διεθνείς συγκυρίες ήταν τόσο αρνητικές ώστε δεν επέτρεπαν οποιαδήποτε άμεση πολιτική κίνηση, γι’ αυτό και θα στραφεί προνομιακά προς την προσπάθεια της ενίσχυσης της εκπαίδευσης. Υποτροφίες, ενδιαφέρον για τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα (25), ενίσχυση στο παιδευτικό έργο του Ιγνάτιου, προπαντός δε –κορωνίδα των προσπαθειών του– η δημιουργία της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη. Αυτή η διάσταση αναδεικνύεται και από τη σχετική στιχομυθία του με τον τσάρο, ο οποίος του έδωσε την άδεια να ιδρύσει την Εταιρεία:
–Τι δυνάμεθα να πράξωμεν όπως αποδείξωμεν την συμπάθειάν μας προς τους Έλληνας; Εν Βιέννη ουδέν εκ των ζητημάτων των δύναται να ρυθμιστή…
–Δυνάμεθα παρά ταύτα, Μεγαλειότατε, χωρίς να εξέλθωμεν της γραμμής ήν εχαράξατε, να πράξωμεν κάτι τι δι’ αυτούς (τους Έλληνες). Οι Άγγλοι ίδρυσαν ήδη εν Αθήναις εταιρείαν με τον φαινομενικόν σκοπόν της συλλογής και της διατηρήσεως των αρχαιοτήτων. Ας ακολουθήσωμεν το παράδειγμα τούτο, εφαρμόζοντες αυτό ουχί προκειμένου περί του παρελθόντος, αλλά περί του παρόντος και του μέλλοντος, και παρέχοντες βοήθειαν τινά εις τους πτωχούς Έλληνας νέους τους διψώντας παιδείας (26).
Η Εταιρεία των Φιλομούσων, χωρίς να προκαλεί άμεσες αντιδράσεις, μπορούσε να διαφωτίζει την κοινή ευρωπαϊκή γνώμη για τις συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού λαού· ανέλαβε τη διάδοση της παιδείας και διενεργούσε εράνους για να σπουδάζουν οι Έλληνες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Πρώτος συνδρομητής της υπήρξε ο τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος προσέφερε διακόσια δουκάτα ετησίως, ακολούθησε η αυτοκράτειρα, ενώ πολλοί ηγεμόνες, ευγενείς, υπουργοί και διπλωμάτες έσπευσαν να μιμηθούν το παράδειγμα του τσάρου (27), ακόμα και ο ίδιος ο Μέττερνιχ! Όλα τα μέλη της εταιρείας έφεραν «μετ’ ιδιαιτέρας τιμής τον χρυσόν δακτύλιον, τον φέροντα εγχάρακτον το όρνεον της Αθηνάς και τον Κένταυρον» (28).
Παρά ταύτα, οι Αυστριακοί δεν πείστηκαν ποτέ για τις αγαθές προθέσεις του. Σύμφωνα πληροφοριοδότη της αυστριακής αστυνομίας στις 5/2/1815, ο Καποδίστριας μιλούσε για την Εταιρεία και, σε ερώτηση του συνομιλητή του για τη στάση των Τούρκων, απάντησε:
Δεν λέγουν τίποτε, αλλ’ όταν ξυπνήσουν μία μέρα και θα σφάξουν μερικούς – οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία όμως θα εξαπλωθή και σιγά-σιγά θα μπορέση η Ελλάς να εγερθή. Το Έθνος είναι πάντοτε το αυτό, δεν αναπνέει παρά δια την Ελευθερίαν. Έλληνες σκλάβοι δεν υπάρχουν εκτός από εκείνους των Πριγκιποννήσων, (δηλαδή οι Φαναριώται). Αυτοί οι αξιολύπητοι που θέλουν να πλουτήσουν και ν’ ανέβουν και καταλήγουν να χάσουν το κεφάλι τους όταν γίνουν ισχυροί. Οι άλλοι Έλληνες των βουνών είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου. Και ακριβώς εις αυτούς στηρίζεται και απευθύνεται το εν Αθήναις Λύκειον της Εταιρείας των Φιλομούσων (29).
Επειδή η Εταιρεία επεκτάθηκε και στο Σεμλίνο (Ζεμούν), όπου υπήρχε ισχυρή ελληνική παροικία, ο ταγματάρχης της Εθνοφρουράς, Ιωσήφ Τσέρβενκα, σε έκθεση του, στις 16/2/ 1816, παρουσιάζει τη δράση της και όσα πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του Καποδίστρια:
… η βάσις επί της οποίας θέλει να στηρίξη εκ νέου την ευτυχίαν και την δόξαν των συμπατριωτών του είναι η απόλυτος πολιτική αυτονομία της Ελλάδος. Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τα επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν (30).
–Τι δυνάμεθα να πράξωμεν όπως αποδείξωμεν την συμπάθειάν μας προς τους Έλληνας; Εν Βιέννη ουδέν εκ των ζητημάτων των δύναται να ρυθμιστή…
–Δυνάμεθα παρά ταύτα, Μεγαλειότατε, χωρίς να εξέλθωμεν της γραμμής ήν εχαράξατε, να πράξωμεν κάτι τι δι’ αυτούς (τους Έλληνες). Οι Άγγλοι ίδρυσαν ήδη εν Αθήναις εταιρείαν με τον φαινομενικόν σκοπόν της συλλογής και της διατηρήσεως των αρχαιοτήτων. Ας ακολουθήσωμεν το παράδειγμα τούτο, εφαρμόζοντες αυτό ουχί προκειμένου περί του παρελθόντος, αλλά περί του παρόντος και του μέλλοντος, και παρέχοντες βοήθειαν τινά εις τους πτωχούς Έλληνας νέους τους διψώντας παιδείας (26).
Η Εταιρεία των Φιλομούσων, χωρίς να προκαλεί άμεσες αντιδράσεις, μπορούσε να διαφωτίζει την κοινή ευρωπαϊκή γνώμη για τις συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού λαού· ανέλαβε τη διάδοση της παιδείας και διενεργούσε εράνους για να σπουδάζουν οι Έλληνες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Πρώτος συνδρομητής της υπήρξε ο τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος προσέφερε διακόσια δουκάτα ετησίως, ακολούθησε η αυτοκράτειρα, ενώ πολλοί ηγεμόνες, ευγενείς, υπουργοί και διπλωμάτες έσπευσαν να μιμηθούν το παράδειγμα του τσάρου (27), ακόμα και ο ίδιος ο Μέττερνιχ! Όλα τα μέλη της εταιρείας έφεραν «μετ’ ιδιαιτέρας τιμής τον χρυσόν δακτύλιον, τον φέροντα εγχάρακτον το όρνεον της Αθηνάς και τον Κένταυρον» (28).
Παρά ταύτα, οι Αυστριακοί δεν πείστηκαν ποτέ για τις αγαθές προθέσεις του. Σύμφωνα πληροφοριοδότη της αυστριακής αστυνομίας στις 5/2/1815, ο Καποδίστριας μιλούσε για την Εταιρεία και, σε ερώτηση του συνομιλητή του για τη στάση των Τούρκων, απάντησε:
Δεν λέγουν τίποτε, αλλ’ όταν ξυπνήσουν μία μέρα και θα σφάξουν μερικούς – οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία όμως θα εξαπλωθή και σιγά-σιγά θα μπορέση η Ελλάς να εγερθή. Το Έθνος είναι πάντοτε το αυτό, δεν αναπνέει παρά δια την Ελευθερίαν. Έλληνες σκλάβοι δεν υπάρχουν εκτός από εκείνους των Πριγκιποννήσων, (δηλαδή οι Φαναριώται). Αυτοί οι αξιολύπητοι που θέλουν να πλουτήσουν και ν’ ανέβουν και καταλήγουν να χάσουν το κεφάλι τους όταν γίνουν ισχυροί. Οι άλλοι Έλληνες των βουνών είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου. Και ακριβώς εις αυτούς στηρίζεται και απευθύνεται το εν Αθήναις Λύκειον της Εταιρείας των Φιλομούσων (29).
Επειδή η Εταιρεία επεκτάθηκε και στο Σεμλίνο (Ζεμούν), όπου υπήρχε ισχυρή ελληνική παροικία, ο ταγματάρχης της Εθνοφρουράς, Ιωσήφ Τσέρβενκα, σε έκθεση του, στις 16/2/ 1816, παρουσιάζει τη δράση της και όσα πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του Καποδίστρια:
… η βάσις επί της οποίας θέλει να στηρίξη εκ νέου την ευτυχίαν και την δόξαν των συμπατριωτών του είναι η απόλυτος πολιτική αυτονομία της Ελλάδος. Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τα επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν (30).
Δύο τακτικές
Η εξαιρετικά εχθρική στάση των Άγγλων απέναντι σε οποιαδήποτε φιλελληνική κίνηση, ερχόταν να προστεθεί στο γενικότερο αποπνικτικό κλίμα που είχε διαμορφώσει η Ιερά Συμμαχία. Επιπλέον, η ευθυγράμμιση του τσάρου με την πολιτική του Μέττερνιχ είχαν πείσει τον Καποδίστρια πως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα υποστήριζαν ένα επαναστατικό διάβημα των Ελλήνων. Εξ ου και η αρνητική στάση του απέναντι σε οποιοδήποτε άμεσο εγχείρημα, διότι θεωρούσε τη στήριξη της Ρωσίας απαραίτητη. Εξάλλου, είχε δοκιμάσει πολλές φορές να επηρεάσει θετικά τη ρωσική πολιτική έναντι της Ελλάδας, αλλά προσέκρουε στην άρνηση του τσάρου.
Το 1815-1816, είχε προσπαθήσει να τον πείσει για την ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) ώστε να επιβληθεί η δημιουργία μιας ομοσπονδίας μεταξύ Μολδαβίας, Βλαχίας και Σερβίας, υπό την εγγύηση των δυνάμεων, κατ’ εξοχήν της Ρωσίας, που θα τις ανεξαρτητοποιούσε και θα άνοιγε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος όμως απάντησε πως:
Αι σκέψεις αύται είναι πολύ λογικαί, αλλά διά να τας εκτελέση τις πρέπει να προσφύγη εις το τηλεβόλον, τουθ’ όπερ δεν επιθυμώ. Αρκετούς πολέμους έσχομεν επί του Δουνάβεως.[…] Αφ’ ετέρου η ειρήνη της Ευρώπης δεν έχει εισέτι στερωθή, οι δε υποκινηταί των επαναστάσεων ουδέν θα επεθύμουν τόσον όσον να με ιδούν εις ρήξιν προς τους Τούρκους. Καλή ή κακή η σύμβασις του Βουκουρεστίου πρέπει να τηρηθή. Πρέπει να την δεχθώμεν, ιδίως ίνα οι Τούρκοι μη μας ενοχλούν δια των αξιώσεων αυτών επί της ασιατικής ακτής (31).
Ο τσάρος, απέναντι στον ιδεαλισμό του Καποδίστρια δεν αντιτάσσει μόνο τον αντιδραστικό πραγματισμό της Ιεράς Συμμαχίας, αλλά εισάγει και μία παράμετρο που συνήθως αγνοείται: τον φόβο αντιπερισπασμού της Τουρκίας στον Καύκασο, ίσως και στην Κριμαία, όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί δεν είχαν αποδεχτεί την πρόσφατη ρωσική κατάκτηση και βρίσκονταν σε συνθήκες ενδημικής εξέγερσης καθ’ όλον τον 19ο αιώνα, έως το 1864 τουλάχιστον· το 1817, μάλιστα, θα ενταθούν οι συγκρούσεις των Ρώσων με τις φυλές του Καυκάσου.
Η ρωσική άρνηση και η εδραίωση της Ιεράς Συμμαχίας, σε πλήρη αντίθεση με την αυξανόμενη αδημονία των Ελλήνων, θα οδηγήσουν σε μια πρόσκαιρη ρήξη ανάμεσα στις πιο ριζοσπαστικές πατριωτικές πτέρυγες –κατ’ εξοχήν τη Φιλική Εταιρεία– και τις ελίτ του ελληνικού κόσμου· ο Κοραής, ο Ιγνάτιος, ο Καποδίστριας, το Πατριαρχείο, επιμένουν μάλλον στην εκπαιδευτική «προετοιμασία». Την «εκπαιδευτική στροφή» του Καποδιστρία, αποτυπώνει η «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», στις 6/4/1819, προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα. Πλέον, ο προβληματισμός του στρέφεται στην επιδίωξη μιας «σύνθεσης» ανάμεσα στη θρησκευτική και ηθική παράδοση των Ελλήνων και την παιδεία και τις φιλελεύθερες ιδέες:
Τέκνα της Αγίας Μητέρας μας Εκκλησίας, είμαστε όλοι αδελφοί· […] Η φιλολογική μόρφωση, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι η μόνη την οποία έχουμε ανάγκη· η πατρίδα αναζητά και κάποια άλλη. Είναι η ηθική για την οποία τίθεται θέμα (32).
Οι Έλληνες απέτυχαν να απελευθερωθούν και «οι καιροί, όταν όλα υπόσχονταν στην πατρίδα μας το πιο τιμητικό και ευτυχές μέλλον, παρήλθαν παρασύροντας μαζί τους τις καλύτερες ελπίδες μας»· αυτό οφείλεται πρωτίστως στο ότι «τα άτομα από τα οποία έπρεπε να έχει συντεθεί η πατρίδα, δεν ήταν ακόμη ώριμα, […] λίγα φώτα, καμιά απολύτως εμπειρία, καμιά επικοινωνία με τον κόσμο». Η απελευθέρωση δεν επετεύχθη και προφανώς δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο εάν προηγηθεί μία σύνθεση μεταξύ ηθικής και φιλελευθέρων ιδεών, θρησκείας και παιδείας.
…υπάρχει πάντοτε μεγάλο ενδιαφέρον να είναι το έθνος ολοκληρωτικά αφοσιωμένο στην Εκκλησία του […]. Να εξομοιωθεί η δημόσια εκπαίδευση με εκείνη του κλήρου και η μια να μην μπορέσει ν’ αποδεσμευθεί ποτέ από την άλλη. Ευνοώντας την εκπαίδευση της νεολαίας και προσελκύοντας […]τα διαπλασμένα στα σχολεία του πανεπιστημίου και του κόσμου άτομα, θα πρέπει να φροντίζουμε πολύ μη επιτρέποντας να παίρνουν αντίθετη απέναντι στην εκκλησία θέση.
Είναι προφανές πως ο Έλληνας πολιτικός φοβάται μία ρήξη μεταξύ των διαφωτιστών διανοουμένων και των επαναστατών με την Εκκλησία και τον κλήρο, που φαινόταν πιθανή εκείνη την εποχή. Συνεχίζοντας, διευκρινίζει τη σκέψη του και προτείνει στους Έλληνες να κινηθούν προς μία σύνθεση Ανατολής και Δύσης!
Στη Ρωσία μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η εθνική ευημερία και η πρόοδος του πολιτισμού πηγάζουν από την Εκκλησία. Στην Ελβετία, την Αγγλία και την Αμερική μπορούμε να διδαχτούμε την επιστήμη και την τέχνη της ελευθερίας. […] μερικοί νέοι να τύχουν μιας καλής διαπαιδαγώγησης στη Ρωσία, την Ελβετία, την Αγγλία και την Αμερική.
Τέλος, στρέφεται για μια ακόμα φορά, έμμεσα, ενάντια σε οποιαδήποτε «τυχοδιωκτική ενέργεια». Οι τύχες της Ελλάδας δεν πρέπει να πέσουν στα χέρια τυχοδιωκτών, διότι τότε «τα επακόλουθα των σφαλμάτων» θα πέσουν «πάνω στις κεφαλές» όλων.
Οι μορφωμένοι άνθρωποι ανάμεσα μας που έχουν καλή θέληση και είναι ειλικρινείς χριστιανοί μπορούν να απαρτίσουν το κέντρο. […] Τη μέρα που θα αποστούμε από τη γραμμή αυτή, ασπαζόμενοι μια διαφορετική θεωρία, οι θυσίες μας θα προσθέσουν συμφορές στην πατρίδα μας. Δεν θα πρόκειται πια για το γενικό καλό.
Όλες οι αρνητικές διπλωματικές του εμπειρίες εδραίωσαν την πεποίθηση πως δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως αφηγείται, το 1818, οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου, απεσταλμένοι των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, στο Κισίνιεφ της Βεσσαραβίας, για να υποβάλουν τα σέβη τους στον Αυτοκράτορα, «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον». Η απάντησή του ήταν πως «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν» από την ελευθερία, ο δε «Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν να στερεώση την μετά των Τούρκων ειρήνην» (33). Είναι γνωστή (34) η απόρριψη των προτάσεων του Γαλάτη να αναλάβει την αρχή της Εταιρείας, για τις οποίες πληροφόρησε και τον ίδιο τον τσάρο, φοβούμενος ίσως την εμπλοκή του σε κάποια πλεκτάνη εναντίον του.
Ωστόσο, για τις επόμενες επαφές του με τη Φιλική Εταιρεία, κατ’ εξοχήν εκείνη με τον Ξάνθο, τον χειμώνα του 1820, δεν αναφέρει τίποτε στην Επισκόπησή του. Και γνωρίζομε τουλάχιστον μία ακόμα κρούση που του έγινε από την Εταιρεία, το 1818, όπως αποκαλύφθηκε από επιστολή του Θεόδωρου Νέγρη, η οποία βρίσκεται στα αρχεία της αυστριακής αστυνομίας (35). Είχε, άραγε, αρχίσει να αμφιβάλλει και ο ίδιος για την ορθότητα της γραμμής του; Πάντως, δεν φαίνεται να αποδοκίμασε με ιδιαίτερη ζέση –αν την αποδοκίμασε καθόλου, όπως ισχυρίζεται (36)– την πρόθεση του Υψηλάντη να αναλάβει την ηγεσία, μετά τη δική του άρνηση. Εάν ήθελε να εμποδίσει τον Υψηλάντη, θα μπορούσε να ειδοποιήσει τον τσάρο, ή να απειλήσει ο ίδιος τον Υψηλάντη, και δεν έκανε τίποτε από τα δύο. Και μέχρι το 1822 προσπαθούσε να πείσει τον τσάρο για την ανάγκη επέμβασης της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας, και μόνο όταν απέτυχε οριστικά, υπέβαλε την παραίτησή του.
Το 1821, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Λάιμπαχ, έφθασε η είδηση για την είσοδο στη Μολδοβλαχία του Υψηλάντη, ο οποίος και απέστειλε επιστολή στον τσάρο ζητώντας βοήθεια. Η απάντηση του Αλεξάνδρου Α΄ ήταν η καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Υψηλάντη και η άδεια εισόδου των Τούρκων στις Ηγεμονίες, ενώ ο Καποδίστριας έδωσε μάχη ώστε τουλάχιστον να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Τουρκία και οι δυνάμεις να τηρήσουν ουδετερότητα.
Ωστόσο, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και οι σφαγές των Ελλήνων θα οδηγήσουν σε ένα γενικευμένο κύμα συμπάθειας υπέρ των ομοδόξων, εξ ου και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στον Σουλτάνο. Στην Επισκόπηση, ο Καποδίστριας περιγράφει αναλυτικά την ύστατη προσπάθειά του –από τον Αύγουστο του 1821 μέχρι τον χειμώνα του 1821-1822– να πείσει τον Αλέξανδρο να παρέμβει με στρατό στις παρίστριες ηγεμονίες, να κινητοποιήσει τον στόλο στον Εύξεινο Πόντο και να απαιτήσει την εγγύηση της ζωής και της ασφάλειας των Ελλήνων, των Σέρβων, των Μολδαβών και των Βλάχων· οι σχετικές διπλωματικές ενέργειες όμως κατέληξαν σε αποτυχία εξ αιτίας και της ανάμειξης της Αυστρίας και της Αγγλίας:
…επανηρχόμην κατ’ επανάληψιν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας μου μετά του Αυτοκράτορος επί της απαραιτήτου ανάγκης να δράσωμεν. Η αναβολή της δράσεως θα συνεπλήρωνε την δήωσιν και καταστροφήν των παριστρίων ηγεμονιών· οι Έλληνες θα έπαυον ευρισκόμενοι εντός της σφαίρας της ρωσσικής επιρροής, τα συμφέροντα της Ρωσσίας εν Ανατολή θα ευρίσκοντο εν προφανεί κινδύνω· τότε η Α. Μεγαλειότης θα ηναγκάζετο να προστατεύση ταύτα ουχί μόνο έναντι της τυφλής ωμότητος των Τούρκων αλλά και έναντι του εμπορικού εγωισμού της Αγγλίας και της ζηλοτύπου ανησυχίας της Αυστρίας… (37)
Τα επιχειρήματα και οι θέσεις του υπήρξαν προφητικές. Η αδυναμία της Ρωσίας να δράσει στο πλευρό των Ελλήνων έμελλε να ανοίξει τον δρόμο στην αγγλική διείσδυση, με αποτέλεσμα να αποκοπεί οριστικά η διέξοδος της Ρωσίας στη Μεσόγειο και να κουτσουρευτεί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Και παρότι, προς στιγμήν φάνηκε να πείθει τον Αλέξανδρο (38), εν τούτοις θα ηττηθεί και, τον Αύγουστο του 1822, θα εγκαταλείψει οριστικά τη ρωσική υπηρεσία. Για μια ακόμα φορά είχε ελπίσει, ματαίως, πως θα μετέστρεφε τη ρωσική πολιτική. Το ότι διατηρούσε ακόμα ελπίδες φαίνεται καθαρά από το σπαρακτικό υπόμνημα του προς τον Ιγνάτιο, τον Ιούλιο του 1821:
Ἡ Ἐπανάστασις ἄρχισε νὰ κάμνῃ ταχείας προόδους· μόνον κακοὶ ἢ ἀμαθεῖς ἠμποροῦν νὰ θεωρήσουν τὰ εἰς τὰς Ἡγεμονίας γινόμενα ὡς δεῖγμα τῶν γενησομένων εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἢ Ἀλβανίαν, ἢ εἰς τὰς Νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους. Οἱ Μολδαυοὶ καὶ Βλάχοι ἔμειναν δι’ ὅλου ξένοι εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Πλὴν τί κοινὸν εἶναι μεταξὺ τούτων καὶ τῆς καταστάσεως τῆς Πελοποννήσου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους; Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅστις ἐπῆρε τὰ ὄπλα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔχει ἕνα τάφον, μίαν οἰκίαν, μίαν γενεὰν νὰ ὑπερασπισθῇ· ὁ κάθε ναύτης, εἰς τὴν παροῦσαν τῶν πραγμάτων κατάστασιν, ἔχει ἢ νὰ νικήσῃ ἢ νὰ ἀποθάνῃ, [ ] Δὲν βλέπω λοιπὸν πιθανότητα διαλλαγῆς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων· ἡ μόνη, ἡ ὁποία ἤθελε φανῇ ὀλίγον δυνατή, ἤθελεν εἶναι ἀποτέλεσμα ξένης μεσιτείας, καὶ μάλιστα ἂν ἡ Ρωσία ἦτον ἡ μεσιτεύουσα. Ἔξω τούτου, πρέπει νὰ νικήσωμεν ἢ ν’ ἀποθάνωμεν. […] οἱ ἐδικοί μας θέλουν μὲ εἴπει: Διὰ τί λοιπὸν δὲν διαμοιράζεσαι; ἢ διὰ τί δὲν δίδεσαι ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα σου; Ἡ ἀπόκρισίς μου εἶναι εὔκολος· (Ἀον) εἶμαι μικρός, διὰ νὰ μοιρασθῶ, καὶ μοιραζόμενος ἤθελα ἀξίζει ὀλιγώτερον τοῦ μηδενὸς ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων, ἤθελα τοὺς βλάψει. (Βον) μένω εἰς τὸν τόπον μου καὶ θέλω μείνει ἐν ὄσῳ θέλω ἐλπίζει νὰ τοὺς εἶμαι ὠφέλιμος. Ὁποίαν ἡμέραν ἴδω, ὅτι τὰ χρέη τοῦ ὑπουργήματός μου εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὰ χρέη τὰ ὁποῖα μὲ ἀπαιτεῖ ἡ πατρίς, πιστεύσατε μέ, Κύριέ μου, ὅτι δὲν θέλω ἀναβάλει οὐδεποσῶς ν’ ἀκολουθήσω τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει ν’ ἀκολουθήση πᾶς τίμιος ἄνθρωπος (39).
Μέχρι το 1822 θα συνεχίσει, άραγε, να τρέφει αυταπάτες για τη δυνατότητα να μεταπείσει τον τσάρο, ή μήπως δεν τολμούσε να κάνει το απαραίτητο βήμα ώστε να δοθεί «ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα» του, που εκείνη τη στιγμή τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ; Ο Καποδίστριας ήταν μεγάλος πολιτικός και πατριώτης αλλά δεν ήταν δυστυχώς ο επαναστάτης ηγέτης που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα. Και όμως, την ίδια στιγμή είχε συνείδηση πως η «πανουργία της ιστορίας» τον είχε μεταβάλει, άθελά του, σε όργανο της επαναστατικής αφύπνισης των συμπατριωτών του. Σε επιστολή του προς την κόμισα Στούρτζα-΄Εντλινγκ, στις 5/11/1821, υπερηφανεύεται πως «χωρίς να θέλω να παρακινήσω τους Έλληνας εις την αποτίναξιν του ζυγού, τους ώθησα εν τούτοις χωρίς να το γνωρίζω και χωρίς να το θέλω εις ότι σήμερον πράττουσιν. Είμαι ένοχος δια τούτο;… ελπίζω ότι όχι» (40).
Οι Έλληνες δεν θα ξεχάσουν τον ευπατρίδη πατριώτη και θα τον καλέσουν να αναλάβει τις τύχες ενός παραπαίοντος κράτους. Δεν είχε θελήσει να ηγηθεί στην Επανάσταση, και ίσως ήταν ο μόνος που διέθετε το κύρος και την ικανότητα να επιβάλει μια ενιαία ηγεσία, εν τούτοις τώρα θα θέσει στην υπηρεσία του νεοσύστατου κράτους, στη δύσκολη στιγμή της γέννησής του, την ανιδιοτέλεια και το κύρος του.
Το 1815-1816, είχε προσπαθήσει να τον πείσει για την ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) ώστε να επιβληθεί η δημιουργία μιας ομοσπονδίας μεταξύ Μολδαβίας, Βλαχίας και Σερβίας, υπό την εγγύηση των δυνάμεων, κατ’ εξοχήν της Ρωσίας, που θα τις ανεξαρτητοποιούσε και θα άνοιγε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος όμως απάντησε πως:
Αι σκέψεις αύται είναι πολύ λογικαί, αλλά διά να τας εκτελέση τις πρέπει να προσφύγη εις το τηλεβόλον, τουθ’ όπερ δεν επιθυμώ. Αρκετούς πολέμους έσχομεν επί του Δουνάβεως.[…] Αφ’ ετέρου η ειρήνη της Ευρώπης δεν έχει εισέτι στερωθή, οι δε υποκινηταί των επαναστάσεων ουδέν θα επεθύμουν τόσον όσον να με ιδούν εις ρήξιν προς τους Τούρκους. Καλή ή κακή η σύμβασις του Βουκουρεστίου πρέπει να τηρηθή. Πρέπει να την δεχθώμεν, ιδίως ίνα οι Τούρκοι μη μας ενοχλούν δια των αξιώσεων αυτών επί της ασιατικής ακτής (31).
Ο τσάρος, απέναντι στον ιδεαλισμό του Καποδίστρια δεν αντιτάσσει μόνο τον αντιδραστικό πραγματισμό της Ιεράς Συμμαχίας, αλλά εισάγει και μία παράμετρο που συνήθως αγνοείται: τον φόβο αντιπερισπασμού της Τουρκίας στον Καύκασο, ίσως και στην Κριμαία, όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί δεν είχαν αποδεχτεί την πρόσφατη ρωσική κατάκτηση και βρίσκονταν σε συνθήκες ενδημικής εξέγερσης καθ’ όλον τον 19ο αιώνα, έως το 1864 τουλάχιστον· το 1817, μάλιστα, θα ενταθούν οι συγκρούσεις των Ρώσων με τις φυλές του Καυκάσου.
Η ρωσική άρνηση και η εδραίωση της Ιεράς Συμμαχίας, σε πλήρη αντίθεση με την αυξανόμενη αδημονία των Ελλήνων, θα οδηγήσουν σε μια πρόσκαιρη ρήξη ανάμεσα στις πιο ριζοσπαστικές πατριωτικές πτέρυγες –κατ’ εξοχήν τη Φιλική Εταιρεία– και τις ελίτ του ελληνικού κόσμου· ο Κοραής, ο Ιγνάτιος, ο Καποδίστριας, το Πατριαρχείο, επιμένουν μάλλον στην εκπαιδευτική «προετοιμασία». Την «εκπαιδευτική στροφή» του Καποδιστρία, αποτυπώνει η «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», στις 6/4/1819, προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα. Πλέον, ο προβληματισμός του στρέφεται στην επιδίωξη μιας «σύνθεσης» ανάμεσα στη θρησκευτική και ηθική παράδοση των Ελλήνων και την παιδεία και τις φιλελεύθερες ιδέες:
Τέκνα της Αγίας Μητέρας μας Εκκλησίας, είμαστε όλοι αδελφοί· […] Η φιλολογική μόρφωση, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι η μόνη την οποία έχουμε ανάγκη· η πατρίδα αναζητά και κάποια άλλη. Είναι η ηθική για την οποία τίθεται θέμα (32).
Οι Έλληνες απέτυχαν να απελευθερωθούν και «οι καιροί, όταν όλα υπόσχονταν στην πατρίδα μας το πιο τιμητικό και ευτυχές μέλλον, παρήλθαν παρασύροντας μαζί τους τις καλύτερες ελπίδες μας»· αυτό οφείλεται πρωτίστως στο ότι «τα άτομα από τα οποία έπρεπε να έχει συντεθεί η πατρίδα, δεν ήταν ακόμη ώριμα, […] λίγα φώτα, καμιά απολύτως εμπειρία, καμιά επικοινωνία με τον κόσμο». Η απελευθέρωση δεν επετεύχθη και προφανώς δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο εάν προηγηθεί μία σύνθεση μεταξύ ηθικής και φιλελευθέρων ιδεών, θρησκείας και παιδείας.
…υπάρχει πάντοτε μεγάλο ενδιαφέρον να είναι το έθνος ολοκληρωτικά αφοσιωμένο στην Εκκλησία του […]. Να εξομοιωθεί η δημόσια εκπαίδευση με εκείνη του κλήρου και η μια να μην μπορέσει ν’ αποδεσμευθεί ποτέ από την άλλη. Ευνοώντας την εκπαίδευση της νεολαίας και προσελκύοντας […]τα διαπλασμένα στα σχολεία του πανεπιστημίου και του κόσμου άτομα, θα πρέπει να φροντίζουμε πολύ μη επιτρέποντας να παίρνουν αντίθετη απέναντι στην εκκλησία θέση.
Είναι προφανές πως ο Έλληνας πολιτικός φοβάται μία ρήξη μεταξύ των διαφωτιστών διανοουμένων και των επαναστατών με την Εκκλησία και τον κλήρο, που φαινόταν πιθανή εκείνη την εποχή. Συνεχίζοντας, διευκρινίζει τη σκέψη του και προτείνει στους Έλληνες να κινηθούν προς μία σύνθεση Ανατολής και Δύσης!
Στη Ρωσία μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η εθνική ευημερία και η πρόοδος του πολιτισμού πηγάζουν από την Εκκλησία. Στην Ελβετία, την Αγγλία και την Αμερική μπορούμε να διδαχτούμε την επιστήμη και την τέχνη της ελευθερίας. […] μερικοί νέοι να τύχουν μιας καλής διαπαιδαγώγησης στη Ρωσία, την Ελβετία, την Αγγλία και την Αμερική.
Τέλος, στρέφεται για μια ακόμα φορά, έμμεσα, ενάντια σε οποιαδήποτε «τυχοδιωκτική ενέργεια». Οι τύχες της Ελλάδας δεν πρέπει να πέσουν στα χέρια τυχοδιωκτών, διότι τότε «τα επακόλουθα των σφαλμάτων» θα πέσουν «πάνω στις κεφαλές» όλων.
Οι μορφωμένοι άνθρωποι ανάμεσα μας που έχουν καλή θέληση και είναι ειλικρινείς χριστιανοί μπορούν να απαρτίσουν το κέντρο. […] Τη μέρα που θα αποστούμε από τη γραμμή αυτή, ασπαζόμενοι μια διαφορετική θεωρία, οι θυσίες μας θα προσθέσουν συμφορές στην πατρίδα μας. Δεν θα πρόκειται πια για το γενικό καλό.
Όλες οι αρνητικές διπλωματικές του εμπειρίες εδραίωσαν την πεποίθηση πως δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως αφηγείται, το 1818, οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου, απεσταλμένοι των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, στο Κισίνιεφ της Βεσσαραβίας, για να υποβάλουν τα σέβη τους στον Αυτοκράτορα, «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον». Η απάντησή του ήταν πως «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν» από την ελευθερία, ο δε «Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν να στερεώση την μετά των Τούρκων ειρήνην» (33). Είναι γνωστή (34) η απόρριψη των προτάσεων του Γαλάτη να αναλάβει την αρχή της Εταιρείας, για τις οποίες πληροφόρησε και τον ίδιο τον τσάρο, φοβούμενος ίσως την εμπλοκή του σε κάποια πλεκτάνη εναντίον του.
Ωστόσο, για τις επόμενες επαφές του με τη Φιλική Εταιρεία, κατ’ εξοχήν εκείνη με τον Ξάνθο, τον χειμώνα του 1820, δεν αναφέρει τίποτε στην Επισκόπησή του. Και γνωρίζομε τουλάχιστον μία ακόμα κρούση που του έγινε από την Εταιρεία, το 1818, όπως αποκαλύφθηκε από επιστολή του Θεόδωρου Νέγρη, η οποία βρίσκεται στα αρχεία της αυστριακής αστυνομίας (35). Είχε, άραγε, αρχίσει να αμφιβάλλει και ο ίδιος για την ορθότητα της γραμμής του; Πάντως, δεν φαίνεται να αποδοκίμασε με ιδιαίτερη ζέση –αν την αποδοκίμασε καθόλου, όπως ισχυρίζεται (36)– την πρόθεση του Υψηλάντη να αναλάβει την ηγεσία, μετά τη δική του άρνηση. Εάν ήθελε να εμποδίσει τον Υψηλάντη, θα μπορούσε να ειδοποιήσει τον τσάρο, ή να απειλήσει ο ίδιος τον Υψηλάντη, και δεν έκανε τίποτε από τα δύο. Και μέχρι το 1822 προσπαθούσε να πείσει τον τσάρο για την ανάγκη επέμβασης της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας, και μόνο όταν απέτυχε οριστικά, υπέβαλε την παραίτησή του.
Το 1821, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Λάιμπαχ, έφθασε η είδηση για την είσοδο στη Μολδοβλαχία του Υψηλάντη, ο οποίος και απέστειλε επιστολή στον τσάρο ζητώντας βοήθεια. Η απάντηση του Αλεξάνδρου Α΄ ήταν η καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Υψηλάντη και η άδεια εισόδου των Τούρκων στις Ηγεμονίες, ενώ ο Καποδίστριας έδωσε μάχη ώστε τουλάχιστον να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Τουρκία και οι δυνάμεις να τηρήσουν ουδετερότητα.
Ωστόσο, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και οι σφαγές των Ελλήνων θα οδηγήσουν σε ένα γενικευμένο κύμα συμπάθειας υπέρ των ομοδόξων, εξ ου και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στον Σουλτάνο. Στην Επισκόπηση, ο Καποδίστριας περιγράφει αναλυτικά την ύστατη προσπάθειά του –από τον Αύγουστο του 1821 μέχρι τον χειμώνα του 1821-1822– να πείσει τον Αλέξανδρο να παρέμβει με στρατό στις παρίστριες ηγεμονίες, να κινητοποιήσει τον στόλο στον Εύξεινο Πόντο και να απαιτήσει την εγγύηση της ζωής και της ασφάλειας των Ελλήνων, των Σέρβων, των Μολδαβών και των Βλάχων· οι σχετικές διπλωματικές ενέργειες όμως κατέληξαν σε αποτυχία εξ αιτίας και της ανάμειξης της Αυστρίας και της Αγγλίας:
…επανηρχόμην κατ’ επανάληψιν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας μου μετά του Αυτοκράτορος επί της απαραιτήτου ανάγκης να δράσωμεν. Η αναβολή της δράσεως θα συνεπλήρωνε την δήωσιν και καταστροφήν των παριστρίων ηγεμονιών· οι Έλληνες θα έπαυον ευρισκόμενοι εντός της σφαίρας της ρωσσικής επιρροής, τα συμφέροντα της Ρωσσίας εν Ανατολή θα ευρίσκοντο εν προφανεί κινδύνω· τότε η Α. Μεγαλειότης θα ηναγκάζετο να προστατεύση ταύτα ουχί μόνο έναντι της τυφλής ωμότητος των Τούρκων αλλά και έναντι του εμπορικού εγωισμού της Αγγλίας και της ζηλοτύπου ανησυχίας της Αυστρίας… (37)
Τα επιχειρήματα και οι θέσεις του υπήρξαν προφητικές. Η αδυναμία της Ρωσίας να δράσει στο πλευρό των Ελλήνων έμελλε να ανοίξει τον δρόμο στην αγγλική διείσδυση, με αποτέλεσμα να αποκοπεί οριστικά η διέξοδος της Ρωσίας στη Μεσόγειο και να κουτσουρευτεί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Και παρότι, προς στιγμήν φάνηκε να πείθει τον Αλέξανδρο (38), εν τούτοις θα ηττηθεί και, τον Αύγουστο του 1822, θα εγκαταλείψει οριστικά τη ρωσική υπηρεσία. Για μια ακόμα φορά είχε ελπίσει, ματαίως, πως θα μετέστρεφε τη ρωσική πολιτική. Το ότι διατηρούσε ακόμα ελπίδες φαίνεται καθαρά από το σπαρακτικό υπόμνημα του προς τον Ιγνάτιο, τον Ιούλιο του 1821:
Ἡ Ἐπανάστασις ἄρχισε νὰ κάμνῃ ταχείας προόδους· μόνον κακοὶ ἢ ἀμαθεῖς ἠμποροῦν νὰ θεωρήσουν τὰ εἰς τὰς Ἡγεμονίας γινόμενα ὡς δεῖγμα τῶν γενησομένων εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἢ Ἀλβανίαν, ἢ εἰς τὰς Νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους. Οἱ Μολδαυοὶ καὶ Βλάχοι ἔμειναν δι’ ὅλου ξένοι εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Πλὴν τί κοινὸν εἶναι μεταξὺ τούτων καὶ τῆς καταστάσεως τῆς Πελοποννήσου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους; Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅστις ἐπῆρε τὰ ὄπλα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔχει ἕνα τάφον, μίαν οἰκίαν, μίαν γενεὰν νὰ ὑπερασπισθῇ· ὁ κάθε ναύτης, εἰς τὴν παροῦσαν τῶν πραγμάτων κατάστασιν, ἔχει ἢ νὰ νικήσῃ ἢ νὰ ἀποθάνῃ, [ ] Δὲν βλέπω λοιπὸν πιθανότητα διαλλαγῆς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων· ἡ μόνη, ἡ ὁποία ἤθελε φανῇ ὀλίγον δυνατή, ἤθελεν εἶναι ἀποτέλεσμα ξένης μεσιτείας, καὶ μάλιστα ἂν ἡ Ρωσία ἦτον ἡ μεσιτεύουσα. Ἔξω τούτου, πρέπει νὰ νικήσωμεν ἢ ν’ ἀποθάνωμεν. […] οἱ ἐδικοί μας θέλουν μὲ εἴπει: Διὰ τί λοιπὸν δὲν διαμοιράζεσαι; ἢ διὰ τί δὲν δίδεσαι ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα σου; Ἡ ἀπόκρισίς μου εἶναι εὔκολος· (Ἀον) εἶμαι μικρός, διὰ νὰ μοιρασθῶ, καὶ μοιραζόμενος ἤθελα ἀξίζει ὀλιγώτερον τοῦ μηδενὸς ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων, ἤθελα τοὺς βλάψει. (Βον) μένω εἰς τὸν τόπον μου καὶ θέλω μείνει ἐν ὄσῳ θέλω ἐλπίζει νὰ τοὺς εἶμαι ὠφέλιμος. Ὁποίαν ἡμέραν ἴδω, ὅτι τὰ χρέη τοῦ ὑπουργήματός μου εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὰ χρέη τὰ ὁποῖα μὲ ἀπαιτεῖ ἡ πατρίς, πιστεύσατε μέ, Κύριέ μου, ὅτι δὲν θέλω ἀναβάλει οὐδεποσῶς ν’ ἀκολουθήσω τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει ν’ ἀκολουθήση πᾶς τίμιος ἄνθρωπος (39).
Μέχρι το 1822 θα συνεχίσει, άραγε, να τρέφει αυταπάτες για τη δυνατότητα να μεταπείσει τον τσάρο, ή μήπως δεν τολμούσε να κάνει το απαραίτητο βήμα ώστε να δοθεί «ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα» του, που εκείνη τη στιγμή τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ; Ο Καποδίστριας ήταν μεγάλος πολιτικός και πατριώτης αλλά δεν ήταν δυστυχώς ο επαναστάτης ηγέτης που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα. Και όμως, την ίδια στιγμή είχε συνείδηση πως η «πανουργία της ιστορίας» τον είχε μεταβάλει, άθελά του, σε όργανο της επαναστατικής αφύπνισης των συμπατριωτών του. Σε επιστολή του προς την κόμισα Στούρτζα-΄Εντλινγκ, στις 5/11/1821, υπερηφανεύεται πως «χωρίς να θέλω να παρακινήσω τους Έλληνας εις την αποτίναξιν του ζυγού, τους ώθησα εν τούτοις χωρίς να το γνωρίζω και χωρίς να το θέλω εις ότι σήμερον πράττουσιν. Είμαι ένοχος δια τούτο;… ελπίζω ότι όχι» (40).
Οι Έλληνες δεν θα ξεχάσουν τον ευπατρίδη πατριώτη και θα τον καλέσουν να αναλάβει τις τύχες ενός παραπαίοντος κράτους. Δεν είχε θελήσει να ηγηθεί στην Επανάσταση, και ίσως ήταν ο μόνος που διέθετε το κύρος και την ικανότητα να επιβάλει μια ενιαία ηγεσία, εν τούτοις τώρα θα θέσει στην υπηρεσία του νεοσύστατου κράτους, στη δύσκολη στιγμή της γέννησής του, την ανιδιοτέλεια και το κύρος του.
Η συνέχεια του ελληνικού έθνους
Τον Απρίλιο του 1823, αφού είχε πλέον ολοκληρώσει τη θητεία του υπό τη ρωσική διοίκηση (41), απογοητευμένος από αυτήν και ενθουσιώδης υποστηρικτής της Επανάστασης, σε νέα επιστολή του προς τον Ιγνάτιο, μας αποκαλύπτει μια σχετικά άγνωστη πτυχή της δραστηριότητας και της ιδεολογίας του (42): «…Ἤδη ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους ἡ ἰδέα πονήματος τινὸς περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος εἶναι τὸ ἀντικείμενον τῶν τερπνοτέρων ἀσχολήσεών μου καὶ τῶν εὐχῶν μου». Για να ετοιμάσει το σύγγραμμά του, «ἐξηκολούθησ(ε) ὑπὸ τὴν σοφὴν διεύθυνσιν τοῦ φίλου (των) Μουστοξύδου ν’ ἀναγινώσκ(ῃ) τὰ παλαιὰ καὶ νέα συγγράμματα, ὅσα πραγματεύονται περὶ τῆς Ἑλλάδος». Όμως, την ίδια εποχή, έφτασε στη Γενεύη ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ο οποίος του «ἐκοινοποίησε τὸ σύγγραμμα, τὸ ὁποῖον ἐτελείωσε, μὲ τὸν ἀξιότιμον σκοπόν τοῦ νὰ καταδείξῃ τὰς αἰτίας, αἴτινες ἐπέφερον τὴν ἐνεστώσαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων τῆς πατρίδος μας». Δηλαδή, ο Ρίζος είχε ήδη προβεί στη συγγραφή ενός ανάλογου βιβλίου με εκείνο που έγραφε ο Καποδίστριας και συμφώνησε να «συγχωνευθῇ τὸ σύγγραμμά του μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔχω ἀνὰ χείρας» «ὑπὸ τὸν ὄρον τοῦ νὰ ἐπιδοκιμάσῃ ἡ Ὑμετέρα Πανιερότης τὸ σχέδιον καὶ νὰ συγκατανεύσῃ νὰ συνεισφέρῃ εἰς τὴν ἐκτέλεσίν του». Εν συνεχεία, ο Καποδίστριας αναφέρεται στο περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις του ήδη γραφέντος, εν μέρει τουλάχιστον, πονήματός του, που επιτρέπει να ολοκληρώσουμε τη σκιαγράφηση της ιδεολογικής του ταυτότητας.
Σκοπεύει τωόντι να καταδείξει πως «ἡ ἐνεστώσα κατάστασις τῆς Ἑλλάδος εἶναι συνέπεια ἀναγκαία ὅλων τῶν καταστάσεων, δι’ ὧν ἐξῆλθεν ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τῆς πτώσεως τῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας». Ο Καποδίστριας δεν εξετάζει τη νεώτερη ελληνική ιστορία με αφετηρία την Άλωση του 1453, αλλά το 1300, όταν δηλαδή οι Οσμανλήδες έχουν καταλάβει τη Μικρά Ασία, ενώ ο ελληνισμός συνέχιζε να μάχεται εναντίον των Φράγκων.
Πρὸς ἐπίτευξιν τούτου τὸ πόνημα θέλει διαιρεθῇ εἰς τρία βιβλία. Τὸ πρῶτον θέλει δείξει τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς προόδου τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους ἐν Εὐρώπῃ καὶ ἐν Ασίᾳ, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1300 μέχρι τοῦ 1574. Τὸ δεύτερον θέλει δείξει ὡσαύτως τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικού ἔθνους ἐπὶ τῆς έποχῆς τῆς παρακμῆς τοῦ Όθωμανικοῦ κράτους, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1574 μέχρι τοῦ 1823…
Οι Έλληνες συγκροτούσαν ένα έθνος πριν και μετά την οθωμανική κατάκτηση: «οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ ἀποτελῶσιν ἕν ἔθνος· διότι α) διέσωσαν καθαρὰν τὴν κοινήν καταγωγήν των· β) ἐσυλλογίσθησαν καὶ ὡμίλησαν εἰς τὴν γλώσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν· γ) καὶ ὑπήκουσαν εἰς μίαν μόνην καὶ ἀμετάβλητον έξουσίαν, είς τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας των. Οὗτοι δὲ οἱ τρεῖς ὅροι εἶναι οἱ μόνοι, οἵτινες ἐκ μιᾶς συνενώσεως ἀνθρώπων ἀποτελοῦσιν ὅ,τι καλεῖται ἕν ἔθνος». [ ] Όπως επισημαίνει η Κωνσταντίνα Ζάνου, η αντίληψη του Καποδίστρια, του Μουστοξύδη και του Νερουλού διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη του Κοραή (43). Για τον τελευταίο, ο ελληνισμός είναι οιονεί νεκρός μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, εκτός από ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις, και «αναγεννάται», κυριολεκτικώς, μετά την έκδοση, το 1766, της πρώτης πειραματικής Φυσικής (!), τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και τη γαλλική Επανάσταση. Αντίθετα, για τον Καποδίστρια και τους ομοϊδεάτες του, το ελληνικό έθνος δεν παύει να υπάρχει, ακόμα και κατά τους πιο σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν δε η οθωμανική Αυτοκρατορία παύει να επεκτείνεται, μετά το 1574, αρχίζει η ανάκαμψή του που θα οδηγήσει στην Επανάσταση. Η «Αναγέννηση» του ελληνισμού για τον Καποδίστρια και τον Νερουλό αποτελεί απλώς την περίοδο της ανθοφορίας ενός πάντα ζωντανού κορμού. Είναι ένας από τους πρώτους, μετά τον Καταρτζή, που διατυπώνει θεωρητικά την ιστοριογραφική αντίληψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Αυτή η αντίληψη, που περιλαμβάνεται διαγραμματικά στην επιστολή-σχέδιο του Καποδίστρια προς τον Ιγνάτιο, διαπνέει και το βιβλίο του Νερουλού που εξεδόθη στα γαλλικά, το 1828 (44). Αποτελεί άραγε ένα κοινό πόνημά τους, («Ὁ Κύριος Ρῖζος θέλει τὸ δημοσιεύσει είς τὸ ὄνομά του. Εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς μετά ἀπεριορίστου εὐχαριστήσεως προσφερομένης συμπράξεώς μου») ή μήπως αυτή η σύμπραξη δεν ολοκληρώθηκε; Δυστυχώς, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που θα φώτιζε ικανοποιητικότερα την πνευματική φυσιογνωμία του και θα εξηγούσε ίσως αρκετές από τις κινήσεις του μελλοντικού Κυβερνήτη δεν έχει διερευνηθεί όσο θα έπρεπε. Πάντως, κατ’ εξοχήν στον πνευματικό χώρο των Ιονίων νήσων θα αναπτυχθεί, ίσως συστηματικότερα από οπουδήποτε αλλού, η θεωρία της συνέχειας του ελληνισμού, από τον Καποδίστρια και τον Μουστοξύδη μέχρι τους Ζαμπέλιους, τον Βαλαωρίτη και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες. Καθόλου τυχαία, ο Μουστοξύδης –ίσως ο στενότερος φίλος και συνεργάτης του Καποδίστρια– υπήρξε ο άνθρωπος που συνέδραμε ουσιωδώς τον Φωριέλ στην έκδοση των δημοτικών τραγουδιών (45), ενώ εξέδωσε και το περιοδικό Ελληνομνήμων, στην Κέρκυρα (1843-1853), το πρώτο που ασχολείται συστηματικά με το ύστερο Βυζάντιο και την πρώιμη Τουρκοκρατία.
Κλείνοντας εδώ την αναφορά στον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε για μια ακόμα φορά τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της συγκρότησης του ελληνισμού, τον «καημό της ρωμιοσύνης», τις «καρβουνοσακούλες» που, σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη, σκεπάζουν τον ουρανό του (46). Ο μόνος άνθρωπος που είχε τη δυνατότητα να ενώσει τα διεστώτα μέλη του ελληνικού κόσμου κατά την Επανάσταση, ο μόνος που ήταν αναγνωρισμένος ανεπιφύλακτα από όλες τις πτέρυγες του και θα είχε ίσως τη δυνατότητα να σιγάσει τους δαίμονες του εμφυλίου, ήταν τραγικά απών στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα και θα έλθει μόνο στο τέλος του για να διασώσει την ξέπνοη επανάσταση, έργο ακόμα και τότε καθοριστικό, παρότι έμελλε να πέσει θύμα του εμφυλίου που υποδαύλιζε η Αλβιών.
Σκοπεύει τωόντι να καταδείξει πως «ἡ ἐνεστώσα κατάστασις τῆς Ἑλλάδος εἶναι συνέπεια ἀναγκαία ὅλων τῶν καταστάσεων, δι’ ὧν ἐξῆλθεν ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τῆς πτώσεως τῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας». Ο Καποδίστριας δεν εξετάζει τη νεώτερη ελληνική ιστορία με αφετηρία την Άλωση του 1453, αλλά το 1300, όταν δηλαδή οι Οσμανλήδες έχουν καταλάβει τη Μικρά Ασία, ενώ ο ελληνισμός συνέχιζε να μάχεται εναντίον των Φράγκων.
Πρὸς ἐπίτευξιν τούτου τὸ πόνημα θέλει διαιρεθῇ εἰς τρία βιβλία. Τὸ πρῶτον θέλει δείξει τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς προόδου τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους ἐν Εὐρώπῃ καὶ ἐν Ασίᾳ, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1300 μέχρι τοῦ 1574. Τὸ δεύτερον θέλει δείξει ὡσαύτως τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικού ἔθνους ἐπὶ τῆς έποχῆς τῆς παρακμῆς τοῦ Όθωμανικοῦ κράτους, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1574 μέχρι τοῦ 1823…
Οι Έλληνες συγκροτούσαν ένα έθνος πριν και μετά την οθωμανική κατάκτηση: «οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ ἀποτελῶσιν ἕν ἔθνος· διότι α) διέσωσαν καθαρὰν τὴν κοινήν καταγωγήν των· β) ἐσυλλογίσθησαν καὶ ὡμίλησαν εἰς τὴν γλώσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν· γ) καὶ ὑπήκουσαν εἰς μίαν μόνην καὶ ἀμετάβλητον έξουσίαν, είς τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας των. Οὗτοι δὲ οἱ τρεῖς ὅροι εἶναι οἱ μόνοι, οἵτινες ἐκ μιᾶς συνενώσεως ἀνθρώπων ἀποτελοῦσιν ὅ,τι καλεῖται ἕν ἔθνος». [ ] Όπως επισημαίνει η Κωνσταντίνα Ζάνου, η αντίληψη του Καποδίστρια, του Μουστοξύδη και του Νερουλού διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη του Κοραή (43). Για τον τελευταίο, ο ελληνισμός είναι οιονεί νεκρός μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, εκτός από ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις, και «αναγεννάται», κυριολεκτικώς, μετά την έκδοση, το 1766, της πρώτης πειραματικής Φυσικής (!), τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και τη γαλλική Επανάσταση. Αντίθετα, για τον Καποδίστρια και τους ομοϊδεάτες του, το ελληνικό έθνος δεν παύει να υπάρχει, ακόμα και κατά τους πιο σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν δε η οθωμανική Αυτοκρατορία παύει να επεκτείνεται, μετά το 1574, αρχίζει η ανάκαμψή του που θα οδηγήσει στην Επανάσταση. Η «Αναγέννηση» του ελληνισμού για τον Καποδίστρια και τον Νερουλό αποτελεί απλώς την περίοδο της ανθοφορίας ενός πάντα ζωντανού κορμού. Είναι ένας από τους πρώτους, μετά τον Καταρτζή, που διατυπώνει θεωρητικά την ιστοριογραφική αντίληψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Αυτή η αντίληψη, που περιλαμβάνεται διαγραμματικά στην επιστολή-σχέδιο του Καποδίστρια προς τον Ιγνάτιο, διαπνέει και το βιβλίο του Νερουλού που εξεδόθη στα γαλλικά, το 1828 (44). Αποτελεί άραγε ένα κοινό πόνημά τους, («Ὁ Κύριος Ρῖζος θέλει τὸ δημοσιεύσει είς τὸ ὄνομά του. Εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς μετά ἀπεριορίστου εὐχαριστήσεως προσφερομένης συμπράξεώς μου») ή μήπως αυτή η σύμπραξη δεν ολοκληρώθηκε; Δυστυχώς, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που θα φώτιζε ικανοποιητικότερα την πνευματική φυσιογνωμία του και θα εξηγούσε ίσως αρκετές από τις κινήσεις του μελλοντικού Κυβερνήτη δεν έχει διερευνηθεί όσο θα έπρεπε. Πάντως, κατ’ εξοχήν στον πνευματικό χώρο των Ιονίων νήσων θα αναπτυχθεί, ίσως συστηματικότερα από οπουδήποτε αλλού, η θεωρία της συνέχειας του ελληνισμού, από τον Καποδίστρια και τον Μουστοξύδη μέχρι τους Ζαμπέλιους, τον Βαλαωρίτη και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες. Καθόλου τυχαία, ο Μουστοξύδης –ίσως ο στενότερος φίλος και συνεργάτης του Καποδίστρια– υπήρξε ο άνθρωπος που συνέδραμε ουσιωδώς τον Φωριέλ στην έκδοση των δημοτικών τραγουδιών (45), ενώ εξέδωσε και το περιοδικό Ελληνομνήμων, στην Κέρκυρα (1843-1853), το πρώτο που ασχολείται συστηματικά με το ύστερο Βυζάντιο και την πρώιμη Τουρκοκρατία.
Κλείνοντας εδώ την αναφορά στον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε για μια ακόμα φορά τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της συγκρότησης του ελληνισμού, τον «καημό της ρωμιοσύνης», τις «καρβουνοσακούλες» που, σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη, σκεπάζουν τον ουρανό του (46). Ο μόνος άνθρωπος που είχε τη δυνατότητα να ενώσει τα διεστώτα μέλη του ελληνικού κόσμου κατά την Επανάσταση, ο μόνος που ήταν αναγνωρισμένος ανεπιφύλακτα από όλες τις πτέρυγες του και θα είχε ίσως τη δυνατότητα να σιγάσει τους δαίμονες του εμφυλίου, ήταν τραγικά απών στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα και θα έλθει μόνο στο τέλος του για να διασώσει την ξέπνοη επανάσταση, έργο ακόμα και τότε καθοριστικό, παρότι έμελλε να πέσει θύμα του εμφυλίου που υποδαύλιζε η Αλβιών.
Διαβάστε το πρώτο μέρος του κειμένου εδώ:
Σημειώσεις
14. Γρ. Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας, η γένεση του ελληνικού κράτους, Ίκαρος, Αθήνα 1975, σσ. 270-272· Σ. Θ. Λάσκαρις, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Ρώσος διπλωμάτης και υπουργός των εξωτερικών», ΗΜΕ, τ. 11, Αθήνα 1932, σσ. 100-102· Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, Γαλαξίας, Αθήνα 1971, σσ. 38-55.
15. Σ. Θ. Λάσκαρις, ό.π., σ. 107· Χαρ. Νικολάου, Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες-συμφωνίες και συμβάσεις, Στρατηγικές εκδόσεις, Αθήνα 1996, σσ. 58-59.
16. ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. Ε΄, Κέρκυρα 1984, σσ. 3-9.
17. Βιέννη, 30 Μαρτίου / 11 Απριλίου 1815, Βλ. ΑΙΚ, ό.π., τ. Γ΄, 1980, σσ. 284, 285.
18. C. M. Woodhouse, Capodistria, ό.π., σ. 117.
19. Βλ. Vneshniaia politika Rosii xix I nachala xx veka, t. VII, Μόσχα 1970, σσ. 310-312.
20. Patricia Kennedy Grimsted, Foreign ministers of Alexander I, California UP, Μπέρκλεϋ – Λ. Άντζελες 1969, σ. 231.
21. Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, Η επί της αγγλικής προστασίας Επτάνησος Πολιτεία και τα κόμματα, επιμ. Χρίστου Θεοδωράτου, Αθήνα 1969, σ. 9.
22. Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, Κέρκυρα 1976, σσ. 57-58.
23. Βλ. Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους, Από Συστάσεως Αυτού Μέχρις Ενώσεως (Έτη 1815-1864), τ. 2, Ζάκυνθος 1874, σσ. 303-304.
24. Βλ. Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους…, ό.π., σσ. 257-262· Ανδρέας Ιδρωμένος, Ο υπέρ εθνικής αποκαταστάσεως αγών των Επτανησίων 1815-1864, Πολιτική Ιστορία της Επτανήσου επί της Αγγλικής προστασίας, Κέρκυρα 1889, σσ. 10-19.
25. Στην Ελβετία, το 1814, μελέτησε τα πρωτοπόρα εκπαιδευτικά συστήματα των Πεσταλότσι και Φέλλενμπεργκ και έγραψε μάλιστα ένα εκτενές μνημόνιο για τον τσάρο, το οποίο κυκλοφόρησε με τη μορφή βιβλίου, βλ. Jean Capodistria, Rapport présenté à Sa Majesté l’Empereur Alexandre sur les établissements de M. de Fellenberg à Hofwyl, en Octobre 1814, Παρίσι-Γενεύη 1815.
26. Αυτοβιογραφία…, ό.π., σσ. 57-59.
27. Βλ. Comtesse Edling, née Stourdza, Mémoires, Μόσχα 1888, σ. 211.
28. Βλ. Ε. Κούκου, Ο Καποδίστριας και η παιδεία (1803-1822) – Α΄ Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης, δδ, Αθήνα 1958· Γ. Λάιος, «Η «Φιλόμουσος Εταιρεία» της Βιέννης (1814-1820). Νέα έγγραφα», ΕΜΑ 12 (1962)· Εμμ. Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος, μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας 1766-1828, ΜΕΙ, ΑΑ, Αθήνα 1959-1962, τχ. Ι, σσ. 127-164, τχ. ΙΙ, σσ. 55-62.
29. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1965, σ. 184.
30. Πολ. Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης…, ό.π., σσ. 196-197.
31. Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σ. 79.
32. «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», ό.π.
33. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σσ. 99-100.
34. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σσ. 82-87.
35. Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης…, σσ. 203-204.
36. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σ. 131.
37. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σ. 152.
38. Βλ. Μέρος Δ΄, κεφ. ΙΙΙ, σσ. 601-603.
39. «Υπόμνημα περί της τύχης της Ελλάδος» (17 Ιουλίου 1821), ΑΙΚ, τ. Στ΄, ΕΚΣ, Κέρκυρα 1984, σσ. 176-177.
40. Νέα Ημέρα Τεργέστης, 1/14 Σεπτεμβρίου 1901.
41. Μετά το 1822, είχε αποσυρθεί στην Ελβετία, παρότι παρέμενε ακόμα τυπικά στην υπηρεσία της ρωσικής διοίκησης.
42. «Επιστολή προς τον μητρ. Ιγνάτιο», 12/24 Απριλίου 1823, Αιών, Αθήνα 30–9–1850.
43. Βλ. Κ. Ζάνου, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Ιακωβάκης…», ό.π. Για τις σχέσεις μεταξύ Μουστοξύδη και Καποδίστρια, βλ. Κ. Θ. Δημαράς, «Καποδίστριας–Μουστοξύδης–Κουτλουμουσιανός (Βιβλιογραφικές και άλλες αναζητήσεις)», Θησαυρίσματα/ Thesaurismata, τχ. 1, Βενετία 1962, σσ. 14-62.
44. Βλ. Iacovaky Rizo Nérοulοs, Histoire Moderne de la Grèce depuis la chute de l’ empire d’ Orient, Γενεύη 1828. Βλ. σχετικά M. B. Σακελλαρίου, «Νεοελληνικές Ιστορικές Σπουδές. Ιστορικό και κριτικό σχεδιάγραμμα», Nέα Eστία, 33 (1943) σσ. 26-31, 102-106, 158-162, 233-236, 290-295, 359-364, 435-440, 495-498, 548-552, 615-618, 804-813, εδώ, σ. 105· Γιάννης Κουμπουρλής, «Η Επανάσταση του 1821 και η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους στις πρώτες μεγάλες αφηγήσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας: από την πολυπαραγοντική ανάλυση στο σχήμα της εθνικής τελεολογίας», στο Πέτρος Πιζάνιας (επιμ.), Η ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σσ. 351-374.
45. Βλ. Miodrac Imbrovac, Claude Fauriel et la fortune Européenne des poésies populaires Grecque et Serbe, Librairie Marcel Didier, Παρίσι 1966 και Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Θεμέλιο, Αθήνα 1984. Για τον Μουστοξύδη, βλ. Ευάγγελος Μανής, Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860), ο επιστήμων, ο πολιτικός, ο εθνικός αγωνιστής, δδ, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1960· Δ. Αρβανιτάκης, εισαγ. στο Ανδρέας Μουστοξύδης-Αιμίλιος Τυπάλδος, Αλληλογραφία (1822-1860), Εκδ. Κότινος, Αθήνα 2005· Κ. Ζάνου, Διανοούμενοι-“γέφυρες” στη μετάβαση από την προεθνική στην εθνική εποχή, Ανάτυπο από το περ. Τα Ιστορικά, τχ. 58, Αθήνα Ιούνιος 2013.
46. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄ (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 210.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου