Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής
Tου Χρήστου Α. Ιωάννου *
Το μνημόνιο τελείωσε. Η κυβέρνηση θέλει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 600 ευρώ, κι ακόμη παραπάνω. Κι ενώ το υπόσχεται, έρχεται μία τεχνική έκθεση και της υπογραμμίζει: «Επειδή ο κατώτατος μισθός -συγκρινόμενος με τον μέσο μισθό ή με τον διάμεσο μισθό- είναι σχετικά υψηλός…, είναι κρίσιμο να ενισχυθεί το υφιστάμενο σύστημα για τριμερή παρακολούθηση των επιπτώσεων του κατωτάτου μισθού στην απασχόληση, και ιδιαίτερα στην απασχόληση των νέων, χρησιμοποιώντας πλέον αξιόπιστες μεθόδους αξιολόγησης. Αυτό είναι σημαντικό για να διασφαλισθεί ότι περαιτέρω αυξήσεις στον κατώτατο μισθό δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση».
Ποιος τολμά, ενώ τέλειωσε το μνημόνιο, να μιλά για «αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση» από τις «αυξήσεις στον κατώτατο μισθό»; Δεν ισχύει ότι «η αύξηση του μισθού αυξάνει τη ζήτηση», ότι «θα τονώσει την ανάπτυξη», όπως λέει η εγχώρια εκλαϊκευμένη οικονομολογία τηλεπαραθύρων αλλά και πανεπιστημίων; Επιμένουν οι «νεοφιλελεύθεροι», οι «αντιδραστικοί», οι «τοκογλύφοι δανειστές»;
Όχι, δεν το υποστηρίζουν οι γνωστοί «δαίμονες». Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας τα λέει. Προσκεκλημένο από το υπουργείο Εργασίας να συντάξει έκθεση για την κατάσταση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας μετά το 2008 και τις προοπτικές τους.
Υπάρχει τέτοια έκθεση για την Ελλάδα; Όχι. Δεν είναι το υπουργείο Εργασίας της Ελλάδας που τη ζήτησε. Το υπουργείο Εργασίας της Πορτογαλίας ζήτησε την έκθεση (ανακοινώθηκε προ μηνός) «ILO, 2018: Decent work in Portugal 2008-18: From crisis to recovery International Labour Office - Geneva», και την αξιοποιεί.
Τι μας νοιάζει εμάς η Πορτογαλία; Από πέρυσι, με αλλεπάλληλες επικλήσεις και επισκέψεις, η κυβέρνηση παρουσιάζει την Πορτογαλία ως «πρότυπο»/«οδηγό» της δικής της πολιτικής αναθεώρησης του κατωτάτου μισθού. Είναι όμως συζητήσιμο τι έχουν αντιληφθεί για την Πορτογαλία.
Οι συστάσεις του ΔΓΕ προς την κυβέρνηση της Πορτογαλίας αφορούν τον κατώτατο μισθό της που είναι, ακόμη, χαμηλότερος του ελληνικού, ως είχε ορισθεί το 2012. Είναι 580 ευρώ (676,67 ευρώ σε 12μηνη βάση και 795,27 σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) έναντι 586,08 ευρώ στην Ελλάδα (683,76 ευρώ σε 12μηνη βάση και 810,83 σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης). Δηλαδή η Πορτογαλία 4 χρόνια μετά το μνημόνιό της έχει, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του, εθνικό κατώτατο μισθό σε επίπεδα κατώτερα της «μνημονιακής» και της μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Οι συστάσεις του ΔΓΕ αφορούν την οικονομία όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφτασε πλέον να είναι ονομαστικά υψηλότερο κατά 14% της Ελλάδας (16.600 έναντι 18.900), και σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης υψηλότερο κατά 15,4% (20.100 έναντι 23.200). Στις ευρωπαϊκές συγκρίσεις του δείκτη με βάση 100 τον μέσο όρο ΑΕΠ της Ε.Ε. 28 η Ελλάδα (με 67%) είναι 10% χαμηλότερα της Πορτογαλίας (77%). Επιπλέον, στην Πορτογαλία η ανεργία έχει μειωθεί στο 6,6% τον Σεπτέμβριο 2018 (με την Ελλάδα στο 19%) και η ανεργία των νέων είναι στο 23,8% (έναντι 43,6% στην Ελλάδα).
Σημειωτέον ότι εάν στην Ελλάδα εφαρμοζόταν ο «πορτογαλικός κανόνας» ως προς τη σχέση κατωτάτου μισθού προς κατά κεφαλήν ΑΕΠ και προς μέσο μισθό, ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να μειωθεί αντιστοίχως είτε κατά 16,5% σε 489 ευρώ, είτε κατά 3% σε 568 ευρώ!
Οι συστάσεις του ΔΓΕ αφορούν οικονομία και αγορά εργασίας όπου, καίτοι ο ονομαστικός κατώτατος μισθός είναι χαμηλότερος του ελληνικού, ο καθαρός διαθέσιμος κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος απ’ ό,τι της Ελλάδας. Και το συνολικό κόστος για την επιχείρηση είναι επίσης χαμηλότερο.
Η Πορτογαλία έχει πολύ χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές για τον εργαζόμενο (11% έναντι 16% στην Ελλάδα) και για τον εργοδότη (23,75% έναντι 26,06% στην Ελλάδα). Επιπλέον δεν υφίστανται στην Πορτογαλία οι εκτενείς περιπτώσεις αυξημένων εισφορών για «βαρέα και ανθυγιεινά» (που στην Ελλάδα ανεβάζουν την εισφορά εργαζόμενου στο 19% και του εργοδότη στο 28,21%).
Οι συστάσεις του ΔΓΕ εντοπίζουν μία θεμελιώδη διαφορά μεταξύ Πορτογαλίας και Ελλάδας. «Η Πορτογαλία είναι μια πολύ ανοικτή μικρή οικονομία, της οποίας η οικονομική τύχη είναι συνδεμένη με εκείνη των εμπορικών εταίρων της. Ο βαθμός της οικονομικής εξωστρέφειας, μετρούμενος με το άθροισμα των εισαγωγών και των εξαγωγών ως μερίδιο στο ΑΕΠ, φθάνει το 85% το 2017 - πλησιέστερα στο μερίδιο της Γερμανίας και σημαντικά υψηλότερα της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας που έχουν μείνει μεταξύ του 60% και του 67%. Η διάρθρωση των εξαγωγών είναι επίσης πολύ διαφοροποιημένη. Η Πορτογαλία εξάγει 398 προϊόντα με συγκριτικό πλεονέκτημα (που σημαίνει ότι το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα αναμενόταν από το μέγεθος της εξαγωγικής της οικονομίας και από το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς ενός προϊόντος), πιο κοντά στην Ιταλία (522 προϊόντα) και την Ισπανία (498 προϊόντα) παρά στην Ελλάδα (268 προϊόντα)».
Η Πορτογαλία έχει στραφεί στην παραγωγή (το 2017 το 12,5% του ΑΕΠ είναι από τη μεταποίηση) και στις εξαγωγές (το 2017 πάνω από 55 δισ. ευρώ έναντι λιγότερα από 29 δισ. ευρώ της Ελλάδας), τις ενισχύει και τις αυξάνει, έχοντας, διακομματικά, ισχυρότερο προσανατολισμό υποστήριξης στην παραγωγή, την παραγωγική εργασία και την ανάπτυξη από ό,τι η ελλαδική παρασιτοφαυλοκρατία, η οποία καθηλώνει και την εγχώρια παραγωγή και τους μισθούς, διαθέσιμους και ονομαστικούς. Μένει να δούμε τι καταλαβαίνουν όσοι αναζητούν πρότυπα στην Πορτογαλία.
*Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.
Ναυτεμπορική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου