Ινφογνώμων Πολιτικά
To δημογραφικό απασχόλησε και συνεχίσει να απασχολεί όχι μόνο την ελληνική κοινωνία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη για πολλές δεκαετίες. Ορισμένες διαστάσεις του φαίνεται να εντάθηκαν την περίοδο της κρίσης, ενώ απουσιάζουν οι πολιτικές εκείνες οι οποίες θα μπορούσαν να αντιστρέψουν κάποιες από τις αρνητικές συνέπειες του.
Το Law& Order συνάντησε τον Διονύση Μπαλούρδο, Διευθυντή Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, ο οποίος μας εξήγησε τόσο για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας αλλά και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. καθώς και το πως παράγοντες όπως η φτώχεια, η υψηλή ανεργία, η ύφεση κ.α. φαίνονται να οδηγούν σε νέες δημογραφικές ανισορροπίες.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει τόσο η χώρα μας όσο και τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. είναι το δημογραφικό. Θεωρείται ότι δημιουργήθηκαν κοινωνικές ανισότητες εξαιτίας αυτής της κατάστασης;
H ερώτηση αυτή θεωρώ ότι είναι από τις πλέον βασικότερες. Διότι η ανισότητα και η φτώχεια αποτελούν σήμερα τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα της Ευρώπης. Αν και έχουμε εμπειρικές ενδείξεις κυρίως με βάση το εισόδημα, ειδικότερα για τη χώρα μας οι υφιστάμενες ανισότητες εντάθηκαν. Μία μεγάλη μεσαία εισοδηματική τάξη σχεδόν αποδεκατίστηκε. Στις περισσότερες περιπτώσεις σημειώνεται κατρακύλισμα προς τα κάτω -προς την ομάδα των φτωχών.
Σε αυτό το πλαίσιο, που αφορά περιόδους ύφεσης, υψηλής ανισότητας και πόλωσης, το πρότυπο αύξησης του πληθυσμού μεταβάλλεται. Καθώς παράλληλα μεταβάλλεται το μέγεθος και η σύνθεση της φτώχειας και της ανισότητας, η γονιμότητα σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις πραγματοποιείται από γυναίκες σε σχετικά μεγαλύτερη ηλικία
Έτσι, για να κατανοήσουμε πώς δημιουργείται και διατηρείται διαχρονικά η ανισότητα, είναι απαραίτητο να διερευνηθεί και το πως εξελίσσεται η διαδικασία αναπαραγωγής σε ένα κοινωνικοοικονομικά (ή εισοδηματικά) κατακερματισμένο πληθυσμό. Αυτό είναι σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί οι εισοδηματικές ανισότητες στην Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σχετίζονται σημαντικά με την αρνητική δυναμική ενός πληθυσμού του οποίου η μεγάλη μεσαία τάξη καταγράφει ένα ακραία χαμηλό ποσοστό αναπαραγωγής. Δεύτερον, μελετώντας πώς οι διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες αναπαράγονται παρέχεται ένδειξη της δυναμικής και της συμβολής τους για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας. Γίνεται κατανοητό, πώς οι διακριτές κατηγορίες εισοδήματος συνδυάζονται για να δημιουργήσουν και να αναπαράγουν ανισότητα στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό το είδος ανάλυσης είναι κατάλληλο για να αξιολογούν οι επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν δείκτες όπως για παράδειγμα η γονιμότητα, στη σύνθεση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας. Έτσι, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το βάρος π.χ. των γεννήσεων που αντιστοιχεί στα διάφορα επίπεδα του εισοδήματος ώστε να σχεδιαστεί κατάλληλη πολιτική η οποία θα συντηρήσει ή θα επιφέρει αύξηση στον πληθυσμό. Όπως δε αναφέρεται σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κίνδυνος φτώχειας και η εισοδηματική ανισότητα αποτελούν πολύπλοκες και αλληλοσυνδεόμενες πολιτικές προκλήσεις και μεταξύ άλλων, επηρεάζονται καταλυτικά και από το δημογραφικό.
Θα τολμούσαμε περαιτέρω να υποθέσουμε ότι πλέον οι δημογραφικές ανισότητες είναι αυτές που θα πρωταγωνιστήσουν στο πεδίο των κοινωνικών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων τα επόμενα έτη.
Η μείωση του εισοδήματος και των κοινωνικών δαπανών οδήγησε πολλά νέα ζευγάρια στη χώρα μας στην «αναβολή της γονιμότητας» . Τι δείχνουν οι έρευνες και τι είναι αυτό που συνήθως έχετε παρατηρήσει;
Η παρουσία υψηλών επιπέδων εισοδηματικής ανισότητας και φτώχειας αποτελεί και μία ένδειξη αδυναμίας της αγοράς εργασίας και των πολιτικών ισότητας φύλων. Ζευγάρια και κυρίως οι γυναίκες που αποκτούν παιδιά νωρίτερα -σε μικρότερη ηλικία ή δημιουργούν μεγαλύτερες οικογένειες τείνουν να είναι τελικά φτωχότερες. Οι ανειλημμένες και νωρίτερα στη ζωή τους οικογενειακές υποχρεώσεις περιορίζουν σημαντικά τις επαγγελματικές -εργασιακές τους προοπτικές, ειδικά για τις περιπτώσεις μόνων γονέων και όσων διαθέτουν χαμηλές επαγγελματικές δεξιότητες.
Αντίθετα όσες καθυστερούν και αναβάλουν την τεκνοποίηση λόγω συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή/και λόγω επιδίωξης καλύτερης επαγγελματικής σταδιοδρομίας, ή περιμένοντας να βελτιωθεί το οικονομικό κλίμα, πιθανά δεν αποκτούν τον αριθμό παιδιών που φιλοδοξούσαν ή έρχονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της υπογονιμότητας.
Η εξασφάλιση κατάλληλης κατοικίας και η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για την ανατροφή των παιδιών αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα καθυστέρησης στη δημιουργία οικογένειας και περιορισμού του αριθμού παιδιών που τελικά αποκτώνται.
Σε αυτό το μη ασφαλές πλαίσιο έχει εξελιχτεί η γονιμότητα στη χώρα μας η οποία πλέον ξεκινά από μητέρες που κατά μέσο όρο υπερβαίνουν τα 30 ενώ βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του 1,5 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία (επίπεδο που σηματοδοτεί την παγίδα της χαμηλής γονιμότητας) για πάνω από 30 χρόνια (Σχήμα 1). Συνεπώς η ζημιά στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού έχει ήδη γίνει, και θέλει πολύ προσοχή και άμεση αντιμετώπιση το φαινόμενο αυτό.
Σχήμα 1. Γονιμότητα και μέση ηλικία απόκτησης πρώτου τέκνου (γυναίκες)
Η μετανάστευση και κυρίως των νέων μπορεί να εκτιμηθεί ως ένας παράγοντας που δημιουργεί προβλήματα στη δημογραφική κατάσταση;
Το δημογραφικό έλλειμμα επηρεάζεται σαφώς και από το μεταναστευτικό. Γενικά ωστόσο είναι δύσκολο να έχουμε διαθέσιμα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό νέων που φεύγουν από την Ελλάδα και για ποια αιτία. Επισημαίνεται ωστόσο ότι οι τάσεις της εξέλιξης της αναλογίας τους ήταν πτωτική πολύ πριν το 2008, όπως διαφαίνεται από τα Σχήματα 2 και 3. Αντιπαραβάλλοντας ad-hoc την εξέλιξη των νέων (25-29 ετών που πιθανά καλύπτει και όσους έχουν ολοκληρώσει και την τριτοβάθμια εκπαίδευση) με άλλες χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία (Σχήμα 4) διαπιστώνεται ότι ο ρυθμός εξέλιξης τους είναι διαφορετικός και για διαφορετικούς λόγους. Ο θετικός ρυθμός μεταβολής στις εν λόγω χώρες συνήθως σχετίζεται και με το ότι συνιστούν πόλο έλξης για ειδικότητες υψηλής ειδίκευσης όπως π.χ. γιατροί και μηχανικοί. Θα πρέπει δε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η γονιμότητα στη Γερμανία, εκτός από τα τελευταία έτη, ήταν χαμηλή όπως στη χώρα μας, σε αντίθεση με τη Σουηδία όπου ο ρυθμός εξέλιξης των σημερινών νέων σχετίζεται και από την υψηλότερη γονιμότητα προηγούμενων δεκαετιών.
Μπορούμε επίσης, από δειγματοληπτικές έρευνες να έχουμε κάποια αποτελέσματα που δείχνουν ότι η ανεργία, οι λίγες νέες θέσεις εργασίας οι οποίες ούτως ή άλλως είναι κυρίως περιορισμένης εξειδίκευσης και με χαμηλές αμοιβές, η ετεροαπασχόληση και η κρίση σε ορισμένους κλάδους και επαγγέλματα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την έξοδο νέων από τη χώρα.
Η απώλεια μεγάλου αριθμού εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης οδηγεί σε χαμηλότερο παραγωγικό δυναμικό και απώλεια ταλέντων σε χώρες με συγκριτικά υψηλότερο εισόδημα και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η εξέλιξη αυτή έχει και δημογραφικές επιπτώσεις. Καθώς φεύγουν περισσότερη νέοι, επιταχύνεται η γήρανση του πληθυσμού, ενώ η Ελλάδα και γενικότερα οι χώρες αποστολής βρίσκονται με ένα συρρικνούμενο και λιγότερο μορφωμένο εργατικό δυναμικό. Η υψηλή αποδημία ταλέντων μπορεί να επηρεάσει επίσης αρνητικά την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Στη ρίζα του προβλήματος, πέρα από τη συγκυρία της κρίσης, βρίσκεται το αναπτυξιακό μοντέλο που επικράτησε στη χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στο εγγύς μέλλον θα μπορούσαν να γίνουν εξειδικευμένες μελέτες ώστε να διερευνηθεί το ζήτημα σε βάθος και να δοθούν λύσεις με το σχεδιασμό και εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών για περιορισμό των επιπτώσεων και καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού των νέων.
Σχήμα 2. Ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά ηλικιακές ομάδες, 2008 και 2018
Σχήμα 3. Αναλογία ηλικιακών ομάδων 0-14 ετών, 65 ετών και άνω, 20-24 ετών, 25-29 ετών, 30-34 ετών και γεννήσεις, 1960 και 2018.
Πρόσφατα, ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης προανήγγειλε επίδομα 2.000€ σε όλους όσους αποκτήσουν παιδί. Είναι κατά την άποψή σας ένα αναγκαίο μέτρο που θα βοηθήσει τα νέα ζευγάρια να τεκνοποιήσουν;
Θα αναφερθώ σε αυτό επικαλούμενος τα εξής. Ένα επιδοματικό μέτρο από μόνο του είναι θετικό αλλά δεν δίνει ουσιαστική λύση. Γνωρίζω ωστόσο ότι όχι μόνον η ΝΔ αλλά τα περισσότερα πολιτικά κόμματα έχουν στο πρόγραμμα τους ολοκληρωμένα μέτρα και προτάσεις για το δημογραφικό. Και σε αυτό βοήθησε η δημιουργία Διακομματικής Επιτροπής από το ελληνικό κοινοβούλιο αλλά και Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής για το Δημογραφικό ζήτημα που έχει συνδράμει το έργο της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Το ζητούμενο είναι η συνέχεια και η υλοποίηση των πορισμάτων τους.
Ποια είναι η εικόνα που επικρατεί πλέον από γενιά σε γενιά αναφορικά με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών. Ποια τάξη είναι αυτή που επλήγη περισσότερο;
Η μεσαία τάξη είναι αυτή η οποία πλήγηκε περισσότερο. Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, πριν το 2008, διευρυνόταν στη χώρα μας και στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ. Αντίθετα, κατά την περίοδο μετά την κρίση διαπιστώνεται μείωση του μεγέθους της, ενώ σε αρκετές χώρες όπως π.χ. η Ελλάδα, είναι χαρακτηριστική η υψηλή διολίσθηση ατόμων προς την κατώτερη εισοδηματική τάξη.
Βέβαια οι γνώσεις μας για την πραγματική κατάσταση της μεσαίας τάξης είναι σχετικά περιορισμένες μέχρι τώρα ενώ λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στο ρόλο του κράτους πρόνοιας και στις πολιτικές αναδιανομής πόρων που επηρεάζουν την τάξη αυτή. Το ότι συρρικνώθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες είναι ένα όντως ένα πρόβλημα, αν και ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν είναι καθόλου αμελητέα ποσότητα (26,2% το 2017). Είμαστε ωστόσο χαμηλά με βάση τις κατά κεφαλήν κοινωνικές δαπάνες (Σχήμα 5).
Τα επιλεκτικά (με έλεγχο εισοδήματος) επιδόματα είναι συχνά ελάχιστα δημοφιλή, επειδή τα άτομα στιγματίζονται ως άπορα. Επίσης, ενδέχεται να δημιουργήσουν αντικίνητρο για την επιδίωξη ενός υψηλότερου μισθού, με φόβο περικοπής κάποιου προνοιακού επιδόματος ή/και να πληρώνουν περισσότερους φόρους. Αυτό είναι γνωστό ως «παγίδα προνοιακού επιδόματος» ή «παγίδα φτώχειας».
Πρέπει να έλθουν πλησιέστερα στη μεσαία τάξη οι κοινωνικές παροχές και οι κοινωνικές υπηρεσίες ενώ απαιτείται βελτίωση της ποιότητας τους σε όλα τα επίπεδα. Σε χώρες όπου η κοινωνική υπηρεσία στρέφεται αποκλειστικά και στοχευμένα προς τους φτωχούς ανθρώπους συνήθως γίνεται η ίδια μία παραμελημένη, κακή και φτωχή υπηρεσία. Αν για παράδειγμα η μεσαία τάξη στις σκανδιναβικές χώρες στερηθεί των κοινωνικών παροχών και περιοριστεί η καθολική πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες, θα αναζητούσε λύσεις στην ελεύθερη αγορά με υψηλότερο κόστος, ενώ οι παροχή υπηρεσιών αποκλειστικά προς την ομάδα των φτωχών θα υποβαθμιζόταν κατακόρυφα. Τα καθολικά συστήματα του κράτους πρόνοιας έχουν το πλεονέκτημα ότι περιλαμβάνουν όλες τις πληθυσμιακές ομάδες. Και επειδή αυτά τα συστήματα περιλαμβάνουν και τη μεσαία τάξη, αυτό συνεπάγεται υπηρεσίες ελεύθερης πρόσβασης και κυρίως υψηλής ποιότητας.
Στην πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια, το κράτος πρόνοιας έχει να αντιμετωπίσει αυξημένες υποχρεώσεις λόγω του κακού οικονομικού κλίματος και λόγω δημογραφικών παραγόντων (π.χ. ραγδαία γήρανση του πληθυσμού) που οδηγούν σε εφαρμογή κριτηρίων επιλεκτικότητας που εξαρτούν τη χορήγηση παροχών και υπηρεσιών από του διαθέσιμους πόρους (εισόδημα) των ενδιαφερόμενων.
Γιαυτό θα πρέπει να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ προνοιακής και οικογενειακής πολιτικής. Επίσης για να ενισχυθεί το δημογραφικό και η μεσαία τάξη, θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε μέτρα συμφιλίωσης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Αυτή η πολιτική πρέπει να στηρίζει στους εργαζόμενους γονείς και να δίνει αυξημένα κίνητρα και υποστήριξη για να πάρουν χρόνο απουσίας από την εργασία τους για τη φροντίδα των παιδιών τους. Και οι δύο γονείς μπορούν έχουν τη δυνατότητα αυτή αλλά η τάση και το αυξανόμενο ενδιαφέρον σε πολλές χώρες τη Ευρώπης είναι να ενθαρρύνονται οι πατέρες να παίρνουν γονική άδεια και επιπρόσθετα οι γονείς να ενθαρρύνονται όλο και περισσότερο να είναι και να παραμείνουν οικονομικά ενεργοί. Απαραίτητη είναι επίσης και η πρόσβαση των παιδιών σε υπηρεσίες οι οποίες είναι προσανατολισμένες προς τα κοινωνικά τους δικαιώματα (νηπιαγωγείο, προνηπιαγωγείο και άλλες εκπαιδευτικές ή συναφείς υπηρεσίες). Επιπρόσθετα θα πρέπει να υπάρχει προσεκτική εστίαση των κοινωνικών δαπανών ώστε να καλύπτονται όλοι οι τύποι οικογενειών με παιδιά.
Θα θέλατε να μας πείτε 3 προτάσεις οι οποίες ενδεχομένως να οδηγούσαν στη βελτίωση του δημογραφικού προβλήματος;
Προς το παρόν είναι απαραίτητη η συγκρότηση κι ο σχεδιασμός πολιτικών για την οικογένεια, λαμβάνοντας υπόψη αρχικά δύο παράγοντες οι οποίο θεωρούνται γενικά ευεργετικοί για τα παιδιά: να εξασφαλίζεται διαθέσιμος χρόνος των γονέων για φροντίδα, ανατροφή και εκπαίδευση τους και εξασφάλιση εγγραφής τους σε επίσημες υπηρεσίες παιδικής μέριμνας και προσχολικής αγωγής. Η πολιτική αυτή για την οικογένεια, πρέπει να βασίζεται σε στόχους και αποτελέσματα όπως π.χ. κάλυψη των στόχων της Βαρκελώνης (μια θέση σε δημόσιο ή επιδοτούμενο ιδιωτικό παιδικό σταθμό για το 90% των παιδιών 3-6 ετών και το 33% εκείνων κάτω των 3 ετών).
Σαφή διαχωρισμό της προνοιακής από την οικογενειακή πολιτική, ώστε να αναδειχθούν πρότυπα που «διαφεύγουν» από τον προνοιακό χάρτη της χώρας όπως π.χ. η απόκτηση πολλών παιδιών από άτομα της μεσαίας τάξης και παράλληλη ενεργή πολιτική στήριξης των νέων και των άτεκνων ζευγαριών για τεκνοποίηση από νωρίς με ανατροπή της κουλτούρας, ένα παιδί –και αν– σε μεγάλη ηλικία και ενθάρρυνση των ανδρών να λαμβάνουν γονικές άδειες και ουσιαστική «συμφιλίωση» επαγγελματικής-οικογενειακής ζωής.
Το έλλειμμα παρακολούθησης να λυθεί π.χ. με την ίδρυση ενός γραφείου δημογραφικής πολιτικής στη Βουλή, που θα λειτουργεί κατ’ αναλογία προς το Γραφείο Προϋπολογισμού, και παρεμβάσεις από τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Θα κλείσουμε με ένα παράδειγμα από τη Νορβηγία.
Όταν ο πρώην Πρωθυπουργός της Νορβηγίας Jens Stoltenberg έδωσε τη παραδοσιακή τηλεοπτική ομιλία το 2001 ημέρα της Πρωτοχρονιάς, οι εναρκτήριες παρατηρήσεις του μάλλον προκάλεσαν έκπληξη. Αντί να εστιάζει στην οικονομία και την πρόοδο που σημειώθηκε, όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησε συγχαίροντας τους γονείς στη Νορβηγία και τις γυναίκες που είχαν αποκτήσει πολλά παιδιά κατά το τελευταίο έτος. Είναι απίθανο τόνισε, σχεδόν σε οποιαδήποτε άλλη δυτική χώρα, οι γυναίκες να έχουν περισσότερα παιδιά από ό, τι στη Νορβηγία. Και την ίδια στιγμή οι γυναίκες επίσης να έχουν υψηλή μόρφωση και να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας σε μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι στις περισσότερες άλλες χώρες. Σύμφωνα με τον κ. Stoltenberg, η υψηλή γονιμότητα μπορεί να θεωρηθεί ως μια έκφραση αισιόδοξων απόψεων των ανθρώπων σχετικά με το μέλλον και την «ποιότητα» της κοινωνίας η οποία συνδυάζει και διευκολύνει στρατηγικές συνδυασμού γονιμότητας και απασχόλησης. Και ισότητας θα συμπληρώναμε.
Συμπέρασμα: το δημογραφικό είναι ένα ζήτημα για την επίλυση του οποίου πρέπει να ασχολείται συστηματικά ο εκάστοτε Πρωθυπουργός.
ΠΗΓΗ: lawandorder.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου