Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών ήταν η σημαντικότερη, μεταπολεμικά, οργάνωση εθνικοφρόνων, συντηρητικών και μοναρχικών αξιωματικών. Μετά την απελευθέρωση εθνικόφρονες αξιωματικοί, κατώτεροι στην ιεραρχία, προχώρησαν στη συγκρότηση του Ιερού Δεσμού προκειμένου να επηρεάσουν την ανασυγκρότηση του Ελληνικού στρατού.
Όραμα τους ήταν η οικοδόμηση ενός πειθαρχημένου στρατού, ομοιογενούς ιδεολογικά στο δόγμα του εθνικισμού και του αντικομμουνισμού. Κύριο μέλημά τους αποτελούσε η διάλυση της αριστεράς και η ανάδειξη του στρατού σε έναν ισχυρό και αυτόνομο πόλο εξουσίας του πολιτικού συστήματος.
Αποκορύφωμα της παρέμβασής του ήταν όταν, το 1951, αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία δια των όπλων, ώστε να την παραδώσει στον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, που θεωρούταν τότε αρχηγός της, αμέσως μετά την δήλωση της παραίτησή του από το στράτευμα. Ο Αρχιστράτηγος έκπληκτος τότε, όπως δηλώθηκε, από την αιφνίδια αυτή δράση του ΙΔΕΑ, κάλεσε τους αξιωματικούς που συμμετείχαν να αποσυρθούν στις μονάδες τους και στα κυρίως καθήκοντά τους, οδηγώντας έτσι το κίνημα σε καταστολή.
Παρά ταύτα και ενώ τότε ο ΙΔΕΑ θεωρήθηκε επίσημα πλέον συνωμοτική οργάνωση κατά της Δημοκρατίας, οι συμμετέχοντες συνωμότες σ΄ αυτή έλαβαν αμνηστία. Έτσι η οργάνωση, σε αντίθεση με την "ελαφρά" αντίληψη των τότε πολιτικών, δεν εξαρθρώθηκε, αλλά παρέμεινε να υφίσταται με εναλλασσόμενους ως αρχηγούς της τον Σ. Γκίκα, τον Πατίλη κ.ά. συνδεόμενη πλέον άμεσα με το παρακράτος που άρχισε ν΄ αναπτύσσεται και να γιγαντώνεται ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1958.
ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Η συγκρότηση του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής
Η πορεία που έφερε την Ελληνική κυβέρνηση στην εξορία μετά τη Γερμανική εισβολή άρχισε με το θάνατο του Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου του 1941. Ήταν κοινή, πλέον, η πεποίθηση ότι οι Ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις δε θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την Γερμανική εισβολή, επομένως, η κυβέρνηση που επρόκειτο να σχηματισθεί θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις στρατιωτικές και πολιτικές συνέπειες της επικείμενης κατάρρευσης.
Οι εξελίξεις γύρω από την επιλογή του νέου πρωθυπουργού ανέδειξαν το πολιτικό κενό που είχε προκύψει με το θάνατο του Μεταξά και τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Γεώργιου Β΄ και μιας ομάδας παραγόντων του καθεστώτος να το καλύψουν εσπευσμένα.
Η επιλογή του Αλέξανδρου Κορυζή, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας και υπουργού, αποτέλεσε εγγύηση συνέχειας του κοινωνικού καθεστώτος αναδεικνύοντας την έλλειψη διάθεσης για αλλαγή πολιτικής. Μετά την αυτοκτονία του Αλ. Κορυζή, στις 18 Απριλίου, το πρόβλημα αναζήτησης πρωθυπουργού εντάθηκε, τη στιγμή που η κατάσταση στο μέτωπο επιδεινώθηκε ραγδαία.
Μετά τη συνθηκολόγηση που υπέγραψε στο μέτωπο ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, εγκαταλείφθηκαν οι επαφές με τον Θεόδωρο Πάγκαλο που είχαν ξεκινήσει στελέχη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών μαζί με Έλληνες συνεργάτες τους, προκειμένου να βολιδοσκοπήσουν τις προθέσεις του για τη θέση του πρωθυπουργού ή έστω υπουργού σε μια κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του απόστρατου Βενιζελικού στρατηγού Αλέξανδρου Μαζαράκη.
Μετά την εξέλιξη αυτή ο Γεώργιος Β΄ ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει ο ίδιος την προεδρία της κυβέρνησης με αντιπρόεδρο τον αρχηγό του ΓΕΝ, υποναύαρχο Αλ. Σακελλαρίου. Πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης δέχτηκε να αναλάβει ο Εμμανουήλ Τσουδερός, τραπεζίτης και γόνος μεγάλης οικογένειας του Ρεθύμνου. Με την κίνηση αυτή ο βασιλιάς στόχευε στο να αποκτήσει μια ασπίδα προφύλαξης από το κρητικό περιβάλλον που διατηρούσε έντονα αντιμοναρχικά αντανακλαστικά.
Στο ίδιο πλαίσιο επανεντάχθηκαν στον Ελληνικό στρατό Κρήτες αξιωματικοί απότακτοι του κινήματος του 1935. Οι κινήσεις αυτές, σε καμία περίπτωση, δεν έθεταν σε αμφισβήτηση το υπόλοιπο Μεταξικό οικοδόμημα, με το οποίο ο Τσουδερός προσπάθησε να κινηθεί παράλληλα.
Οι περισσότεροι υπουργοί και άλλα στελέχη της κυβέρνησης μαζί με τις οικογένειες τους αναχώρησαν στις 22 Απριλίου για την Κρήτη, ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος με τον Τσουδερό και τον Βρετανό πρεσβευτή Πάλαρετ αναχώρησαν μία μέρα αργότερα. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής επίθεσης στην Κρήτη, τον Μάιο του 1941, ο Βασιλιάς και ο Τσουδερός εγκατέλειψαν το νησί καταφεύγοντας πρώτα στην Αίγυπτο και κατόπιν στο Λονδίνο, όπου και εγκαταστάθηκαν. Ωστόσο, το κέντρο της Ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής δραστηριότητας παρέμεινε στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα, στην Αίγυπτο.
Οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις εγκαταστάθηκαν ανάμεσα σε μεγάλες και ακμαίες Ελληνικές κοινότητες, όπου τα πιεστικά προβλήματα της κατεχόμενης Ελλάδας γίνονταν αμεσότερα αισθητά. Την Ελληνική κυβέρνηση εκπροσωπούσαν στην Αίγυπτο οι υφυπουργοί των τριών όπλων (στρατός, ναυτικό αεροπορία), υπό την εποπτεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου από τον Μάρτιο του 1942, όταν διορίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Από το 1941 και έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, τον Οκτώβριο του 1944, η χώρα διέθετε δύο κυβερνήσεις: την κυβέρνηση των Αθηνών, την οποία αναγνώριζαν η Γερμανία και οι σύμμαχοι της και την εξόριστη κυβέρνηση, την οποία αναγνώριζαν οι χώρες που πολεμούσαν εναντίον του Άξονα. Η κυβέρνηση των Αθηνών ή «κατοχική κυβέρνηση» δεν διέθετε τη νομιμότητα που απορρέει από τη λαϊκή κυριαρχία, επειδή δεν είχε αναδειχθεί με την ελεύθερη βούληση του λαού, αλλά με την εντολή των δυνάμεων κατοχής· ασκούσε, ωστόσο, την εξουσία στο όνομα του Ελληνικού λαού.
Η εξόριστη κυβέρνηση, αντιθέτως, αν και δεν ασκούσε πραγματική εξουσία, αφού δεν βρισκόταν επί Ελληνικού εδάφους και οι πράξεις της δεν αναγνωρίζονταν από την κυβέρνηση των Αθηνών, αντλούσε την νομιμότητά της από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και από την αναγνώρισή της από τις συμμαχικές δυνάμεις. Μια τρίτη αρχή ήταν η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) που συγκρότησε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) το 1944 στις ορεινές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας, τις οποίες ήλεγχε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) από το φθινόπωρο του 1943.
Η κυβέρνηση Τσουδερού για να ανταπεξέλθει στις νέες πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν και θέλοντας να απαλλαγεί από το «άχθος» της 4ης Αυγούστου, προχώρησε σε ανασχηματισμό στις αρχές Ιουνίου 1941. Στις 2 Ιουνίου ο Τσουδερός με Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύθηκε πάνω στο θωρηκτό «Αβέρωφ» απομάκρυνε ορισμένα από τα πιο επιφανή στελέχη της δικτατορίας Μεταξά, όπως ο Θ. Νικολούδης και ο Κ. Μανιαδάκης. Στη συνέχεια, στις 10 Οκτωβρίου 1941, από το Λονδίνο, πλέον, κήρυξε την κατάργηση του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Στις 20 Οκτωβρίου με συντακτική πράξη της κυβέρνησης από το Λονδίνο έγινε η άρση του Στρατιωτικού Νόμου που είχε επιβληθεί στις 4 Αυγούστου το 1936 και επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1911. Με τις ενέργειες αυτές η εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση αποσκοπούσε στο να μπορέσει να αποκτήσει ένα πιο δημοκρατικό πρόσωπο μεταξύ των άλλων εξόριστων κυβερνήσεων στο Λονδίνο, γεγονός που θα διευκόλυνε τη διαχείριση του Ελληνικού ζητήματος από τον Βρετανικό παράγοντα.
Το βασικό πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η εξόριστη κυβέρνηση στο χώρο της Μ. Ανατολής ήταν η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και η συμμετοχή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε, στα μέσα Ιουνίου 1941, το Αρχηγείο Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής με αρχηγό τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Τζανακάκη, απόστρατο Βενιζελικό αξιωματικό.
Ο πυρήνας του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ) αποτελούνταν από ένα τάγμα που είχε συσταθεί στη διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία, όταν ενθουσιώδη μέλη της Ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο απευθύνονταν στα Ελληνικά προξενεία επιδιώκοντας τη συγκρότηση μονάδας εθελοντών. Τη στιγμή της εγκατάστασης της στο Κάιρο, στο τέλος Μαΐου, η εξόριστη κυβέρνηση βρήκε εκεί περισσότερους από 600 άνδρες που με τον τίτλο «Δωδεκανησιακή Φάλαγξ» εκπαιδεύονταν για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων.
Με τη «φάλαγγα» αυτή ενώθηκαν οι ελάχιστες δυνάμεις που είχαν μεταφερθεί από την Κρήτη καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της παλαιάς ταξιαρχίας του Έβρου που είχε διαβεί τα Τουρκικά σύνορα μετά τη συνθηκολόγηση της Μακεδονίας. Στην Τουρκία οι άνδρες αυτού του τμήματος εγκλωβίστηκαν για λίγες μόνο εβδομάδες, αφού με αίτημα του Βρετανικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, στις 19 Μαΐου 1941, επιτράπηκε η προώθησή τους στην Αίγυπτο ή την Παλαιστίνη. Στις ελεύθερες δυνάμεις κατατάχθηκαν, επίσης, οι διάσπαρτοι αλλά πολυάριθμοι φυγάδες που προέρχονταν, κυρίως, από τα νησιά του Αιγαίου.
Τον Οκτώβριο του 1941, η 1η Ελληνική Ταξιαρχία περιλάμβανε 6.000 άνδρες, από τους οποίους οι 400 ήταν αξιωματικοί. Η αναλογία αυτή ανετράπη από τη συνεχή άφιξη αξιωματικών από την κατεχόμενη Ελλάδα ξεπερνώντας το όριο του 10 τοις εκατό, το οποίο είχε θέσει η εξόριστη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα οι ανταγωνισμοί στο στράτευμα να οξυνθούν από την έλλειψη διοικήσεων. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν να αναβιώνουν οι ιδεολογικές διαφορές που, βέβαια, είχαν πολύ συγκεκριμένες αιτίες.
Ο Τσουδερός στην προσπάθεια του να προσδώσει ένα πιο δημοκρατικό χαρακτήρα στην κυβέρνηση του επανέφερε στο στράτευμα αρκετούς δημοκρατικούς αξιωματικούς που είχαν αποταχθεί ύστερα από τα ανεπιτυχή κινήματα του 1933 και 1935, οι οποίοι ακόμα και στην διάρκεια της Αλβανικής εκστρατείας παρέμεναν εκτός στρατεύματος. Οι αποκατασταθέντες έπρεπε, σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία, να λάβουν το βαθμό που θα είχαν αν δεν μεσολαβούσε η αναγκαστική αποστρατεία τους.
Δεδομένου, όμως, ότι οι μοναρχικοί «νομιμόφρονες» αξιωματικοί είχαν φτάσει πρώτοι συντεταγμένα στη Μέση Ανατολή κατείχαν τις σημαντικότερες οργανωτικές θέσεις, περιορίζοντας τους δημοκρατικούς αξιωματικούς σε προαγωγές που αφορούσαν μόνο τα γαλόνια και το μισθό. Οι αξιωματικοί αυτοί, ο πυρήνας του κεντρώου πολιτικού χώρου, ισχυρός και κυρίαρχος παλιότερα, βρέθηκε στη Μέση Ανατολή περιορισμένος αριθμητικά και στερούμενος της αντίστοιχης πολιτικής εκπροσώπησης και της καταξίωσης σε κυβερνητικές θέσεις, των οποίων έχαιρε στο παρελθόν.
Η δυσαρέσκεια ήταν εμφανής και στις δύο πλευρές, αφού οι μεν δημοκρατικοί αισθάνονταν καταδικασμένοι σε αδράνεια, οι δε «νομιμόφρονες» αντιδρούσαν στην απόφαση της κυβέρνησης να επαναφέρει τους απότακτους Βενιζελικούς αξιωματικούς και να τοποθετήσει τον Εμ. Τζανακάκη αρχηγό του ΒΕΣΜΑ.
Ο Τσουδερός με το διορισμό αυτού του μετριοπαθούς Βενιζελικού επιδίωκε να εγκαινιάσει μια νέα εποχή στο στράτευμα, άλλωστε χωρίς ιδιαίτερους κινδύνους, αφού ο συμπαθής στρατηγός ήταν φιλάσθενος, προχωρημένης ηλικίας, πιστός στην κυβέρνηση και χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες. Η χειρονομία αυτή δεν συνάντησε ιδιαίτερη απήχηση, αφού σύντομα μοναρχικοί και δημοκρατικοί συγκεντρώθηκαν σε ξεχωριστές λέσχες και κέντρα καλλιεργώντας ένα κλίμα δυσπιστίας και μηχανορραφιών.
Οι «νομιμόφρονες» αξιωματικοί ανησυχώντας για τις ανακατατάξεις στην επετηρίδα άρχισαν να καταφεύγουν σε καταδοτικές αναφορές προς τον Βασιλιά, τον Τσουδερό και το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), στις οποίες συκοφαντούσαν τους αντιπάλους τους ως «προδότες και αντιμοναρχικούς» που θα έπρεπε να απομακρυνθούν οριστικά από το στράτευμα. Υποκινητής των πρακτικών αυτών ήταν ο Συνταγματάρχης Βαγενάς, ο άλλοτε «αιμοβόρος», όπως τον αποκάλεσαν, Βασιλικός Επίτροπος στη δίκη των κινηματιών του 1935.
Ο Βαγενάς, ιδρυτής της μυστικής οργάνωσης «Εθνική Νέμεσις» και διοικητής του «Γενικού Κέντρου Εκπαιδεύσεως Στρατευμάτων» (ΓΚΕΣ), για να εκβιάσει την κυβέρνηση πρότεινε στους «νομιμόφρονες» αξιωματικούς να προβούν σε μαζικές παραιτήσεις, θέλοντας να επιτύχει την εξουδετέρωση των αντίπαλων αξιωματικών.
Ο Τσουδερός δεν δέχτηκε νέα αποπομπή των αποκατασταθέντων, εφόσον δεν δημιουργούσαν προβλήματα και υποστήριξε ότι το επικίνδυνο θα ήταν «αν έμενον εκτός του στρατεύματος και ετίθεντο με τους πολιτικολογούντας εναντίον μας».Αυτή η στάση και τακτική της ομάδας Βαγενά έσπρωξε πολλούς προς την Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) που είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο του 1941 και κατέστησε δημοφιλή και επίκαιρα τα αιτήματά της.
Η ΑΣΟ ζητούσε την αντιφασιστική διαπαιδαγώγηση και δημοκρατικοποίηση του στρατού, την άμεση αποστολή στο μέτωπο και την αντίσταση στις προσπάθειες του μοναρχοφασισμού να χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις του εξωτερικού για τη μεταπολεμική του επικράτηση στην Ελλάδα. Η δημιουργία των αντιφασιστικών οργανώσεων μέσα στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, στις ιδιόμορφες συνθήκες της Μέσης Ανατολής, ήταν γέννημα ανάγκης.
Η παρουσία στην κυβέρνηση Τσουδερού υπουργών του καθεστώτος του Μεταξά, η στελέχωση των ενόπλων δυνάμεων με αξιωματικούς της μεταξικής περιόδου, η επίσημη γραμμή της τότε στρατιωτικής ηγεσίας που διακήρυττε την άρνηση της συμμετοχής στον πόλεμο και η ύπαρξη οργανώσεων και συνδέσμων από φανατικούς υποστηρικτές της 4ης Αυγούστου, επέβαλλαν την προβολή μιας αντίστασης που για να είναι αποτελεσματική έπρεπε να είναι οργανωμένη.
Μια, επίσης, σημαντική παράμετρος που συνέβαλε στη συγκρότηση αντιφασιστικών οργανώσεων αποτέλεσε ο τρόπος κατάταξης των στρατεύσιμων, στον οποίο μπορούν να αποδοθούν διαστάσεις λαϊκής κινητοποίησης. Η εθελοντική άφιξη φυγάδων από την κατεχόμενη Ελλάδα και η κατάταξη στον στρατό έδινε στη θητεία αυτή στοιχεία πρωτοβουλίας, εθελοντισμού και συχνά αυτοθυσίας.
Παρά τα εμπόδια που συναντούσαν οι φυγάδες από την Ελλάδα μέχρι την κατάταξή τους, όπως η παραμονή τους σε Βρετανικά στρατόπεδα για λόγους ελέγχου, η καθυστερημένη απορρόφησή τους από τις ελληνικές δυνάμεις, η μη αποδοχή από πολλούς αξιωματικούς της ανεξέλεγκτης στράτευσης, δεν τους αποθάρρυναν και εξακολουθούσαν να συρρέουν από το ανατολικό Αιγαίο και άλλα μέρη της κατεχόμενης Ελλάδας με στόχο να επανδρώσουν το στρατό και το στόλο.
Η κοινή καταγωγή των εθελοντών, η συγχρονισμένη κινητοποίηση για τη μετάβασή τους στην Μέση Ανατολή και τα μηνύματα του πολέμου κατά του φασισμού στάθηκαν ευνοϊκοί παράγοντες για τη δραστηριοποίηση στο εσωτερικό των μονάδων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος με στόχο τη δημιουργία αντιφασιστικών πυρήνων στην αρχή και οργανώσεων στη συνέχεια.
Κατά τους πρώτους μήνες του 1942 η πολιτικοποίηση στις ένοπλες δυνάμεις είχε ξεπεράσει το πλαίσιο της διχόνοιας και της έντασης μεταξύ Βενιζελικών και μοναρχικών, μια διάσταση της οποίας ήταν και η απειλή των τελευταίων ότι θα υπέβαλλαν ομαδικά τις παραιτήσεις τους αν δεν εκκαθαριζόταν ο στρατός από τους αντιπάλους τους. Η συγκρότηση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης, η εξάπλωσή της στους στρατιώτες, υπαξιωματικούς και κατώτερους αξιωματικούς και η ίδρυση αντίστοιχων οργανώσεων στο ναυτικό (Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού) και στην αεροπορία (Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας) άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα στις ένοπλες δυνάμεις.
Η εδραίωση αυτών των τριών οργανώσεων και ο τρόπος που λειτούργησαν υπό την ηγεσία στελεχών του ΚΚΕ εισήγαγε μια νέα διάσταση στην πολιτική δραστηριοποίηση στις ένοπλες δυνάμεις, η οποία διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο, όταν άρχισαν τον Φεβρουάριο του 1942 να γίνονται γνωστές οι προγραμματικές θέσεις του ΕΑΜ. Την καθοδήγηση ανέλαβαν στελέχη με εμπειρία συγκρότησης οργανώσεων κατά τον Μεσοπόλεμο και με εμπειρία εγκλεισμού σε χώρους, όπως η Ακροναυπλία, γεγονός το οποίο έδινε από μόνο του πολιτική ωριμότητα και κύρος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γιάννης Σαλάς, ο οποίος αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος και αδιαμφισβήτητο ηγέτη της ΑΣΟ. Ο Σαλάς, στέλεχος του ΚΚΕ, είχε παραδοθεί από τις ελληνικές αρχές στους Γερμανούς. Κατάφερε όμως να δραπετεύσει και διέφυγε στην Μέση Ανατολή τον Σεπτέμβριο του 1941.
Εκεί κατατάχτηκε στο στρατό λαμβάνοντας το βαθμό του δεκανέα και οργάνωσε άμεσα τις αντιφασιστικές οργανώσεις στο στρατό, το ναυτικό και την αεροπορία. Ο Σαλάς, έφυγε από την Ελλάδα χωρίς να έχει επαφή με το κόμμα του ως το 1943, ενεργούσε κατά τη κρίση του χωρίς οι ενέργειές του να καθοδηγούνται άμεσα οργανωτικά ούτε από το ΚΚΕ ούτε από το ΕΑΜ.
Σημαντικό, επίσης, ρόλο στο ζήτημα της καθοδήγησης έπαιξαν οι κομμουνιστές ναυτεργάτες που ταξίδευαν σε ποντοπόρα πλοία κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Άξονα στην Ελλάδα και η Κατοχή τους βρήκε εκτός Ελλάδας. Πολλοί από αυτούς παρέμειναν στον εμπορικό στόλο, ενώ άλλοι κάλυψαν ανάγκες σε προσωπικό που δημιουργήθηκαν στα νέα πλοία του πολεμικού ναυτικού, τα οποία οι Βρετανοί παραχωρούσαν για χρήση στην εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση.
Η συνεργασία της ΑΣΟ με τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ), που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1943 από μέλη της Ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο και με την Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ), ενίσχυσε τη θέση της και επέκτεινε την επιρροή της έξω από τον στρατό. Οι υποστηρικτές της ΑΣΟ, εντός και εκτός των ενόπλων δυνάμεων, εξέθρεψαν μια ποικιλία πολιτικών θέσεων που εκτείνονταν από τον παραδοσιακό φιλελεύθερο Βενιζελισμό μέχρι την αβασίλευτη δημοκρατία και τον κομμουνισμό.
Με κατάλληλες κινήσεις και αποδοτικούς χειρισμούς οι αριστερές οργανώσεις «συναντήθηκαν» με απότακτους αξιωματικούς βρίσκοντας κοινό πεδίο την αντιμοναρχική και αντιμεταξική τους στάση και συντονισμένα μπορούσαν να πιέζουν για την απομάκρυνση των Μεταξικών στελεχών από τις διοικήσεις των μονάδων και των επιτελείων.
Η κρίση του Μαρτίου-Απριλίου 1944
Η αναγγελία της συγκρότησης της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στις 11 Μαρτίου 1944 είχε άμεσο αντίκτυπο στις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή. Παρά τις προσπάθειες του Τσουδερού και των Βρετανών να αποκρύψουν την είδηση, η συγκρότηση της ΠΕΕΑ επέδρασε καταλυτικά στην ΑΣΟ και στις οργανώσεις στο ναυτικό και την αεροπορία και στον ΕΑΣ, που κινητοποιήθηκαν για να αποσπάσουν από την ελληνική και βρετανική διοίκηση τη δέσμευση για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συμμετοχή και της ΠΕΕΑ.
Με πρωτοβουλία της ΑΣΟ συγκροτήθηκε η Επιτροπή Εθνικής Ενότητας Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής που απαρτιζόταν από αξιωματικούς του στρατού και της αεροπορίας, μέλη της ΑΣΟ και του ΕΑΣ, καθώς και μέλη μιας άλλης δημοκρατικής οργάνωσης αξιωματικών.94 Η επιτροπή αυτή παρουσιάστηκε στον Τσουδερό στις 31 Μαρτίου παραδίδοντάς του κείμενο, με το οποίο ζητούσε τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή της ΠΕΕΑ. Ο Τσουδερός έδωσε εντολή να συλληφθούν τα μέλη της επιτροπής και αμέσως ξέσπασε γενικευμένη ανταρσία στις ένοπλες δυνάμεις.
Όλες οι μονάδες του στρατού και του ναυτικού, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, εκδηλώθηκαν ανοικτά υπέρ της ΠΕΕΑ. Στην ως τότε ήρεμη 1η ταξιαρχία, η οποία ετοιμαζόταν να λάβει μέρος στο μέτωπο της Ιταλίας, εκπρόσωποι της ΑΣΟ απαίτησαν από τον διοικητή της να κηρύξει την ταξιαρχία υπέρ της ΠΕΕΑ και όταν αυτός αρνήθηκε, ανέλαβαν τον έλεγχό της. Στην αεροπορία, παρά την ύπαρξη αντιφασιστικών επιτροπών, μόνο ένας αριθμός στρατιωτών εκδηλώθηκε ανοικτά υπέρ της ΠΕΕΑ.
Στόχος των Βρετανών και του Γεωργίου ήταν η καταστολή της στάσης με κάθε μέσο, ώστε οι διαβουλεύσεις με την ΠΕΕΑ να παραμείνουν στα πλαίσια των Βρετανικών και αστικών πρωτοβουλιών. Στις 7 Απριλίου ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, στρατηγός Μπέρναρντ Πάτζετ, πληροφόρησε τον Έλληνα υπουργό Άμυνας ότι είχε αναλάβει τη διοίκηση του Ελληνικού στρατού για να καταστείλει την εξέγερση, ενώ στις 14 Απριλίου, διορίστηκε πρωθυπουργός ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Οι ενέργειες των Βρετανών έθεσαν τέλος στο κίνημα του Απριλίου 1944. Η κρίση του Απριλίου έδωσε την ευκαιρία στις Ελληνικές και Βρετανικές αρχές να προβούν σε εκκαθαρίσεις των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από όλα τα πολιτικά ανεπιθύμητα στοιχεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ελληνικές και Βρετανικές αρχές ανησυχούσαν πολύ βλέποντας την επιρροή των αριστερών οργανώσεων στο στράτευμα, το οποίο μετά την απελευθέρωση θα επέστρεφε στην Ελλάδα, όπου το ΕΑΜ ήταν πολιτικά και στρατιωτικά κυρίαρχο.
Η καταστολή της ανταρσίας ήταν αυτή τη φορά βίαιη και οι ποινές βαρύτατες. Το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών και των αξιωματικών στάλθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βρετανών στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, ενώ το υπόλοιπο, «εκκαθαρισμένο» από αριστερά στοιχεία επάνδρωσε την 3η Ορεινή Ταξιαρχία και ενίσχυσε τον Ιερό Λόχο.
Οι αξιωματικοί της ΕΝΑ, ταυτισμένοι με τον ομοιογενή στρατό της 4ης Αυγούστου, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια ώστε οι νεοσυγκροτούμενες μονάδες του Ελληνικού στρατού στην Μέση Ανατολή να αποτελούνται «εξ ακραιφνώς αντικομμουνιστών αξιωματικών και οπλιτών», ενώ και οι διοικητές των μονάδων αυτών θα πρέπει να είναι δοκιμασμένοι για τα εθνικόφρονα αισθήματά τους.
Στη συνέχεια, η ΕΝΑ ζητούσε να δοθεί αμνηστία στους μοναρχικούς εθνικόφρονες αξιωματικούς που βρίσκονταν εξόριστοι στο στρατόπεδο του Σουδάν, προκειμένου να επανδρώσουν τις νέες μονάδες του Ελληνικού στρατού. Βασική επιδίωξη της οργάνωσης ήταν να πλαισιωθούν η Ελληνική κυβέρνηση, το Γενικό Επιτελείο Στρατού και οι μονάδες του στρατού με αξιωματικούς που ανήκαν στην οργάνωση με σκοπό να επηρεάζουν τις αποφάσεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και συγχρόνως να γνωρίζουν τις προθέσεις τους, ώστε να δρα η ΕΝΑ αναλόγως.
Πράγματι, στις μονάδες αυτές κλήθηκαν, ύστερα από πιέσεις της ΕΝΑ, να συμμετάσχουν όσοι αξιωματικοί είχαν απομακρυνθεί από τις μονάδες τους μετά την αντίρρησή τους να υπηρετήσουν κάτω από τις διαταγές Βενιζελικών αξιωματικών. Η επιστροφή των συγκεκριμένων μοναρχικών αξιωματικών στις μόνες πια μάχιμες μονάδες του Ελληνικού στρατού μετά από τη διάλυσή του, κρίθηκε από τους ίδιους ως δικαίωση των απόψεων τους και εφαλτήριο για την εφαρμογή των προθέσεών τους.
Η 3η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος υπήρξαν οι πρώτες «καθαρές» και ελεγχόμενες από πολιτική άποψη μονάδες, και όπως θα δούμε παρακάτω, αποτέλεσαν τους κύριους αιμοδότες στην ανάπτυξη του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΔΕΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Η Ίδρυση του ΙΔΕΑ
Το σπέρμα της οργάνωσης του ΙΔΕΑ ως αντίληψη εντοπίζεται κατά τον Β' Π.Π., στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα λίγο μετά την ίδρυση του στρατιωτικού συνδέσμου ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών) που συγκροτήθηκε από μια ομάδα κατωτέρων στελεχών του ελληνικού στρατού, με σαφείς αντικομουνιστικούς σκοπούς, στη Διοίκηση των εκεί Σχολών ΓΚΕΣ (Γενικό Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατιωτικών) τον Αύγουστο του 1943.
Παράλληλα, δημιουργήθηκαν τότε κι άλλες παρόμοιες αντικομουνιστικές οργανώσεις όπως ο ΣΑΝ (Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων), ο ΔΕΑ κ.ά που όμως δεν ευδοκίμησαν. Οι μικρότερες ομάδες δημιουργήθηκαν με βάση το έτος αποφοίτησης από τη Σχολή Ευελπίδων. Παρά ταύτα όλες μαζί αυτές οι ομάδες έπαιξαν ένα έντονο διχαστικό και διαλυτικό ρόλο φθάνοντας στο σημείο ν΄ απαιτούν και την αλλαγή της κυβέρνησης επιδεικνύοντας μια ανεπίτρεπτη απείθεια. Συνέπεια αυτών ήταν να συλληφθούν οι πρωταίτιοι να καταδικαστούν κάποιοι εις θάνατο πλην όμως ακολούθησε η αμνηστία τους.
Για την ιστορική ακρίβεια θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω κατώτεροι αξιωματικοί είχαν "γαλουχηθεί" σ΄ ένα ακραίο εθνικό μεταξικό περιβάλλον όπου αυτό στη Μέση Ανατολή είχε πλέον αλλάξει με συνέπεια ν΄ αντιδράσουν ευαγγελιζόμενοι την επαναφορά του. Από την άλλη πλευρά οι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν μεταφέρει τα πολιτικά τους πάθη διακρινόμενοι σε "μεταξικοί" - "αντιμεταξικοί" (δημοκρατικοί) προσπαθώντας με αυτά να επιβληθούν των άλλων. Δυστυχώς η αμνηστία που δόθηκε στο τέλος για την εγκατάλειψη αυτών των φαιδρών ιδεολογημάτων εν καιρώ πολέμου αποδείχθηκε όχι και τόσο αποτελεσματική.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας επανερχόμενοι όλοι οι παραπάνω αξιωματικοί και διαβλέποντας από τις συνθήκες που επικρατούσαν τα σύννεφα του εμφυλίου αποφάσισαν να κινηθούν περισσότερο αποτελεσματικά. Έτσι ιδρύθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1944 στην Αθήνα από ένα εκπρόσωπο της «ΕΝΑ» (Ένωση Νέων Αξιωματικών) και έξι αντιπροσώπους της «Τρίαινας», που ήταν αντικομμουνιστικές και φιλοβασιλικές οργανώσεις που είχαν ιδρυθεί από αξιωματικούς μονάδων του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η συγκρότηση ενός πολυπληθούς και αποτελεσματικού στρατού γύρω από τον οποίο θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί ο κρατικός μηχανισμός αποτέλεσε κύριο μέλημα των πρώτων μετακατοχικών κυβερνήσεων και της ηγεσίας του στρατού. Το ζήτημα της ανασυγκρότησης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας είχε από την αρχή σύνθετο πολιτικό χαρακτήρα. Η ανάδειξη από το ΕΑΜ παράλληλων και ισχυρών κέντρων εξουσίας στην Ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου καθιστούσε δυσχερή την αποδοχή της εξουσίας της κυβέρνησης της Αθήνας σε μεγάλο μέρος του Ελληνικού χώρου.
Ο στρατός θα υποχρεωνόταν να επιβάλει την κεντρική εξουσία σε κοινωνικούς και γεωγραφικούς χώρους, όπου η τελευταία ήταν ελάχιστα αποδεκτή, λειτουργώντας περισσότερο ως μηχανισμός άσκησης εσωτερικής πολιτικής, και μάλιστα κατασταλτικής, παρά ως στρατός που θα αναλάμβανε να υπερασπιστεί τα Εθνικά σύνορα. Επομένως, σκοπός των δημιουργών του έπρεπε να είναι η συγκρότηση ενός στρατού πολιτικά αξιόπιστου και πρόθυμου να στραφεί εναντίον τμημάτων της Ελληνικής κοινωνίας.
Καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση της ανασυγκρότησης των ενόπλων δυνάμεων στην κατεύθυνση της «εσωτερικής χρήσης» διαδραμάτισε ο ΙΔΕΑ διεκδικώντας τη θέση του συντονιστή του πολιτικού ρόλου του στρατού. Οι αξιωματικοί της ΕΝΑ θεωρούσαν πως η έλλειψη ενότητας και συνοχής των εθνικοφρόνων Ελλήνων πολιτών, εξαιτίας της απουσίας συγκεκριμένης και σταθερής πολιτικής γραμμής εκ μέρους των Εθνικών κομμάτων, συνετέλεσε στον κατακερματισμό των «εθνικών δυνάμεων» σε ασθενείς πολιτικές ομάδες, τις οποίες ο «ηνωμένος κομμουνισμός έπληξε και διέλυσε ευχερώς».
Η διαπίστωση αυτή έπεισε τους αξιωματικούς της ΕΝΑ ότι όχι μόνο δεν έπρεπε να διαλύσουν τον σύνδεσμο τους μετά την άφιξη του Ελληνικού στρατού στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή, αλλά αντίθετα, ήταν επιτακτική ανάγκη να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την επιρροή της ΕΝΑ προσελκύοντας στις τάξεις της όλους τους εθνικόφρονες κατώτερους αξιωματικούς.
Προτεραιότητα της αποτελούσε το να αποκτήσει ο στρατός ιδεολογική συνοχή και πειθαρχία, προκειμένου να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των εκάστοτε κυβερνήσεων για την υποστήριξη της εθνικής τους πολιτικής και να λειτουργήσει έτσι ως προστάτης απέναντι σε οποιαδήποτε επιβουλή, ιδίως «εκ του ελλοχεύοντος κομμουνισμού».
Τον Οκτώβριο του 1944 συναντήθηκαν στο Κάβα Ντέι Τιρένι της Ιταλίας, όπου διέμενε η ελληνική κυβέρνηση, ο Γεώργιος Καραγιάννης, διοικητής τότε του 2ου τάγματος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, με τον λοχαγό Μ., ο οποίος υπηρετούσε την κυβέρνηση και επρόκειτο να αφιχθεί στην Ελλάδα με το πρώτο κυβερνητικό κλιμάκιο.
Στη συνάντηση συζητήθηκε το ζήτημα της οργάνωσης όλων των κατώτερων στην ιεραρχία εθνικοφρόνων αξιωματικών και καθορίσθηκαν οι άξονες γύρω από τους οποίους θα έπρεπε να αναπτυχθεί η οργάνωση. Οι δύο αξιωματικοί συμφώνησαν πως η οργάνωση θα έπρεπε να περιορισθεί μεταξύ των μονίμων αξιωματικών, η μορφή και η δράση της θα έπρεπε να είναι συνωμοτική, ενώ μέλη της θα μπορούσαν να γίνουν μόνο κατώτεροι αξιωματικοί. Κατ’ εξαίρεση θα γίνονταν δεκτοί και όσοι από τα ιδρυτικά της μέλη είχαν προαχθεί στον βαθμό του ταγματάρχη.
Επίσης, κρίθηκε αναγκαίο η ηγεσία της οργάνωσης να είναι συλλογική, ενώ συμφώνησαν στο ότι έπρεπε να καταβληθεί προσπάθεια, για να προσεταιριστεί η ΕΝΑ τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που δεν ήταν κομμουνιστές. Ο λοχαγός Μ. έλαβε εντολή από τον Καραγιάννη και την ΕΝΑ να προχωρήσει στις κατάλληλες ενέργειες που θα αποσκοπούσαν στη δημιουργία στρατιωτικής οργάνωσης, με βάση τις γενικές γραμμές που είχαν συμφωνηθεί και σε συνεργασία με άλλους εθνικόφρονες αξιωματικούς που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής.
Στη συνέχεια, πραγματοποίησε επαφές με την ακροδεξιά «αντιστασιακή» οργάνωση «Τρίαινα», οργάνωση κατώτερων στην ιεραρχία αξιωματικών γαλουχημένων με τις ιδέες της 4ης Αυγούστου, που ανεπισήμως αποκαλούνταν και «Οργάνωσις Λοχαγών».
Η «Τρίαινα» ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1942 και υπολογίζεται ότι είχε ως μέλη 250 περίπου μόνιμους αξιωματικούς και ελάχιστους πολίτες. Δεν παρουσίασε καμία αντιστασιακή δράση απέναντι στους Γερμανούς, ο αγώνας της επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενώ μέλη της στην Αθήνα συνεργάζονταν με την Ειδική Ασφάλεια.
Οι ανησυχίες των αξιωματικών της «Τρίαινας» ταυτίζονταν με αυτές της ΕΝΑ. Θεωρούσαν απαραίτητη τη συσπείρωση των εθνικοφρόνων αξιωματικών, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο κίνδυνος του κομμουνισμού. Οι επαφές των δύο πλευρών τελεσφόρησαν και στις 25 Οκτωβρίου 1944, αποφασίστηκε η συγκρότηση στρατιωτικού συνδέσμου με το όνομα Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών. Το πρακτικό της ίδρυσης του ΙΔΕΑ είχε ως εξής:
«Οι υπογεγραμμένοι μόνιμοι εν ενεργεία αξιωματικοί του Στρατού ξηράς, υπηρετήσαντες κατά την διάρκειαν του πολέμου κατά του Άξονος, είτε εις Ομάδας Αντιστάσεως, είτε εις τον Στρατόν Μέσης Ανατολής, συσκεφθέντες επί της καταστάσεως, εις ήν ευρίσκεται η Πατρίς μας, ευθύς μετά την απελευθέρωσιν της από τον Άξονα, διαπιστούμεν τα κατώθι:
Μετά την απομάκρυνσιν των κατακτητών εκ της χώρας και επικείμενης της συντριβής αυτών, νέος κίνδυνος, ούχι μικροτέρας σημασίας απειλεί την Πατρίδα. Ο κομμουνισμός, εύρων ευνοϊκάς δι’ αυτόν συνθήκας, κατά την κατοχήν, κατόρθωσε να επεκτείνη την επιρροήν του επί μεγάλου τμήματος της χώρας, έχων κατ’ ουσίαν υπό τον έλεγχο του ολόκληρον την Ελλάδα δια των οργανώσεων του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, κλπ.
Εις τον, υπό ανασυγκρότησιν, νέον Ελληνικόν Στρατόν, κομμουνισταί αξιωματικοί παντός βαθμού θα καταλάβουν καιρίας θέσεις, θεωρούμενοι ως νόμιμα στελέχη αυτού, οι δε κομμουνισταί οπλίται θα είναι εκτός παντός ελέγχου και παρακολουθήσεως υπό του Κράτους.
Η πείρα του παρελθόντος και ιδία της περιόδου της κατοχής απέδειξεν, ότι η μοναδική τελική επιδίωξις του κουμμουνισμού εις την Ελλάδα είναι η κυριαρχία επί της χώρας και η υποδούλωσις της εις την Μόσχαν. Παραλλήλως, η διεθνής κατάστασις παραμένει ασταθής ενώ η εσωτερική πολιτική κατάστασις δεν είναι παρήγορος.
Κατόπιν τούτων, θεωρούν καθήκον των, όπως συστήσουν «Ιερόν Δεσμόν Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ), εις τον οποίον θα επιδιωχθή η ένταξις όλων των Ελλήνων αξιωματικών, προς τον σκοπόν της δημιουργίας οργάνου ικανού να αντιμετωπίση την υπονομευτικήν δράσιν του κομμουνισμού εις το Στράτευμα και εν γένει τον απειλούντα την Πατρίδα κίνδυνον».
Έξι από τα επτά ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΑ προέρχονταν από την «Τρίαινα», ενώ το έβδομο υπήρξε μέλος της ΕΝΑ. Οι αξιωματικοί αυτοί αποτέλεσαν την πρώτη «Διοικούσα Δέσμη» του ΙΔΕΑ, συνέταξαν την ιδρυτική του διακήρυξη και τον «Επτάλογο», και καθόρισαν τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αναφορές στα πλαίσια των οποίων θα κινούνταν η οργάνωση. Μεταξύ άλλων αποφάσισαν πως :
«Κοινωνικώς ο Ι.Δ.Ε.Α. επίστευεν εις την ελευθέραν ανάπτυξιν εκ μέρους των ανθρώπων, των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων των, εντός των υπό των Νόμων της Πολιτείας καθοριζόμενων πλαισίων πολιτειακώς εκηρύχθη υπέρ του ισχύοντος πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, τοσούτον μάλλον, καθ’ όσον ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος ο Β΄ ηκολουθεί την ορθήν οδόν κατά τρόπον σταθερόν και δυναμικόν, δια την ικανοποίησιν των Εθνικών της Ελλάδος πόθων, εν πλήρει αρμονία, προς το Λαϊκόν αίσθημα και εν στενή μετά των συμμάχων συνεργασία.
Κατά το δημοψήφισμα επί του πολιτειακού, ουδεμία προπαγάνδα ή άλλη ανάμιξις εκ μέρους των Αξιωματικών του Ι.Δ.Ε.Α. ήτο δεδικαιολογημένη, διατηρούντων των Αξιωματικών απόλυτον ελευθερίαν να ψηφίσωσι κατά συνείδησιν, πολιτικώς εγένετο δεκτόν ότι οι Αξιωματικοί του Ι.Δ.Ε.Α. διετηρούν το δικαίωμα να δίδωσι την ατομικήν των ψήφον, προς οιονδήποτε Εθνικόν κόμμα έκρινον επωφελές διά την Πατρίδα, απαγορευομένης της διενεργείας προπαγάνδας ή της ασκήσεως ψυχολογικής βίας, υπέρ οιουδήποτε πολιτικού κόμματος».
Στις αρχές Μαρτίου του 1945, ο λοχαγός Μ. επισκέφτηκε στην Ελευσίνα τον Καραγιάννη και τον πληροφόρησε ότι είχε ιδρυθεί στρατιωτικός σύνδεσμος με το όνομα ΙΔΕΑ, ο οποίος εμφορείται από τις αρχές που είχαν συμφωνήσει στην Ιταλία. Με τις ενέργειες του Καραγιάννη και μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μυήθηκαν στον ΙΔΕΑ και οι 20 μόνιμοι αξιωματικοί του 2ου τάγματος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, συμπεριλαμβανομένου και του ταγματάρχη. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καραγιάννης, «άπαντες οι Αξιωματικοί άνευ ουδεμίας αντιρρήσεως απεδέχθησαν μετ’ ενθουσιασμού την εις τον Ι.Δ.Ε.Α. μύησίν των».
Όπως είδαμε και παραπάνω, στον ΙΔΕΑ δεν γίνονταν δεκτοί αξιωματικοί με βαθμό ανώτερο του ταγματάρχη και σε καμία περίπτωση πάνω από αντισυνταγματάρχη. Μέλη του ΙΔΕΑ είχαν το δικαίωμα να γίνουν μόνο όσοι αξιωματικοί προέρχονταν από τη Σχολή Ευελπίδων και από αυτούς αποκλείονταν, όσοι είχαν αποφοιτήσει από τη σχολή πριν από το 1929.
Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ ήθελαν να αποκλείσουν από την οργάνωση τους ανώτερους και ανώτατους στην ιεραρχία αξιωματικούς, καθώς τους θεωρούσαν «πρόσωπα, τα οποία έχουν παλαιόν πολιτικόν προσανατολισμό ή εξάρτησιν κομματικήν». Επίσης, τους κατηγορούσαν ότι στάθηκαν «ανίκανοι κατά την κατοχήν, να αναδείξουν, μεταξύ των μίαν ηγετικήν μορφήν αξίαν να κατευθύνη το Κίνημα Αντιστάσεως και τον αγώνα κατά του κομμουνισμού».
Όσον αφορά την κοινωνική προέλευση των αξιωματικών που συμμετείχαν στον ΙΔΕΑ, στο δημοσιευμένο αρχείο της οργάνωσης δεν συναντάμε κάποια σχετική αναφορά. Το σίγουρο είναι ότι από το 1914 πραγματοποιήθηκαν ριζικές αλλαγές στη Σχολή Ευελπίδων. Η εμπειρία των Βαλκανικών πολέμων, η προετοιμασία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι ανάγκες του, οι κοινωνικές αλλαγές, οδήγησαν στην αλλαγή του κανονισμού της σχολής. Στη σχολή γίνονταν δεκτοί πολίτες από 17 έως 22 χρονών με απαραίτητη προϋπόθεση να κατέχουν απολυτήριο γυμνασίου της εποχής ή σχολαρχείου.
Το 1914 τα δίδακτρα της σχολής καταργήθηκαν και οι σπουδές γίνονταν με έξοδα του κράτους. Η πολιτική αυτή κατέστησε τη σχολή ευπρόσιτη, ο αριθμός των Ευελπίδων αυξήθηκε, ενώ η παραδοσιακή προτίμηση στις επιφανείς οικογένειες παραχώρησε τη θέση της στην είσοδο σπουδαστών από όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας.
Τα μέλη του ΙΔΕΑ συγκέντρωναν πληροφορίες για τον χαρακτήρα, τις ιδεολογικές απόψεις και το φρόνημα όλων των αξιωματικών και στη συνέχεια, βολιδοσκοπούσαν όσους έκριναν κατάλληλους για να ενταχθούν στην οργάνωση, ενώ η μύηση τους λάμβανε χώρα κάτω από απόλυτη μυστικότητα. Μετά την ένταξή του στον ΙΔΕΑ κάθε αξιωματικός μπορούσε να προτείνει στην Δέσμη Μονάδας, όποιον αξιωματικό έκρινε ο ίδιος ικανό για να ενταχθεί στην οργάνωση και προέβαινε στην μύησή του, αφού λάμβανε την απαραίτητη έγκριση.
Οι μυημένοι αξιωματικοί δρούσαν σε πεντάδες στα πλαίσια των μονάδων τους. Οι πεντάδες αυτές, όπως μας πληροφορεί ο Καραγιάννης, «απετέλουν το κύτταρον της όλης οργανώσεως του Ι.Δ.Ε.Α.».
Ο ΙΔΕΑ δεν ανακοίνωνε ποτέ τα ονόματα των μυημένων αξιωματικών, ενώ από κάθε νέο μέλος απαιτούσε απόλυτη εχεμύθεια. Τα απλά μέλη της οργάνωσης γνώριζαν μόνο τον αξιωματικό που τους μύησε και τους αξιωματικούς που οι ίδιοι είχαν εντάξει στον ΙΔΕΑ. Τα μόνα μέλη που γνώριζαν το σύνολο των αξιωματικών που ήταν μυημένοι στην οργάνωση ήταν τα μέλη της Διοικούσας Δέσμης, του ανώτερου οργάνου του ΙΔΕΑ, η οποία διατηρούσε τις συγκεντρωτικές καταστάσεις με τα ονόματα των αξιωματικών που ανήκαν στην οργάνωση.
Η διαδικασία της μύησης των αξιωματικών στον ΙΔΕΑ δεν περιλάμβανε κάποιο μυστικιστικό τελετουργικό. Ο αξιωματικός έδινε την υπόσχεση ότι δεν θα προδώσει τα μυστικά του ΙΔΕΑ, ότι θα αγωνιστεί για την επικράτηση των αρχών του και στη συνέχεια υπέγραφε το «Τρίπτυχον», το οποίο περιλάμβανε το «Αποδεικτικόν Μυήσεως», το «Ιδρυτικόν» και τον «Επτάλογο».
Σκοπός του ΙΔΕΑ
Σκοπός του ΙΔΕΑ ήταν η πλήρης διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος και η εγκαθίδρυση και αναπαραγωγή του στρατιωτικού μηχανισμού στην οργάνωση του αστικού μεταπολεμικού κράτους στην Ελλάδα ή, σύμφωνα με την ορολογία απόρρητου εσωτερικού εγγράφου του ίδιου του ΙΔΕΑ, η «δικτατορία του ΙΔΕΑ».
Η αντίληψη και ουσιαστική θέση του ΙΔΕΑ ήταν η ταύτιση του στρατού με το έθνος και η πλήρης ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία. Ουσιαστικός θεσμός έκφρασης των εθνικών συμφερόντων θα ήταν ο ίδιος ο ΙΔΕΑ, ενώ πουθενά στις θέσεις του ΙΔΕΑ δεν αναφέρεται η μοναρχία.
Η Δομή και η Διοίκηση του ΙΔΕΑ
Η ανάπτυξη της επιρροής του ΙΔΕΑ υπήρξε ταχύτατη τόσο στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία, όσο και στον Ιερό Λόχο που είχε επιστρέψει στην Αθήνα. Μοναδικό πρόβλημα που ανέκυψε ήταν η αντίδραση κάποιων αξιωματικών που εκφράστηκε μέσω του αντισυνταγματάρχη Σόλωνα Γκίκα, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η τρίτη παράγραφος του «Επταλόγου» θα έπρεπε να απαλειφθεί, καθώς ισοδυναμούσε με κήρυξη ανοικτού πολέμου απέναντι στο ΚΚΕ.
Επιπλέον, εκφράστηκε η άποψη ότι οποιαδήποτε εκδήλωση εχθρότητας του ΙΔΕΑ απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν συμφέρουσα, διότι θα ερμηνεύονταν ως εχθρική στάση προς τη Σοβιετική Ένωση, η οποία την περίοδο εκείνη διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς και ιδιαίτερα στις Βαλκανικές εξελίξεις.
Γύρω από το θέμα πραγματοποιήθηκαν έντονες συζητήσεις. Η πλειοψηφία των αξιωματικών του ΙΔΕΑ τασσόταν υπέρ της άποψης ότι η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να λογίζεται ως εχθρός της Ελλάδας και το ΚΚΕ ως εμπόλεμο προς αυτή, το οποίο αποβλέπει στην υποδούλωση της Ελλάδας στον σλαβικό κομμουνισμό.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Καραγιάννης εξέφρασε την έκπληξή του για την διαφωνία που είχε προκύψει, επισημαίνοντας ότι «οι Εθνικοί κίνδυνοι μόνον εξ αυτού προήρχοντο και εξ των ομοϊδεατών του Σλαβοκομμουνιστών Βορείων γειτόνων της Ελλάδος».
Επικαλούμενος τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής και τη σύγκρουση του Δεκεμβρίου, τόνισε και συμφώνησαν όλοι, πως «ο πόλεμος κατά του κομμουνισμού πρέπει να είναι ανοικτός, απροσχημάτιστος, συνεχής και άκαμπτος, διότι άλλως κινδυνεύει να υποδουλωθή η Ελλάς εις αυτόν». Μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1945 είχε ενταχθεί στον ΙΔΕΑ το μεγαλύτερο μέρος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, γεγονός που έδειχνε την αυξανομένη επιρροή της οργάνωσης στις ένοπλες δυνάμεις.
Με κυβερνητική απόφαση, τον Απρίλιο του 1945, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία θα αναπτυσσόταν σε Μεραρχία, με το όνομα «ΙΙ Μεραρχία», και θα είχε έδρα στην Ελευσίνα. Το γεγονός αυτός συνετέλεσε σημαντικά στην άνοδο της δυναμικής του ΙΔΕΑ, καθώς μεγάλο μέρος των αξιωματικών που κλήθηκαν να επανδρώσουν την νεοσυσταθείσα Μεραρχία μυήθηκαν στον ΙΔΕΑ.
Σύμφωνα με τον Καραγιάννη, «Άπαντες οι κατώτεροι αξιωματικοί, αδιακρίτως πολιτικών και πολιτειακών αντιλήψεων, έβλεπον τον Ι.Δ.Ε.Α. ως σανίδα σωτηρίας, εντός της θυέλλης των πολιτικών παθών, των πολιτειακών αντιθέσεων, της αναρχίας και της κομμουνιστικής προδοσίας».
Το καλοκαίρι του 1945 είχαν προσχωρήσει στον ΙΔΕΑ περισσότεροι από 1000 αξιωματικοί, ενώ το χειμώνα του ίδιου έτους η οργάνωση περιελάμβανε στους κόλπους της το εβδομήντα πέντε τοις εκατό των μόνιμων κατώτερων αξιωματικών και ταγματαρχών που υπηρετούσαν. «Δέσμες» συγκροτήθηκαν σχεδόν σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες της Αθήνας και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα.
Το μεγαλύτερο μέρος των μόνιμων αξιωματικών του Ιερού Λόχου εντάχθηκε στον ΙΔΕΑ, ενώ το σώμα τεθωρακισμένων και το επίλεκτο σώμα των Λόχων Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) στελεχώθηκαν με αξιωματικούς μέλη του Ιερού Δεσμού. Επιπλέον, η οργάνωση εξέταζε το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί στο ναυτικό και την αεροπορία. Η δυναμική της αυξάνονταν καθημερινά. Το 1947 έφτασε στους 1.700 μυημένους αξιωματικούς και το 1948 τους 2.500.
Όσον αφορά τη διοικητική δομή του ΙΔΕΑ στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν η Διοικούσα Δέσμη (Δ.Δ.) που αποτελούνταν από πέντε ως εφτά αξιωματικούς, οι οποίοι αποφάσιζαν πλειοψηφικά. Τα μέλη της συναντιόντουσαν στο σπίτι του αντισυνταγματάρχη Καραμπότσου στο Κολωνάκι και σε ωρισμένα κέντρα της Αθήνας, όπως το Στάδιον, η Αίγλη, η Συνάντησις κ.α., φανερώνοντας, ενδεχομένως, την μεγαλοαστική τους καταγωγή.
Αμέσως κάτω από τη Διοικούσα Δέσμη ήταν οι Σύνδεσμοι (Σ), που αποτελούσαν τα βασικά όργανα επικοινωνίας και είχαν διπλή λειτουργία: να πληροφορούν τη Διοικούσα Δέσμη για τα γεγονότα μέσα στο πολιτικό σύστημα και να μεταβιβάζουν στις κατώτερες βαθμίδες του ΙΔΕΑ τις αποφάσεις της ηγεσίας. Το τρίτο επίπεδο της οργάνωσης το αποτελούσαν οι Δέσμες Φρουρών (Δ.Φ.).
Οι Δέσμες αυτές είχαν τη δική τους συλλογική ηγεσία, που την αποτελούσαν εκπρόσωποι των μονάδων, οι οποίες βρίσκονταν κάτω από αυτές. Οι βάσεις για τη λειτουργία τους ήταν συνήθως οι έδρες των μεραρχιών.127 Οι Δέσμες Φρουρών μπορούσαν, επίσης, να δημιουργηθούν μέσα σε στρατιωτικές μονάδες που είχαν αρκετούς αξιωματικούς, προκειμένου να μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά, όταν θα υπήρχε ανάγκη.
Υπήρχε ένας ακόμη τύπος Δέσμης, οι Δέσμες Εξομοιούμενες, οι οποίες από ότι φαίνεται διατηρούνταν σε απόσταση για ένα χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να δοκιμαστεί πρώτα η αξιοπιστία τους και μετά να μετατραπούν σε Δέσμες Φρουρών ή άλλες Δέσμες κατώτερων κλιμακίων ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους. Κάτω από τις Δέσμες Φρουρών βρίσκονταν οι Δέσμες Μονάδων (Δ.Μ.), που μπορούσαν να δημιουργηθούν σε στρατιωτικές μονάδες μικρότερες από τη μεραρχία ή το σύνταγμα. Προς το τέλος του 1946 και στις αρχές του 1947 έγιναν μερικές αλλαγές στη δομή της οργάνωσης για να διευκολυνθεί η επέκτασή της.
Αποφασίστηκε τότε να επεκταθεί η οργάνωση στο ναυτικό και στην αεροπορία. Για να το πετύχουν αυτό, το σύστημα των Συνδέσμων διαιρέθηκε τώρα σε τρεις κλάδους που ο καθένας ήταν υπεύθυνος για την επικοινωνία με το αντίστοιχο όπλο, ενώ ταυτόχρονα διατηρήθηκε το αρχικό σύστημα Συνδέσμων.
Την πρώτη Διοικούσα Δέσμη του ΙΔΕΑ αποτέλεσαν οι Κωνσταντίνος Ζαχαράκης (Λοχαγός Πυροβολικού), Μιχαήλ Κιουρτσόγλου (Λοχαγός Μηχανικού), Αργύριος Μάρδας (Λοχαγός Πυροβολικού), Δημήτριος Αλευράς (Υπολοχαγός Πεζικού), Γεώργιος Μαραβελέας (Υπολοχαγός Οικονομικού), ο Υπολοχαγός Πυροβολικού Χ., ο Λοχαγός Πυροβολικού Μ., και τα εφτά ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΑ.
Η διοίκηση της οργάνωσης, όπως είδαμε, ήταν συλλογική. Σε μια προσπάθεια για τη βελτίωση της αποδοτικότητας της συζητήθηκε ανάμεσα στους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ που βρίσκονταν στην Αθήνα η λύση ενός μοναδικού αρχηγού. Αν και υπήρχαν σοβαρές διαφωνίες για τα προτερήματα αυτής της σκέψης και για το κατάλληλο πρόσωπο που θα αναλάμβανε την ηγεσία, αποφασίστηκε, το 1946, να προωθηθεί στην ανώτατη θέση της οργάνωσης ο συνταγματάρχης Σόλων Γκίκας. Ο Γκίκας αποδέχτηκε τον ρόλο αυτό, αλλά σύντομα μετατέθηκε στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον στη θέση του στρατιωτικού ακόλουθου, και η οργάνωση επέστρεψε στη συλλογική ηγεσία.
Φαίνεται ότι στη διάρκεια εσωτερικών κρίσεων οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ αναζητούσαν κάποια «εθνική» προσωπικότητα ως αρχηγό της οργάνωσης χωρίς όμως να καταστρατηγείται η συλλογική διοίκηση. Τέτοιες προσωπικότητες αποτελούσαν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων και ο στρατηγός Παπάγος, ο οποίος, μάλιστα, αναφέρονταν στην κωδικοποιημένη γλώσσα της οργάνωσης ως «Μεγάλος Πλάτανος». Κατά τη διάρκεια του 1949 και του 1950 ο αξιωματικός του ΙΔΕΑ,
Συνταγματάρχης Τζουβάρας, πρότεινε στον αντιστράτηγο Θ. Τσακαλώτο, ο οποίος ήταν διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, να αναλάβει την ηγεσία του Ιερού Δεσμού, αλλά εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας ότι «αν ποτέ σας έχω υπό την ευθύνη μου θα σας κτυπήσω».
Οι συχνές μεταθέσεις μακριά από την Αθήνα που αντιμετώπιζαν οι αξιωματικοί που αποτελούσαν την ανώτατη ηγεσία του ΙΔΕΑ δημιουργούσαν πρόβλημα στη συνέχεια της ηγεσίας. Για το λόγο αυτό συγκροτήθηκαν Δέσμες Περιοχών (Δ.Π.), οι οποίες διοικούνταν από συλλογική ηγεσία και διέθεταν μεγαλύτερη ευελιξία αλλά και εξουσία από τις Δέσμες Φρουρών. Με την απόφαση να αποκεντρωθεί η εξουσία με τις Δέσμες Περιοχών και με την απόπειρα επέκτασης στην αεροπορία και στο ναυτικό, καθιερώθηκε και μία Εκτελεστική Επιτροπή (Ε.Ε.) που θα συντόνιζε τις καθημερινές υποθέσεις της οργάνωσης.
Κατά αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε μια ιεραρχία συλλογικών οργάνων διοίκησης του ΙΔΕΑ, ώστε αφενός, να επιτυγχάνεται η αναγκαία αποκέντρωση της οργάνωσης, αφετέρου να εξασφαλίζεται ο κεντρικός έλεγχος όλου του μηχανισμού. Επίσης, συγκροτήθηκαν ορισμένα Γραφεία στην κορυφή της οργάνωσης που επανδρώνονταν από τα μέλη της Διοικούσας Δέσμης και της Εκτελεστικής Επιτροπής.
- Το Γραφείο Πληροφοριών, ήταν αρμόδιο να συγκεντρώνει και να αξιολογεί τις πληροφορίες που παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τον ΙΔΕΑ.
- Το Γραφείο Προσωπικού, κρατούσε τα στοιχεία όλων όσων είχαν μυηθεί στην οργάνωση, όπως και πληροφορίες για αξιωματικούς που δεν είχαν στρατολογηθεί ακόμα στην οργάνωση, ενώ υπηρετούσαν σε μονάδες που υπήρχαν μέλη του ΙΔΕΑ.
- Το Γραφείο Διοικητικού, σε συνεργασία με τα δύο προηγούμενα γραφεία προετοίμαζε την ημερήσια διάταξη για όλες τις συνεδριάσεις της Διοικούσας Δέσμης και αποφάσιζε ποιές πληροφορίες θα διοχετεύονταν στις κατώτερες βαθμίδες.
- Τέλος, το Γραφείο Επαφών, ήταν υπεύθυνο να πραγματοποιεί επαφές με προσωπικότητες του πολιτικού χώρου που κατείχαν σημαντικές θέσεις. Όλες οι επαφές όμως αποφασίζονταν και
- διατάζονταν από τη Διοικούσα Δέσμη και την Εκτελεστική Επιτροπή.
Ο ΙΔΕΑ είχε δικό του προϋπολογισμό που στηριζόταν στην μηνιαία συνδρομή των είκοσι δραχμών, την οποία κατέβαλλαν όλα τα μέλη του, για να καλύπτονται τα μεταφορικά έξοδα των Συνδέσμων και τα έξοδα γραφείου. Συνήθως οι επικοινωνίες ανάμεσα στις διάφορες Δέσμες του ΙΔΕΑ γίνονταν μέσα από το δίκτυο επικοινωνιών του Ελληνικού στρατού με τη χρήση κρυπτογραφικού κώδικα. Οι γραπτές επικοινωνίες δεν είχαν την υπογραφή κανενός, έφεραν μόνο την επίσημη σφραγίδα της οργάνωσης που είχε χαραγμένους τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, μέσα σε ένα διπλό κύκλο.
Ο ΙΔΕΑ και οι Υπόλοιπες Οργανώσεις Αξιωματικών
Σύμφωνα με την έκθεση του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1945, Λίνκολν Μακβή, εκτός από τον ΙΔΕΑ, τουλάχιστον τρεις οργανώσεις αξιωματικών δραστηριοποιούνταν την περίοδο εκείνη στο εσωτερικό του στρατού.
Μία ήταν ο Σύνδεσμος Αξιωματικών, που αποτελούσε στην ουσία την ηγετική ομάδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ηγετικό ρόλο έπαιζε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Βεντήρης, υπαρχηγός του επιτελείου. Αν και δημοκρατικός, απότακτος του 1935, είχε μετακινηθεί προς τα δεξιά και έδινε προτεραιότητα, πλέον, στην αντιμετώπιση της αριστεράς.
Ο αντιστράτηγος Σπηλιωτόπουλος, οι συνταγματάρχες Λάιος, Κιτριλάκης, Ζαγκλής, Μπαλοδήμος και Γρανίτσας, οι αντισυνταγματάρχες Δόβας, Καρατζένης, Αργυρόπουλος, Σταθάτος κ.α. και ο ταγματάρχης Παπαγεωργόπουλος αναφέρονταν ως στελέχη του Συνδέσμου, με τον οποίο συνδεόταν και μια ομάδα αξιωματικών που είχε υπηρετήσει στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία, αντικομμουνιστικής σύνθεσης, που είχε πολεμήσει κατά του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά.
Ο προσανατολισμός του Συνδέσμου ήταν αντικομμουνιστικός και η ηγεσία του είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει τη σταδιοδρομία των αξιωματικών του με την κατοχή καίριων θέσεων στο επιτελείο. Οι αξιωματικοί του ήταν Βασιλόφρονες και θεωρούσαν το θεσμό της μοναρχίας ως το μόνο φραγμό εναντίον του κομμουνισμού.
Μια ομάδα από παλαιότερους αξιωματικούς αποτελούσε τον Βασιλικό Σύνδεσμο σύμφωνα με τον Μακβή ή αλλιώς Στρατιωτική Ιεραρχία, ονομασία που οι ίδιοι οι αξιωματικοί απέδιδαν στην οργάνωσή τους. Επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μέλη της ομάδας ήταν κυρίως στενοί συνεργάτες του, όπως οι αντιστράτηγοι Κοσμάς, Μπακόπουλος, Δέδες, οι ταξίαρχοι Μαραβέας, Στανώτας, Παπαδόπουλος και οι συνταγματάρχες Μαυρογένης, Γερολυμάτος και Παπαγεωργίου.
H κίνηση απευθυνόταν σε όλους τους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού που απείχαν της ενεργού αντιστασιακής δράσης και διατηρούσε υψηλό κύρος λόγω των βαθμών αλλά και της στάσης των στρατηγών. Ενώ ανέπτυξε ένα ισχυρό δίκτυο νομιμόφρονων αξιωματικών σε όλη την Ελλάδα (περίπου 17 αντιστράτηγους στην Αθήνα και 600 αξιωματικούς όλων των βαθμών στην Ελλάδα), η οργάνωση δεν παρουσίασε καμία αντιστασιακή δράση την περίοδο της κατοχής. Τα μέλη της ομάδας ήταν απόστρατοι και απέβλεπαν στην επάνοδο του βασιλιά, ώστε να επανέλθουν και οι ίδιοι στο στράτευμα.
Η κίνηση των στρατηγών διεκδίκησε στην ουσία την επίσημη συνέχεια του προπολεμικού στρατού, καθώς και τη διατήρηση του αντίστοιχου πολιτικού και πολιτειακού κατεστημένου που την εξέθρεψε, χωρίς ίχνος συνεκτίμησης των αλλαγών που επέφερε ο πόλεμος και η αντίσταση. Παρά την «ασφαλή» της δράση, μπήκε στο στόχαστρο των αρχών κατοχής, με αποτέλεσμα να συλληφθεί η ηγεσία της οργάνωσης και να σταλεί σε στρατόπεδα στη Γερμανία.
Η τρίτη ομάδα ήταν ο Δημοκρατικός Σύνδεσμος, αποτελούμενος, κυρίως, από αξιωματικούς που είχαν αποταχθεί από το στρατό το 1933 και 1935 μετά τα κινήματα Πλαστήρα και Βενζέλου και ταυτίζονταν γενικά με τους Φιλελεύθερους και την αβασίλευτη δημοκρατία. Ηγέτης της ομάδας αυτής θεωρούνταν ο στρατηγός Πλαστήρας και μέλη της ο αντιστράτηγος Μερεντίτης, υπουργός Στρατιωτικών την περίοδο εκείνη, ο αντιστράτηγος Δρομάζος, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο ταξίαρχος Σπάης, πρώην υπουργός Στρατιωτικών, και άλλοι δημοκρατικοί αξιωματικοί που ήταν επικεφαλής περιφερειακών στρατιωτικών διοικήσεων, αλλά όχι μάχιμων μονάδων.
Η προχωρημένη ηλικία των αξιωματικών του Δημοκρατικού Συνδέσμου, οι αμφιβολίες τους για το κατά πόσο ήταν βιώσιμο ένα καθεστώς αβασίλευτης δημοκρατίας και η δυναμική παρουσία του ΙΔΕΑ, αποτέλεσαν τροχοπέδη για μια πιο αποφασιστική παρέμβαση των αξιωματικών αυτών στην οργάνωση του στρατού.
Τα όρια μεταξύ των συντηρητικών και φιλομοναρχικών οργανώσεων ήταν ρευστά. Ο ΙΔΕΑ εξελίχθηκε στην πιο ευρεία οργάνωση εντός του στρατού και σταδιακά οι περισσότεροι συντηρητικοί αξιωματικοί συσπειρώθηκαν γύρω του. Αν και οι δυνατότητες των δημοκρατικών αξιωματικών δεν ήταν αμελητέες, όπως προκύπτει από τις θέσεις που διατηρούσαν, η πρωτοβουλία ανήκε στους συντηρητικούς και ακροδεξιούς κύκλους του ΙΔΕΑ.
Ο Ιδεολογικός Λόγος του ΙΔΕΑ
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 40 εμφανίστηκε στο προσκήνιο η έννοια της εθνικοφροσύνης, αν και τα περισσότερα στοιχεία της προϋπήρχαν. Ο όρος «εθνικόφρονες» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τον προσδιορισμό ενός κομματικού σχηματισμού από τον Δ. Γούναρη τις παραμονές τις πρώτης εκδήλωσης του Εθνικού Διχασμού το 1915, και ήταν άρρηκτα συνυφασμένος με το θεσμό της Βασιλείας.
Το δόγμα της εθνικοφροσύνης λειτούργησε ενωτικά και ταυτόχρονα διχαστικά, τέμνοντας κάθετα την ελληνική κοινωνία σε ανήκοντες και μη ανήκοντες στο έθνος. Η εθνικοφροσύνη προκάλεσε το διαχωρισμό των πολιτών σε δύο κατηγορίες. Από την μια πλευρά, η κατηγορία των «εθνικοφρόνων» που κοινό τους παρονομαστή αποτελούσε η προσήλωση στις υπερβατικές αξίες του «Ελληνισμού» και στις εθνικές αξίες μιας παραδοσιακής Ελλάδας που θα αποτελούσε προπύργιο του «ελεύθερου κόσμου» της Δύσης απέναντι στη «σλαβοκομμουνιστική απειλή».
Από την άλλη πλευρά, στην κατηγορία των «μη εθνικοφρόνων» εντάχθηκε το σύνολο του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου από την κομμουνιστική αριστερά μέχρι πολιτικούς από τον χώρο του κέντρου. Στην κατηγορία των «μη εθνικοφρόνων» εντάχθηκαν όλοι εκείνοι που, ειδικά μετά την Εαμική εμπειρία, αμφισβήτησαν την παλινόρθωση της μοναρχίας και τη διατήρηση του προπολεμικού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Η πόλωση εθνικοφρόνων και μη εθνικοφρόνων αντιπαρέθετε το έθνος ως σύνολο προς τους εχθρούς του. Μια πόλωση καθαρά πολιτική, στερημένη από κάθε κοινωνική και ταξική χροιά.
Ο χωρισμός των πολιτών σε «εθνικόφρονες» και «μη εθνικόφρονες» αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της διαμόρφωσης του νομικού πλαισίου δίωξης και καταστολής του κομμουνισμού που οικοδομήθηκε μετά τη νίκη των ακροδεξιών συντηρητικών δυνάμεων στις εκλογές του Μαρτίου του 1946 και ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Τα «έκτακτα μέτρα», όπως ονομάστηκαν, απαγόρευαν τη λειτουργία του ΚΚΕ και των οργανώσεων του, προέβλεπαν διώξεις και θέσπιζαν τη θανατική ποινή ενάντια σε αριστερούς πολίτες για μια πληθώρα αδικημάτων, και ρύθμιζαν την ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης για τον αποκλεισμό των διαφωνούντων από το «ακέραιο» και «υγιές» εθνικό σώμα.
Η «έκτακτη νομοθεσία», απόλυτα συνυφασμένη με το δόγμα της εθνικοφροσύνης, εκτός από την πράξη τιμωρούσε και την πρόθεση ποινικοποιώντας το αριστερό φρόνημα. Η υιοθέτηση αριστερών ιδεών, αλλά και η συγγένεια με αριστερούς πολίτες αποτελούσαν λόγο δίωξης και καταδίκης, δείχνοντας ότι το πραγματικό συλλογικό ιδεώδες, το υποκείμενο της έννοιας της εθνικοφροσύνης δεν ήταν το «έθνος» ή η «εθνικότητα» αλλά το «εθνικό φρόνημα».
Τα μέτρα αυτά, επομένως, δεν στόχευαν τόσο στο να ρυθμίσουν την καταστολή που διεξαγόταν και προτού υιοθετηθούν, όσο στο να την νομιμοποιήσουν, παρουσιάζοντας τις πολιτικές διώξεις σαν να πραγματοποιούνταν σύμφωνα με τις ηθικές και πολιτισμικές αξίες της εποχής. Εκτός, όμως, από ιδεολογία του αποκλεισμού, του εξοβελισμού των κομμουνιστών από το εθνικό σώμα, η εθνικοφροσύνη χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο χειραγώγησης συντηρητικών στρωμάτων και ιδεολογικού πειθαναγκασμού ευρύτερων μαζών που είχαν κινητοποιηθεί κατά τη διάρκεια της αντίστασης.
Παράλληλα, η εθνικοφροσύνη λειτούργησε ενοποιητικά για τον κατακερματισμένο χώρο της δεξιάς. Εκφραστές και κοινωνοί της εθνικοφροσύνης έγιναν διανοούμενοι, πολιτικά κόμματα και οργανώσεις που προέρχονταν από τη φασιστική και συντηρητική άκρα δεξιά, την παραδοσιακή δεξιά και ακόμα από τον παλαιοβενιζελικό και φιλελεύθερο χώρο.
Το 1945 δεν υπήρχε ενιαία πολιτική δύναμη στον χώρο της δεξιάς. Όπως έγραψε και ο Α. Ελεφάντης, το 1945 υπήρχαν «ταγματασφαλίτες, βασιλικοί, μαυραγορίτες, εδεσίτες, λαϊκοί, τεταρτοαυγουστιανοί, αγγλόφιλοι, σκόρπιοι σε ένα συνοθύλευμα κομμάτων, εφήμερων ενώσεων και συνασπισμών».
Η εθνικοφροσύνη, με κύρια αιχμή της τον αντικομμουνισμό, έδεσε ιδεολογικά την αντιεαμική συμμαχία που άρχισε να συγκροτείται κατά τη διάρκεια του 1943. Με κύριους άξονες το στρατό και τη μοναρχία και μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, την εκκλησία, τον Τύπο και το ραδιόφωνο εξελίχτηκε σε επίσημη και κυρίαρχη ιδεολογία του κράτους, καταφέρνοντας να οργανώνει συμβολικά συστήματα αξιών, να θεσπίζει πρότυπα κοινωνικής συμπεριφορά και να διαπλάθει ταυτότητες στις οποίες ο καθένας αναγνωριζόταν, τουλάχιστον μέχρι το 1974.
Η έννοια της εθνικοφροσύνης αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο των ιδεολογικών αντιλήψεων του ΙΔΕΑ. Τα μέλη του αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ως «συντηρητικούς εθνικόφρονες αξιωματικούς», ως «εθνικιστές», ως «εθνικώς δρώντες, εμφορούμενοι υγιών κοινωνικών φρονημάτων». Στόχος τους ήταν η «ενότητα όλων των εθνικοφρόνων δυνάμεων», προκειμένου να ματαιώσουν τα σχέδια των «ηνωμένων κομμουνιστών και συνοδοιπόρων δημοκρατών». Ο εθνικόφρων λόγος του ΙΔΕΑ, διάχυτος στα ιδρυτικά κείμενα και τα πρωτόκολλα της οργάνωσης, αντλούσε στοιχεία από τον εθνικισμό, και τον συντηρητισμό.
Το όραμα για την εκπλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας» επανήλθε στο επίκεντρο της λαϊκής φαντασίας μετά τον πόλεμο στην Αλβανία, και το αίτημα για εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος όλων σχεδόν των γειτονικών κρατών εκφράστηκε στον Επτάλογο του ΙΔΕΑ, ως απαραίτητο και δίκαιο, με σκοπό τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας». Εκτός από τις περιοχές που επίσημα θα διεκδικηθούν από την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση (Δωδεκάνησα, Κύπρος, Βόρειος Ήπειρος), τονίστηκε ιδιαίτερα η ανάγκη της προς βορράν επέκτασης εις βάρος του «προαιωνίου της φυλής» εχθρού, των Βουλγάρων.
Οι αλυτρωτικές θέσεις του ΙΔΕΑ όμως έρχονταν σε αντίθεση με τα στρατηγικά συμφέροντα της Αγγλίας, η οποία δεν ήθελε να δει τον ελληνικό στρατό, που με δικά της κεφάλαια και εξοπλισμό είχε ανασυγκροτήσει, να μετατρέπεται σε εργαλείο πρόκλησης αναταραχής στα Βαλκάνια με κίνδυνο να παρασύρει και τους ίδιους σε ανεπιθύμητες καταστάσεις.
Ο αλυτρωτικός εθνικισμός ερχόταν σε ρήξη με τη νομιμοφροσύνη προς τις συμμαχίες της Δύσης και το στόχο της ευημερίας, που εκφράστηκε στον «ελεύθερο κόσμο». Ο ΙΔΕΑ θέλοντας να διατηρήσει την υποστήριξη των Βρετανών παραμέρισε την επεκτατική του ρητορεία και εξέφρασε έναν αντικομμουνιστικό εθνικισμό, αμυντικό και εσωστρεφή, στρέφοντας την προσοχή του στην πάταξη του «εσωτερικού» εχθρού, δηλαδή της αριστεράς.
Για τον ΙΔΕΑ το ΚΚΕ «είναι όργανον εχθρών δια την έσωθεν εξάρθρωσιν των Εθνικών μας δυνάμεων και την προπαρασκευήν της υποδουλώσεώς μας εις ξένας φυλάς», ενώ ο «κομμουνισμός είναι ο εχθρός όχι μόνον της Ελληνικής Πατρίδος, αλλά και αυτής ταύτης της Ελληνικής Φυλής, την οποία επιδιώκει να εξαφανίσει εκ του προσώπου της Γής, εν πλήρη συνεργασία μετά των Βουλγάρων και της υπό τους Ρώσσους ιμπεριαλιστικής Πανσλαβιστικής κινήσεως».
Ακολουθώντας τα ψυχροπολεμικά αξιώματα της διεθνώς κυρίαρχης προπαγάνδας ο ΙΔΕΑ ταύτιζε την αριστερά με την επεκτατική απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και της Βουλγαρίας. Το ΕΑΜ, η αριστερά, αποτελούσε για τον ΙΔΕΑ δύναμη αντεθνική. Το σημαντικότερο όπλο του συντηρητικού οπλοστασίου ήταν η θέση του ΚΚΕ την περίοδο του Μεσοπολέμου σχετικά με το θέμα της αυτοδιάθεσης της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο κομμουνισμός νοήθηκε ως απειλή, διότι ως στόχο τη διάλυση της εθνικής οντότητας και την πρόσδεση της χώρας στο άρμα της σοβιετικής κυριαρχίας.
Η διατήρηση της εθνικής ενότητας που θεμελιώνεται στα ιδανικά και στις αξίες της φυλής και του γένους, στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής και στοχεύει στην «Εθνική αποκατάσταση», αποτελούσε πρώτιστο καθήκον για τους αξιωματικούς του Ιερού Δεσμού. Βέβαια, τα όρια της εθνικής ενότητας που οραματιζόταν ο ΙΔΕΑ ήταν ασφυκτικά. Σε αυτήν ανήκαν μόνο οι Έλληνες πολίτες.
Οι αριστεροί ή οι ύποπτοι αριστερής πολιτικής τοποθέτησης δεν ήταν παρά αντεθνικοί πολίτες, προδότες, ξενοκίνητοι. Ο ΙΔΕΑ, όπως θα δούμε και παρακάτω, καταπολέμησε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία η συμμετοχή στελεχών του ΕΑΜ άφηνε ελπίδες για μια δημοκρατική εξέλιξη των πραγμάτων μετά την απελευθέρωση. Επιπλέον, στον αντικομμουνιστικό λόγο του ΙΔΕΑ, ο κομμουνισμός ταυτίστηκε με το έγκλημα και την βία. Οι κομμουνιστές αναφέρονται, ενδεικτικά, ως «προδόται», «ληστοσυμμορίται», «κομμουνιστοσυμμορίται».
Στην προσπάθειά του να απαξιώσει τη σημασία της αντιστασιακής δράσης του ΕΑΜ, αλλά και να εξαγνίσει η δράση των ταγματασφαλιτών, ο ΙΔΕΑ υιοθέτησε στα κείμενα του το ερμηνευτικό σχήμα των «τριών γύρων». Οι τρείς γύροι (Αντίσταση, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος) αποτελούσαν τις διαδοχικές απόπειρες του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία και το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και η ΕΠΟΝ αποτελούσαν oχήματα για την προσπάθεια αυτή.
Στην ίδια λογική, με πρόθεση δηλαδή να υποβαθμίσει την δυναμική του ΕΑΜ στην Κατοχή, ο ΙΔΕΑ τόνιζε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αξιωματικών του ΕΛΑΣ ήταν εθνικόφρονες αξιωματικοί, οι οποίοι εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ, είτε γιατί εξαπατήθηκαν από τους κομμουνιστές είτε με την απειλή της άμεσης εκτέλεσής τους.
Αποκαλυπτική για τις απόψεις των αξιωματικών του ΙΔΕΑ, όσον αφορά το ΕΑΜ, αποτελεί η άποψη του ταξίαρχου Διονύσιου Παπαδόπουλου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του υπερασπίζεται τα τάγματα ασφαλείας και επιτίθεται στο ΕΑΜ για την έκλυση των ηθών που προκάλεσε η ανάπτυξή του, ιδιαίτερα στο χώρο των νέων.
Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ, όπως σημειώσαμε, θεωρούσαν ότι διακρίνονταν για τα «υγιή» κοινωνικά τους φρονήματα, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με την «ασθένεια» του κομμουνισμού που προσέβαλε το κοινωνικό σώμα αντίληψη, εξαιρετικά διαδεδομένη στην αντικομμουνιστική φιλολογία της εποχής.
Για τον ΙΔΕΑ ο πόλεμος ανάμεσα στις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού και του ΔΣΕ ήταν πόλεμος εθνικός και είχε εξωτερική αιτία, αφού οι εχθροί δεν θεωρούνται Έλληνες. Μάλιστα, ο εχθρός χαρακτηρίζονταν από τον ΙΔΕΑ, ως «ο μεγαλύτερος κίνδυνος της τρισχιλιετούς ιστορίας της Ελλάδος». Οι αντάρτες ταυτίζονται με τους Σλάβους και ο κομμουνισμός με τον Σλαβισμό.
Όπως έγραψε και ο Καραγιάννης, «Αντιμαχόμενοι, κατά κοινήν αναγνώρισιν είναι, από το εν μέρος οι πιστεύοντες εις την ιδέα της Ελλάδος και την Ελευθερίαν του λαού της και από το άλλο οι κομμουνισταί, οι πιστεύοντες εις την Παγκόσμιον Σλαβοκομμουνιστικήν κυριαρχίαν». Επίσης, ο πόλεμος δεν αποκαλούνταν «εμφύλιος», αλλά «συμμοριτοπόλεμος», ενώ και μόνο η αναφορά στον εμφύλιο αγώνα ήταν αρκετή απόδειξη για την ύπαρξη αριστερών πεποιθήσεων.
Παράλληλα, ο ΙΔΕΑ έδωσε στον εθνικιστικό του λόγο φυλετικές διαστάσεις, καλλιεργώντας έναν φανατικό αντισλαβικό ρατσισμό. Οι «Σλαβοκομμουνισταί», οι «Εαμοβούλγαροι» είχαν στόχο την εθνική και φυλετική διάλυση της Ελλάδας, ενσάρκωναν το απόλυτο κακό, εναντίον του οποίου το έθνος ενωμένο όφειλε να διεξάγει ιερό αγώνα για την προάσπιση των εθνικών αξιών του ελληνισμού και των Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών της φυλής. Ο πόλεμος, επομένως, εκτός από εθνικός, ήταν και φυλετικός, στο επίπεδο των ιστορικών παραδόσεων, των ταυτοτήτων, του πολιτισμού, της πολιτικής κοινότητας.
Το μόνο υγιές τμήμα της Ελληνικής κοινωνίας που αντιμετώπισε καιαντιμετωπίζει με επιτυχία αυτόν τον κίνδυνο είναι ο στρατός, το σώμα των ΙΔΕΑτών αξιωματικών. Η ταύτιση του στρατού με το έθνος δεν ήταν παρά η λογική κατάληξη αυτής της ιδεολογίας. Σύμφωνα με αυτή, ο στρατός είναι ο φορέας της εθνικής ιδέας και ο ρόλος του ταυτίζεται με την εγγύηση της συνέχειας του έθνους.
Η προστασία της πατρίδας από το σλαβικό κίνδυνο έγινε ο κοινός παρονομαστής που επέτρεψε στις ένοπλες δυνάμεις να αναλάβουν το ρόλο του έσχατου προστάτη, κατορθώνοντας να συνδέσουν τον υπερπατριωτισμό τους με τους δικούς τους θεσμούς και αξίες και στιγματίζοντας παράλληλα τη διεθνιστική αριστερά σαν κόμμα προδοσίας. Θεμελιώδης, όμως, προϋπόθεση για την «σωτηρίαν της Πατρίδος» ήταν η «ενότης του Σώματος των Αξιωματικών».
Για το λόγο αυτό οι ΙΔΕΑτες αξιωματικοί επιθυμούσαν διακαώς την αποπομπή από το στράτευμα όσων εξέφραζαν «διεθνιστικάς ιδέας» ή είχαν «αμφίβολα εθνικά φρονήματα», και τη στελέχωση αυτού με αξιωματικούς που θα διακρίνονταν για τον εθνικό τους φανατισμό και για το στρατιωτικό τους ήθος. Το τελευταίο μεταφραζόταν σε ένα παθολογικό esprit de corps, σε ένα ιδιαίτερο συναίσθημα πατριωτισμού, σε μια περιφρόνηση των πολιτικών κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού, στη διαμόρφωση μιας πουριτανικής ηθικής και σε ένα ισχυρό αίσθημα καθήκοντος.
Στην ανάδειξη του αντικομμουνισμού σε κεντρική αιχμή της εθνικοφροσύνης στην μεταπολεμική Ελλάδα συνετέλεσε καθοριστικά το γεγονός ότι το Εαμικό κίνημα είχε αναδειχθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής σε αναμφισβήτητη και κυρίαρχη πατριωτική δύναμη. Πίσω από το προσωπείο αυτού του «εθνικιστικού αντικομμουνισμού» που πρόβαλε ο ΙΔΕΑ κρυβόταν η αντίδραση του στις δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που επαγγελλόταν το ΕΑΜ.
Η εθνική αντίσταση είχε καταστήσει το ΕΑΜ όχι μόνο τη μαζικότερη ίσως αντιφασιστική οργάνωση στην Ευρώπη, αλλά κυρίως το είχε ταυτίσει στη συνείδηση ενός σημαντικού μέρους του Ελληνικού λαού ως τον πιο ισχυρό παράγοντα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Παρά το γεγονός ότι το ΕΑΜ μετακατοχικά δεν αντιπροσώπευε τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού διατηρούσε με το μέρος του τη δυναμική και την αίγλη της Αντίστασης και μια ικανότητα οργανωμένων δυναμικών συσπειρώσεων που το καθιστούσαν δυνητικά ικανό να διαμορφώσει, σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, πλειοψηφικά ρεύματα και να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στις εξελίξεις. Αυτή ακριβώς η δυναμική του ΕΑΜ ήταν εκείνη που φόβιζε τους αντιπάλους του και συσπείρωνε τα παραδοσιακά αστικά στρώματα και τις συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας.
Ένα πρώτο στοιχείο για στις συντηρητικές καταβολές των αξιωματικών του ΙΔΕΑ αντλούμε από τα κείμενα της οργάνωσης, τα οποία είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Η καθαρεύουσα αποτελούσε την γλώσσα των ελίτ, του επίσημου κράτους και της γραφειοκρατίας, σε αντίθεση με την πιο λαοφιλή μορφή της γλώσσας, την δημοτική, που τη χρησιμοποιούσαν μαζικά τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Στο πολιτειακό ζήτημα ο ΙΔΕΑ επιβεβαίωσε τα συντηρητικά του ανακλαστικά. Κεντρικό θέμα του συντηρητισμού αποτελεί η υπεράσπιση της παράδοσης. Η παράδοση αναφέρεται σε αξίες, πρακτικές και θεσμούς που έχουν αντέξει στην πάροδο του χρόνου και, πιο συγκεκριμένα, έχουν περάσει από τη μια γενιά στην άλλη.
Η παράδοση, υπό αυτή την έννοια, αντανακλά τη συσσωρευμένη σοφία του παρελθόντος και αντανακλά μια σχεδόν δαρβινική πίστη πως εκείνοι οι θεσμοί και τα έθιμα που έχουν επιβιώσει το έχουν επιτύχει επειδή είναι λειτουργικοί, αποτελεσματικοί και εγνωσμένης αξίας. Παράλληλα, η παράδοση δημιουργεί στην κοινωνία και το άτομο, μια αίσθηση ταυτότητας, παρέχοντας στους ανθρώπους την ασφάλεια και την αίσθηση «του ανήκειν».
Ο ΙΔΕΑ τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και της παλινόρθωσης του Γεώργιου Β΄ με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις του Βασιλιά θα στόχευαν στην εκπλήρωση των «εθνικών πόθων». Η παλινόρθωση της μοναρχίας εκλαμβανόταν ως μια ενεργητική προσπάθεια να αποκατασταθούν και πάλι προοδευτικά ξεπερασμένες κοινωνικές καταστάσεις παλαιότερων εποχών.
Η ιστορική τεκμηρίωση της αναγκαιότητας της παλινόρθωσης από την άκρα δεξιά ήταν ότι η αβασίλευτη δημοκρατία είναι εξοβελιστέα, γιατί θεωρείται συνώνυμη της ολιγαρχίας, της τυραννίας, της αναρχίας, της συνοδοιπορίας, των σφαγών του Δεκεμβρίου, του κομμουνισμού. Η μοναρχία, αντίθετα, εκτείνεται βαθύτατα στο παρελθόν, στο Βυζάντιο, και αποτελεί το άριστα προσαρμοζόμενο στον εθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων πολίτευμα.
Η υπεράσπιση των κατεστημένων θεσμών, της μοναρχίας, της οικογένειας, της εκκλησίας και σε μεγαλύτερη κλίμακα του έθνους, φανερώνουν μια οργανική αντίληψη της κοινωνίας. Αν η κοινωνία είναι οργανική, οι δομές και οι θεσμοί της έχουν σχηματιστεί από δυνάμεις πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο που σημαίνει πως πρέπει να διατηρούνται και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό από τα άτομα που ζουν μέσα σε αυτή. Τα έθνη, όπως και οι οικογένειες, σχηματίζονται με φυσικό τρόπο, μέσα από μια φυσική έλξη των ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια γλώσσα, την ίδια ιστορία, τον ίδιο πολιτισμό και τις ίδιες παραδόσεις.
Όπως θα δούμε και παρακάτω όμως, ο ΙΔΕΑ δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με το παλάτι όταν έκρινε ότι αυτό δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του. Η μοναρχία για τον ΙΔΕΑ μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας σταθερότητας και ενότητας όλων των εθνικόφρονων δυνάμεων, καθώς και ως φράγμα ενάντια στον εκδημοκρατισμό. Ποτέ όμως δεν ταύτιζε τους σκοπούς του και τους λόγους ύπαρξης του με τη μοναρχία.
Οι συντηρητικοί εθνικόφρονες αξιωματικοί του ΙΔΕΑ θεωρούσαν τον σύνδεσμο τους ως τη δύναμη που θα εξασφάλιζε στη χώρα, πολιτική γαλήνη, ευνομία και εθνική ισχύ αποσκοπώντας στην οργάνωση της κρατικής εξουσίας με βάση και σε πλήρη εξάρτηση από το στρατό, των αξιωματικών δηλαδή που ανήκαν στον κύκλο του ΙΔΕΑ.
Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ οραματίζονταν τον ρόλο του στρατού ως τον έσχατο εγγυητή της προστασίας του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Όπως είδαμε και παραπάνω, οι αξιωματικοί της ΕΝΑ και στη συνέχεια του ΙΔΕΑ αποφάσισαν να οργανωθούν όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη δυναμική που είχαν αποκτήσει στην κοινωνία οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που επαγγελλόταν το ΕΑΜ, μια δυναμική που επηρέασε ακόμα και ένα σημαντικό κομμάτι των ενόπλων δυνάμεων.
Η αντίδρασή του ΙΔΕΑ, λοιπόν, στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ, καθώς και στις διαδικασίες της χειραφέτησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού που συντελέστηκε με τη μαζική συμμετοχή των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στις πολιτικές και κοινωνικές δομές που έστησε η Εαμική αντίσταση στην Ελεύθερη Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής, εκφράστηκε μέσα από την συστηματική επιδίωξη του να εκκαθαριστούν οι ένοπλες δυνάμεις από όσους θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τις πολιτικές του ΕΑΜ, προκειμένου να λειτουργήσει ο στρατός ως συντηρητικός προστάτης της υπάρχουσας αστικής και μεσαίας τάξης.
Διακηρυγμένο στόχο του ΙΔΕΑ αποτελούσε επίσης, η υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας (Κοινωνικώς ο Ι.Δ.Ε.Α. επίστευεν εις την ελευθέραν ανάπτυξιν εκ μέρους των ανθρώπων, των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων των, εντός των υπό των Νόμων της Πολιτείας καθοριζόμενων πλαισίων) και κατ’ επέκταση, της ατομικής ιδιοκτησίας, οι οποίες όμως όφειλαν να ισχύουν μόνο για τους κατόχους των κοινωνικών και πολιτικών προνομίων και μόνο, βέβαια, για τους εθνικόφρονες πολίτες.
Η υπεράσπιση της ατομική ελευθερίας και της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί πάγιο αίτημα του συντηρητισμού. Η ελευθερία στον συντηρητισμό δεν γίνεται αντιληπτή με όρους «αποθετικής ελευθερίας», όπου το άτομο «αφήνεται στην τύχη του». Αποτελεί περισσότερο εκούσια αποδοχή των κοινωνικών υποχρεώσεων και δεσμών από άτομα που αναγνωρίζουν την αξία τους. Ελευθερία σημαίνει σε αυτή την περίπτωση «το να κάνει ο καθένας το καθήκον του». Επιπρόσθετα, η ατομική ιδιοκτησία, η κατοχή υλικών αγαθών παρέχει στους ανθρώπους αίσθημα ασφάλειας.
Οι «έχοντες» απολαμβάνουν την προσωπική τους περιουσία, σέβονται την περιουσία των άλλων και αντιλαμβάνονται ότι τα υπάρχοντά τους πρέπει να διαφυλαχθούν από την έλλειψη τάξης και την ανομία. Στην υπεράσπιση της ατομική ιδιοκτησίας και της ατομικής ελευθερίας κρυσταλλώνονται οι συντηρητικές αξίες του σεβασμού στον νόμο, στην εξουσία και στην ευταξία.
Ο ΙΔΕΑ εμφανιζόταν πρόθυμος να υπερασπιστεί τις κοινωνικές ιεραρχίες και την ιδιωτική ιδιοκτησία, όσο άδικα και αν είχαν αποκτηθεί.186 Ενδεικτικές των παραπάνω, είναι οι θέσεις της οργάνωσης για αποκατάσταση των περιουσιών των πληγέντων της κομμουνιστικής ανταρσίας και για αμοιβή των διακριθέντων στον αγώνα εναντίων των κομμουνιστών, τη στιγμή που για τους πρωταγωνιστές του αντίπαλου στρατοπέδου (κινηματίες της Μ. Ανατολής, συνοδοιπόρους, κομμουνιστές), τους οποίους μάλιστα αποκαλούσε «δωσίλογους», ζητούσε την επιβολή κυρώσεων.
Η παροχή συντάξεων, από το 1943 και μετά, σε ανάπηρους ταγματασφαλίτες και στις οικογένειες σκοτωμένων ταγματασφαλιτών, χωρίς η ρύθμιση να περιλαμβάνει και τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, αποτέλεσε την πρακτική εφαρμογή αυτής της αντίληψης.
Ο αυτοχαρακτηρισμός της οργάνωσης ως «Δεσμός» και οι ονομασίες των οργάνων της, όπως Διοικούσα Δέσμη, Δέσμες Φρουρών, Δέσμη Μονάδας και λοιπά, παρέπεμπαν στον Λατινικό όρο fascio που μια από τις έννοιες του ήταν είναι η δέσμη, ένας όρος από τον οποίο προήλθε ο φασισμός. Το σύμβολο ήταν ο Fascio Littorio, ο πέλεκυς τοποθετημένος μέσα σε μία δέσμη από βέργες που συμβόλιζε την εξουσία και την ενότητα του κράτους.
Επίσης τον ίδιο όρο χρησιμοποιούσε, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, μια από τις πολλές ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες, που δραστηριοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο και αναγόρευαν πρότυπό τους τον Μουσολίνι. Η Δέσμη (Faisceau) με ηγέτη τον Ζωρζ Βαλουά, ήταν μια παραστρατιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε ως απάντηση στην οικονομική στασιμότητα, στην απειλή του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού που κέρδιζαν διαρκώς σε δημοτικότητα, και στις αρχικές επιτυχίες του Λαϊκού Μετώπου, που είχε μάλιστα επικεφαλής, τον Λεόν Μπλουμ, ο οποίος εκτός από σοσιαλιστής ήταν και Εβραίος.
Η Δέσμη και οι υπόλοιπες ακροδεξιές οργανώσεις της περιόδου εξέφρασαν θέσεις παρόμοιες με εκείνες των φασιστών του Μουσολίνι, όπως η ηθική του πολεμιστή, ο υπερεθνικισμός, η λατρεία της ανδροπρέπειας, ο αγροτισμός, η πατριαρχία, ο ιμπεριαλισμός, ο αντικομμουνισμός. Στο «απόρρητον αρχείον του ΙΔΕΑ» που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις βρίσκουμε την επιστολή που έστειλε δεκανέας Δ. Φαρμάκης προς τον λοχαγό του Καραμπότσο, στις 11 Μαρτίου 1943, λίγες μέρες μετά το πρώτο κίνημα στις ένοπλες δυνάμεις της Μ. Ανατολής.
Στα ιδρυτικά κείμενα του ΙΔΕΑ (Ιδρυτικόν και Επτάλογος) αποτυπώνονται ορισμένα από τα κινητήρια πάθη, τα ενστικτώδη συναισθήματα που σύμφωνα με τον μελετητή του φασισμού Ρόμπερτ O. Πάξτον, αποτελούν τη συναισθηματική λάβα που θεμελίωσε το φασισμό. Σύμφωνα με τον Πάξτον, ο φασισμός μπορεί πιο εύλογα να συνδεθεί με ένα σύνολο από υφέρποντα πάθη και συναισθήματα που διαμορφώνουν τη φασιστική δράση παρά με κάποια συνεπή πολιτική θεωρία.
Τα κινητήρια πάθη, λοιπόν, που συναντάμε στον λόγο του ΙΔΕΑ είναι τα παρακάτω: η αίσθηση μιας εθνικής κρίσης που δεν επιδέχεται καμία από τις παραδοσιακές λύσεις («Το μέλλον της Ελλάδος φαίνεται ζοφερόν. Εχθροί μας περιστοιχίζουν και οι ολίγοι αποδειχθέντες φίλοι ίσως δεν δυνηθούν να μας βοηθήσουν αποτελεσματικώς»).
Η ανωτερότητα της ομάδας απέναντι στην οποία έχουμε καθήκοντα που τάσσονται πάνω από οποιαδήποτε δικαίωμα, ατομικό ή παγκόσμιο, και η υποταγή του ατόμου σε αυτήν («Πιστεύω εις την Εθνικήν ιδέαν της Ελλάδος και θα αντιμετωπίσω ως εχθρούς της Πατρίδος μου, όλους όσοι εργάζονται διά να μειώσουν το Εθνικόν φρόνημα του Ελληνικού Λαού»).
Η πεποίθηση ότι η ομάδα στην οποία ανήκει κάποιος αποτελεί το θύμα, ένα συναίσθημα που δικαιολογεί οποιαδήποτε πράξη, πέρα από νομικούς ή ηθικούς περιορισμούς, εναντίον των εχθρών της, εσωτερικών και εξωτερικών («Πιστεύω ότι το Κ.Κ.Ε. είναι όργανον εχθρών διά την έσωθεν εξάρθρωσιν των Εθνικών μας δυνάμεων και την προπαρασκευήν της υποδουλώσεώς μας εις ξένας φυλάς»).
Ο φόβος για την παρακμή της ομάδας ως αποτέλεσμα των διαβρωτικών επιδράσεων του ατομικιστικού φιλελευθερισμού, της ταξικής πάλης και των ξένων επιρροών («Η πολιτική αστάθεια, η γενική εξάρθρωσις και η έντονος διεθνιστική προπαγάνδα εδημιούργησαν νέους κινδύνους διά την Πατρίδα μας. Τα εν τω μεταξύ γεγονότα υπήρξαν μια εκδήλωσις των κινδύνων αυτών»).
Τέλος, το δικαίωμα του εκλεκτού λαού να επιβάλλεται στους άλλους χωρίς να περιορίζεται από κανενός είδους νόμο, ανθρώπινο ή θεϊκό, ένα δικαίωμα που καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κριτήριο της ικανότητας επιβίωσης που έχει η ομάδα στα πλαίσια μιας δαρβινικής πάλης («Θεωρώ απαραίτητον και δίκαιαν την εδαφική επέκτασιν της χώρας προς δημιουργίαν μιας Μεγάλης Ελλάδος»).
Επιπλέον, στον λόγο του ΙΔΕΑ συναντάμε την επίκληση ορισμένων συνθημάτων και αιτημάτων της αριστεράς όπως η «κοινωνική δικαιοσύνη» και η «Δικαιοτέρα κατανομή των αγαθών και σημαντική βελτίωσις των όρων της ζωής των εργαζομένων». Στο αρχείο της οργάνωσης εντοπίζουμε και τη μοναδική αναφορά που γίνεται για το πώς αντιμετώπιζαν οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ τον τρόπο ζωής των μεγαλοαστών στην Αθήνα.
Όπως αναφέρεται, «ήτο ακόμη τότε η εποχή, κατά την οποίαν οι μεγαλοαστοί της πρωτεύουσας δεν εφαίνοντο να συναισθάνωνται την σοβαρότητα της καταστάσεως. Εις τα κέντρα διασκεδάσεων, τα οποία καθημερινώς πολλαπλασιάζοντο μαζί με τα πλούτη, επεδεικνύετο με πολύ κυνισμόν, και η αδιαφορία προς την διαδραματιζομένην εις την ύπαιθρον τραγωδίαν.
Προ των καμπαρέ και των αριστοκρατικών κέντρων εστάθμευσαν εις ατέρμονα σειράν αι πολυτελείς λιμουζίναι, αι οποίαι αθρόως τότε είχαν αρχίσει να εισάγωνται. Διά τα αυτοκίνητα αυτά προωρίζοντο αι εμπρηστικαι χειροβομβίδες. Η νέα διοίκησις του ΙΔΕΑ ήθελε να καταστρέψη διά να φρονιματίση τους ιδιοκτήτας των».
Και στον λόγο της Τρίαινας, της οργάνωσης πρόδρομου του ΙΔΕΑ, εκτός από τον αντικομμουνισμό και την υιοθέτηση συντηρητικών και φασιστικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών αξιών, όπως πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, εξιδανίκευση της νεότητας, ομορφιά της βίας, παρατηρούμε την έκφραση ιδεών της αριστεράς, όπως τα αίτηματα για «λαϊκή εθνική ελευθερία» και «κοινωνική δικαιοσύνη» με απώτερο σκοπό την εγκαθίδρυση του «Ελληνικού σοσιαλισμού».
Τόσο ο Μουσολίνι, όσο και ο Χίτλερ είχαν περιγράψει τις ιδέες τους ως μορφές «σοσιαλισμού». Ο Μουσολίνι υπήρξε, μάλιστα, εξέχων μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και εκδότης της εφημερίδας του, Avanti, ενώ το Ναζιστικό Κόμμα υιοθέτησε την ιδεολογία του «εθνικοσοσιαλισμού».
Στην πράξη, βέβαια, αποδείχτηκε ότι ο αντικαπιταλισμός τους ήταν εξαιρετικά επιλεκτικός. Ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές τους θέσεις ο σοσιαλισμός που ήθελαν οι φασίστες ήταν εθνικός. Ένας σοσιαλισμός που αρνούνταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μόνο των ξένων ή των εχθρών (συμπεριλαμβανομένων και των εσωτερικών εχθρών), ενώ ήταν με το μέρος των εθνικών κεφαλαιούχων.
Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ θεωρούσαν ότι ο στρατός βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας της κοινωνίας και ότι, μάλιστα, είναι «ο μόνος υγιής οργανισμός εις το Κράτος σήμερον...». Η πεποίθησή τους ότι είχαν αναλάβει το ρόλο του προστάτη του αστικού καθεστώτος, τους οδηγούσε στην καταδίκη των πολιτευτών και των πολιτικών κομμάτων. Για τον ΙΔΕΑ η πολιτική αποτελούσε συνώνυμο της «συναλλαγής» και της «μικροπολιτικής», στην οποία συμμετέχουν πρόσωπα «ανίκανα» και «ύποπτα».
Χαρακτήριζε τις κυβερνήσεις της περιόδου 1945-1946 (Πλαστήρας, Βούλγαρης, Σοφούλης) ως «πρόσωπα ή κόμματα εγκληματήσαντα κατά της Ελληνικής Πατρίδος ή ικανά να θυσιάσωσι τα Εθνικά συμφέροντα προς χάριν ποταπών επιδιώξεων...». Επιπλέον, σε εγκύκλιο διαταγή της οργάνωσης, τον Ιούλιο του 1949, αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «το Σώμα τούτο με τας ευγενείς
παραδόσεις του, την ανιδιοτέλειάν του, την φιλοπατρίαν του, αποτελεί αντίθεσιν προς την σημερινήν σαπίλαν της Πολιτικής Ηγεσίας, της οποίας το κομματικόν συμφέρον και η ιδιοτέλεια εγγίζουν τα όρια της προδοσίας».
Θεωρώντας τους πολιτικούς και κόμματα συνώνυμα της φαυλότητας και της διαφθοράς, οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ έκριναν ότι τα μέλη της οργάνωσης θα έπρεπε να μείνουν μακριά από την επιρροή των πολιτικών κομμάτων για να μην διαφθαρούν, αλλά και να δημιουργηθούν στεγανά μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και της πολιτικής ηγεσίας, καθώς:
«Ανέκαθεν όταν το κόμμα εισήρχετο εις τον στρατόν επέδρα όπως ο βάκιλλος του Κώχ όταν εισέρχεται εις τους πνεύμονας. Τίποτε δεν παρέλειψε το κόμμα διά να ασκήση την φθοροποιόν του επίδρασιν. Συνέταξε νόμους διά να διαλύση την συνοχήν των στελεχών, περισυνέλεξε τους αγράμματους διά να δημιουργήσει κομματικά στελέχη, εγκατέλειψε τους αξιωματικούς εις την εσχάτην ένδεια, ωργάνωσε κλίκας, έρριπτε και ρίπτει βοράν εις την κοινήν γνώμην στοιχεία της στρατιωτικής μας συγκροτήσεως»
Η αμφισβήτηση της πολιτικής από τους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ έφτανε, άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα, μέχρι την απειλή της επιβολής ενός δικτατορικού καθεστώτος. Ιδιαίτερα σε περιόδους έντονων πολιτικών κρίσεων η ηγεσία της οργάνωσης φαίνεται πως εξέταζε το ενδεχόμενο να αναλάβει «διά δυναμικής ενεργείας την ευθύνην της διαχειρίσεως των Εθνικών ζητημάτων». Tον Αύγουστο του 1947 διαβεβαίωνε τον Σπύρο Μαρκεζίνη ότι ο ΙΔΕΑ ήταν σε θέση να προβεί σε στρατιωτικό κίνημα εάν το επιθυμούσε.
Σε συνάντησή τους με τον Γ. Βαρβούτη, τον Δεκέμβριο του 1947, οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ ζητούσαν από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας της κυβέρνησης Σοφούλη «να ανασταλούν ωρισμέναι ελευθερίαι, η Κυβέρνησις να προχωρήση εις την άσκησιν επί μάλλον και μάλλον δικτατορικής διοικήσεως και η Βουλή να διακόψη τας εργασίας της επί εν εξάμηνον»
Σύμφωνα, μάλιστα, με εσωτερικό έγγραφο της οργάνωσης η μόνη λύση για να επιτευχθούν οι σκοποί της ήταν « η Δ Ι Κ Τ Α Τ Ο Ρ Ι Α του Ι.Δ.Ε.Α. Αύτη επιβληθήσεται εν καιρώ και όταν αι περιστάσεις το επιτρέψουν προς το καλόν και μόνον της Πατρίδος». Την πρόθεση αυτή του ΙΔΕΑ επιβεβαίωσε και ο ταξίαρχος Α. Φροντιστής, μέλος της Διοικούσας Δέσμης της οργάνωσης, στην απολογία του για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο πραξικόπημα που επιχείρησε ο Ιερός Δεσμός στις 31 Μαΐου 1951.
Ο εν λόγω αξιωματικός κατέθεσε χαρακτηριστικά, ότι «η Οργάνωσις θα εξεδηλούτο όταν η κατάστασις θα καθίστατο έκρυθμος και θα εδημιουργήτο κίνδυνος συγκροτήσεως κυβερνήσεως υπό στοιχείων υπόπτου εθνικής υποστάσεως». Ανεξάρτητα από τις αντικοινοβουλευτικές εξάρσεις των αξιωματικών του ΙΔΕΑ, η οργάνωση, όπως θα δούμε και παρακάτω, επιθυμώντας να διατηρήσει την υποστήριξη της Αγγλίας και των ΗΠΑ που προτιμούσαν τη διατήρηση ενός υποτυπώδους κοινοβουλευτισμού, για να μην προκληθεί η διεθνής κοινή γνώμη και μην δίνονται ερείσματα στην Αριστερά, δεν μετουσίωσε σε πράξη τις απειλές της.
Επίσης, στο εσωτερικό του ΙΔΕΑ υπήρχαν φωνές που ζητούσαν να ακολουθήσει η οργάνωση πρακτικές μαζικής κινητοποίησης. Συγκεκριμένα, ο Αντισυνταγματάρχης Γκίκας ήταν της άποψης ότι «ο ΙΔΕΑ θα έπρεπε να επεκταθεί και εις ολόκληρον την Ελληνική Εθνικόφρονα παράταξιν, ίνα αφυπνίση τον Λαόν επί του επαπειλούντος αυτόν κινδύνου, οργανώση δε τούτον μαχητικώς προς άμεσον αντίδρασιν κατά της κομμουνιστικής επιθέσεως».
Ο Συνταγματάρχης Γωγούσης, ο οποίος αποτελούσε τον ιθύνοντα νου της εσωτερικής κατασκοπείας του ΙΔΕΑ, με υπόμνημά του στη Διοικούσα Δέσμη πρότεινε να εξελιχθεί ο σύνδεσμος σε ένα «Αντικομμουνιστικόν Μέτωπον Ελλάδος» και ακόμα, ζήτησε την ίδρυση «δυναμικού τμήματος, το οποίον θα αναλαμβάνη τη δολοφονίαν κάθε επιζήμιου προσώπου που ζημιώνει τον αγώνα και προδίδει το Έθνος».
Επιπλέον, από τα λόγια του Καραγιάννη, φαίνεται πως οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ έτρεφαν βαθιά εκτίμηση για το ρόλο που διαδραμάτισαν τα τάγματα ασφαλείας και η οργάνωση Χ. Θεωρεί πως τα τάγματα ασφαλείας υπήρξαν «αι μόναι Εθνικαί δυνάμεις αι οποίαι ηγωνίσθησαν κατά του προδοτικού μηχανισμού αποτελεσματικά», και ότι «ως δυνάμεις προστασίας των Ελλήνων πολιτών εκ της κομμουνιστικής μανίας, συνετέλεσεν εις την εξασφάλισιν της Ελληνικής φυλής».
Όσον αφορά την Χ, ο Καραγιάννης αναφέρει, ότι «τοσούτον συνεκίνησεν το Πανελλήνιον η ανδρεία και η αποφασιστικότης του Αρχηγού της οργάνωσεως Χ και των ανδρών της, ωστέ μετά την εις Αθήνας συντριβήν των κομμουνιστών, αυτή αυτομάτως εξηπλώθει εις ολόκληρον την χώραν και υπό το όνομα Χ οργανώθη ο αντικομμουνιστικός αγών».
Ανεξάρτητα όμως από τις προτάσεις στο εσωτερικό του ΙΔΕΑ για το άνοιγμα της οργάνωσης στην κοινωνία και τη συμπάθεια που εκφραζόταν για τη φασιστική στρατηγική που ακολουθούσαν τα τάγματα ασφαλείας και η Χ, την οποία θεωρούσαν αναγκαία, ο ΙΔΕΑ αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα την μαζική λαϊκή κινητοποίηση. Αυτό ήταν που τον διαφοροποιούσε από τις φασιστικές οργανώσεις της άκρας δεξιάς.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός φασιστικού κινήματος που θα εναντιωνόταν στην αριστερά ήταν η μαζική κινητοποίηση των πολιτών. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους χίτες που έβλεπαν τη μαζική κινητοποίηση, όχι μόνο ως μέσο για την πάταξη της αριστεράς, αλλά και ως θεμιτό μέσο για την εκκαθάριση του έθνους και προοίμιο για την αναγέννησή του μέσα από την επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος, ο ΙΔΕΑ παρέμεινε μέχρι το τέλος συνωμοτικός, οργάνωση αποκλειστικά του στρατού με μικρά μόνον ανοίγματα στην αεροπορία και την χωροφυλακή.
Οι συντηρητικοί εθνικόφρονες αξιωματικοί του ΙΔΕΑ επιθυμούσαν τάξη και ηρεμία και αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα τον φασιστικό μαζικό ενθουσιασμό και το είδος της απόλυτης εξουσίας στο οποίο στόχευαν οι φασίστες. Ήθελαν υπακοή και σεβασμό, όχι επικίνδυνη λαϊκή κινητοποίηση. Αποσκοπούσαν στην πάταξη της αριστεράς μέσα από την αποκατάσταση της μοναρχίας, μέσω ενός περιορισμένου κοινοβουλευτισμού και με όπλο τον τακτικό στρατό.
Επιθυμούσαν, παράλληλα, να περιορίσουν το κράτος στο ρόλο ενός «νυχτοφύλακα» που θα διατηρούσε την τάξη, ενώ οι παραδοσιακές ελίτ θα κυβερνούσαν μέσα από την ιδιοκτησία, την εκκλησία, το στρατό και την κληρονομική κοινωνική ιεραρχία. Για το λόγο αυτό, και με βάση την πρακτική του, την οποία θα εξετάσουμε παρακάτω, θα εντάξουμε τον ΙΔΕΑ στο χώρο της συντηρητικής, μιλιταριστικών τάσεων άκρας δεξιάς, παρά της φασιστικής άκρας δεξιάς.
Η Αντίθεση του ΙΔΕΑ στη Συμφωνία της Βάρκιζας
Κεντρικό στοιχείο των πρακτικών του ΙΔΕΑ, όπως θα δούμε και παρακάτω, ήταν η άρνηση της δημοκρατίας, η οποία μεταφραζόταν στην απόρριψη κάθε κυβέρνησης που άφηνε έστω και λίγα περιθώρια στην αριστερά και που θα λάμβανε μέτρα προς μια εθνική συμφιλίωση.
Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ επιδίωξαν συστηματικά την καταστροφή της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας», αφού η παρουσία μελών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση ενίσχυε τις δυνατότητες της αριστεράς, ενώ η προσωρινή ανάθεση της αρχιστρατηγίας του ανασυγκροτούμενου στρατού στον δημοκρατικό στρατηγό Οθωναίο με υπαρχηγό τον ανώτερο διοικητή του ΕΛΑΣ Σαράφη, αποτελούσε αιτία πολέμου.
Στην έξαρση των πολιτικών παθών την περίοδο πριν τη σύγκρουση του Δεκεμβρίου συνέβαλε και η προκλητική συμπεριφορά της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, μετά την επιστροφή της στην Αθήνα από το μέτωπο της Ιταλίας. Παρά τις εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια προς τη διοίκηση της ταξιαρχίας από κυβερνητικούς κύκλους και τις διαβεβαιώσεις για την διαλλακτικότητα του ΕΑΜ, οι
εθνικόφρονες στρατιωτικοί της συνέχισαν να θεωρούν το ΕΑΜ «άσπονδο εχθρό» τους, λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα για μια ενδεχόμενη σύγκρουση.
Μάλιστα, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία πραγματοποιώντας παρελάσεις στην Αθήνα έκανε γνωστές τις πολιτικές της αντιλήψεις φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του βασιλιά, ενώ αντιδρούσε με φανατισμό και χωρίς κανένα δισταγμό απέναντι σε οποιαδήποτε πρόκληση εκ μέρους της αριστεράς. Παρά την ήττα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη μάχη της Αθήνας και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας ο ΙΔΕΑ δεν έδειχνε ικανοποιημένος με τις εξελίξεις.
Οι αξιωματικοί του επιθυμούσαν την καταδίωξη του ΕΛΑΣ μέχρι τα σύνορα, προκειμένου να επιτύχουν την οριστική συντριβή του.233 Όσον αφορά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ και, συγχρόνως, ακύρωνε τη δράση του, αφού δεν αναγνώριζε τους βαθμούς που είχαν απονεμηθεί στους έφεδρους αξιωματικούς, χαρακτηρίστηκε από τον ΙΔΕΑ ως «συνοδοιποριακόν κατασκεύασμα».
Ο ΙΔΕΑ κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να μην εφαρμοστεί η συμφιλίωση συμβάλλοντας και αυτός με τις δυνάμεις του στη διαμόρφωση του κλίματος της Λευκής Τρομοκρατίας, που σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους προκάλεσε τον Εμφύλιο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες δραστηριότητας του ΙΔΕΑ, τον Φεβρουάριο του 1945, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες που έκαναν λόγο για την ύπαρξη, εντός του στρατού, κίνησης αξιωματικών με τάσεις άκρως εθνικιστικές.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα ενημερώθηκε για τις εξελίξεις στο εσωτερικό του στρατεύματος από αξιωματικούς φιλικά προσκείμενους προς αυτή και κινήθηκε δραστήρια για να ανακαλύψει τους εμπνευστές της οργάνωσης. Σύμφωνα με τον Καραγιάννη, όμως, οι ενέργειες τις Κυβέρνησης απέβησαν άκαρπες, καθώς κανένας αξιωματικός του ΙΔΕΑ δεν δέχτηκε να μιλήσει με λεπτομέρειες για την οργάνωση. Μέχρι τότε φαίνεται δεν είχε γίνει γνωστή η κίνηση του ΙΔΕΑ σε κανέναν εκτός του κύκλου των μυημένων αξιωματικών.
Στις 18 Απριλίου του 1945 ο Τσουδερός που είχε πρόσφατα επιστρέψει από τη Μέση Ανατολή ανέλαβε να ενημερώσει τον Ελληνικό λαό, για την «μοναρχοφασιστική συνωμοσία» που είχε αρχίσει να εξελίσσεται στον ελληνικό στρατό. Με δηλώσεις του προς τον Τύπο, αλλά και με επίσημα διαβήματα προς την κυβέρνηση Βούλγαρη, ο πρώην πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Καΐρου κατήγγειλε τον ΣΑΝ δίνοντας στη δημοσιότητα το καταστατικό του.
Ο ναύαρχος Βούλγαρης, που σύμφωνα με το αρχείο του ΙΔΕΑ, «μάλλον ασυμπαθώς ήκουσε τας αποκαλύψεις του Τσουδερού, τας οποίας και διέψευσε» αναγκάστηκε να εκδώσει εγκύκλιο προς τις ένοπλες δυνάμεις για διερεύνηση του θέματος, ενώ ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος απευθύνθηκε στους αξιωματικούς της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας συνιστώντας τους πειθαρχία και αυστηρή προσήλωση στο καθήκον.
Το επίσημο κράτος που ανασυγκροτείται μετά την Κατοχή και μετά τα Δεκεμβριανά έχοντας ήδη δώσει δείγματα γραφής από τη Μέση Ανατολή, είναι ένα κράτος αντιεαμικό, το οποίο είχε ως κύριο μέλημα να αναχαιτίσει και να ματαιώσει τις δημοκρατικές επαγγελίες του ΕΑΜ με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Αρχικά με την δράση των ένοπλων αντιεαμικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, όπως τα τάγματα ασφαλείας και η οργάνωση Χ, και στη συνέχεια με τη βασική δύναμη που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο με τις μεθόδους των συντηρητικών καθεστώτων, τον τακτικό στρατό.
Η Ανασυγκρότηση του Στρατού
Η ανασυγκρότηση του στρατού που άρχισε να πραγματοποιείται τον Απρίλιο του 1945 έλαβε καθαρά αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τη Συμφωνία τη Βάρκιζας που προέβλεπε την ένταξη μελών του ΕΛΑΣ στο στρατό και τον σεβασμό των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων των στρατεύσιμων. Η αντίληψη ότι ο στρατός ως θεματοφύλακας του καθεστώτος έπρεπε να μείνει απόρθητος από τις αριστερές δυνάμεις συγκέντρωνε μεγάλη πολιτική υποστήριξη και αποτελούσε βαθιά πεποίθηση μεταξύ των ισχυρών προσώπων και ομάδων στο εσωτερικό του στρατού.
Εκτός του νέου στρατού έμειναν τα στελέχη της αριστεράς, χωρίς την παραμικρή κεφαλαιοποίηση της αντιστασιακής τους δράσης και χωρίς τη δυνατότητα επιρροής στο εσωτερικό του νέου στρατιωτικού μηχανισμού. Οι έφεδροι αξιωματικοί παρέμειναν αυτομάτως εκτός του νέου στρατεύματος, ενώ οι μόνιμοι αξιωματικοί του προπολεμικού στρατού που δραστηριοποιήθηκαν στον ΕΛΑΣ τέθηκαν μαζί με το σύνολο των υπόλοιπων αξιωματικών που παρέμειναν στην Ελλάδα κατά την Kατοχή, στην κρίση συμβουλίων που θα αποφαίνονταν για την επαγγελματική κατάρτιση, το ήθος και την πατριωτική τους επάρκεια.
Στην πορεία της συγκεκριμένης διαδικασίας κρίσεων διαμορφώθηκαν τρεις πίνακες, στους οποίους κατατάχθηκαν οι εν ενεργεία αξιωματικοί. Στον πρώτο πίνακα συμπεριλήφθηκαν οι αξιωματικοί που θα στελέχωναν τον νέο Ελληνικό στρατό, στο δεύτερο, οι αξιωματικοί που θα αποστρατεύονταν για λόγους υγείας, αυξημένης ηλικίας και επαγγελματικής ανεπάρκειας, και στον τρίτο πίνακα, οι αξιωματικοί που θα αποτάσσονταν από το στρατό ως συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων ή όσοι στη διάρκεια της κατοχής είχαν τηρήσει στάση ανάξια του αξιωματικού. Οι μόνιμοι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ εντάχθηκαν στον δεύτερο πίνακα.
Η πρόθεση απομάκρυνσής τους, που υπήρχε εξαρχής, ολοκληρώθηκε με την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, η οποία τους οδήγησε στην οριστική απόταξη, ενώ ταυτόχρονα οδήγησε τους αξιωματικούς των ταγμάτων ασφαλείας σε θέση εν ενεργεία αξιωματικών.
Τα συμβούλια αυτά αποφάσισαν ότι από τους 12 συνταγματάρχες, 29 αντισυνταγματάρχες και 62 ταγματάρχες του ΕΛΑΣ, μόνο ένας αντισυνταγματάρχης και 4 ταγματάρχες ήταν κατάλληλοι για μόνιμοι αξιωματικοί. Από τους 4 υποστράτηγους του ΕΛΑΣ (Σαράφης, Μάντακας, Μπακιρτζής, Αυγερόπουλος) κανένας δεν κρίθηκε άξιος να μείνει στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Συνολικά
περί τους 800 πρώην αξιωματικούς του ΕΛΑΣ περιλήφθηκαν στους καταλόγους των αποστράτων. Αντίθετα, πρώην αξιωματικοί των ταγμάτων ασφαλείας γίνονταν δεκτοί χωρίς καμία δυσκολία.
Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και οι σχολές αξιωματικών. Η σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, δεν δέχθηκε για εκπαίδευση κανέναν υπαξιωματικό του ΕΛΑΣ, σε αντίθεση με τους υπαξιωματικούς του ΕΔΕΣ, της Χ και των ταγμάτων ασφαλείας, ενώ και στη Σχολή Ευελπίδων η υποψία «δημοκρατικών ιδεών» απέκλειε την είσοδο από τη σχολή.
Τον Ιούνιο του 1945 η «Λευκή Βίβλος» του ΕΑΜ κατέγραψε τα ονόματα 59 αξιωματικών των ταγμάτων ασφαλείας που είχαν επανενταχθεί κανονικά στις ένοπλες δυνάμεις. Δύο μήνες αργότερα, έγινε γνωστό ότι 117 βαθμοφόροι των Ταγμάτων είχαν εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων για να εξελιχθούν σε στρατιωτικούς καριέρας, πολλοί από τους οποίους «διακρίθηκαν» στον Εμφύλιο του 1946-1949 και στα όσα ακολούθησαν.
Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί ο διοικητής του τάγματος ασφαλείας Καλαμάτας, Διονύσιος Παπαδόπουλος, που υπηρετούσε το φθινόπωρο του 1945 ως διοικητής τάγματος του ελληνικού στρατού στο Κάτω Νευροκόπι και αργότερα έφθασε μέχρι το βαθμό του ταξίαρχου. Ήταν ένας από τους δεκαπέντε αξιωματικούς που είχαν ηγετικό ρόλο στο αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του ΙΔΕΑ, το Μάιο του 1951.
Παρά την ύπαρξη και δημοκρατικών αξιωματικών στον ανασυγκροτούμενο στρατό, οι υπηρεσίες του υπουργείου Στρατιωτικών και του Γενικού Επιτελείου Στρατού στελεχώθηκαν σε μεγάλο βαθμό με εθνικόφρονες αντικομμουνιστές αξιωματικούς, όπως ο Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος και ο Κωνσταντίνος Βεντήρης.
Παράλληλα, και οι αξιωματικοί που ανήκαν στον ΙΔΕΑ άρχισαν να καταλαμβάνουν θέσεις-κλειδιά στην στρατιωτική ιεραρχία. Επικεφαλής του τμήματος ασφαλείας του ΓΕΣ ήταν ο Ευστάθιος Λιώσης, ηγετικό στέλεχος του ΙΔΕΑ.
Μετά την άνοδο στην εξουσία του Λαϊκού Κόμματος, με τις εκλογές του Μαρτίου του 1946, η επιρροή της οργάνωσης αυξήθηκε κατακόρυφα. Οι περισσότερες θέσεις κλειδιά στο Επιτελείο, στο Υπουργείο Στρατιωτικών ή στα Επιτελεία μεγάλων μονάδων πέρασαν στα χέρια αξιωματικών του ΙΔΕΑ, όταν ο βαθμός τους το επέτρεπε, ή στα χέρια αξιωματικών υποστηριζόμενων από τον ΙΔΕΑ.
Η κυβέρνηση Τσαλδάρη συνεργάστηκε με τον ΙΔΕΑ, για να διασφαλιστούν η προαγωγές και ο διορισμός εθνικοφρόνων αξιωματικών και να εμποδιστεί η εξέλιξη των δημοκρατικών. Η κυβέρνηση απομάκρυνε από το στρατό όλους τους αξιωματικούς για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν δημοκρατικοί ή αντιμοναρχικοί, ενώ ως το τέλος του 1946 περίπου 1.500 αξιωματικοί των ταγμάτων
ασφαλείας και άλλων ακροδεξιών οργανώσεων επανήλθαν στο στρατό.
Ο ρόλος του ΙΔΕΑ στην αμνήστευση και στην ένταξη των ταγματασφαλιτών στον Ελληνικό στρατό υπήρξε καθοριστικός. Οι ταγματάρχες Καραγιάννης και Καραμπότσιος, μέλη της Διοικούσας Δέσμης του ΙΔΕΑ, ανέλαβαν τη διεύθυνση του γραφείου του υπουργού Άμυνας της κυβέρνησης, Πέτρου Μαυρομιχάλη. Ο Μαυρομιχάλης, ο οποίος είδαμε ότι συνδεόταν ενεργά με την οργάνωση Χ, γνώριζε ότι οι εν λόγω ταγματάρχες αποτελούσαν μέλη του ΙΔΕΑ και εμφανιζόταν πρόθυμος να τους παρέχει κάθε δυνατή στήριξη.
Οι δύο ταγματάρχες με τις ευλογίες του Μαυρομιχάλη συνέταξαν διαταγή, η οποία υποχρέωνε την επιτροπή καταρτισμού δικογραφιών, που είχε συστήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, για όσους αξιωματικούς συμμετείχαν στα τάγματα ασφαλείας, σε διάλυση, και επίσης την υποχρέωναν να παραδώσει όλα της τα αρχεία στο γραφείο Προσωπικού του Υπουργείου.
Έπειτα δόθηκε διαταγή να αξιοποιηθούν οι ταγματασφαλίτες αξιωματικοί στο στρατό με βάση τις ικανότητές τους και, πλέον, η δίωξή τους μπορούσε να γίνει μόνο για παράβαση του ποινικού νόμου. Επίσης, μέλη του ΙΔΕΑ προσέφεραν συχνά την υποστήριξη τους ως μάρτυρες υπεράσπισης σε πρώην ταγματασφαλίτες και μέλη των SS, παρέχοντάς τους βεβαιώσεις συμμετοχής σε κάποιο κατασκοπευτικό δίκτυο ή οργάνωση του συμμαχικού αγώνα.
Μάλιστα, επειδή σε βάρος πολλών πρώην αξιωματικών των ταγμάτων ασφαλείας εκκρεμούσαν μηνύσεις για φόνους ανδρών του ΕΛΑΣ, αποφασίστηκε, εφόσον προέκυπταν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τους, να μην φυλακίζονται από τις εισαγγελικές αρχές, αλλά να κρατούνται στις στρατιωτικές μονάδες όπου υπηρετούσαν. Αποτέλεσμα ήταν οι αξιωματικοί αυτοί, όχι μόνο να μην φυλακίζονται, αλλά και να χρησιμοποιούνται στον αγώνα κατά του Δημοκρατικού Στρατού.
Τον Απρίλιο του 1946, ύστερα από παρέμβαση του Μαυρομιχάλη, ο Γεώργιος Καραγιάννης σε συνεργασία με τον Βρετανό αντισυνταγματάρχη της Intelligence Service Μπόουντ ανέλαβαν να καταρτίσουν μία λίστα, από την οποία θα προέκυπτε η ανώτατη ηγεσία του στρατεύματος. Στη συνεργασία αυτή φάνηκαν οι πρώτες διαφωνίες ανάμεσα στην Διοικούσα Δέσμη του ΙΔΕΑ και την Βρετανική αποστολή.
Η πρόθεση των Βρετανών να προωθήσουν αξιωματικούς της άμεσης επιρροής τους και η άρνηση τους να συμπεριλάβουν στη συγκεκριμένη λίστα όλους τους αξιωματικούς που πρότεινε ο Καραγιάννης προκάλεσε τις αντιδράσεις του ΙΔΕΑ. Ο Ιερός Δεσμός ζητούσε να συμπεριληφθούν στους υποψήφιους για την στελέχωση των επιτελείων, οι υποστράτηγοι Λάβδας, Βραχνός και Ζυγούρης, ο αντιστράτηγος Σπανόπουλος και οι συνταγματάρχες Κετσέας Β., Τσιγγούνης, Περιβολιώτης, και Κετσέας Θ., για τους οποίους εγγυόταν για την εθνικοφροσύνη τους.
Η νέα ηγεσία του στρατεύματος προέκυψε τον Ιούνιο του 1946 και αποτελούνταν από τους αντιστράτηγους, Σπηλιωτόπουλο (Αρχηγός ΓΕΣ), Βεντήρη (Διοικητής Γ΄ Σώματος Στρατού), Γεωργούλη (Διοικητής Β΄ Σώματος Στρατού, Γιατζή (Διοικητής Α΄ Σώματος Στρατού) και Στεριόπουλο (Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Στρατιωτικών).
Οι επιλογές αυτές κρίθηκαν ως άκρως ικανοποιητικές από την Διοικούσα Δέσμη του ΙΔΕΑ. Ο στρατηγός της Βρετανικής αποστολής Ρώλινγκς διαβεβαίωσε τους ανθρώπους της οργάνωσης πως οι αξιωματικοί που πρότειναν και αποκλείστηκαν από την ανώτατη ηγεσία, θα αξιοποιούνταν όλοι στη συνέχεια.
Το καλοκαίρι του 1946 η πρώτη φάση της ανασυγκρότησης του Ελληνικού στρατού είχε ολοκληρωθεί. Η δύναμη του στρατού σε προσωπικό βέβαια ήταν μικρότερη των 104.000 ανδρών που προέβλεπαν τα σχέδια, ενώ το πραγματικό μάχιμο δυναμικό ήταν κατά πολύ μικρότερο. Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ακόμα ο Ελληνικός στρατός σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα, η ύπαρξη πλέον διαθέσιμου στρατού εκστρατείας ασκούσε ολοένα και μεγαλύτερη γοητεία στους κυβερνητικούς και διπλωματικούς κύκλους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυνάμεις της αριστεράς.
Τα «Έκτακτα Μέτρα» του Εμφυλίου
Παράλληλα με την αναδιοργάνωση του στρατού και την εξέλιξή του σε αντικομμουνιστικό όπλο, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος προσάρμοσε κατάλληλα και το νομοθετικό πλαίσιο εγκαταλείποντας τα τελευταία προσχήματα δημοκρατικότητας.
Καθώς άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ομάδες ανταρτών την άνοιξη του 1946, η κυβέρνηση αποφάσισε να υιοθετήσει αδιάλλακτη πολιτική απέναντι στην αριστερά με την θέσπιση του Γ΄ Ψηφίσματος, που ποινικοποιούσε το αριστερό φρόνημα και αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του νομικού πλέγματος που χαρακτηρίστηκε ως «Παρασύνταγμα». Το Γ΄ Ψήφισμα έθετε ουσιαστικά την αριστερά στο περιθώριο και προέβλεπε αφενός τη γενικευμένη εφαρμογή του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης και αφετέρου τη θανατική καταδίκη για μια σειρά αδικημάτων, η διασταλτική ερμηνεία των οποίων έγινε αμέσως κανόνας.
Το Γ΄ Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν» θέσπιζε τη θανατική ποινή για όσους είχαν έστω και έμμεση εμπλοκή με την αριστερά: «όστις θέλων αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας, ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνόμωσεν ή διήγειρε στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας, ή έλαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις τιμωρείται με θάνατον».
Επίσης, προέβλεπε ισόβια ή θανατική ποινή για πληθώρα αδικημάτων, όπως η συμμετοχή σε ένοπλες επιθέσεις κατά των αρχών, η οργάνωση ομάδων με σκοπό τη διάπραξη ληστειών και εμπρησμών, την απελευθέρωση κρατουμένων, εγκλημάτων κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Τέλος, προέβλεπε την ίδρυση στρατοδικείων στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα, αρμόδιων να εκδικάζουν τις παραβιάσεις του Γ' Ψηφίσματος, τα οποία επεκτάθηκαν σταδιακά σε όλη τη χώρα.
Από τα μέσα Ιουλίου άρχισαν οι ομαδικές θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις, οι οποίες συνδυάστηκαν και με τις πρώτες μετά το Λιτόχωρο σημαντικές επιχειρήσεις ανταρτών. Αυτές αφορούσαν πλέον άμεσα τον Εθνικό Στρατό, ο οποίος και ανέλαβε από τα τέλη Ιουνίου του 1946, την τήρηση της τάξης. Το Γ' Ψήφισμα μπορεί να έθετε τους αριστερούς εκτός νόμου, δεν έθιγε όμως, ακόμα την αριστερά ως οργανωμένο πολιτικό χώρο. Αυτό θα συνέβαινε τον Δεκέμβριο του 1947 με αφορμή την αναγγελία από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Δημοκρατικού Στρατού του σχηματισμού της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η κυβέρνηση συνεργασίας Λαϊκών-Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη ψήφισε τον Αναγκαστικό Νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ο Α.Ν. 509 έθετε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους προσκείμενους σε αυτό πολιτικούς σχηματισμούς, και τιμωρούσε οποιεσδήποτε μπορούσαν να εκληφθούν ως «κομμουνιστικές» ενέργειες. Επίσης, απαγόρευε τις διαδηλώσεις και επέβαλλε την απόταξη στρατιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων που εμπλέκονταν στην «ανταρσία» παραπέμποντας όλα αυτά τα αδικήματα σε έκτακτα στρατοδικεία.
Από τα τέλη του 1946 μέχρι τα μέσα του 1948 υιοθετήθηκαν μια σειρά απο ψηφίσματα που προέβλεπαν την αμνήστευση των ανταρτών που παραδίδονταν και παρείχαν πληροφορίες για τον ΔΣΕ, την απαγόρευση κυκλοφορίας αριστερών εντύπων, τη στέρηση της ιθαγένειας σε όσους δρούσαν «αντεθνικά», την απαγόρευση των απεργιών, τη δήμευση των περιουσιών των συμμετεχόντων στον «συμμοριακό» αγώνα, την απόταξη των ύποπτων για αριστερά φρονήματα στρατιωτικών και τη δημιουργία του Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου.
Σε αυτό το πλαίσιο διώξεων και καταστολής εντάσσεται και η ίδρυση του στρατοπέδου της Μακρονήσου στα μέσα του 1947. Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν και ο στρατός είχε αναλάβει την αντιμετώπιση του Δημοκρατικού Στρατού, η στρατιωτική ηγεσία ήθελε να εξασφαλίσει την πολιτική αξιοπιστία του στρατεύματος και την νομιμοφροσύνη των στρατιωτών.
Παρά τον αποκλεισμό των αριστερών στρατιωτών από τις δομές του τακτικού στρατού, συγκροτήθηκαν κομμουνιστικοί πυρήνες στο εσωτερικό του, όπως η Κομμουνιστική Οργάνωση Στρατού. Η διατήρηση κομματικών πυρήνων στο εσωτερικό του Εθνικού Στρατού κρίθηκε απαραίτητη από το ΚΚΕ στη λογική της διατήρησης, έστω και περιορισμένα, της πολιτικής του παρουσίας στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων.
Πολλές μονάδες στην πλειοψηφία τους αποτελούνταν από επονίτες, εργάτες, μέλη του ΚΚΕ και αγρότες του ΑΚΕ. Η περιορισμένη όμως καθοδήγηση των κομμουνιστικών πυρήνων από τον κομματικό μηχανισμό και η προτεραιότητα που είχε θέσει το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου για τη συγκρότηση ενός ομοιογενούς ιδεολογικά στρατού, οδήγησε στη διάλυση των κομμουνιστικών πυρήνων.
Η καταστολή της δράσης της οργάνωσης ήταν άμεση, καθώς τον Ιούλιο του 1946 αφοπλίστηκαν και προφυλακίστηκαν 1.500 οπλίτες τριών ταξιαρχιών του Β΄ Σώματος Στρατού στην περιοχή της Κοζάνης.326 Επίσης, ενδεικτική περίπτωση προσχώρησης τμήματος του Εθνικού Στρατού στον Δημοκρατικό Στρατό αποτελεί το περιστατικό της Ποντοκερασιάς Κιλκίς. Τον Ιούλιο του 1946, σχεδόν το σύνολο ενός λόχου του Εθνικού Στρατού, ενώ δεχόταν επίθεση από τμήμα ανταρτών, προσχώρησε τη τελευταία στιγμή στην πλευρά των ανταρτών.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ύπαρξη κομμουνιστικών πυρήνων στο στράτευμα και τα περιστατικά αυτομόλησης ήταν φαινόμενα περιορισμένα και δεν απείλησαν σε καμία περίοδο τη μαζικότητα του Εθνικού Στρατού, η στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι η παρουσία αριστερών στρατιωτών και αξιωματικών θα μπορούσε να πλήξει καίρια το αξιόμαχο του στρατού. Κατά τη διάρκεια του 1945 και το μεγαλύτερο μέρος του 1946, οι θεωρούμενοι ως ύποπτοι αριστερών φρονημάτων στρατιώτες απαλλάσονταν προσχηματικά για λόγους ασθένειας.
Διαβλέποντας, όμως, η ηγεσία του στρατεύματος, νωρίτερα από το Κομμουνιστικό Κόμμα, τη δυνατότητα οι νέοι αυτοί να αποτελέσουν τη στρατιωτική εφεδρεία του ΔΣΕ, εισηγήθηκε μετά τις εκλογές του 1946 τη δημιουργία ειδικών μονάδων, στις οποίες κατέτασσε τους ύποπτους για τα πολιτικά τους φρονήματα στρατιώτες. Στα μέσα του 1947 με αμερικανικά κονδύλια συγκροτήθηκε στην Μακρόνησο το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη δυτική Ευρώπη της μεταπολεμικής εποχής, το οποίο, μάλιστα, ανήκε διοικητικά στο Υπουργείο Στρατιωτικών.
Μέσα από τη διαδικασία της «αναμόρφωσης» η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία είχε τη δυνατότητα να ελέγξει την εθνικοφροσύνη των στρατευμένων ή να επιτύχει την πολιτική μεταστροφή τους πριν τους στείλει σε μάχιμες μονάδες. Στους κρατούμενους, προκειμένου να «ανανήψουν», δηλαδή να απαρνηθούν την ιδεολογία τους και να καταγγείλουν την «προδοσία» του Κομμουνιστικού Κόμματος, ασκούνταν αφόρητα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια. Οι «δηλώσεις μετάνοιας» ήταν το τίμημα που ζητούνταν ως αντάλλαγμα για την παύση των κάθε είδους βασανιστηρίων, αλλά ακόμα και όσοι υπέκυπταν στιγματίζονταν ως «δηλωσίες» για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Από το 1947 ως το 1950 κλείστηκαν στη Μακρόνησο συνολικά 1.100 έφεδροι αξιωματικοί και 27.000 οπλίτες, από τους οποίους οι περισσότεροι μετά από μια περίοδο «αναμόρφωσης», επανέρχονταν στον τακτικό στρατό. Μόνο μετά το 1948 άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Μακρόνησο πολίτες, τον πρώτο καιρό υπό την επιτήρηση της χωροφυλακής και αργότερα υπό τον έλεγχο του στρατού.
Η κατάταξη χιλιάδων υπόπτων στρατιωτών και ο εγκλεισμός τους στη Μακρόνησο στερούσε από το Δημοκρατικό Στρατό ένα σημαντικό δυναμικό δίνοντας, παράλληλα, τη δυνατότητα στον Εθνικό Στρατό να τους στρατολογήσει στις γραμμές του σε μια περίοδο που η έκβαση του Εμφυλίου δεν είχε κριθεί ακόμη.
Ο Ρόλος του ΙΔΕΑ στις Πολιτικές Εξελίξεις του Εμφυλίου
Όπως είδαμε και παραπάνω, το κλίμα Λευκής Τρομοκρατίας που επικράτησε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και ο ασφυκτικός διωγμός αριστερών πολιτών με τη μεθοδική κατασκευή ενός θεσμικού και πολιτικού πλαισίου που δεν άφηνε περιθώρια στην αριστερά, μετέτρεψε πολλούς από τους διωκόμενους αγωνιστές σε αντάρτες. Με την επιστροφή, τον Ιούλιο του 1946, των στρατιωτικών στελεχών του ΚΚΕ από το στρατόπεδο του Μπούλκες στην Γιουγκοσλαβία, άρχισε η συνένωση των διάσπαρτων αντάρτικων ομάδων σε μεγαλύτερα τμήματα και στη συνέχεια σε τοπικά αρχηγεία, την ηγεσία των οποίων ανέλαβε τον Αύγουστο του 1946 ο Μάρκος Βαφειάδης.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, η τελευταία εκκρεμότητα που έπρεπε να διευθετηθεί ήταν το δημοψήφισμα για την παλινόρθωση της μοναρχίας. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1946 και το αποτέλεσμά του, προϊόν της βίας που ασκήθηκε στους ψηφοφόρους και της νοθείας της εκλογικής διαδικασίας, ήταν συντριπτικό υπέρ της επιστροφής του Γεώργιου Β΄. Με ποσοστό 68,3% των ψήφων ο βασιλιάς επέστρεψε στις 26 του ίδιου μήνα στην Ελλάδα. Με την παλινόρθωση της μοναρχίας η δεξιά, στην ακραία της εκδοχή, κατέλαβε τα βασικά κέντρα εξουσίας της χώρας.
Τον Σεπτέμβριο του 1946, λίγο πριν την επιστροφή του Γεώργιου στην Ελλάδα, οι οργανωμένες πλέον αντάρτικες ομάδες έκαναν αισθητή την παρουσία τους πραγματοποιώντας τις πρώτες πραγματικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία και θέτοντας έτσι υπό τον έλεγχό τους μια ευρύτερη περιοχή στη βορειοδυτική Ελλάδα.
Οι αντάρτες παρά τα πενιχρά στρατιωτικά αποτελέσματα των πρώτων αυτών επιχειρήσεων κατάφερναν να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ στις 30 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε και η πρώτη επίθεση σε αστικό χώρο, στην πόλη της Νάουσας. Αμέσως μετά τις επιχειρήσεις αυτές συγκροτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου, το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, το οποίο στις 27 Δεκεμβρίου 1946 ονομάστηκε Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας.
Η αναποτελεσματικότητα του Εθνικού Στρατού απέναντι στη δράση των ανταρτών, οι αδυναμίες στην οργάνωση και κυρίως στην αριθμητική αύξηση και ποιοτική βελτίωση του στρατού, προκάλεσαν την αντίδραση του ΙΔΕΑ. Τα πυρά της Διοικούσας Δέσμης στρέφονταν εναντίον της Βρετανικής αποστολής για την έλλειψη των απαραίτητων κονδυλίων που απαιτούνταν για την αναδιοργάνωση του στρατού, κυρίως, όμως, στρέφονταν κατά του Βρετανού στρατηγού Ρόουλινγκς που είχε αναλάβει την ανασυγκρότηση των ενόπλων δυνάμεων, κρίνοντας τον σχεδιασμό του ως ανεδαφικό και μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες του πολέμου.
Για τον ΙΔΕΑ, το πρόγραμμα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού του στρατού που είχε καταρτήσει ο στρατηγός Ρόουλινγκς είχε δύο μεγάλα μειονεκτήματα. Πρώτον, η εκπαίδευση που προβλεπόταν για τους στρατιώτες ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οι απαραίτητες εφεδρείες που είχε ανάγκη ο Εθνικός Στρατός, και δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο είχαν δομηθεί οι στρατιωτικές μονάδες καθιστούσε τον στρατό ιδιαίτερα στατικό, ανίκανο να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ανταρτοπόλεμου.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δράση των ανταρτών, η κυβέρνηση Τσαλδάρη σε συνεργασία με το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (ΑΣΕΑ) και το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (ΑΣΣ), αποφάσισαν στις 14 Ιανουαρίου τη συγκρότηση Διοικήσεως Στρατιάς, στην οποία θα υπάγονταν το Β΄και Γ΄ Σώμα Στρατού. Η έδρα της νέας διοίκησης θα ήταν ο Βόλος και διοικητής ο αντιστράτηγος Βεντήρης.
Λίγο αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1947, η κυβέρνηση Τσαλδάρη αναγκάστηκε από τους βρετανούς να παραχωρήσει τη θέση της σε ένα πιο αντιπροσωπευτικό κυβερνητικό σχήμα, με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Δημήτριο Μάξιμο. Στη νέα κυβερνηση «Εθνικής Συνεργασίας», όπως ονομάστηκε, εκτός από τα τρία βασικά κόμματα της Ηνωμένης Παράταξις Εθνικοφρόνων (ΗΠΕ) συμμετείχαν ο Σ. Βενιζέλος, ο Γ. Παπανδρέου, ο Π. Κανελλόπουλος και ο Ναπ. Ζέρβας. Η νέα κυβέρνηση προχώρησε σε αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος, τοποθετώντας τον Βεντήρη στην ηγεσία του ΓΕΣ, τον αντιστράτηγο Γιατζή διοικητή Στρατιάς και τον υποστράτηγο Τσακαλώτο διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού.
Η κυβέρνηση Μάξιμου και η νέα στρατιωτική ηγεσία οργάνωσαν την άνοιξη του 1947 την πρώτη μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση του στρατού, με την κωδική ονομασία «Τέρμινους», εναντίον του ενισχυμένου πλέον Δημοκρατικού Στρατού. Η επιχείρηση «Τέρμινους» αποτελούσε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που είχε οργανώσει ο στρατηγός Ρόουλινγκς με τον αντιστράτηγο Σπηλιωτόπουλο, και στόχευε στην εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας και την απώθηση των ανταρτών από την κεντρική Ελλάδα.
Ο ΙΔΕΑ χαρακτήριζε το σχέδιο «Τέρμινους» ως «ανεδαφικό και ασυγχρόνιστο, καταδικασμένο εκ των προτέρων να αποτύχει». Η απουσία συγκροτημένου σχεδίου και ο πειραματισμός στον τομέα των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την αδυναμία ελέγχου της διασποράς των μονάδων του ΔΣΕ, έπλητταν το ηθικό του Εθνικού Στρατού, αφού επανειλημμένα χρειάζονταν να εκκαθαριστούν από τον τελευταίο οι ίδιες περιοχές, οι οποίες σε σύντομο χρονικό διάστημα ανακαταλαμβάνονταν από το ΔΣΕ.
Η πρώτη εκστρατεία του εθνικού στρατού κατά των ανταρτών, όχι μόνο δεν έφερε το τέλος του Εμφυλίου, αλλά δεν επέτρεψε να καλλιεργηθεί οποιαδήποτε αισιοδοξία σχετικά με την προοπτική νίκης. Το ηθικό του ΔΣΕ βγήκε μάλλον αναβαθμισμένο μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων, παρά την καθυστερημένη επικράτηση των δυνάμεών του, την αδυναμία κατάληψης αστικών κέντρων και την καθήλωση της αριθμητικής ανάπτυξής του.
Το έυρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, το μέγεθος των δυνάμεων που πήραν μέρος σε αυτές, οι αυξημένες εκατέρωθεν απώλειες και η πόλωση της κοινωνίας έδειχναν ότι η σύγκρουση λάμβανε πλέον χαρακτηριστικά τακτικής πολεμικής αναμέτρησης. Οι εξελίξεις αυτές, που μετέτρεψαν τις έως τότε μεμονωμένες ένοπλες συγκρούσεις σε τακτική πολεμική αναμέτρηση, συνέπιπταν χρονικά με την όξυνση της διεθνούς αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο υπό διαμόρφωση πόλους και στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Την περίοδο εκείνη η αδυναμία της Βρετανικής αυτοκρατορίας να ανταποκριθεί στην οικονομική και επιχειρησιακή υποστήριξη που απαιτούσε η αντιμετώπιση του ένοπλου κινήματος της αριστεράς στην Ελλάδα, έφερε, στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, τις ΗΠΑ στο ελληνικό προσκήνιο. Με κύριο όχημα την οικονομική αδυναμία τους να υποστηρίξουν τα 120.000 μέλη του στρατού και τα 30.000 της Χωροφυλακής, οι Βρετανοί κινήθηκαν προς τη μερική αποδέσμευσή τους από τα ελληνικές υποθέσεις, εκχωρώντας τον προηγούμενο ρόλο τους στις ΗΠΑ.
Στην εμπλοκή της Αμερικής στις Ελληνικές υποθέσεις προσέβλεπε και ο ΙΔΕΑ, μαζί με το σύνολο του αστικού κόσμου, θέλοντας να ξεφύγει από τα προπολεμικά συμπλέγματα συμφερόντων που προσπαθούσαν να επιβάλουν οι Βρετανοί. Η πλήρως αρνητική στάση που κρατούσε η οργάνωση απέναντι στην βρετανική αποστολή και στον στρατηγό Ρόουλινγκς ήταν ενδεικτικές αυτής της πολιτικής. Μάλιστα, ο ΙΔΕΑ αναζήτησε την αμερικανική επιρροή και με την τοποθέτηση από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, τον Οκτώβριο του 1946, του πρώην αρχηγού του, Σόλωνα Γκίκα, στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον.
Για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα ήταν τότε η μόνη χώρα των Βαλκανίων που βρισκόταν εκτός σοβιετικού ελέγχου και επομένως, η μόνη μαζί με την Τουρκία που αποτελούσε γεωγραφικό ανάχωμα στην επέκταση της σοβιετικής επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο. Για αυτό το λόγο οι ΗΠΑ έκριναν ότι η χώρα χρειαζόταν εξωτερική βοήθεια και υποστήριξη με στόχο τη στρατιωτική αντιμετώπιση του ΔΣΕ, την οικονομική ανόρθωση και τη διατήρηση της στη σφαίρα επιρροής της Δύσης.
Η διακήρυξη του δόγματος Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947 αποτέλεσε την αφετηρία της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα που έμελλε να αποδειχθεί καταλυτική για τις εξελίξεις. Με την Αμερικανική αποστολή τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Έχοντας πολύ μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, οι Αμερικάνοι πήραν τη θέση των Βρετανών στον τομέα των στρατιωτικών επιχειρήσεων αποφασισμένοι να συντρίψουν τον Δημοκρατικό Στρατό. Τίποτα δεν μπορούσε να βρει περισσότερο σύμφωνους τους στρατιωτικούς, αφού με τη συμβολή των ΗΠΑ πλησίαζε η νίκη στον Εμφύλιο και μαζί με αυτήν η καταξίωσή τους στην μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Η πρώτη κρίσιμη συνέπεια της άμεσης Αμερικανικής εμπλοκής στις Ελληνικές υποθέσεις ήταν η αντικατάσταση της κυβέρνησης Μάξιμου και ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας των δύο παραδοσιακών κομμάτων, του Λαϊκού και του Κόμματος Φιλελευθέρων, με ανάθεση της πρωθυπουργίας στον αρχηγό του Κ.Φ. Σοφούλη.
Την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει να εξετάζεται παρασκηνιακά το ενδεχόμενο να συγκροτηθεί «Οικουμενική Κυβέρνηση» με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπάγο ή να του ανατεθεί η αρχιστρατηγία των ενόπλων δυνάμεων.344 Στις συζητήσεις συμμετείχαν ο Μαρκεζίνης, ο οποίος διέθετε την υποστήριξη του ΙΔΕΑ, ο Κανελλόπουλος, οι Γ. Βλάχος και Α. Κύρου (διευθυντές των εφημερίδων Καθημερινή και Εστία, αντίστοιχα) και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, εκτός του Σοφούλη και του Τσαλδάρη.
Η επιδείνωση όμως του πολέμου, η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι συνοπτικές δίκες και οι εκτελέσεις, οι βίαιες μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών και οι ανελέητοι βομβαρδισμοί, οδήγησαν τους Αμερικάνους στην αναζήτηση προσώπων πιο μετριοπαθών, με αυξημένο κύρος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, προκειμένου να πεισθεί η διεθνής κοινή γνώμη ότι στην Ελλάδα δεν κυβερνούσε μια καταπιεστική κυβέρνηση της δεξιάς, να περιοριστούν τα ερείσματα στη διεθνή αριστερά και να διευρυνθεί στο εσωτερικό η κοινωνική βάση του πολιτικού καθεστώτος.
Η κυβέρνηση Σοφούλη αποτέλεσε την ασφαλή κορωνίδα του χειρισμού ενός δραματικού Εμφύλιου Πολέμου από μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση συνασπισμού, την οποία συγκροτούσαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, οι εκφραστές μέχρι εκείνη τη στιγμή δύο αντίπαλων πολιτικών χώρων.
Υπέρ της λύσης της συγκυβέρνησης Λαϊκών-Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό τον Σοφούλη τάχθηκε, τελικά, και ο ΙΔΕΑ. Μάλιστα στο αρχείο της οργάνωσης αναφέρεται ότι ο ΙΔΕΑ συνέβαλε καθοριστικά στην εξεύρεση λύσης πιέζοντας τόσο τον Τσαλδάρη να υποχωρήσει,347 όσο και τον Σοφούλη, μέσω των επαφών του με τον Βαρβούτη (εκπρόσωπο του Κ.Φ.), να δεχτεί την συνεργασία των δύο κομμάτων.
Μοναδική διαφωνία του ΙΔΕΑ απέναντι στην κυβέρνηση Σοφούλη ήταν τα μέτρα κατευνασμού που προωθούσε, και η παροχή αμνηστίας σε όσους από τους αντάρτες παρουσιάζονταν στις αρχές και παρέδιδαν τα όπλα. Τα μέτρα αυτά θεωρούσε ότι θα έδιναν τη δυνατότητα στους κομμουνιστές να ανασυνταχθούν και να επιτύχουν τους σκοπούς τους.
Αφού έλαβε τις διαβεβαιώσεις του από τον Βαρβούτη ότι η πολιτική του κατευνασμού δεν αποσκοπούσε σε μια ειρηνική διευθέτηση, αλλά στόχος ήταν ο ηθικός αφοπλισμός του ΚΚΕ, ο ΙΔΕΑ εξέφρασε την άποψη ότι η περίοδος της αμνηστίας θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και στη συνεχεία να ακολουθήσει «ολοκληρωτικός πόλεμος εναντίον του εχθρού», με το δόγμα «ο μη μεθ’ ημών καθ’ ημών».
Πράγματι, τα μέτρα κατευνασμού προετοίμαζαν το έδαφος για την κήρυξη πανστρατιάς ενάντια στις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Τον Δεκέμβριο του 1947 το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η Εθνική Αλληλεγγύη τέθηκαν και τυπικά εκτός νόμου με τον Αναγκαστικό Νόμο 509, με αφορμή την ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, και ο Εμφύλιος θα περνούσε κατά τη διάρκεια του 1948 στην πιο καθοριστική καμπή του.
(ΜΕΡΟΣ Α')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β'
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
(2) :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου