European Business Review
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η απομόχλευση που παρατηρείται στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά σημαντικών δυτικών χωρών και η κρίση του ευρώ δημιουργούν ένα νέο αποταμιευτικό τοπίο, που κάθε άλλο παρά την κατανάλωση θα ευνοεί.
Η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε μία οδυνηρή φάση κρίσεως, αυτήν της ρευστότητος, η οποία θα έχει διάρκεια. Διότι, εκ των πραγμάτων, θα συνοδευτεί και από το φαινόμενο της απομοχλεύσεως και στο επίπεδο των νοικοκυριών –κυρίως, βέβαια, στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια, πέρα από τις τράπεζες, που θα περιορίσουν τις χορηγήσεις πιστώσεων με στόχο την εξυγίανσή τους, το ίδιο θα πράξουν και τα νοικοκυριά σε μία προσπάθεια εξορθολογισμού των δαπανών τους.
Στην ευρωζώνη, όλα δείχνουν ότι η κρίση θα χειροτερεύει καθώς το ευρώ παραμένει ισχυρό, η λιτότητα επεκτείνεται και άρα περιορίζει την ζήτηση, οι δε υψηλές τιμές του πετρελαίου, σε συνδυασμό με την πιστωτική ασφυξία, υπονομεύουν κάθε θετική προοπτική αναπτύξεως. Επίσης, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό είναι το γεγονός της φυγής κεφαλαίων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες με τις διασυνοριακές και διατραπεζικές γραμμές πιστώσεων να αποκόπτονται. Έτσι, πάνω από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα υπάρχει μία πραγματική δαμόκλειος σπάθη που μόνον αβεβαιότητα και κλίμα έντονης ανησυχίας δημιουργεί.
Ωστόσο, πέρα από την Ευρώπη, η κατάσταση είναι ανησυχητική και στις ΗΠΑ, όπου η ανάπτυξη για το πρώτο τρίμηνο του 2012 έφθασε στο 1,9%, ήτοι κάτω από την αρχικώς προβλεπόμενη, και τα νοικοκυριά προτιμούν να αποταμιεύουν ό,τι μπορούν παρά να δαπανούν. Έτσι, οι ειδικοί δεν αποκλείουν η αμερικανική οικονομία να εισέλθει σε φάση στασιμότητος έως το τέλος του έτους, γεγονός που θα έχει σαφέστατα αρνητικό αντίκτυπο και για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.
Σοβαρά προβλήματα, όμως, παρουσιάζει και το κινεζικό οικονομικό μοντέλο, με τις επενδύσεις στην Κίνα να μειώνονται και τις μεταρρυθμίσεις για αύξηση της κατανάλωσης να είναι ανεπαρκείς. Εύλογο λοιπόν προβάλλει το ερώτημα της βιωσιμότητος της κινεζικής οικονομίας υπό ένα πολιτικό καθεστώς το οποίο, αργά ή γρήγορα, μπορεί να τύχει βιαίας αμφισβητήσεως. Ήδη, κάποια δείγματα είναι ορατά, με ριζικές αμφισβητήσεις εγκαταστάσεως βιομηχανικών μονάδων σε οικολογικές περιοχές.
Στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων, η οικονομική επιβράδυνση στις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και την Κίνα ήδη μεταφράζεται σε σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη σε άλλες αναδυόμενες περιοχές, λόγω των εμπορικών και χρηματοοικονομικών δεσμών τους με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση –που σημαίνει ότι δεν έχει συμβεί καμμία «αποσύνδεση» των οικονομιών τους, για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Η δε κατάσταση που περιγράφουμε φέρνει στο προσκήνιο την γνωστή θεωρία του Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, γνωστή ως «παγίδα της ρευστότητος» –την οποία κάποιοι δήθεν κεϋνσιανοί οικονομολόγοι στην χώρα μας είτε αγνοούν, είτε κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους.
Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, η «παγίδα της ρευστότητος» σε μία οικονομία είναι μία κατάσταση που διαμορφώνεται όταν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά και άρα η ελκυστικότητα της ζητήσεως του χρήματος είναι, κατά τον Κέϋνς, άπειρη. Αυτό σημαίνει ότι όλοι –αποταμιευτές και επενδυτές– αναμένουν αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον και συνεπώς δεν επενδύουν σε τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία σήμερα, στο παρόν. Έτσι, όλη η ποσότητα χρήματος «διακρατείται» ως περιουσιακό στοιχείο. Αν αυξηθεί η προσφορά χρήματος, η επιπλέον αυτή ποσότητα προστίθεται στην ήδη μεγάλη ποσότητα ρευστών. Παρά την αύξηση της προσφοράς χρήματος το επιτόκιο δεν μειώνεται, με αποτέλεσμα να μην αυξάνονται οι επενδύσεις.
Οδυνηρή συνέπεια αυτής της «παγίδας ρευστότητος» είναι η μη πραγματοποίηση επενδύσεων, η άνοδος της ανεργίας και η τάση αποθησαυρίσεως χρήματος –φαινόμενο που ήδη έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στην Ελλάδα και αποτελεί για την ελληνική οικονομία και κοινωνία μία πραγματική ωρολογιακή βόμβα την οποία, ως φαίνεται, κανείς δεν αποφασίζει να αφοπλίσει. Διότι ο αφοπλισμός της βόμβας αυτής απαιτεί την δημιουργία σταθερού κλίματος εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες και την οικονομία, καθώς και την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών οι οποίες για την ώρα αποτελούν κακόγουστο ανέκδοτο.
Με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν πέσει στα 150 δισεκατ. ευρώ, ποσόν ανεπαρκές για τις ανάγκες του συστήματος, καθ’ όσον το σύνολο των δανείων στον ιδιωτικό τομέα –δηλαδή στην πραγματική οικονομία της χώρας, που είναι οι επιχειρήσεις, οι ιδιώτες κι οι ελεύθεροι επαγγελματίες– δεν χρηματοδοτούνται πλήρως από τις καταθέσεις αλλά υπάρχει ανάγκη χρηματοδοτήσεως των τραπεζών από άλλες πηγές, όπως είναι στην ελληνική περίπτωση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Την ίδια στιγμή, για τους γνωστούς λόγους, η πρόσβαση των τραπεζών μας στις διεθνείς αγορές είναι αδύνατη. Στο επίπεδο αυτό, όμως, τίθεται και ένα σοβαρό ερώτημα: αυτό της πραγματικής αξίας των δανείων των τραπεζών και σε ποιον βαθμό η αξιολόγησή τους πλησιάζει τα 242 δισεκατ. ευρώ. Επίσης, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η μετοχική αξία του κεφαλαίου των τραπεζών βρίσκεται κοντά στο μηδέν, τότε η κατάσταση προσλαμβάνει δραματική διάσταση διότι, από την άλλη πλευρά, έχουμε και σημαντική πτώση στην αγορά ακινήτων –κάποια από τα οποία αποτελούν εγγύηση για τις τράπεζες.
Είναι, συνεπώς, επείγουσα για την Ελλάδα η τήρηση των δεσμεύσεών της, ώστε η χώρα να μπορέσει να επωφεληθεί από τον ρόλο του Ταμείου Χρηματοδοτικής Σταθερότητος και να αποφύγει την οδυνηρή και κοινωνικώς ισοπεδωτική καταβύθιση στην «παγίδα ρευστότητος και δημοσίου χρέους», που είναι το πιο θανατηφόρο οικονομικό κοκτέϊλ.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η απομόχλευση που παρατηρείται στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά σημαντικών δυτικών χωρών και η κρίση του ευρώ δημιουργούν ένα νέο αποταμιευτικό τοπίο, που κάθε άλλο παρά την κατανάλωση θα ευνοεί.
Η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε μία οδυνηρή φάση κρίσεως, αυτήν της ρευστότητος, η οποία θα έχει διάρκεια. Διότι, εκ των πραγμάτων, θα συνοδευτεί και από το φαινόμενο της απομοχλεύσεως και στο επίπεδο των νοικοκυριών –κυρίως, βέβαια, στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια, πέρα από τις τράπεζες, που θα περιορίσουν τις χορηγήσεις πιστώσεων με στόχο την εξυγίανσή τους, το ίδιο θα πράξουν και τα νοικοκυριά σε μία προσπάθεια εξορθολογισμού των δαπανών τους.
Στην ευρωζώνη, όλα δείχνουν ότι η κρίση θα χειροτερεύει καθώς το ευρώ παραμένει ισχυρό, η λιτότητα επεκτείνεται και άρα περιορίζει την ζήτηση, οι δε υψηλές τιμές του πετρελαίου, σε συνδυασμό με την πιστωτική ασφυξία, υπονομεύουν κάθε θετική προοπτική αναπτύξεως. Επίσης, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό είναι το γεγονός της φυγής κεφαλαίων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες με τις διασυνοριακές και διατραπεζικές γραμμές πιστώσεων να αποκόπτονται. Έτσι, πάνω από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα υπάρχει μία πραγματική δαμόκλειος σπάθη που μόνον αβεβαιότητα και κλίμα έντονης ανησυχίας δημιουργεί.
Ωστόσο, πέρα από την Ευρώπη, η κατάσταση είναι ανησυχητική και στις ΗΠΑ, όπου η ανάπτυξη για το πρώτο τρίμηνο του 2012 έφθασε στο 1,9%, ήτοι κάτω από την αρχικώς προβλεπόμενη, και τα νοικοκυριά προτιμούν να αποταμιεύουν ό,τι μπορούν παρά να δαπανούν. Έτσι, οι ειδικοί δεν αποκλείουν η αμερικανική οικονομία να εισέλθει σε φάση στασιμότητος έως το τέλος του έτους, γεγονός που θα έχει σαφέστατα αρνητικό αντίκτυπο και για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.
Σοβαρά προβλήματα, όμως, παρουσιάζει και το κινεζικό οικονομικό μοντέλο, με τις επενδύσεις στην Κίνα να μειώνονται και τις μεταρρυθμίσεις για αύξηση της κατανάλωσης να είναι ανεπαρκείς. Εύλογο λοιπόν προβάλλει το ερώτημα της βιωσιμότητος της κινεζικής οικονομίας υπό ένα πολιτικό καθεστώς το οποίο, αργά ή γρήγορα, μπορεί να τύχει βιαίας αμφισβητήσεως. Ήδη, κάποια δείγματα είναι ορατά, με ριζικές αμφισβητήσεις εγκαταστάσεως βιομηχανικών μονάδων σε οικολογικές περιοχές.
Στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων, η οικονομική επιβράδυνση στις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και την Κίνα ήδη μεταφράζεται σε σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη σε άλλες αναδυόμενες περιοχές, λόγω των εμπορικών και χρηματοοικονομικών δεσμών τους με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση –που σημαίνει ότι δεν έχει συμβεί καμμία «αποσύνδεση» των οικονομιών τους, για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Η δε κατάσταση που περιγράφουμε φέρνει στο προσκήνιο την γνωστή θεωρία του Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, γνωστή ως «παγίδα της ρευστότητος» –την οποία κάποιοι δήθεν κεϋνσιανοί οικονομολόγοι στην χώρα μας είτε αγνοούν, είτε κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους.
Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, η «παγίδα της ρευστότητος» σε μία οικονομία είναι μία κατάσταση που διαμορφώνεται όταν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά και άρα η ελκυστικότητα της ζητήσεως του χρήματος είναι, κατά τον Κέϋνς, άπειρη. Αυτό σημαίνει ότι όλοι –αποταμιευτές και επενδυτές– αναμένουν αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον και συνεπώς δεν επενδύουν σε τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία σήμερα, στο παρόν. Έτσι, όλη η ποσότητα χρήματος «διακρατείται» ως περιουσιακό στοιχείο. Αν αυξηθεί η προσφορά χρήματος, η επιπλέον αυτή ποσότητα προστίθεται στην ήδη μεγάλη ποσότητα ρευστών. Παρά την αύξηση της προσφοράς χρήματος το επιτόκιο δεν μειώνεται, με αποτέλεσμα να μην αυξάνονται οι επενδύσεις.
Οδυνηρή συνέπεια αυτής της «παγίδας ρευστότητος» είναι η μη πραγματοποίηση επενδύσεων, η άνοδος της ανεργίας και η τάση αποθησαυρίσεως χρήματος –φαινόμενο που ήδη έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στην Ελλάδα και αποτελεί για την ελληνική οικονομία και κοινωνία μία πραγματική ωρολογιακή βόμβα την οποία, ως φαίνεται, κανείς δεν αποφασίζει να αφοπλίσει. Διότι ο αφοπλισμός της βόμβας αυτής απαιτεί την δημιουργία σταθερού κλίματος εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες και την οικονομία, καθώς και την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών οι οποίες για την ώρα αποτελούν κακόγουστο ανέκδοτο.
Με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν πέσει στα 150 δισεκατ. ευρώ, ποσόν ανεπαρκές για τις ανάγκες του συστήματος, καθ’ όσον το σύνολο των δανείων στον ιδιωτικό τομέα –δηλαδή στην πραγματική οικονομία της χώρας, που είναι οι επιχειρήσεις, οι ιδιώτες κι οι ελεύθεροι επαγγελματίες– δεν χρηματοδοτούνται πλήρως από τις καταθέσεις αλλά υπάρχει ανάγκη χρηματοδοτήσεως των τραπεζών από άλλες πηγές, όπως είναι στην ελληνική περίπτωση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Την ίδια στιγμή, για τους γνωστούς λόγους, η πρόσβαση των τραπεζών μας στις διεθνείς αγορές είναι αδύνατη. Στο επίπεδο αυτό, όμως, τίθεται και ένα σοβαρό ερώτημα: αυτό της πραγματικής αξίας των δανείων των τραπεζών και σε ποιον βαθμό η αξιολόγησή τους πλησιάζει τα 242 δισεκατ. ευρώ. Επίσης, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η μετοχική αξία του κεφαλαίου των τραπεζών βρίσκεται κοντά στο μηδέν, τότε η κατάσταση προσλαμβάνει δραματική διάσταση διότι, από την άλλη πλευρά, έχουμε και σημαντική πτώση στην αγορά ακινήτων –κάποια από τα οποία αποτελούν εγγύηση για τις τράπεζες.
Είναι, συνεπώς, επείγουσα για την Ελλάδα η τήρηση των δεσμεύσεών της, ώστε η χώρα να μπορέσει να επωφεληθεί από τον ρόλο του Ταμείου Χρηματοδοτικής Σταθερότητος και να αποφύγει την οδυνηρή και κοινωνικώς ισοπεδωτική καταβύθιση στην «παγίδα ρευστότητος και δημοσίου χρέους», που είναι το πιο θανατηφόρο οικονομικό κοκτέϊλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου