analyst
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Είναι φανερό πως υπάρχουν σήμερα όλες οι προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση των χρημάτων που μας χρωστάει η Γερμανία – ενώ τα πάντα έχουν τεκμηριωθεί τόσο από Έλληνες ειδικούς, όσο και από Γερμανούς ιστορικούς, καθώς επίσης από την επιστημονική επιτροπή της γερμανικής Βουλής. Ως εκ τούτου υπάρχει ελπίδα για την Ελλάδα – αφού με τα χρήματα αυτά θα μπορούσε να μειωθεί το δημόσιο χρέος της, οπότε να ξεφύγει επιτέλους από την κρίση, πριν ξεσπάσει η επόμενη.
Πρόκειται λοιπόν για τη νούμερο ένα πρόκληση της νέας κυβέρνησης, εάν θέλει πράγματι να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Ελλάδα και όχι να ξεπουλήσει τη δημόσια και ιδιωτική της περιουσία – εγκληματώντας εις βάρος των επομένων γενεών. Εάν δεν το κάνει, συνεχίζοντας την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων απέναντι στην καγκελάριο, θα πρόκειται για μία εξόχως προδοτική ενέργεια – κυριολεκτικά για εσχάτη προδοσία, όσο καλοπροαίρετος και αν είναι κανείς.
Επικαιρότητα
- του Βασίλη Βιλιάρδου
Σύμφωνα με τα γερμανικά ΜΜΕ (Spiegel), το ελληνικό Κοινοβούλιο απαιτεί επίσημα από τα μέσα Απριλίου του 2019 αποζημιώσεις από τη Γερμανία, ύψους 290 δις € – για τις καταστροφές που προκάλεσε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι στιγμής, οι οποιεσδήποτε αξιώσεις είχαν απορριφθεί με αυστηρότητα από τις γερμανικές κυβερνήσεις – με επίσημες δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες τα πάντα έχουν ρυθμιστεί στο παρελθόν και δεν υπάρχει καμία απαίτηση.
Μπορεί λοιπόν ως Γερμανός αναγνώστης να υποψιάζεται κανείς πως οι Έλληνες έχουν ασύμμετρες, ανύπαρκτες απαιτήσεις, αλλά η κατάσταση είναι λιγότερο σαφής – ειδικά μετά την έκθεση του επιστημονικού τμήματος της γερμανικής Βουλής στις αρχές Ιουλίου, στην οποία αναφέρεται το εξής:
«Η θέση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι αποδεκτή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά σε καμία περίπτωση υποχρεωτική»
Η επιστημονική υπηρεσία συστήνει την προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, για να υπάρξει νομική σαφήνεια. Με απλά λόγια δηλαδή επιβεβαιώνει πως οι απαιτήσεις της Ελλάδας δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου – όπως πιστεύουν οι περισσότεροι Γερμανοί αλλά και αρκετοί Έλληνες που υπηρετούν έμμισθα τη χώρα. Εν τούτοις, για να οδηγηθεί η υπόθεση στο διεθνές δικαστήριο, θα πρέπει να συμφωνήσει η γερμανική κυβέρνηση – επειδή έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια, όσον αφορά την απαίτηση.
Η Ελλάδα πάντως ζήτησε επίσημα, με μία «διπλωματική νότα» στις αρχές Ιουνίου, το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για τις αποζημιώσεις – κατ’ επιταγή της Βουλής, η οποία υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να διεκδικήσει περί τα 290 δις € κατά τα γερμανικά ΜΜΕ. Η απάντηση βέβαια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν πως το θέμα έχει κλείσει νομικά και πολιτικά – με τη συμφωνία 2+4 του 1990 που συμπεριλαμβάνει τις τελικές ρυθμίσεις για τις πολεμικές ζημίες (ανάλυση). Εν τούτοις, στη συμφωνία μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας, της Ανατολικής (DDR) και των πρώην τεσσάρων δυνάμεων κατοχής (Η.Π.Α., Σοβιετική Ένωση, Γαλλία και Μ. Βρετανία) οι επανορθώσεις δεν έχουν καθόλου αναφερθεί – ενώ η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε αυτές.
Αντίθετα, παρά το ότι η κυβέρνηση της Πολωνίας απαίτησε κάτι ανάλογο, η επιστημονική επιτροπή της γερμανικής Βουλής αποφάσισε πως δεν υπάρχει καμία έγκυρη νομική γραμμή και κανένα ουσιώδες επιχείρημα – επειδή, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Πολωνία παραιτήθηκε ξεκάθαρα από τις αποζημιώσεις τόσο το 1953, όσο και το 1970. Από την πλευρά της χώρας όμως οι παραιτήσεις δεν είναι έγκυρες – επειδή ήταν το αποτέλεσμα των πιέσεων που της ασκήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση (άρθρο).
Αναλυτικότερα, στην περίπτωση της Πολωνίας, κατά το πόρισμα των Γερμανών ειδικών, η παραίτηση της είναι δεσμευτική με βάση το διεθνές δίκαιο – ενώ η Ελλάδα, επίσης σε σχέση με τη «συμφωνία 2+4», δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις αποζημιώσεις, πόσο μάλλον από το κατοχικό δάνειο. Αναμένεται λοιπόν πως η νέα ελληνική κυβέρνηση θα επιμείνει στη διεκδίκηση των χρημάτων που οφείλει στην Ελλάδα η Γερμανία – αν και η γερμανίδα υπουργός εξωτερικών απάντησε σε ανάλογη ερώτηση της αριστεράς (DIE LINKE) πως δεν έχει καμία πλευρά την πρόθεση να προσφύγει επί του θέματος στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Η γερμανική αριστερά όμως συνεχίζει να απαιτεί τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα, λέγοντας τα εξής μέσω της βουλευτού της κυρίας H. HAENSEL: «Η αξιολόγηση της επιστημονικής υπηρεσίας τεκμηριώνει ότι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει από την ιστορική της ευθύνη».
Περαιτέρω, είναι φανερό πως υπάρχουν σήμερα όλες οι προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση των χρημάτων που μας οφείλει η Γερμανία – ενώ τα πάντα έχουν τεκμηριωθεί τόσο από Έλληνες ειδικούς, όσο και από Γερμανούς ιστορικούς, καθώς επίσης από την επιστημονική επιτροπή της γερμανικής Βουλής. Ως εκ τούτου υπάρχει ελπίδα για την Ελλάδα – αφού με τα 290 δις € θα μπορούσε να μειωθεί το δημόσιο χρέος της, οπότε να ξεφύγει επιτέλους από την κρίση, πριν ξεσπάσει η επόμενη.
Πρόκειται λοιπόν για τη νούμερο ένα πρόκληση της νέας κυβέρνησης, εάν θέλει πράγματι να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Ελλάδα και όχι να ξεπουλήσει τη δημόσια και ιδιωτική της περιουσία – εγκληματώντας εις βάρος των επομένων γενεών. Εάν δεν το κάνει, συνεχίζοντας την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων απέναντι στην καγκελάριο, θα πρόκειται για μία εξόχως προδοτική ενέργεια – κυριολεκτικά για εσχάτη προδοσία, όσο καλοπροαίρετος και αν είναι κανείς.
Κλείνοντας υπενθυμίζουμε τα εξής από το κείμενο μας «Ντρέπομαι που είμαι Γερμανός»:
«Είναι ασφαλώς ντροπή ο τρόπος, με τον οποίο αντιδράει η γερμανική κυβέρνηση, απέναντι στις απαιτήσεις των Ελλήνων για τις γερμανικές επανορθώσεις. Όποιος δεν αναγνωρίζει τις ευθύνες του για το σκοτεινότατο παρελθόν του και δεν αντιμετωπίζει τα θύματα του με την αξιοπρέπεια που τους αρμόζει, δεν έχει μάθει απολύτως τίποτα από την ιστορία του.
Αντί να επιμένουμε κυνικά, με «δασκαλίστικο» τρόπο να πληρώσει η Ελλάδα να χρέη του δημοσίου της «απέναντι μας», θα έπρεπε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, υποβάλλοντας τον σε έναν ηθικό έλεγχο με ρεαλιστικά κριτήρια. Η «γκριμάτσα», την οποία θα βλέπαμε τότε, δεν θα έπρεπε να μας αρέσει καθόλου – επειδή θα διέφερε εντελώς από την εξωτερική μας εικόνα, την οποία έχουμε πολύ προσεκτικά, με μεγάλη φροντίδα, οικοδομήσει.
Έχει συζητηθεί πάρα πολύ το εάν υπάρχει μία συλλογική γερμανική ενοχή ή ευθύνη, όσον αφορά τα αδιανόητα, απίστευτα εγκλήματα, τα οποία έχει «επιτελέσει» η γενιά των πατέρων και των παππούδων μας, κατά τη διάρκεια του τρίτου Ράιχ. Εγώ ο ίδιος απολαμβάνω, όπως είχε πει κάποτε ο καγκελάριος Kohl σε μία εντελώς αταίριαστη αναφορά του όμως, τη «θεία χάρη» να γεννηθώ αργότερα – έχω όμως πλήρη συνείδηση της ενοχής, την οποία έχω κληρονομήσει νομοτελειακά, λόγω της εθνικότητας μου.
Ως παιδί της νεώτερης ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας, έχω μεγαλώσει με τη συνείδηση ότι, μπορεί κανείς να απαλύνει ή να εξαφανίσει την ενοχή των εγκλημάτων, μόνο μέσω της τιμωρίας – μέσω της ειλικρινούς μεταμέλειας και της εξιλέωσης. Ως εκ τούτου η σεμνότητα, η ταπεινότητα, καθώς επίσης η επιθυμία για συμφιλίωση με τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας και μεγαλομανίας, ανήκαν πάντοτε στις βασικές αρετές που απαιτούσα από τον εαυτό μου, από τους συμπολίτες μου, κυρίως δε από τη γερμανική πολιτική.
Εν τούτοις, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, η απόσταση μεταξύ της αρετής που απαιτείται και της πραγματικότητας, είναι πολύ μεγάλη. Ο τρόπος, με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις απαιτήσεις αποζημίωσης εκείνων των χωρών, τις οποίες μόλις πριν από δύο γενιές μετατρέψαμε σε ερείπια και σε στάχτη, είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα.
Περαιτέρω, ήταν πολύ μεγάλη τύχη για εμάς το ότι, οι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου είχαν μάθει από τα λάθη της συνθήκης των Βερσαλλιών – με αποτέλεσμα να μην θελήσουν να επιβαρύνουν τη νεαρή ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας με μη βιώσιμες χρηματικές απαιτήσεις, με χρέη δηλαδή που δεν θα μπορούσαν να πληρωθούν, χωρίς να καταστραφεί η χώρα.
Ήταν δε σωστό να αναβάλλουν το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων για αργότερα, για την εποχή που θα ακολουθούσε η ένωση της Γερμανίας – επειδή είναι πάντοτε ανόητο να προσπαθεί κανείς να πάρει, από κάποιον που βρίσκεται με την πλάτη στο χώμα, όλα εκείνα τα μέσα, με τα οποία θα μπορούσε ξανά να σταθεί στα πόδια του, με τις δικές του δυνάμεις. Δυστυχώς όμως, αυτό το μάθημα δεν το έχει πάρει ή το έχει ξεμάθει η δική μας πολιτική γενιά – τα κόμματα, η κυβέρνηση και η καγκελάριος.
Τα υλικά χρέη μπορεί να παραγράφονται – τα ηθικά χρέη όμως δεν παραγράφονται ποτέ. Μπορούν να εξοφληθούν μόνο με μία ειλικρινή εξιλέωση. Όπως φαίνεται όμως, δεν επικρατεί αυτή η αντίληψη στη σημερινή Γερμανία – κανένας δεν σκέφτεται και δεν ενδιαφέρεται για την εξιλέωση του.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι πρώην αντίπαλοι της Γερμανίας, στους οποίους οι Γερμανοί είχαν προκαλέσει μεγάλο πόνο, είχαν φανεί γενναιόδωροι, αναβάλλοντας για αργότερα τις πολεμικές επανορθώσεις – κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ. Πώς αντιδρούν όμως οι Γερμανοί, εμείς όλοι δηλαδή, απέναντι σε αυτήν τη γενναιοδωρία;
Οχυρωνόμαστε, υιοθετούμε άθλιες αμυντικές τακτικές και αναβάλλουμε ανεύθυνα το θέμα, όσο περισσότερο μπορούμε. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, όταν η Γερμανία ευημερούσε, θα μπορούσε να αποζημιώσει τα θύματα των εγκλημάτων της – αφού είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Εν τούτοις, αρνούταν απροκάλυπτα και κρυβόταν πίσω από τυπικές νομικές διαδικασίες – όπως και σήμερα, παρά τα 200 δις € ετήσια πλεονάσματα στο ισοζύγιο της.
Όταν δε διαβάζει κανείς με ποιά «επαίσχυντα τρικ» προσπάθησαν να αποφύγουν οι αρχιτέκτονες της γερμανικής επανένωσης, τις τεκμηριωμένες απαιτήσεις αποζημίωσης των άλλων χωρών, τότε δεν μπορεί παρά να ντρέπεται που είναι Γερμανός.
Κανένας δεν πληρώνει ευχάριστα χρέη που φαντάζεται πως έχουν ξεχαστεί. Κανένας δεν θέλει να θυμάται το σκοτεινό του παρελθόν. Ανήκει όμως στην κληρονομιά μας, οπότε πρέπει να το αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο και να εξιλεωθούμε.
Σε σύγκριση δε με τη συντριπτικά μεγάλη ενοχή μας για τα εγκλήματα του παρελθόντος, για τα οποία είμαστε ασφαλώς υπεύθυνοι, η πληρωμή των αποζημιώσεων είναι το «καταραμένο» καθήκον μας. Αυτό το καθήκον δεν μπορούμε να το αποφύγουμε – αντίθετα, είμαστε υποχρεωμένοι να το εκπληρώσουμε.
Ντρέπομαι για τους Γερμανούς δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν χάνουν καμία ευκαιρία να «ξεσηκώσουν» τους Πολίτες εναντίον των Ελλήνων – ενώ την ίδια στιγμή θεωρούν ως έξυπνες «κινήσεις τακτικής» την αποφυγή της πληρωμής των πολεμικών επανορθώσεων για πάνω από εβδομήντα χρόνια, με την έωλη αιτιολογία πως δεν ζητήθηκαν με τις νόμιμες διαδικασίες που απαιτούνται, από τα θύματα των ναζί.
Ντρέπομαι για τον αρχηγό του σοσιαλιστικού κόμματος (SPD) και υπουργό οικονομίας της Γερμανίας, ο οποίος χαρακτηρίζει τις απαιτήσεις της Ελλάδας ανενδοίαστα ως «ανόητες». Ντρέπομαι για τον υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας, ο οποίος θεωρεί ως επικίνδυνες της συζητήσεις που αφορούν τις επανορθώσεις (πηγή).
Ντρέπομαι για το κυβερνών κόμμα (CDU), το οποίο «συμβουλεύει» με θράσος τους Έλληνες να συγκεντρωθούν καλύτερα στα «σχολικά τους μαθήματα» – να απασχοληθούν με την επίλυση των δικών τους προβλημάτων δηλαδή και να μην αναζητούν αλλού τους ενόχους.
Ντρέπομαι για όλους εκείνους τους Γερμανούς πολιτικούς, οι οποίοι λένε αδιάντροπα και κατά πρόσωπο στους Έλληνες συναδέλφους τους ότι, δεν δικαιούνται καμία αποζημίωση για τα θύματα του πολέμου – επειδή η χώρα τους έχει εισπράξει ήδη πολλά δισεκατομμύρια από τους γερμανούς τουρίστες!
Ντρέπομαι όμως κατά πολύ περισσότερο για την ίδια τη Γερμανία όταν, όπως στην περίπτωση της θηριωδίας του Διστόμου, χρησιμοποιεί το τέχνασμα της ετεροδικίας – ενώ αποφεύγει να επιτρέψει σε ένα διεθνές δικαστήριο να εκδικάσει σωστά την υπόθεση, θέτοντας τέλος στο θλιβερό αυτό κεφάλαιο της ελληνογερμανικής ιστορίας.
Μάλιστα! Όσον αφορά το θέμα της μη καταβολής των πολεμικών επανορθώσεων, ντρέπομαι που είμαι Γερμανός.
Εάν είχε η κοινωνία μας, οπότε η πολιτική μας, έστω ένα μικρό ίχνος αξιοπρέπειας, θα έπρεπε μόνη της να επιβάλλει τον έλεγχο όλων των πολεμικών επανορθώσεων που απαιτούνται, από το διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Όσον αφορά δε την Ελλάδα, η Γερμανία γνωρίζει πολύ καλά πως είναι αδύνατον πια να πληρώσει τα χρέη της – όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή δεν μπορεί. Θα έπρεπε λοιπόν «να κάνει την ανάγκη φιλότιμο», επιτρέποντας στην Ελλάδα να συμψηφίσει τις απαιτήσεις της από τις πολεμικές επανορθώσεις – με τις υποχρεώσεις της που προέκυψαν μετά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε μία ειλικρινή μεταμέλεια της Γερμανίας αλλά, επίσης, ένα ακόμη τρικ – το οποίο όμως θα μπορούσε τουλάχιστον να βοηθήσει σε κάποιο βαθμό τα θύματα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Θα ήταν δε το πρώτο βήμα προς την εξιλέωση της Γερμανίας, η οποία δυστυχώς δεν φαίνεται να την επιθυμεί – οπότε μάλλον δεν έχει μετανιώσει ειλικρινά για τα εγκλήματα της» (πηγή).
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου