του Γιώργου Κοντογιώργη
Ο τρόπος που η κυβέρνηση Τσίπρα διαχειρίσθηκε πολιτικά την ήττα της κατά τις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε με την ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2015 είναι εξόχως αποκαλυπτική. Σε μια πρώτη φάση, εμφάνισαν την προδιαγεγραμμένη (πριν ακόμη αρχίσει η διαπραγμάτευση) συνθηκολόγηση ως ηρωική αντίσταση. Επιστρατεύθηκε συγχρόνως το επιχείρημα ότι η συντριπτική ήττα οφείλεται στον κακό αντίπαλο που δεν σεβάσθηκε τα αξιακά θεμέλια της ΕΕ και εκβίασε την Ελλάδα.
Επιχειρήθηκε να υποστηριχθεί ότι η θέση του σκληρού πυρήνα της ΕΕ υπαγορεύθηκε από την αριστερή κυβέρνηση που ήθελε να απομονώσει. Επιχείρημα που δεν ευσταθεί, καθώς η αριστερή κυβέρνηση δεν προέταξε καμία αριστερή πολιτική, αφού όσα έλεγε ανήκαν στον κλασικό φιλελευθερισμό. Επιπλέον, οι ισχυροί της Ένωσης εφήρμοσαν την ίδια πολιτική και έναντι των προηγουμένων κυβερνήσεων, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, όπως και έναντι των άλλων χωρών που είναι σε μνημόνιο.
Το χειρότερο όλων, που αναδεικνύει το αδιέξοδο της χώρας, είναι ότι η τραγική ήττα (και όσα την συνόδευσαν) ομολογήθηκε ως αποτέλεσμα μιας ηρωικής μάχης. Μιας μάχης που δόθηκε χωρίς να έχουν εκτιμηθεί το πεδίο της μάχης, οι δυνάμεις του αντιπάλου, η μαχητική διαθεσιμότητα και οι εφεδρείες της χώρας και, κυριολεκτικά, ως προϊόν ενός χωρίς προηγούμενο ερασιτεχνισμού και ανευθυνότητας της κυβέρνησης.
Οδήγησαν την χώρα σε έναν πόλεμο, με προσημειωμένο το αποτέλεσμα, για να ικανοποιήσουν το εσωτερικό τους ακροατήριο, που εξέφραζε την αγανάκτησή του για το αδιέξοδο που την είχε οδηγήσει η πολιτική τάξη. Για την ήττα, όμως, κατηγορούν τον αντίπαλο προσάπτοντάς του ότι ήταν προετοιμασμένος καθόλα, ενώ αυτοί προσήλθαν στον πόλεμο εν επιγνώσει ότι πήγαιναν σ’ αυτόν «ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια».
Στο πλαίσιο αυτό, η Συριζαία Αριστερά, αντιμέτωπη με το αδιέξοδο που η ίδια καλλιέργησε και τη διαφαινόμενη μετά βεβαιότητας συνθηκολόγηση, επιζήτησε, κατά την συνήθη στην πολιτική τάξη πρακτική, να μετακυλήσει την ευθύνη της αποτυχίας της στην κοινωνία. Να επιτύχει από αυτήν νομιμοποίηση της οβιδιακής της μεταμόρφωσης: από την ριζική αντιμνημονιακή στάση των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 στην απολύτως μνημονιακή παράδοση του καλοκαιριού 2015.
Συμφωνείτε με το μνημόνιο Γιούνκερ ή όχι;
Έχει ενδιαφέρον να προσέξει κανείς τη διατύπωση του ερωτήματος στο δημοψήφισμα: συμφωνείτε με το μνημόνιο Γιούνκερ ή όχι; Στην πραγματικότητα το ερώτημα ετίθετο διαζευκτικά: εάν η κοινωνία των πολιτών συμφωνεί με το μνημόνιο Γιούνκερ, ή με το μνημόνιο της κυβέρνησης που κατέθεσε στην τρόικα λίγες ημέρες πριν. Η διαφορά τους ήταν μηδαμινή και εάν όντως η κυβέρνηση προσήρχετο στη διαπραγμάτευση θα μπορούσε να επιτύχει τον συγκερασμό μεταξύ των δύο σχεδίων, προς όφελος της χώρας.
Επιλέγοντας τη μετακύλυση του πολιτικού κόστους της αποτυχίας στην κοινωνία, υπέγραψε τελικά ένα μνημόνιο, μετά το δημοψήφισμα, καταφανώς βαρύτερο από εκείνο του Γιούνκερ. Ωστόσο, η κοινωνία των πολιτών με την ψήφο της απαντούσε, παραπλανημένη, με γνώμονα το δίλημμα “μνημόνιο Γιούνκερ ή όχι μνημόνιο;” Το οποίο, και αυτό ήταν ψευδές δίλημμα, αφού η απαλλαγή της χώρας από τα μνημόνια των δανειστών προϋποθέτει την εφαρμογή ενός μνημονίου κατά του δυναστικού κράτους, που θα οδηγεί προεχόντως στην υπέρβαση της κομματοκρατίας.
Οπωσδήποτε, η περίπτωση του δημοψηφίσματος καταδεικνύει ότι η Συριζαία Αριστερά φόρτωσε κυριολεκτικά στη χώρα ένα ακόμη μνημόνιο όχι γιατί ήταν εξ αντικειμένου αναγκαίο, αλλά γιατί, όπως και τα προηγούμενα, έγιναν αναπόφευκτα λόγω της ηγεμονίας του κομματικού/ιδιοτελούς πατριωτισμού επί του εθνικού πατριωτισμού. Εν ολίγοις, λόγω της πολιτικής αβελτηρίας των κυβερνώντων.
Η προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο έδωσε το έναυσμα για την πραγματοποίηση της ρήξης στο εσωτερικό του κόμματος, που δεν έγινε στην περίοδο πριν από την άνοδό του στην εξουσία. Η ρήξη αυτή, εστιάσθηκε, όπως αναμενόταν, στη στρατηγική ηγεμονία επί του κόμματος.
Ομοιογενής δεξαμενή στελεχών
Καμία από τις αντιμαχόμενες μερίδες δεν προέκρινε μια αλλαγή πολιτικής, δεν ήγειρε έστω ακροθιγώς το ζήτημα της υπέρβασης της κομματοκρατίας και του δυναστικού κράτους. Και τούτο, διότι η δεξαμενή από την οποία αντλεί ο ΣΥΡΙΖΑ τα στελέχη του είναι ομοιογενής. Τα στελέχη, που εξέφραζαν και βίωσαν επί μακρόν στο παρασιτικό περιβάλλον της κομματοκρατίας, είναι στην απόλυτη θέση να περιθωριοποιούν ή να εκβράζουν από την παράταξη οποιαδήποτε διαφοροποίηση από την λυμεωνική ορθοταξία.
Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνία, μετά το δημοψήφισμα, κλήθηκε ουσιαστικά να επιλύσει το εσωτερικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, με την προκήρυξη εκλογών, οι οποίες ωστόσο απέβλεπαν επίσης στη νομιμοποίηση της οβιδιακής στροφής της ηγεσίας του. Ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές επειδή οι αντίπαλοι στο κόμμα προέκριναν μια λύση που απέρριπτε η κοινωνία στη συντριπτική της πλειοψηφία και ήταν οφθαλμοφανώς αδιέξοδη, έως καταστροφική.
Και, εν πάσει περιπτώσει, ο “ανθρωπότυπός” τους δεν διεκρίνετο από εκείνον του πρωτογενούς ΣΥΡΙΖΑ. Στην ίδια πολιτική χοάνη είχαν ανδρωθεί. Το πλέον εμφανές, εντούτοις, επιχείρημα του Τσίπρα ήταν ότι, αφενός η κοινωνία κλήθηκε να αποφανθεί πριν από την αποστολή του “λογαριασμού” του νέου μνημονίου σ’ αυτήν, αφετέρου ότι δεν είχε αντίπαλο. Ο χρόνος, από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ήταν πολύ μικρός για να απορροφήσουν οι αντιρρήσεις από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την απέχθεια μεγάλου μέρους της κοινωνίας προς τις δυνάμεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησαν έως τότε τον τόπο.
Πηγή slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου