Ποιες είναι οι παρακαταθήκες του κινήματος των Γάλλων φοιτητών στο Παρίσι. Το «απαγορεύεται το απαγορεύειν» και η αποτίμηση από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα από κοντά.
Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος*
Ε, ναι. Πενήντα χρόνια πέρασαν από την πρώτη μου τεράστια δημοσιογραφική εμπειρία. Όταν μπήκε ο Μάιος του 1968, ήμουν στο Βέλγιο, πτυχιούχος οικονομολόγος, αλλά με «ψώνιο» τη δημοσιογραφία. Ημουν έτσι, συντάκτης στη Nord-Éclair, μεγάλη βελγο-γαλλική εφημερίδα, η οποία εκδίδοταν στη Λίλη και είχε τότε περί τις 170.000 φύλλα κυκλοφορία. Στις 12 Μαΐου 1968, η γενική διεύθυνση της εφημερίδας μού δίνει εντολή να καλύψω τα γεγονότα που είχαν ξεσπάσει στο Παρίσι, επειδή γνώριζε τις στενές σχέσεις που διατηρούσα με γαλλο-βελγικούς φοιτητικούς κύκλους.
Βρέθηκα, έτσι, σε ένα φλεγόμενο Παρίσι, το οποίο όντως τελούσε υπό καθεστώς πλήρους εξεγέρσεως. Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε φθάνοντας στην αναρχοκρατούμενη Σορβόνη ήταν ένα σύνθημα στους τοίχους που έγραφε «Απαγορεύεται το απαγορεύειν». Σε βάθος χρόνου, η έκφραση αυτή απεδείχθη -και ακόμη αποδεικνύεται- να έχει βαθύτατη σημασία και, βεβαίως, δεν ήταν διόλου τυχαία.
Την άποψή μου αυτή επιβεβαίωσε μια-δυο ημέρες αργότερα ο ίδιος ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, πρωτεργάτης της εξεγέρσεως και αποκαλούμενος «κόκκινος Ντάνι». Μιλώντας σε κοινό χιλίων και πλέον παραληρούντων φοιτητών, ο κόκκινος Ντάνι έλεγε: «Πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι θεωρούν, διαδίδουν ή πιστεύουν ότι είμαι κομμουνιστής, ή τροτσκιστής, ή μαοϊστής. Όλοι αυτοί δεν ήσαν αμφισβητίες, αλλά άνθρωποι που διψούσαν για εξουσία. Η εξουσία εμένα με αφήνει παγερά αδιάφορο. Όλοι εμείς δεν είμαστε άνθρωποι εξουσίας. Είμαστε αυτοί που αμφισβητούν όλες τις εξουσίες. Δεν έχουμε έτοιμα συνταγολόγια γι' αυτά που πρέπει να γίνουν, αλλά ούτε και μας ενδιαφέρουν. Οι εχθροί μας το γνωρίζουν καλά αυτό. Τους εξοργίζει η ελευθεριότητά μας, ο μη σεβασμός μας σε θεσμούς και αξίες που έχουν χρεοκοπήσει…».
Τα λόγια αυτά χαράχθηκαν βαθιά μέσα μου και προσπάθησα τότε να τα ερμηνεύσω, χωρίς όμως να διαθέτω τα απαραίτητα ερμηνευτικά εργαλεία. Τα τελευταία μου τα προσέφεραν δύο άνθρωποι που γνώρισα τότε στο Παρίσι και οι οποίοι στη συνέχεια σημάδεψαν το πνεύμα μου. Γι’ αυτό, με αμφότερους, από τότε και μέχρι το τέλος του βίου τους, μας συνέδεε μία στέρεη φιλία.
Επρόκειτο για τον περίφημο -αλλά άγνωστο στη μαρξιστοκρατούμενη Ελλάδα- στοχαστή Ρεϊμόν Αρόν (1905-1983) καθηγητή στη Σορβόνη, και τον Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ (1924-2006), φιλόσοφο και δημοσιογράφο, που με μοναδική σχολαστικότητα και διαύγεια, στα βιβλία του, διέλυε τον ολοκληρωτισμό και απεκάλυπτε την απεχθή φύση του.
Την εποχή εκείνη ο Ρεβέλ είχε εκδώσει το περίφημο βιβλίο του «Ούτε Μαρξ, ούτε Ιησούς», στο οποίο τόνιζε ότι η πραγματική εξέγερση της νεολαίας είχε ξεκινήσει πολύ πριν τον Μάιο του ’68, στα αμερικανικά πανεπιστήμια, και ο χαρακτήρας της ήταν αμιγώς αμφισβητησιακός.
Οι νέοι της εποχής ήθελαν να ξεφύγουν από θεσμούς, παραδόσεις και συμπεριφορές που τους καταπίεζαν και τις οποίες θεωρούσαν αυταρχικές και άδικες. Επεδίωκαν κοινωνίες πιο ελεύθερες και επιθυμούσαν αναγνώριση και καταξίωση. Με άλλα λόγια -όπως έγραψε ο Ρεϊμόν Αρόν, απαντώντας στον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος δεν είχε καταλάβει τίποτε-, η εξέγερση των νέων, αν και ο ίδιος την καταδίκαζε, δεν έπαυε να είναι μία πολυσήμαντη εκδήλωση ελευθερίας. Εκδήλωση ελευθερίας απέναντι σε ένα πατερναλιστικό και εντόνως κρατικιστικό γκολικό καθεστώς -το οποίο, ναι μεν είχε οδηγήσει τη Γαλλία σε εντυπωσιακή οικονομική πρόοδο, πλην όμως υπό συνθήκες άκρατου κρατισμού, που ακόμα και σήμερα η χώρα πληρώνει.
Από την άλλη πλευρά, όπως έλεγε παλαιότερα ο Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ, ο Μάης ’68 αποτέλεσε και την αφετηρία της αμφισβητήσεως του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, το οποίο μέχρι τότε κυριαρχούσε στη γαλλική πνευματική ζωή και στην ουσία ήταν και ο ιδεολογικός σύμμαχος του στρατηγού Ντε Γκολ στην αντιαμερικανική ρητορική του και στις κατά του ΝΑΤΟ επιλογές του. Χρονιά, επίσης, της κυκλοφορίας στη Γαλλία του βιβλίου του Αλέξανδρου Σολτζενίτσινγια τη φρίκη των γκουλάγκ, το 1968 μπορούμε να πούμε ότι ήταν, για την Ευρώπη γενικότερα, το βάθρο του αντιολοκληρωτισμού. Ενας αντιολοκληρωτισμος ο οποίος στην ουσία ενοχλούσε τους φανατικούς της φαιοκόκκινης ιδεολογίας, οι οποίοι άρχισαν τότε να χρησιμοποιούν τα όπλα ως εργαλεία μιας δήθεν κοινωνικής απελευθέρωσης. Προέκυψαν έτσι οι «Κόκκινες Ταξιαρχίες» στην Ιταλία, η «Αμεση Δραση» στη Γαλλία, οι Μπάαντερ και Μάινχοφ στη Γερμανία και πάει λέγοντας.
Ας διαβάσουμε, όμως, τι έγραψε ο ίδιος ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ για την κληρονομιά του Μαΐου ’68, αρκετά χρόνια αργότερα: «Είναι ξεκάθαρο ότι οι μεγάλοι χαμένοι του Μαΐου ’68, σε μακροπρόθεσμη βάση, υπήρξαν ο γκολισμός και ο κομμουνισμός. Ο γκολισμός αντιπροσώπευε μία κρατικίστικη αντίληψη για την οργάνωση της κοινωνίας. Επρόκειτο για μία αυταρχική και ιεραρχική αντίληψη,τόσο για τη λειτουργία της κοινωνίας όσο και τις ηθικές και οικογενειακές αρχές της. Επίσης, την ίδια περίοδο, οι εργαζόμενοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να είναι μονίμως δέσμιοι του πιο σταλινικού κομμουνιστικού κόμματος της Ευρώπης, του Γαλλικού. Ένα κόμμα το οποίο, υπό την πλήρη ανοχή της γκολικής εξουσίας, διαχειριζόταν κατά το δοκούν την εργατική τάξη, την οποία και προσπαθούσε να εγκλείσει σε μία ολοκληρωτική και ξεπερασμένη για τις ανάγκες και τις διεκδικήσεις της ιδεολογία.
»Αυτό το γκολι-κομμουνιστικό σύμπλεγμα ήταν τόσο ισχυρό, τόσο καλά δομημένο και τόσο απλωμένο στις κοινωνικές αρθρώσεις, που μόνο με μία συνολική εξέγερση και αμφισβήτηση μπορούσε να κλονισθεί. Τελικά, στη Γαλλία του Μαΐου ’68 αυτό συνέβη. Συνθήματα όπως Θέλουμε απολαύσεις χωρίς εμπόδια, ή Ρεαλισμός είναι να ζητάμε το αδύνατο, ή Μαρξ ο μεγάλος ερμηνευτής του Γκρούτσο και άλλα, κάθε άλλο παρά την κατάληψη της εξουσίας υποδήλωναν. Ήταν συνθήματα απελευθερωτικά, γεμάτα αμφισβήτηση, αλλά και θέληση για αυτονομία. Επρόκειτο για συνθήματα ποιητικά έως έναν βαθμό, που αρνούνταν να δεχθούν μία παρελθοντολογική και ολοκληρωτική βλακεία».
Αυτή νομίζω ότι ήταν συνοπτικά η κληρονομιά του Μάη του ’68 και οφείλω να πω ότι τότε η κατάστασή μας ήταν ασυγκρίτως καλύτερη από την αντίστοιχη των νέων του σήμερα. Τότε, οι Γάλλοι νέοι είχαν έναν Κον-Μπεντίτ, έναν Ζακ Σοβαζό και κάποιους άλλους οραματιστές οι οποίοι ήσαν πολιτικά εραστές της ελευθερίας και κάθε άλλο παρά ιδιοτελείς ακτιβιστές. Εκείνο που επεδίωκαν ήταν να δώσουν νόημα σε μια κοινωνία σε μετάβαση, ώστε να την κάνουν πιο ανεκτική και ελεύθερη. Το «απαγορεύεται το απαγορεύειν», από μόνο του, λέει πολλά. Η δε σημασία του επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες αργότερα, όταν τα σοβιετικά τανκς έμπαιναν στην Πράγα, για να καταστείλουν την Άνοιξή της.
Αλλά ποιος τα θυμάται αυτά...
euro2day
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου