Επιμέλεια για την ΕΛ.Λ.Α.Σ. : Ν.Π.
Συνεχίζουμε τον 4ο κύκλο μαθημάτων με το 11ο μάθημα από το βιβλίο του Ουρουγουανού συγγραφέα και φιλοσόφου Εντουάρντο Γκαλεάνο, “Ένας κόσμος ανάποδα” (πατήστε εδώ για να δείτε όλες τα μαθήματα) που κυκλοφορεί από τις ‘Εκδόσεις Πιρόγα’ σε μετάφραση τηςΓΕΩΡΓΙΑΣ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Eduardo Galeano “Patas arriba” 1998. Oι παρουσίασεις αυτές αντιστοιχούν σε 18 μαθήματα ενταγμένα σε 6 κύκλους.
4ος Κύκλος - Ανώτερες σπουδές στην ατιμωρησία
Σελίδες 221 – 232, Μάθημα 11ο : Η ατιμωρησία των κυνηγών κεφαλών
Συμβουλή προς τους νέους εγκληματίες που τώρα ξεκινούν το επάγγελμα: μη δολοφονείς με συστολή, δεν αποδίδει. Το έγκλημα ανταμείβει.· αλλά όταν γίνεται σε ευρεία κλίμακα, όπως το εμπόριο. Ποτέ δε φυλακίστηκαν για ανθρωποκτονία οι υψηλά ιστάμενοι στρατιωτικοί που έδωσαν τη διαταγή για τη σφαγή χιλιάδων ανθρώπων στη Λατινική Αμερική, παρότι τα φύλλα υπηρεσίας τους θα έκαναν ακόμα και τους μεγαλύτερους εγκληματίες να κοκκινίσουν από ντροπή και θα άφηναν άναυδους από έκπληξη τους εγκληματολόγους.
Όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο νόμο. Απέναντι σε ποιο νόμο; Μήπως το θείο νόμο; Επειδή απέναντι στον επίγειο νόμο η ισότητα χάνεται ολοένα περισσότερο, σε όλα τα μέρη της γης, αφού η εξουσία έχει την κακή συνήθεια να κάθεται πάνω σε ένα από τα δυο τάσια της ζυγαριάς που κρατάει η δικαιοσύνη.
Η υποχρεωτική αμνησία
Η πραγματική ιστορία του ανθρώπινου γένους ήταν και είναι γεμάτη από ανισότητες απέναντι στο νόμο· ωστόσο η επίσημη ιστορία δε γράφεται από τη μνήμη αλλά από τη λήθη. Αυτό το ξέρουμε καλά εμείς στη Λατινική Αμερική, όπου βλέπουμε να στήνονται στις πλατείες ανδριάντες προς τιμή των εξολοθρευτών των Ινδιάνων και των δουλεμπόρων και όπου συνήθως οι δρόμοι και οι λεωφόροι παίρνουν το όνομα τους από ανθρώπους που. έχουν κατακλέψει τη γη μας και έχουν αδειάσει τα δημόσια ταμεία μας.
Οι λατινοαμερικανικές δημοκρατίες δεν έχουν θεμέλια, όπως δεν είχαν θεμέλια και τα κτίρια που κατέρρευσαν στο σεισμό του 1985 στο Μεξικό. Μόνο η δημοκρατία θα μπορούσε να τους προσφέρει μια στερεή βάση στήριξης για να μπορέσουν να αντισταθούν και να λειτουργήσουν, αλλά στη θέση της δικαιοσύνης έχουμε υποχρεωτική αμνησία. Κατά κανόνα οι πολιτικές κυβερνήσεις περιορίζονται στη διαχείριση της αδικίας, διαψεύδοντας τις ελπίδες για αλλαγή σε χώρες όπου η δημοκρατία προσκρούει συνεχώς πάνω στο τείχος των εχθρικών προς τη δημοκρατία οικονομικών και κοινωνικών δομών.
Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι στρατιωτικοί σφετερίστηκαν την εξουσία. Για να τελειώνουν με την πολιτική διαφθορά βάλθηκαν να κλέβουν πολύ περισσότερο από τους πολιτικούς, αξιοποιώντας τις διευκολύνσεις της απόλυτης εξουσίας και την παραγωγικότητα της εργάσιμης μέρας τους, που άρχιζε πρωί πρωί, με το σάλπισμα του εγερτήριου. Χρόνια ματωμένα και βρόμικα, χρόνια φόβου: για να τελειώνουν μια και καλή με τη βία των τοπικών γκερίγιας και των διεθνών κόκκινων φαντασμάτων, οι ένοπλες δυνάμεις βασάνιζαν, βίαζαν ή δολοφονούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, καταδιώκοντας και τιμωρώντας οποιαδήποτε έκφραση της ανθρώπινης θέλησης για δικαιοσύνη, όσο άκακη κι αν φαινόταν.
Η δικτατορία της Ουρουγουάης βασάνιζε πολύ και σκότωνε λίγο. Η δικτατορία της Αργεντινής, αντίθετα, είχε την πρακτική της εξολόθρευσης. Αλλά, παρά τις διαφορές τους, οι πολυπληθείς δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής εκείνης της περιόδου δούλευαν ενωμένες και έμοιαζαν μεταξύ τους λες και ήταν κομμένες και ραμμένες πάνω στο ίδιο πατρόν. Πάνο σε ποιο πατρόν άραγε; 2τα μέσα του 1998 ο υποναύαρχος Ελάντιο Μολ, ο αρχηγός των Μυστικών Υπηρεσιών του στρατιωτικού καθεστώτος της Ουρουγουάης, αποκάλυψε ότι οι Αμερικανοί σύμβουλοι τους συνιστούσαν, αφού αποσπάσουν πληροφορίες από τα ανατρεπτικά στοιχεία, να τα εξοντώνουν. Ο υποναύαρχος συνελήφθη με την κατηγορία της ειλικρίνειας.
Ο Διάβολος είχε μεγάλη πείνα
Ελ Φαμιλιάρ είναι ένας μαύρος σκύλος που πετάει φλόγες απ’ τα σαγόνια και τα αυτιά του. Αυτές οι φωτιές περιπολούν, τις νύχτες, στις φυτείες ζαχαροκάλαμου της Βόρειας Αργεντινής. Ο Ελ Φαμιλιάρ δουλεύει για λογαριασμό του Διαβόλου˙ του δίνει να τρώει κρέας επαναστατών και επιβλέπει και τιμωρεί τους εργάτες της ζάχαρης. Τα θύματα φεύγουν απ’ αυτό τον κόσμο χωρίς να προλάβουν να πουν ούτε ένα αντίο.
Το χειμώνα του 1976, στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, ο Διάβολος είχε μεγάλη πείνα. Το βράδυ της τρίτης Πέμπτης του Ιουλίου ο στρατός εισέβαλε στο εργοστάσιο της φυτείας Λεντέσμα στην επαρχία Χουχούι. Οι στρατιώτες συνέλαβαν εκατόν σαράντα εργάτες. Οι τριάντα τρεις εξαφανίστηκαν, ποτέ δε μάθαμε τίποτε περισσότερο.
Μερικούς μήνες νωρίτερα ο ναύαρχος Αλφρέντο Αστίζ, ένας από τους σφαγείς της δικτατορίας της Αργεντινής, απολύθηκε επειδή είπε την αλήθεια: δήλωσε ότι το Πολεμικό Ναυτικό τον είχε διδάξει να κάνει αυτό που είχε κάνει και, σε μια επίδειξη επαγγελματικής σχολαστικότητας, ότι είχε «την καλύτερη τεχνική κατάρτιση σε ολόκληρη τη χώρα για τη δολοφονία ενός πολιτικού ή ενός δημοσιογράφου».
Έκτοτε ο Αστίζ και άλλοι στρατιωτικοί της Αργεντινής διώκονται και δικάζονται, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, για τη δολοφονία Ισπανών, Ιταλών, Γάλλων και Σουηδών πολιτών αλλά το έγκλημα κατά χιλιάδων Αργεντινών έχει πλέον παραγραφεί βάσει του νόμου «περασμένα ξεχασμένα».
Αλλά και οι νόμοι της ατιμωρησίας φαίνεται ότι είναι κομμένοι και ραμμένοι πάνω στο ίδιο πατρόν. Οι δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής αναστήθηκαν αλλά ήταν καταδικασμένες να εξοφλήσουν τα χρέη και να λησμονήσουν τα εγκλήματα. Θαρρείς και οι πολιτικές κυβερνήσεις έπρεπε να αποζημιώσουν τους ένστολους για τη δουλειά τους: η στρατιωτική τρομοκρατία είχε δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για τις ξένες επενδύσεις και είχε προετοιμάσει το έδαφος ώστε να ολοκληρωθεί, τα επόμενα χρονιά, το ξεπούλημα των χωρών τους έναντι εξευτελιστικής τιμής, χωρίς κανείς να τιμωρηθεί. Στα χρόνια της δημοκρατίας καταργήθηκε η εθνική κυριαρχία, καταπατήθηκαν τα δικαιώματα των εργαζομένων και διαλύθηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες. Όλα έγιναν, ή μάλλον όλα καταστράφηκαν, με σχετική ευκολία. Η κοινωνία, που τη δεκαετία του ογδόντα επανέκτησε τα πολιτικά δικαιώματα της, είχε εντελώς αποδυναμωθεί, συνηθισμένη να επιβιώνει μέσα στο ψέμα και το φόβο, και είχε τόσο πολύ καταβληθεί από την απογοήτευση που είχε μεγάλη ανάγκη να πάρει κουράγιο από τη δημιουργική ζωντάνια την οποία η δημοκρατία υποσχόταν και δεν μπορούσε, ή δεν ήξερε, να δώσει.
Οι εκλεγμένες με λαϊκή ψήφο κυβερνήσεις θεώρησαν ότι η δικαιοσύνη θα φέρει εκδίκηση και η μνήμη αταξία και, αντί να αποδώσουν ευθύνες, έδωσαν γη και ύδωρ στους ανθρώπους που είχαν ασκήσει την κρατική τρομοκρατία. Στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας και της εθνικής συμφιλίωσης, θέσπισαν νόμους ατιμωρησίας που εκτόπιζαν τη δικαιοσύνη, έθαβαν το παρελθόν και υμνούσαν τη λήθη. Μερικοί από αυτούς τους νόμους ήταν τόσο ειδεχθείς που ξεπερνούσαν κάθε παγκόσμιο προηγούμενο.
Ο νόμος της Αργεντινής περί της υποχρεωτικής υπακοής εκδόθηκε το 1987 και ανακλήθηκε μια δεκαετία αργότερα, όταν πια δεν ήταν απαραίτητος. Στο ζήλο της απολυτότητάς του, ο νόμος της υποχρεωτικής υπακοής απήλλασσε από κάθε ευθύνη τους στρατιωτικούς που εκτελούσαν διαταγές. Επειδή όμως όλοι ανεξαιρέτως οι στρατιωτικοί εκτελούν διαταγές, άλλος του λοχία, άλλος του λοχαγού, άλλος του στρατηγού και άλλος του Θεού, την ποινική ευθύνη κατέληγε να την έχει ο Βασιλεύς των Ουρανών. Ο στρατιωτικός κώδικας της Γερμανίας, όπως τον διαμόρφωσε το 1940 ο Χίτλερ, έτσι ώστε να τον εξυπηρετεί σε κάθε του τρέλα, τηρούσε τα προσχήματα ασφαλώς περισσότερο: το άρθρο 47 ανέφερε ότι ο υφιστάμενος ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του «αν γνώριζε ότι η διαταγή του ανωτέρου του αναφερόταν σε πράξη που αποτελεί κοινό αδίκημα ή στρατιωτικό έγκλημα».
Οι υπόλοιποι νόμοι της Λατινικής Αμερικής δεν ήταν τόσο προκλητικοί όσο ο νόμος τηςυποχρεωτικής υπακοής, υιοθετούσαν όμως όλοι την περιφρόνηση της πολιτείας και την υπεροχή των ενόπλων δυνάμεων: κατ’ εντολήν του φόβου οι σφαγές βγήκαν εκτός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και δόθηκε διαταγή να κρυφτούν κάτω από το χαλί όλα τα σκουπίδια της πρόσφατης ιστορίας. Στο δημοψήφισμα του 1989 στην Ουρουγουάη, η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε υπέρ της ασυλίας μετά από έναν ανελέητο διαφημιστικό βομβαρδισμό για τον κίνδυνο επιστροφής της βίας: κέρδισε ο φόβος που, εκτός από όλα τα άλλα, είναι και πηγή δικαιοσύνης. Σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής ο φόβος, είτε είναι ορατός είτε όχι, συντηρεί και δικαιώνει την εξουσία. Και η εξουσία έχει ρίζες πιο βαθιές και δομές πιο ανθεκτικές από τις κυβερνήσεις που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, ανάλογα με το ρυθμό των δημοκρατικών εκλογών.
Η αεικίνητη σκέψη των στρατιωτικών δικτατοριών
Στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας, οι Λατινοαμερικάνοι στρατηγοί πάντοτε κατάφερναν να κάνουν την ιδεολογία τους να ακουστεί, παρά τον ορυμαγδό από τα πολυβόλα, τις βόμβες, τις τρομπέτες και τα ταμπούρλα.
Σε ένα πολεμοχαρές ντελίριο, ο Αργεντινός στρατηγός Ιμπέρικο Σεντ-Ζαν φώναξε:
— Κερδίζουμε τον τέταρτο παγκόσμιο πόλεμο!
Σε ένα χρονολογικό ντελίριο, ο συμπατριώτης του στρατηγός Κριστίνο Νικολάιδες διακήρυξε με στεντόρεια φωνή:
—Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ο μαρξισμός απειλεί το Δυτικό και Χριστιανικό Πολιτισμό!
Σε ένα ντελίριο μυστικισμού, ο στρατηγός Εφρέν Ρίος Μοντ, της Γουατεμάλας, βρυχήθηκε:
— Το Άγιο Πνεύμα οδηγεί τις Μυστικές Υπηρεσίες μας!
Σε ένα επιστημονικόντελίριο, ο Ουρουγουανός αντιναύαρχος Ούγκο Μάρκες έσκουξε:
— Κάναμε μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών στην ιστορία τον έθνους!
Και για να κλείσουμε την εποποιία, ο Ουρουγουανός πολιτικός Αντάουτο Πουνιάλες, πανηγυρίζοντας την πτώση του κομμουνισμού, σε ένα ντελίριο ανατομίας, βροντοφώναξε:
Τι είναι όμως εξουσία; Τον ορισμό της εξουσίας έδωσε, με δυο κουβέντες, στις αρχές του 1998 ο Αργεντινός επιχειρηματίας Αλφρέδο Γιαμπράν:
—Εξουσία είναι η ατιμωρησία.
Ήξερε από πρώτο χέρι τι έλεγε. Κατηγορούμενος ως επικεφαλής μιας πανίσχυρης μαφίας ο Γιαμπράν, που είχε ξεκινήσει πουλώντας παγωτά στους δρόμους, είχε συσσωρεύσει, στο όνομα του ή σε διάφορους άλλους λογαριασμούς, μια περιουσία. Λίγο καιρό μετά το πιο πάνω απόφθεγμα, ένας δικαστής εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του για το φόνο του φωτογράφου Χοσέ Λουίς Καμπέσας. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους της ατιμωρησίας του, η αρχή του τέλους της εξουσίας του: ο Γιαμπράν αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα.
Η στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής συνήθιζε να στέλνει πολλά από τα θύματα της στο βυθό της θάλασσας. Τον Απρίλιο του 1998 το εργοστάσιο ρούχων Diesel δημοσίευσε στο περιοδικό Genteμια διαφήμιση που αποδείκνυε την αντοχή των παντελονιών της σε κάθε είδους πλύσιμο. Μια φωτογραφία έδειχνε οκτώ νέους δεμένους σε κομμάτια τσιμέντου στα βάθη της θάλασσας και η λεζάντα έλεγε: «Δεν είναι το πρώτο σου jeans, θα μπορούσε όμως να είναι το τελευταίο σου. Τουλάχιστον έτσι θα αφήσεις πίσω σου ένα όμορφο πτώμα.»
Η ατιμωρησία επιβραβεύει την παρανομία, προτρέπει στην επανάληψη της και την προπαγανδίζει: παροτρύνει τον κακοποιό και μεταδίδει το παράδειγμα του. Κι όταν το κράτος είναι ο κακοποιός, που βιάζει, κλέβει, βασανίζει και σκοτώνει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα, τότε ανάβει άνωθεν το πράσινο φως που δίνει την άδεια σε όλη την κοινωνία να βιάζει, να κλέβει, να βασανίζει και να σκοτώνει. Η ίδια τάξη που, στις ασθενέστερες τάξεις, χρησιμοποιεί το σκιάχτρο της τιμωρίας για εκφοβισμό, στα ανώτερα στρώματα υψώνει ως τρόπαιο την ατιμωρησία, για να επιβραβεύσει το έγκλημα.
Η δημοκρατία πληρώνει τις συνέπειες αυτών των εθίμων, Επομένως, δικαίως θα ρωτούσε ένας οποιοσδήποτε δολοφόνος, με το πιστόλι ακόμη να καπνίζει στο χέρι του:
— Γιατί να τιμωρήσετε εμένα που δε σκότωσα παρά μόνο έναν άνθρωπο, όταν αφήνετε αυτούς τους στρατηγούς που έχουν σκοτώσει τη μισή υφήλιο να περιφέρονται με τέτοια αυταρέσκεια στους δρόμους, να παριστάνουν τους ήρωες στα στρατόπεδα και να πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία και να κοινωνούν;
Η απαγορευμένη μνήμη
Ο επίσκοπος Χουάν Γκεράρντι προήδρευε στην ομάδα που εργάστηκε για να διασώσει την πρόσφατη ιστορία του τρόμου στη Γουατεμάλα. Χιλιάδες φωνές, μαρτυρίες από όλη τη χώρα· σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν όλα τα κομματάκια της μνήμης σαράντα χρόνων πόνου: εκατόν πενήντα χιλιάδες κάτοικοι της Γουατεμάλας νεκροί, πενήντα χιλιάδες αγνοούμενοι, ένα εκατομμύριο εξόριστοι και μετανάστες, διακόσιες χιλιάδες ορφανά, σαράντα χιλιάδες χήρες. Εννιά στα δέκα θύματα ήταν άοπλοι πολίτες, στην πλειοψηφία τους ιθαγενείς· και στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις υπεύθυνος ήταν ο στρατός ή κάποιες παραστρατιωτικές ομάδες του.
Η Εκκλησία δημοσίευσε την έκθεση μια Πέμπτη του Απριλίου του 1998. Δυο μέρες αργότερα ο επίσκοπος Γκεράρντι βρέθηκε νεκρός, με το κεφάλι σπασμένο από πέτρες.
Εν καιρώ δημοκρατίας, ο Αργεντινός δικτάτορας Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα μεταλάμβανε σε μια εκκλησία της επαρχίας του Σαν Λουίς, όπου απαγορευόταν η είσοδος σε γυναίκες με κοντομάνικα ή μίνι φούστα. Στα μέσα του 1998 η όστια του βγήκε ξινή: ο ευσεβής πιστός καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Λόγω γήρατος, όμως, παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ήταν να τρίβεις τα μάτια σου: η παραδειγματική εμμονή των μανάδων, των συγγενών και των παιδιών των θυμάτων είχε κάνει το θαύμα της. Μια σπάνια εξαίρεση στον κανόνα της ατιμωρησίας που επικρατεί στη Λατινική Αμερική. Ο Βιντέλα, φονιάς χιλιάδων ανθρώπων, δεν καταδικάστηκε για το έγκλημα της γενοκτονίας˙ τουλάχιστον όμως κλήθηκε να δώσει λόγο για την κλοπή των βρεφών που γεννιούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα οποία μοιράζονταν μεταξύ τους οι στρατιωτικοί, ως λάφυρα πολέμου, αφού δολοφονούσαν τις μανάδες τους.
Η ρημαγμένη μνήμη
Στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα οι στρατιώτες του Ναπολέοντα ανακάλυψαν ότι πολλά παιδιά στην Αίγυπτο θεωρούσαν ότι τις πυραμίδες τις είχαν χτίσει οι Γάλλοι ή οι Άγγλοι.
Στα τέλη του εικοστού αιώνα πολλά Γιαπωνεζάκια θεωρούν ότι τις βόμβες πάνω από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τις έριξαν οι Ρώσοι,
Το 1965 ο λαός του Αγίου Δομίνικου αντιστάθηκε επί εκατόν τριάντα δύο νύχτες στην εισβολή σαράντα δύο χιλιάδων Βορειοαμερικανών πεζοναυτών. Ο κόσμος πάλεψε με νύχια και με δόντια, σώμα με σώμα, με κοντάρια, μαχαίρια, καραμπίνες, πέτρες και σπασμένα μπουκάλια. Τι θα πιστεύουν άραγε μετά από μερικά χρόνια τα παιδιά του Αγίου Δομίνικου; Η κυβέρνηση δεν τιμά την εθνική αντίσταση, θεσπίζοντας μια Ημέρα της Αξιοπρέπειας, αλλά γιορτάζει την Ημέρα της Συμφιλίωσης εξισώνοντας εκείνους που ασπάστηκαν το χέρι του εισβολέα με εκείνους που προέταξαν τα στήθη τους στα τανκς.
Η δικαιοσύνη και η μνήμη είναι εξωτικές πολυτέλειες στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι Ουρουγουανοί στρατιωτικοί, που πυροβόλησαν και σκότωσαν τους βουλευτές Ζέλμαρ Μικελίνι και Έκτορ Γκουτιέρεζ Ρουΐζ, κάνουν τη βόλτα τους ανενόχλητοι στους δρόμους που φέρουν τα ονόματα των θυμάτων τους. Η λήθη, λέει η εξουσία, είναι η τιμή της ειρήνης, ενώ ταυτόχρονα μας επιβάλλει μια ειρήνη που στηρίζεται στην αποδοχή της αδικίας ως μια καθημερινή φυσιολογική κατάσταση.
Μας έχουν συνηθίσει να υποτιμάμε τη ζωή και μας απαγορεύουν να θυμόμαστε. Κατά κανόνα τα μέσα επικοινωνίας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δε συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση της μνήμης στην πραγματικότητα, αντιθέτως μάλιστα. Κάθε γεγονός διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα, διαχωρίζεται από το παρελθόν του και από το παρελθόν των άλλων. Ο πολιτισμός της κατανάλωσης, πολιτισμός του κατακερματισμού, μας εκπαιδεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα συμβαίνουν έτσι από μόνα τους. Ανίκανο να αναγνωρίζει τις ρίζες του, το παρόν προβάλλει στο μέλλον τη δική του επανάληψη. Το αύριο είναι το άλλο όνομα του σήμερα. Η άνιση οργάνωση του κόσμου, που εξευτελίζει την ανθρώπινη μοίρα, ανήκει στην αιώνια τάξη και η αδικία είναι ένα πεπρωμένο που είμαστε υποχρεωμένοι ή να το δεχτούμε ή να το δεχτούμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ο.Η.Ε., σήμερα όμως πρέπει περισσότερο από ποτέ να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναλάβουμε το παρελθόν αλλά για να μην το αφήσουμε να επαναληφθεί· όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. Όταν η μνήμη είναι στ’ αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία αλλά μας καλεί να γράψουμε ιστορία. Περισσότερο από τα μουσεία, όπου η κακομοίρα πλήττει, η μνήμη βρίσκεται στον αέρα που αναπνέουμε˙ και δια μέσου του αέρα μας εμπνέει.
Να λησμονήσουμε τη λήθη: ο δον Ραμόν Γκόμεζ ντε λα Σέρνα διηγιόταν κάποτε μια ιστορία για κάποιον που είχε τόσο κακή μνήμη ώστε μια μέρα λησμόνησε ότι είχε κακή μνήμη και τα θυμήθηκε όλα. Να ανακαλούμε στη μνήμη μας το παρελθόν, για να λυτρωθούμε από τις κατάρες του: όχι για να δέσουμε τα πόδια του παρόντος, αλλά για να του δώσουμε τη δυνατότητα να προχωρά άνετα, χωρίς παγίδες. Μέχρι πριν από μερικούς αιώνες οι Λατινοαμερικάνοι, αντί για το ρήμα despertar (ξυπνώ)χρησιμοποιούσαν το ρήμα recordar (θυμάμαι). Η ίδια λέξη, με ακριβώς την ίδια έννοια, χρησιμοποιείται ακόμη στις μέρες μας σε ορισμένες επαρχίες της Λατινικής Αμερικής. Η μνήμη, όταν είναι σε εγρήγορση, είναι κάτι το αντιφατικό, όπως εμείς˙ ποτέ δεν ησυχάζει και, όπως εμείς, κι αυτή αλλάζει. Δε γεννήθηκε για να γίνει τροχοπέδη. Μάλλον έχει μια κλίση προς το να γίνει καταπέλτης. Θέλει να είναι λιμάνι αναχώρησης όχι λιμάνι άφιξης. Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία· αλλά προτιμάει την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφισιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού, και δεν έκαναν λάθος.
Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλες οι στρατιωτικές δικτατορίες που βασάνισαν τα μέρη μας. Στη Λατινική Αμερική έχουν καεί βουνά από ντοκουμέντα και ολόκληρες οροσειρές από βιβλία· βιβλία που είχαν κάνει το σφάλμα να περιγράφουν την απαγορευμένη πραγματικότητα και βιβλία που απλώς είχαν κάνει το σφάλμα να είναι βιβλία. Στρατιωτικοί, πρόεδροι, μοναχοί: υπάρχει μια μακρά ιστορία από πυρκαγιές, που αρχίζει το 1562 στο Μανί του Γιουκατάν όταν ο μοναχός Ντιέγο ντε Λάντα πέταξε δτις φλόγες τα βιβλία των Μαγιάς θέλοντας να κάψει τη μνήμη των ιθαγενών. Αν θέλουμε να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές ακόμα διάσημες πυρές αρκεί να θυμηθούμε ότι το 1870, όταν οι στρατοί της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης ισοπέδωσαν την Παραγουάη, έκαναν στάχτη τα ιστορικά αρχεία των ηττημένων. Είκοσι χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της Βραζιλίας έκαψε όλα τα χαρτιά που αποδείκνυαν τους τρεισήμισι αιώνες της μαύρης σκλαβιάς. Το 1983 οι στρατιωτικοί της Αργεντινής πέταξαν στη φωτιά τα ντοκουμέντα του βρόμικου πολέμου εναντίον των συμπατριωτών τους· και το 1995 οι στρατιωτικοί της Γουατεμάλας έκαναν το ίδιο.
*Αυτό το κείμενο αποτελεί απόσπασμα (σελ. 221 – 232) από το βιβλίο «ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ» του Εντουάρντο Γκαλεάνο και κυκλοφορεί από τις ‘Εκδόσεις Πιρόγα’ σε μετάφραση της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Eduardo Galeano “Patas arriba” 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου