Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Κεφαλαιοποιητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και ελληνική οικονομία


Των Σάββα Ρομπόλη και Βασίλη Μπέτση
Το τελευταίο χρονικό διάστημα διεξάγεται έναν έντονος δημόσιος πολιτικός και επιστημονικός διάλογος για την αναγκαιότητα της ultra-κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης με κεφαλαιοποιητική λειτουργία είτε δημόσιας διαχείρισης, είτε με την μετατροπή της σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία (Pension Funds) κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται η διατήρηση της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως έχει διαμορφωθεί με τις μνημονιακές πολιτικές της περιόδου 2010-2018 και επιπλέον διατυπώνεται η πρόταση της πλήρους αναμόρφωσης της επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να καταλήξει σταδιακά σ’ ένα πιο “ευέλικτο” σύστημα και με δυνατότητα επιλογών μίας:
α) επικουρικής ασφάλισης για όλους και με κίνητρο συμμετοχής,
β) κεφαλαιοποίησης των εισφορών των νέων ασφαλισμένων, ώστε οι εισφορές να αποκτήσουν χαρακτήρα αποταμίευσης, και
γ) ενοποίησης των εισφορών της επικουρικής και της εφάπαξ παροχής σε μία ενιαία εισφορά, με καταγραφή στον ατομικό λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου.
Με άλλα λόγια, στην νεοφιλελεύθερη αυτή πρόταση διακρίνει κανείς την ιδιαίτερη έμφαση στην ατομικότητα, την ιδιωτικοποίηση και την εξατομίκευση της επικουρικής ασφάλισης και της εφάπαξ παροχής. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η διανεμητικότητα (εθνική σύνταξη) της κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας περιορίζεται στο 25%-30% και η υπερ-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (μη προσδιορισμένες παροχές) διευρύνεται στο 70%-75%. Αντίθετα, σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ελβετία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, η Φιλανδία, η Δανία, το Βέλγιο, Μάλτα και η Πορτογαλία, τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν το 30% και τα διανεμητικά-κοινωνικά στοιχεία το 70% κατά μέσο όρο.

Το βασικό επιχείρημα για την ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης είναι ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αντιμετωπίζεται ως «κίνδυνος» και όχι ως πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, με προοπτική τον περιορισμό του δημοσιονομικού κόστους των κρατικών προϋπολογισμών, μεταφέροντας τον κίνδυνο της αύξησης του προσδόκιμου ζωής από την κρατική διαχείριση και την ανάληψη του πολιτικού κόστους αντιμετώπισής του στον ασφαλισμένο, με τελικό αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό του ύψους των συντάξεων.
Ένα αποτέλεσμα το οποίο έχει εγείρει σοβαρά ζητήματα στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες είναι το επίπεδο επάρκειας των συντάξεων και γενικότερα το επίπεδο διαβίωσης του γηραιότερου πληθυσμού. Ειδικότερα, από έρευνα του Pensions Institute του Ηνωμένου Βασιλείου (Μάρτιος 2012), το οποίο υπολόγιζε τέσσερις δείκτες επάρκειας των συντάξεων για 26 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέτασσε την Ελλάδα 10η, μεταξύ των 26 χωρών, σε επίπεδο επάρκειας (δηλαδή κατά πόσο οι συντάξεις εξασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης σε σχέση με το κόστος διαβίωσης στις χώρες αυτές).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα αυτή, στις πρώτες θέσεις ήταν χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Μάλτα, δηλαδή χώρες στις οποίες όπως αναφέρθηκε κυριαρχεί το δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (70%) και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα διαδραματίζουν συμπληρωματικό ρόλο (30%), ενώ στις τελευταίες θέσεις και χαμηλότερα από την Ελλάδα ήταν χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (13η), η Σουηδία (19η) η οποία έχει αποκλειστικά κεφαλαιοποιητικά συστήματα, η Νορβηγία (22η), η Ιταλία (15η) και αυτή έχει αποκλειστικά κεφαλαιοποιητικά συστήματα, η Λιθουανία (23η), η Σλοβενία (20η), η Εσθονία (25η), η Λετονία (26η), δηλαδή χώρες όπου τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης συστήματα υπερβαίνουν το 80%.
Σε αυτά τα επίπεδα του 80% και άνω θα φτάσει και η χώρας μας με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης και του ανταποδοτικού τμήματος της κύριας σύνταξης. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη εργασία μας, το κόστος μετάβασης στο καθεστώς της υπερ-κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης με ιδιωτική κερδοσκοπική (ασφαλιστικές εταιρείες) διαχείριση στην χώρα μας, θα ανέλθει κατά τα επόμενα χρόνια στο επίπεδο των 55 δις ευρώ, γεγονός που θα απειλήσει σοβαρά τόσο τους δημοσιονομικούς στόχους, όσο και το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών στην Ελλάδα.
Στην προοπτική αυτή, το ερώτημα που αναδεικνύεται είναι το εξής. Τι επίπεδο κεφαλαιοποίησης και υπερ-κεφαλαιοποίησης μπορεί να αντέξει από κοινωνικο-οικονομική άποψη η ελληνική οικονομία και κοινωνία;
Παράλληλα, ο ισχυρισμός ότι τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος που θα συσσωρεύονται από τις εισφορές των ασφαλισμένων, με την προοπτική ότι στο μέλλον θα λάβουν μια σύνταξη, θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω των επενδύσεων εγείρει σοβαρά ερωτήματα και αμφιβολίες κατά πόσο μπορεί να το επιτύχει αυτό είτε η δημόσια , είτε η ιδιωτική διαχείριση, μέσω των ασφαλιστικών εταιρειών.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της δημόσιας διαχείρισης, τι συνέβη με τα αποθεματικά της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα;
Ποιος εγγυάται ότι και πάλι τα αποθεματικά αυτά δεν θα τα αξιοποιεί με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους η εκάστοτε κυβέρνηση;
Αλλά και στην περίπτωση της ιδιωτικής διαχείρισης μέσω ασφαλιστικών εταιρειών, ποιος εγγυάται ότι δεν θα έχουμε μια νέα μορφή συστημικών αυτή τη φορά ασφαλιστικών εταιρειών τις οποίες θα πρέπει να διασώζουν οι φορολογούμενοι πολίτες στην περίπτωση οικονομικών κρίσεων, όπως αυτής του 2008 καθώς και της περίπτωσης της AIG όπου η Κυβέρνηση των ΗΠΑ την διέσωσε με 85 δις δολάρια των φορολογούμενων πολιτών;
Μα υπάρχει το αυστηρό Εποπτικό Πλαίσιο της Φερεγγυότητας 2, ισχυρίζονται πολλοί. Όμως και το 2008 στις τράπεζες υπήρχε το αντίστοιχο εποπτικό πλαίσιο της Βασιλείας 2, το οποίο αποδείχτηκε ανεπαρκές και δεν μπόρεσε να αποτρέψει την χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, αν και οι εμπνευστές της Βασιλείας 2 όταν δημιουργήθηκε, υποστήριζαν ότι το τραπεζικό σύστημα ήταν πια θωρακισμένο.
Τελικά, αποδείχτηκε ότι απαιτείται πιο αυστηρά μέτρα και υιοθετήθηκε η Βασιλεία 3, η οποία έπρεπε να εφαρμόζεται από τις 31/3/2019, αλλά τελικά επειδή οι τράπεζες δεν ήταν έτοιμες και αφού πίεσαν τις κυβερνήσεις πέτυχαν να παραταθεί η εφαρμογή της από την 1/1/2022. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φερεγγυότητα 2, δεν αποτρέπει τις ασφαλιστικές εταιρείες από τις επικίνδυνες επενδυτικές τοποθετήσεις, απλά σημειώνει ότι μπορεί μια ασφαλιστική εταιρεία να επενδύσει όπου θέλει τα κεφάλαιά της αρκεί να διαθέτει τα απαιτούμενα επιπρόσθετα κεφάλαια φερεγγυότητας για τους κινδύνους που αναλαμβάνει.
Όμως, αυτά τα απαιτούμενα κεφάλαια φερεγγυότητας υπολογίζονται με μαθηματικά μοντέλα και υποθέσεις εργασίας που σημειώνουν ότι αυτά τα κεφάλαια θα αποτρέψουν την πιθανότητα χρεωκοπίας με μία φορά στα 200 χρόνια. Το ίδιο ακριβώς σημείωναν και τα μοντέλα της Βασιλείας 2 στη κρίση του 2008, όπου επίσης υπολόγιζαν ότι ο κίνδυνος (μεταβλητότητα) του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης Nasdaq των ΗΠΑ δεν θα μπορεί να ξεπεράσει τιμές του 10% μια φορά στα 200 χρόνια.
Αντίθετα, εκείνη την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η μεταβλητότητα εμφάνιζε τιμές μεγαλύτερες του 10% κάθε μέρα συνεχόμενα για πάνω από δύο εβδομάδες, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της Lehman Brothers και άλλων πολλών τραπεζών σε όλον το κόσμο.
Κατά συνέπεια, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η ουσιαστική μεταρρύθμιση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος είναι αυτή που θα αντιμετωπίζει ως πρόκληση την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, σε βαθμό που οι δημόσιες πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης, με επιστημονικά και τεχνικά τεκμηριωμένες επιλογές, να επιτυγχάνουν ταυτόχρονα την μακροχρόνια βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, εξασφαλίζοντας παράλληλα ένα ικανοποιητικό επίπεδο επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών.

Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου




economy365

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου