του Κώστα Μελά
Προς τα τέλη του 20ου αιώνα, ο συνδυασμός της δημόσιας (δημοτικής) διαχείρισης του νερού (ύδρευσης) με τη χρήση μικτών χρημοτοοικονομικών εργαλείων παρουσίασε σημάδια κρίσης. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί σε τουλάχιστον πέντε βασικές αιτίες:
- Πρώτον, η ανάγκη αυξάνουσας τεχνικής εξειδίκευσης και συνολικής τεχνολογικής αντιμετώπισης της βιομηχανίας ύδρευσης. Δημιουργούνται συνεπώς αγοραίες δραστηριότητες για πολλές δράσεις στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας των υπηρεσιών ύδρευσης.
- Δεύτερον, η αύξηση του κόστους των παγίων. Αυξάνει η ανάγκη νέων επενδύσεων, λόγω της αύξησης της ζήτησης. Επομένως, αναζητούνται χρηματοδοτήσεις, των οποίων οι φορείς να μην είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το αντικείμενο της ύδρευσης.
- Τρίτον, η κρίση των δημόσιων οικονομικών που τροφοδοτούνται από τη γενική φορολογία. Αυτό σημαίνει ανάγκη για όλο και μεγαλύτερη χρηματοδότηση από την αγορά κεφαλαίων. Εκδηλώνεται η στροφή να πληρώνουν οι χρήστες και η κάλυψη να μην γίνεται πλέον μέσω της γενικής φορολογίας, αλλάζει δραστικά τον τρόπο διαχείρισης. Ο διαχειριστής δεν θα πρέπει να είναι μόνο καλός χρηματοοικονομολόγος, αλλά θα πρέπει να έχει πρόσβαση και στην αγορά κεφαλαίων.
- Τέταρτον, η ανάγκη να γίνεται η διαχείριση σε όλο και μεγαλύτερο χώρο δραστηριοτήτων, προκειμένου να γίνει καλύτερη εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας. Το γεγονός αυτό σπάει το δεσμό μεταξύ δημοτικών αρχών και υπηρεσιών ύδρευσης, δημιουργώντας την ανάγκη νέων συνθηκών προφανώς με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.
- Πέμπτον, η ανάπτυξη της πολιτικής του νερού δεν κυριαρχείται πλέον από τη θέση «να ικανοποιηθούν οι ανάγκες» αλλά είναι παράλληλα υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη της την προστασία των πόρων. Επίσης να τους κατανέμει όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά μεταξύ των διαφόρων ζητήσεων, λαμβάνοντας, βεβαίως, υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν αρκεί επομένως να υπογραμμίσουμε την αναγκαία παρουσία του δημοσίου στην παραγωγή των υπηρεσιών ύδρευσης, αλλά να κατανοήσουμε την ανάγκη να αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον
Κατά έναν τραγικό τρόπο, αυτή η παγκόσμια έκκληση για δράση έρχεται σε μια εποχή που ηγεμονεύουν οι αρχές της λεγόμενης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Πρόκειται για το οικονομικό μοντέλο που εδράζεται στην ιδέα ότι η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς συνιστά τη μοναδική οικονομική επιλογή για όλο τον κόσμο.
Εθνικά κράτη που ανταγωνίζονται μεταξύ τους εγκαταλείπουν την προστασία των φυσικών τους πόρων και ιδιωτικοποιούν τα περιβαλλοντικά κτήματά τους. Όλα είναι πια προς πώληση. Ακόμα και οι τομείς της ζωής, όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι φυσικοί πόροι, που κάποτε θεωρούνταν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας. Κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο αποποιούνται τις ευθύνες τους για την προστασία των φυσικών πόρων στις χώρες τους, εκχωρώντας τον έλεγχό τους σε ιδιωτικές εταιρίες εκμετάλλευσης.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν την έντονη κρίση γλυκού νερού, οι κυβερνήσεις και τα διεθνή ιδρύματα υποστηρίζουν μια λύση που συνάδει με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον: την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση του νερού. Με μία φωνή ζητούν: Τιμολογείστε το νερό, βάλτε το προς πώληση και αφήστε την αγορά να καθορίσει το μέλλον του.
«Ανθρώπινη ανάγκη» όχι «ανθρώπινο δικαίωμα»
Κατ’ αυτούς, η συζήτηση έχει λήξει. Η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη υποστηρίζουν ότι το νερό αποτελεί «ανθρώπινη ανάγκη» όχι «ανθρώπινο δικαίωμα». Αυτό δεν αποτελεί μια ασήμαντη γλωσσική λεπτομέρεια. Η διαφορά ερμηνείας είναι καθοριστική. Οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ιδιαίτερα για όσους έχουν χρήματα. Κανείς δεν μπορεί να πουλήσει ένα ανθρώπινο δικαίωμα.
Έτσι ένας μικρός αριθμός υπερεθνικών εταιριών, υποστηριζόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παίρνουν επιθετικά τον έλεγχο της διαχείρισης των υπηρεσιών δημοσίας ύδρευσης σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση της τιμής του νερού για τους κατοίκους. Έτσι βγάζουν κέρδος ιδιαίτερα από τις απελπισμένες προσπάθειες του Τρίτου Κόσμου να επιλυθεί η κρίση νερού.
Ορισμένοι είναι απροσδόκητα ειλικρινείς. Καυχιούνται ότι η μείωση των αποθεμάτων νερού έχει δημιουργήσει μια θαυμάσια επιχειρηματική ευκαιρία για τις πολυεθνικές εταιρίες ύδατος και τους επενδυτές τους. Η λογική τους είναι ξεκάθαρη: Το νερό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν οποιοδήποτε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, με τις χρήσεις του να καθορίζονται από τις αρχές του κέρδους.
Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας γνώριζε πριν από τον περισσότερο κόσμο για την επερχόμενη κρίση νερού. Γι’ αυτό και επεδίωξε να εκμεταλλευτεί έναν πόρο που ο ίδιος βλέπει σαν «γαλάζιο χρυσό». Σύμφωνα με το περιοδικό Fortune, τα ετήσια κέρδη της βιομηχανίας ύδατος ανέρχονται πια στο 40% των κερδών του πετρελαϊκού τομέα. Είναι ήδη σημαντικά υψηλότερα από εκείνα του φαρμακευτικού τομέα, αγγίζοντας το ένα τρισ. δολάρια.
Ο έλεγχος του νερού
Επί του παρόντος, ωστόσο, μόνο το 5% του νερού σε όλο τον κόσμο είναι στα χέρια ιδιωτών. Είναι ως εκ τούτου σαφές ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις του κλάδου προσβλέπουν σε τεράστια κέρδη, καθώς η κρίση νερού επιδεινώνεται. Το 1999 η αμερικανική βιομηχανία ύδατος σημείωσε κέρδη πάνω από 15 δισ. δολάρια. Όλες οι μεγάλες εταιρίες νερού, άλλωστε, έχουν πλέον εισαχθεί στο χρηματιστήριο.
Τα τεράστια προγράμματα ύδρευσης ανέκαθεν λειτουργούσαν προς όφελος των ισχυρών και όχι των αδυνάμων. Ακόμα και όταν υλοποιήθηκαν από κυβερνήσεις και πληρώθηκαν από τα δημόσια ταμεία, κυρίως ωφελημένοι υπήρξαν οι κατασκευαστικές εταιρίες, οι βιομηχανίες και οι μεγάλοι καλλιεργητές.
Παρόλο που η ιδιωτικοποίηση και η παγκοσμιοποίηση συνοδεύονται από ρητορική που τονίζει τον περιορισμό του κρατικού ρόλου, αυτό που βλέπουμε είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει ολοένα και περισσότερο. Παρεμβαίνει μέσα από πολιτικές, κανόνες, νόμους, επενδύσεις και τεχνολογία, ούτως ώστε να μεταβιβαστεί ο έλεγχος του νερού από τις κοινότητες και το δημόσιο σε εταιρείες.
Οι πολιτικές ιδιωτικοποίησης που επιβάλλονται δια της Παγκόσμιας Τράπεζας και οι κανόνες για την απελευθέρωση του εμπορίου που συζητούνται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Εμπορίου Υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services, GATS) είναι ρυθμίσεις που δημιουργούν εταιρικά κράτη: μέσω της ιδιωτικοποίησης πρωταρχικών υπηρεσιών, αφαιρούν ζωτικούς πόρους από τους ανθρώπους και τους παραδίδουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με στόχο το κέρδος.
Η επαναφορά σε δημόσια διαχείριση
Σύμφωνα με τους κανόνες των διεθνών οργανισμών, τα αποτελέσματα της ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών ύδρευσης μπορούν πλέον να αποτιμηθούν. Τα σαφώς αρνητικά αποτελέσματα έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μία στροφή.
Σειρά μεγάλων πόλεων σε όλο τον Πλανήτη, που είχαν ιδιωτικοποιήσει τις υπηρεσίες ύδρευσης, προχωρούν πλέον σε επαναδημοτικοποίησή τους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται: Παρίσι, Βερολίνο, Βουδαπέστη, Μπορντώ, Νίς, Στουτγάρδη και Νάπολι μετά από δημοψήφισμα των κατοίκων της το 2011.
Στις ΗΠΑ η Ατλάντα και το Χιούστον. Στην Κολομβία η πρωτεύουσα Μπογκοτά. Στην Αργεντινή, η Σάντα Φε, το Ροζάριο, η Μεντόσα και όλη η επαρχεία του Μπουένος Άιρες. Στην Αφρική το Κόνακρυ στη Γουϊνέα, η Καμπάλα στην Ουγκάντα, το Μπαμάκο στο Μάλι, η Μπανγκουί στη Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Στην Ασία η Κουάλα Λουμπούρ στη Μαλαισία και η Σαμαρκάνδη στο Ουζμπεκιστάν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο World Water Forum, σε 15 χρόνια 235 δήμοι σε 37 χώρες αποφάσισαν να επανέλθουν σε δημόσια διαχείριση των δικτύων πόσιμου νερού. Αντιπροσωπεύουν ένα συνολικό πληθυσμό 106 εκατομμυρίων. Το μεγαλύτερο ποσοστό αναστροφής πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και στη Γαλλία (έδρα των δύο μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων).
Πηγή slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου