Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης. Φωτογραφία ΑΡΧΕΙΟΥ. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ |
Του Δημήτρη Τσαγκάρη*
Σημείο σύγκρουσης των διαφόρων λιστών που δημοσιοποιούνται ή παράγονται είναι η νομιμότητα, η μη, της χρήσης τους καθ όσον όλες οι λίστες καταρτίστηκαν κατά μη έγκυρο τρόπο υπό περιστάσεις πολλαπλής ποινικής παραβατικότητας με αποδεδειγμένως παράνομη και αξιόποινη ηλεκτρονική καταγραφή-αντιγραφή των αρχείων σε μονάδες αποθήκευσης.
Επομένως αποτελούν πρωτογενώς προϊόντα εγκλήματος, επ’ αυτού παρατηρείται ομοφωνία αλλά συγχρόνως αναδεικνύονται και διαφωνίες σχετικά με την δυνατότητα χρήση τους.
Τίθεται ευλόγως το ζήτημα εάν οι λίστες είναι έγκυρο αποδεικτικό μέσο ώστε να είναι δυνατή η αξιοποίηση του περιεχομένου τους, εάν η εγκυρότητά αυτή συνδέεται με τον τρόπο και τις περιστάσεις απόκτησής τους από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και εάν σε κάθε περίπτωση επιτρέπεται η χρήση τους ώστε από το προϊόν του εγκλήματος να οδηγηθούν στο βασικό έγκλημα της φοροδιαφυγής η άλλων αδικημάτων που ενδεχομένως να έχουν διαπραχθεί από τους καταχωρημένους ( ή και υποκρυπτόμενους ) στα κλεμμένα αρχεία.
Σημαντικό και το εάν, η απόκτηση της κάθε λίστας, υπήρξε αποτέλεσμα συναλλαγής με τους παραβάτες, άμεσα η έμμεσα, εάν η κτήση της λίστας αποτέλεσε αντικείμενο επιτυχούς έρευνας και κατάσχεσης, η εάν «ευγενώς παραχωρήθηκε» στις Αρχές προς αξιοποίηση του περιεχομένου της, στοχευμένα ή διατεταγμένα. Η τελευταία αυτή περίπτωση αναφέρεται στις πολιτικές προεκτάσεις του περιεχομένου της κάθε λίστας.
Στην πρώτη περίπτωση η συναλλαγή είναι αξιόποινη και συνεπώς υπέχουν ποινικές ευθύνες αμφότερα τα συναλλασσόμενα πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους, στην δεύτερη η χρήση τους είναι νόμιμη, θεμιτή και μάλιστα υποχρεωτική η αξιοποίηση του περιεχομένου της διότι είναι προϊόν και αποτέλεσμα έρευνας που πρέπει να ολοκληρωθεί, ενώ στην τρίτη περίπτωση απαιτείται πολιτική βούληση με διάταξη νόμου που θα ελέγχεται μόνον ως προς την συνταγματικότητά του.
Γνωρίζουμε ωστόσο ότι οι υπό συζήτηση λίστες δεν αποτέλεσαν προϊόν έρευνας αλλά αντιθέτως, από τα σχετικά δημοσιεύματα, αντιλαμβανόμεθα ότι αποκτήθηκαν με «άλλους» τρόπους που δεν νομιμοποιούν κατ’ αρχάς την χρησιμοποίηση τους σε ελεγκτικές διαδικασίες. Αυτό δεν θα απασχολούσε κανέναν είτε θεωρητικό είτε εφαρμοστή είτε ελεγκτή εάν είχε το δικαίωμα του πραγματικού ελέγχου ενός εκάστου των καταθετών και των καταθέσεων ώστε, με ανεξαρτησία και κατά συνείδηση, να διαπιστώνει εξ αυτών τυχόν παράνομες, παράτυπες και ελεγκτέες πράξεις και συμπεριφορές ώστε να πράττει ότι προβλέπεται ανά περίπτωση.
Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει διότι ο νομοθέτης, καθ’ υπέρβαση των διεθνών κανόνων που εχουν καταστεί εσωτερικό δίκαιο (ΕΣΔΑ κλπ), έχει θεσμοθετήσει κατ’ ουσία ότι, όποιος είναι καταγεγραμμένος σε λίστα είναι παράνομος , οι καταθέσεις του παράνομες και απόκειται στον ίδιο να αποδείξει το αντίθετο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ελεγκτές κατέστησαν διαπιστωτές ότι «ο τάδε και ο δείνα» είναι καταχωρημένος στην εκάστοτε λίστα, με το εκάστοτε ποσό και τον καλούν να «αυτοελεγχθεί» κατά κυριολεξία, προσκομίζοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που να δικαιολογούν γιατί είναι στην λίστα και πως προέρχονται τα ποσά των καταθέσεων που είχε πριν από δεκαετίες χωρίς να αναγνωρίζεται το δικαίωμα του να επικαλεστεί διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο της μεταφοράς των κεφαλαίων του.
Η γενίκευση του υποχρεωτικού «πόθεν εσχες» σε όλους τους καταθέτες δεν ευρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα, και τις λοιπές αυξημένης ισχύος διατάξεις περί μη αναδρομικότητας οποιουδήποτε νόμου και ιδιαιτέρως φορολογικής και ποινικής φύσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι μέχρι και πρόσφατα (2010) αντικείμενο φορολογίας ήταν το εισόδημα, και όχι η περιουσία και η κτήση της, ενώ στα τεκμήρια διαβίωσης δεν είχαν περιληφθεί οι καταθέσεις σε τράπεζες ούτε τα χρηματικά κεφάλαια σε αξίες και τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα, κρατικούς τίτλους κλπ.
Δυστυχώς , μέχρι και σήμερα, δεν έχει εκδοθεί «σαφής» οδηγία από την αρμόδια αρχή σχετικά με την διαδικασία του ελέγχου, τόσον προς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς όσον και τους ελεγχόμενους, η κατάσταση που έχει δημιουργεί ευρίσκεται εκτός ελέγχου και βεβαίως αυτό είναι εις βάρος των καταγεγραμμένων στις λίστες.
Η πλέον οξεία και σοβαρή συνέπεια της επεξεργασίας της κάθε λίστας είναι, η συλλήβδην και συνολική de facto παραδοχή, ότι όποιος αναγράφεται σε λίστα είναι παραβάτης και οφείλει να «αποδώσει» όλες τις καταθέσεις του, που ενδεχομένως αναφέρονται στην λίστα, καθ’ όσον μετά από την σχετική πρόσκληση ο ελεγκτής διαπιστώνει μόνον την καταγραφή σε λίστα και δεν κάνει ουσιαστικά έλεγχο!
Στη πράξη, ο ελεγκτής δεν μπορεί, δεν του «επιτρέπεται» να αξιολογήσει τις εξηγήσεις και τις απόψεις του προσκληθέντος, και « έτσι απλά», τα ποσά των καταθέσεων που προκύπτουν από την λίστα εν τέλει βεβαιώνονται προς είσπραξη και μάλιστα ενίοτε καθίστανται μεγαλύτερα των καταθέσεων !
(με την εφαρμογή των τότε συντελεστών φορολόγησης και επιβαρυνόμενα με πρόστιμα, πρόσθετα, προσαυξήσεις κλπ.)
Μόνο θετικό, ότι επί των ζητημάτων αυτών τόσον η θεωρία αλλά κυρίως τα δικαστήρια εξατομικεύουν τις εκάστοτε περιπτώσεις που καλούνται να ρυθμίσουν η να κρίνουν.
Στη διαδικασία αυτή καθοριστικό ρόλο έχει η εμπεριστατωμένη και εξειδικευμένη νομική, φορολογική και οικονομική επεξεργασία των στοιχείων που θα προταθούν και θα αξιοποιηθούν, ώστε οι εν λόγω λίστες να μην καταστούν μέσα «ληστείας»….
- Οικονομολόγος ΜΑ- Λογιστής Α’, tsagaris@fao-economics.gr
mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου