του Παντελή Καρύκα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 o γερμανικός στρατός αναζητούσε ένα νέο τυφέκιο. Οι ένοπλες δυνάμεις της Δυτικής, τότε, Γερμανίας συστάθηκαν το 1955, 10 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Γερμανοί στρατιώτες εξοπλίστηκαν αρχικά με αμερικανικά τυφέκια Μ1 Garand. Ωστόσο καθώς οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εξοπλίζονταν με το εξαιρετικό AK-47 Kalashnikov, οι γερμανικές δυνάμεις που αποτελούσαν τότε την προμετωπίδα του ΝΑΤΟ δεν μπορούσαν να υστερούν.
Γερμανοί τεχνικοί της Mauser Λούντβιχ Φοργκρίμλερ και Τέοντορ Λέφλερ μεταφέρθηκαν στη Γαλλία μετά τον Β’ ΠΠ. Εκεί με βάση το Sturmgewehr 45 ανέπτυξαν μια σειρά τυφεκίων εφόδου που μπορούν να χαρακτηριστούν πρόγονοι του G3. Τα τυφέκια αυτά δοκιμάστηκαν αλλά ουδέποτε μπήκαν σε παραγωγή.
Το 1950 ο Φοργκρίμλερ πέρασε στην Ισπανία και εργάστηκε για την CEMTE (Centro de Estudios Técnicos de Materiales Especiales) . Εκεί κατασκεύασε υποδείγματα στο διαμέτρημα των 7,92 χλστ. Οι Δυτικογερμανοί επέδειξαν ενδιαφέρον για το τυφέκιο Μ2 που κατασκεύασε και απευθύνθηκαν στη ισπανική εταιρεία ζητώντας όμως να τροποποιηθεί το διαμέτρημά του στα 7,62χ51 χλστ. Το CEMTE Μodelo Α όπως ονομάστηκε δεν ικανοποίησε τους Γερμανούς.
Έτσι με την συνεργασία της CEMTE και της γερμανικής Heckler & Koch αναπτύχθηκε το Modelo B ή Gewehr 3. Το όπλο υιοθετήθηκε το 1958 από τον ισπανικό στρατό. Το όπλο της CEMTE εντάχθηκε στον γερμανικό στρατό το 1959 με την ονομασία G3.
Ήταν ένα φτηνό αλλά αξιόπιστο τυφέκιο με μεταλλικά και πλαστικά μέρη και με, θεωρητικά, μεγαλύτερο βεληνεκές από το ΑΚ-47. Μπορούσε να βάλλει οπλοβομβίδα από την κάννη χωρίς τροποποιήσεις. Το βασικό υπόδειγμα ήταν το G3A3, ενώ ακολούθησε το G3A4 με το πτυσσόμενο μεταλλικό κοντάκιο. Το G3 υιοθετήθηκε σχεδόν αμέσως από δεκάδες στρατούς σε όλο τον κόσμο. Πέραν του γερμανικού με G3 εξοπλίστηκαν ο ελληνικός, ο σουηδικός, ο ολλανδικός, ο νορβηγικός, ο πορτογαλικός, ο ισπανικός, ο βρετανικός, ο του Λουξεμβούργου, της Δανίας και ο τουρκικός στρατός στην Ευρώπη.
Στη Μέση Ανατολή εξόπλισε τις δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας, του Πακιστάν, της τότε Βόρειας Υεμένης και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Επίσης κατασκευάστηκε κατόπιν αδείας στο Ιράν, ενώ και οι στρατοί της Αιθιοπίας, της Αγκόλα και του Ζαίρ προμηθεύτηκαν το τυφέκιο, όπως και αυτοί της Ταϊλάνδης και της Μιανμάρ και πολλών ακόμα αφρικανικών και ασιατικών κρατών.
Συνολικά το τυφέκιο υιοθετήθηκε από περισσότερους από 40 στρατούς σε όλο τον κόσμο, ενώ σε 18 χώρες παρήχθη εγχωρίως. Το τυφέκιο λειτουργεί με το σύστημα της επιβραδυνόμενης οπισθοδρόμησης. Τροφοδοτείται με γεμιστήρα των 20 φυσιγγίων. Η ταχύτητα εξόδου της βολίδας από την κάννη είναι της τάξης των 800 μ. ανά δευτερόλεπτο, το μέγιστο βεληνεκές τα 3.700 μ. και η μέγιστη θεωρητική ταχυβολία τις 500-600 βολίδες ανά λεπτό. Η πρακτική ταχυβολία είναι της τάξης των 30-90 βολίδων ανά λεπτό.
Πηγή slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου