Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Ο βάλτος προστατευτισμού του Ντόναλντ Τραμπ


Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής
Της Άνε Ο. Κρούγκερ*
Άνε Ο. Κρούγκερ
Μετά τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ ηγήθηκαν του κόσμου στην άρση των προστατευτικών μέτρων στο εμπόριο και στην εδραίωση ενός ανοικτού, βασισμένου σε κανόνες, εμπορικού συστήματος. Αυτή η προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα μία 50ετία της πιο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης στην ανθρώπινη ιστορία. Όμως η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αναστρέφει τώρα αυτή την πρόοδο. Ο προστατευτισμός που έχει απελευθερώσει ο Τραμπ είναι μεταδοτικός και πιθανότατα θα εξαπλωθεί πέραν των βιομηχανικών κλάδων που θέλει να προστατεύσει από τον ξένο ανταγωνισμό.
Ας σκεφθεί κανείς τον εισαγόμενο χάλυβα, που η κυβέρνηση Τραμπ έβαλε στο στόχαστρο τον Μάρτιο, με δασμούς 25%. Τα βασικά επιχειρήματα γι’ αυτούς τους δασμούς ήταν ζητήματα «εθνικής ασφαλείας», παρότι οι αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% της κατανάλωσης χάλυβα της χώρας. Εάν ο Τραμπ πραγματικά νοιάζεται για την εθνική ασφάλεια, τότε είναι να απορεί κανείς γιατί οι ΗΠΑ δεν κρατούν το μετάλλευμα στο έδαφος, ως στρατηγικό απόθεμα για μελλοντικές εχθροπραξίες. Πάντως, οι δασμοί επιβλήθηκαν και σε συμμάχους των ΗΠΑ, όπως ο Καναδάς, γεγονός που αποκαλύπτει μια και καλή το ψέμα στο επιχείρημα περί εθνικής ασφαλείας. Στην περίπτωση ανταγωνιστών όπως η Κίνα, οι εισαγωγές χάλυβα υπόκειντο ήδη σε υψηλούς δασμούς έως και 70% και αντιπροσώπευαν μόλις το 2% της αμερικανικής ζήτησης σε χάλυβα.

Οι δασμοί των ΗΠΑ στις εισαγωγές χάλυβα αφορούν 59 διαφορετικούς τύπους χάλυβα. Εάν μια αμερικανική εταιρεία δεν μπορεί να εξασφαλίσει εγχώριες εισροές χάλυβα, τότε ή θα πρέπει να πληρώσει τους δασμούς ή να κάνει αίτηση για εξαίρεση.
Η κυβέρνηση Τραμπ προέβλεπε αρχικά ότι θα υπάρξουν περίπου 4.500 αιτήματα εξαίρεσης χαλυβουργικών προϊόντων. Για την εποπτεία της διαδικασίας αξιολόγησης των εξαιρέσεων, το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου προσέλαβε τριάντα υπαλλήλους για τον έλεγχο των αιτήσεων. Όμως έως την 1η Νοεμβρίου είχαν υποβληθεί 31.527 αιτήσεις, μαζί με 14.492 ενστάσεις από τις χαλυβουργίες. Σύμφωνα με την QuantGov, το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφαλείας των ΗΠΑ είχε εγκρίνει 11.259 αιτήσεις, απέρριψε 4.367 και δεν έχει ακόμη εξετάσει περισσότερο από το 50% των αιτήσεων που έχει λάβει. Και στις αρχές Νοεμβρίου, η τιμή του χάλυβα θερμής έλασης στις ΗΠΑ ήταν 33,4% υψηλότερη σε ετήσια βάση.
Το 2002, όταν η αμερικανική βιομηχανία χάλυβα είχε πείσει τον τότε πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο να επιβάλει δασμούς 8%-30% στον εισαγόμενο χάλυβα, υπήρχαν περίπου 187.000 εργαζόμενοι στις χαλυβουργίες των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα αυτών των δασμών εκτιμάται ότι δημιουργήθηκαν 6.000 θέσεις εργασίας στην αμερικανική χαλυβουργία, όμως χάθηκαν περίπου 200.000 θέσεις εργασίας σε συναφείς κλάδους κατανάλωσης χάλυβα. Αφού αρχικά τους μετρίασε, η κυβέρνηση Μπους κατήργησε τους δασμούς έπειτα από 18 μήνες. Σήμερα, υπάρχουν περίπου 80.000 εργαζόμενοι στη βιομηχανία χάλυβα και εκατομμύρια άλλοι που απασχολούνται σε κλάδους που εξαρτώνται από τον χάλυβα. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιοποιήθηκε τον Μάρτιο, οι δασμοί του Τραμπ σε χάλυβα και αλουμίνιο ενδεχομένως να δημιουργήσουν 33.400 πρόσθετες θέσεις εργασίας στον κλάδο μετάλλου, αλλά θα καταστρέψουν 180.000 θέσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Όλα αυτά ήταν προβλέψιμα. Οι εταιρείες που χρησιμοποιούν χάλυβα (όπως οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, μηχανολογικών εργαλείων και γεωργικού εξοπλισμού) βρίσκονται τώρα σε σημαντικά μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους ξένους ανταγωνιστές τους. Και την ώρα που χάνουν μερίδιο αγοράς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, η ανταγωνιστικότητα του αμερικανικού χαλυβουργικού κλάδου επίσης υποχωρεί, διότι είναι προστατευμένος από τον ξένο ανταγωνισμό.
Όπως δείχνει ο απόλυτος αριθμός των αιτήσεων για εξαίρεση, η διαχείριση μιας πολιτικής προστατευτισμού είναι εξαιρετικά περίπλοκη, ακόμη και όταν πρόκειται για έναν κλάδο. Και τώρα, ο «βάλτος» προστατευτισμού του Τραμπ γίνεται πιο βαθύς. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει πρόσθετους δασμούς. Σε συγκέντρωση τον Αύγουστο, ο Τραμπ επανέλαβε τις απειλές για επιβολή 25% δασμών στα αυτοκίνητα - ειδικά εκείνα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν κάνει πράξη τις απειλές, το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Peterson εκτιμά ότι το κόστος ενός νέου αυτοκινήτου στις ΗΠΑ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 1.400-7.000 δολάρια, ανεξαρτήτως εάν κατασκευάζεται εντός ΗΠΑ ή στο εξωτερικό. Επιπλέον, οι Μπεν Στάιλ και Μπέντζαμιν Ντελά Ρόκα του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων βρήκαν ότι οι αυξήσεις κόστους που προέρχονται από τους δασμούς χάλυβα έχουν ήδη θέσει σε κίνδυνο 40.000 θέσεις εργασίας στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Εν κατακλείδι, οι δασμοί χάλυβα του Τραμπ ούτε θα μειώσουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ ούτε θα δημιουργήσουν περισσότερες νέες θέσεις εργασίας. Το έλλειμμα αντικατοπτρίζει τη διαφορά μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Οι δασμοί στις εισαγωγές δεν θα έχουν κάποιο αντίκτυπο εκεί, αλλά αναμφίβολα θα αυξήσουν το κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές και παραγωγούς. Αντί να ονειρεύεται πρόσθετους δασμούς, η κυβέρνηση Τραμπ χρειάζεται να κατεβάσει τις κορόνες προστατευτισμού προτού τα πράγματα γίνουν πολύ χειρότερα.
*Η Άνε Ο. Κρούγκερ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και πρώην αναπληρώτρια γενική διευθύντρια
του ΔΝΤ, είναι καθηγήτρια Διεθνών Οικονομικών
στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Μελετών Johns Hopkins University
και συνεργάτης στο Κέντρο Διεθνούς Ανάπτυξης Stanford University.

Copyright: Project Syndicate, 2018.
www.project-syndicate.org


Ναυτεμπορική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου