real
του Σταύρου Λυγερού
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ δήλωση Ερντογάν ότι «η Θράκη είναι η ζωντανή ιστορία της Τουρκίας και η εκπρόσωπος του ιστορικού παρελθόντος της στην Ευρώπη» επιβεβαιώνει ότι η ακριτική αυτή περιοχή έχει προτεραιότητα για τους νεοοθωμανούς. Επιδιώκουν να μετατρέψουν την εκεί μουσουλμανική μειονότητα σε γεωπολιτικό έρεισμα, με στόχο την έμμεση πλην σαφή αποσταθεροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Η δήλωση Ερντογάν, όμως, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ούτε το γεγονός ότι στη Θράκη συμπεριέλαβε τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές με σημαντικό ρόλο στα οθωμανικά Βαλκάνια. Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Οκτώβριο είχε προηγηθεί η δήλωσή του (παρουσία των πρωθυπουργών της Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου) ότι «το Κοσσυφοπέδιο είναι Τουρκία»!
Η ρητορική αυτή δεν είναι σκόρπιες κουβέντες. Είναι οργανική συνιστώσα της νεοοθωμανικής στρατηγικής. Πίσω από τον κομψό όρο «στρατηγικό βάθος» κρύβεται η επιδίωξη της Τουρκίας να αναδειχθεί σε κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Οι Ερντογάν και Νταβούτογλου πραγματοποιούν κάθε χρόνο πολλές επισκέψεις, υφαίνοντας ένα δίκτυο σχέσεων και θεσμών συνεργασίας στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο.
Τον Οκτώβριο του 2009, μιλώντας στο Σεράγεβο, ο Νταβούτογλου είχε πει ότι τα Βαλκάνια κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν «πρότυπο συνεργασίας σ’ όλους τους τομείς... Επιθυμούμε μια νέα Βαλκανική, που θα θεμελιώνεται στις πολιτικές αξίες, στην οικονομική αλληλεξάρτηση, στη συνεργασία και στην πολιτιστική αρμονία. Ολα αυτά εξασφαλίζονταν στα οθωμανικά Βαλκάνια... Εμείς θα αναβιώσουμε την εποχή αυτή. Τα οθωμανικά Βαλκάνια ήταν μια επιτυχημένη ιστορία και τώρα πρέπει να αναγεννηθούν».
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δεν είναι αφελής για να οραματίζεται την αναγέννηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως θεωρητικός του νεοοθωμανισμού οραματίζεται και ως υπουργός Εξωτερικών προσπαθεί να οικοδομήσει ένα περιφερειακό σύστημα, στο κέντρο του οποίου και σε ρόλο ηγεμόνα θα είναι η Τουρκία. Για να προωθήσει αυτήν τη στρατηγική, εξιδανικεύει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την παρουσιάζει σαν καθοριστικό και ρυθμιστικό παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης της ευρύτερης περιοχής. Στην πραγματικότητα, επενδύει με ιδεολογικό - ιστορικό περίβλημα γεωπολιτικούς στόχους.
Ο Νταβούτογλου προβάλλει την Τουρκία σαν παράγοντα (σχετικής) ενοποίησης του μεταοθωμανικού χώρου. Σε ομιλία του προς τους Τούρκους πρέσβεις έχει υπογραμμίσει: «Η Τουρκία προχωράει στη διαμόρφωση σχέσεων ενοποίησης με τους γείτονές της... Μοιραζόμαστε την ίδια κουλτούρα... Κανείς να μη σκέφτεται πως, επειδή κάποιος σχεδίασε εκεί ένα σύνορο, τα σύνορα θα είναι μόνιμα». Με βάση τον εξωραϊσμό της κοινής ιστορίας επιχειρεί να συνθέσει ένα είδος μεταοθωμανικής ταυτότητας, στο κέντρο της οποίας είναι η μουσουλμανική κουλτούρα.
Η νεοοθωμανική ρητορική δεν προκαλεί αντιδράσεις μόνο στις γειτονικές χώρες, όπως συνέβη στο Κοσσυφοπέδιο, στην Αλβανία και τις προηγούμενες ημέρες στην Ελλάδα. Με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώνει έντονη κριτική και εντός Τουρκίας κι όχι μόνο από κεμαλιστές. Οι επικριτές θεωρούν το νεοοθωμανικό δόγμα όχι απλώς γεωπολιτικά οράματα, αλλά ισλαμικές φαντασιώσεις που έχουν βλάψει τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα.
Η νεοθωμανική διπλωματία με τίτλο «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» ήταν ένα όχημα για προβολή ήπιας ισχύος, για διαπραγματεύσεις από πλεονεκτική θέση και τελικώς για διευθετήσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στην Τουρκία να αναδειχθεί σε ηγεμόνα στον μεταοθωμανικό χώρο. Η διπλωματία αυτή τελικώς έχει βαλτώσει. Η Αγκυρα δεν απέτυχε μόνο να κλείσει παραδοσιακά μέτωπα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και να διαμορφώσει όρους ηγεμονίας στην περιοχή. Εχει και βαθιά εμπλακεί στις τοπικές αντιθέσεις όχι ως επιδιαιτητής, όπως επιθυμούσε, αλλά ως μέρος του προβλήματος.
Η «βελούδινη» διπλωματία του Νταβούτογλου
ΜΕΣΑ σ’ αυτό το περιβάλλον και κλίμα πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη Νταβούτογλου στην Αθήνα. Κεντρικό στόχο είχε τη δρομολόγηση των διαδικασιών για την επίλυση του Κυπριακού (χιαστί επαφές) μέχρι την άνοιξη. Παραλλήλως, όμως, αποσκοπεί και στην αναθέρμανση των διαπραγματεύσεων για τα ελληνοτουρκικά. Οι νεοοωθομανοί είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Οι κεμαλιστές είναι φορείς του παραδοσιακού τουρκικού εθνικισμού. Επιδιώκουν να ακυρώσουν ελληνικά διοικητικά και κυριαρχικά δικαιώματα, να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και, εάν βρουν την κατάλληλη ευκαιρία, να επεκταθούν σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Από την πλευρά τους, οι Ερντογάν - Νταβούτογλου δεν βάζουν στη διπλωματική βιτρίνα τους τις επεκτατικές διεκδικήσεις. Ποτέ, όμως, δεν πήραν αποστάσεις από αυτές. Από διπλωματικής απόψεως εμφανίζονται πιο ευέλικτοι. Αποφεύγουν τα κατηγορηματικά «όχι». Προτιμούν να ζητούν υψηλό πολιτικό αντάλλαγμα για να κάνουν το παραμικρό βήμα πίσω.
Ως φορείς της νεοοθωμανικής στρατηγικής, επιχειρούν να καταστήσουν την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκουν να ρυμουλκήσουν σταδιακά την Ελλάδα σε κατάσταση άτυπης δορυφοροποίησης. Για να προωθήσουν τον στόχο τους, υιοθετούν ρητορικά ανοίγματα, δίνοντας έμφαση στην ήπια ισχύ. Τη στρατιωτική πίεση, άλλωστε, την ασκεί παραλλήλως η στρατογραφειοκρατία. Πίσω από την καθησυχαστική δημόσια διπλωματία των νεοοθωμανών παραμένει ο ίδιος σκληρός πυρήνας του τουρκικού επεκτατισμού, έστω κι αν έχουν αλλάξει οι τακτικές και τα πολιτικά εργαλεία. Από τη στιγμή που η διαπραγματευτική ισχύς της βρίσκεται στο ναδίρ, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη πολλαπλώς. Επηρεάζεται ο τρόπος που την αντιμετωπίζει η μεγαλύτερη και ενδυναμωμένη αυτή την περίοδο Τουρκία, η οποία εδώ και δεκαετίες επιδίδεται σ’ έναν διπλωματικό πόλεμο θέσεων. Η συχνά βελούδινη ρητορική των Ερντογάν - Νταβούτογλου δεν αλλάζει τα αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία μπορεί να παρακάμπτει η ρητορική, αλλά λαμβάνει καθοριστικά υπόψη η πραγματική εξωτερική πολιτική. Η ιστορία, άλλωστε, αποδεικνύει ότι η Αγκυρα εκμεταλλεύεται τις στιγμές αδυναμίας της Ελλάδας.
Μία μερίδα των ελληνικών κυρίαρχων ελίτ, εθισμένη στην εξάρτηση και στον πολιτικό μεταπρατισμό, δείχνει διατεθειμένη να αποδεχθεί τη γεωπολιτική πρόσδεση της Ελλάδας και στο άρμα της νεοοθωμανικής Τουρκίας. Η ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων, σε συνδυασμό με την κρίση της ευρωζώνης, ενισχύει αυτή την τάση. Κάποτε το δίλημμα είχε τεθεί με όρους «παπική τιάρα ή τουρκικό φέσι;». Σήμερα, η μετατροπή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό προτεκτοράτο (για την ακρίβεια σε γερμανικό) δεν έρχεται σε αντίφαση με την αποδοχή της γεωπολιτικής εξάρτησης από την Αγκυρα.
του Σταύρου Λυγερού
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ δήλωση Ερντογάν ότι «η Θράκη είναι η ζωντανή ιστορία της Τουρκίας και η εκπρόσωπος του ιστορικού παρελθόντος της στην Ευρώπη» επιβεβαιώνει ότι η ακριτική αυτή περιοχή έχει προτεραιότητα για τους νεοοθωμανούς. Επιδιώκουν να μετατρέψουν την εκεί μουσουλμανική μειονότητα σε γεωπολιτικό έρεισμα, με στόχο την έμμεση πλην σαφή αποσταθεροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Η δήλωση Ερντογάν, όμως, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ούτε το γεγονός ότι στη Θράκη συμπεριέλαβε τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές με σημαντικό ρόλο στα οθωμανικά Βαλκάνια. Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Οκτώβριο είχε προηγηθεί η δήλωσή του (παρουσία των πρωθυπουργών της Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου) ότι «το Κοσσυφοπέδιο είναι Τουρκία»!
Η ρητορική αυτή δεν είναι σκόρπιες κουβέντες. Είναι οργανική συνιστώσα της νεοοθωμανικής στρατηγικής. Πίσω από τον κομψό όρο «στρατηγικό βάθος» κρύβεται η επιδίωξη της Τουρκίας να αναδειχθεί σε κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Οι Ερντογάν και Νταβούτογλου πραγματοποιούν κάθε χρόνο πολλές επισκέψεις, υφαίνοντας ένα δίκτυο σχέσεων και θεσμών συνεργασίας στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο.
Τον Οκτώβριο του 2009, μιλώντας στο Σεράγεβο, ο Νταβούτογλου είχε πει ότι τα Βαλκάνια κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν «πρότυπο συνεργασίας σ’ όλους τους τομείς... Επιθυμούμε μια νέα Βαλκανική, που θα θεμελιώνεται στις πολιτικές αξίες, στην οικονομική αλληλεξάρτηση, στη συνεργασία και στην πολιτιστική αρμονία. Ολα αυτά εξασφαλίζονταν στα οθωμανικά Βαλκάνια... Εμείς θα αναβιώσουμε την εποχή αυτή. Τα οθωμανικά Βαλκάνια ήταν μια επιτυχημένη ιστορία και τώρα πρέπει να αναγεννηθούν».
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δεν είναι αφελής για να οραματίζεται την αναγέννηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως θεωρητικός του νεοοθωμανισμού οραματίζεται και ως υπουργός Εξωτερικών προσπαθεί να οικοδομήσει ένα περιφερειακό σύστημα, στο κέντρο του οποίου και σε ρόλο ηγεμόνα θα είναι η Τουρκία. Για να προωθήσει αυτήν τη στρατηγική, εξιδανικεύει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την παρουσιάζει σαν καθοριστικό και ρυθμιστικό παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης της ευρύτερης περιοχής. Στην πραγματικότητα, επενδύει με ιδεολογικό - ιστορικό περίβλημα γεωπολιτικούς στόχους.
Ο Νταβούτογλου προβάλλει την Τουρκία σαν παράγοντα (σχετικής) ενοποίησης του μεταοθωμανικού χώρου. Σε ομιλία του προς τους Τούρκους πρέσβεις έχει υπογραμμίσει: «Η Τουρκία προχωράει στη διαμόρφωση σχέσεων ενοποίησης με τους γείτονές της... Μοιραζόμαστε την ίδια κουλτούρα... Κανείς να μη σκέφτεται πως, επειδή κάποιος σχεδίασε εκεί ένα σύνορο, τα σύνορα θα είναι μόνιμα». Με βάση τον εξωραϊσμό της κοινής ιστορίας επιχειρεί να συνθέσει ένα είδος μεταοθωμανικής ταυτότητας, στο κέντρο της οποίας είναι η μουσουλμανική κουλτούρα.
Η νεοοθωμανική ρητορική δεν προκαλεί αντιδράσεις μόνο στις γειτονικές χώρες, όπως συνέβη στο Κοσσυφοπέδιο, στην Αλβανία και τις προηγούμενες ημέρες στην Ελλάδα. Με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώνει έντονη κριτική και εντός Τουρκίας κι όχι μόνο από κεμαλιστές. Οι επικριτές θεωρούν το νεοοθωμανικό δόγμα όχι απλώς γεωπολιτικά οράματα, αλλά ισλαμικές φαντασιώσεις που έχουν βλάψει τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα.
Η νεοθωμανική διπλωματία με τίτλο «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» ήταν ένα όχημα για προβολή ήπιας ισχύος, για διαπραγματεύσεις από πλεονεκτική θέση και τελικώς για διευθετήσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στην Τουρκία να αναδειχθεί σε ηγεμόνα στον μεταοθωμανικό χώρο. Η διπλωματία αυτή τελικώς έχει βαλτώσει. Η Αγκυρα δεν απέτυχε μόνο να κλείσει παραδοσιακά μέτωπα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και να διαμορφώσει όρους ηγεμονίας στην περιοχή. Εχει και βαθιά εμπλακεί στις τοπικές αντιθέσεις όχι ως επιδιαιτητής, όπως επιθυμούσε, αλλά ως μέρος του προβλήματος.
Η «βελούδινη» διπλωματία του Νταβούτογλου
ΜΕΣΑ σ’ αυτό το περιβάλλον και κλίμα πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη Νταβούτογλου στην Αθήνα. Κεντρικό στόχο είχε τη δρομολόγηση των διαδικασιών για την επίλυση του Κυπριακού (χιαστί επαφές) μέχρι την άνοιξη. Παραλλήλως, όμως, αποσκοπεί και στην αναθέρμανση των διαπραγματεύσεων για τα ελληνοτουρκικά. Οι νεοοωθομανοί είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Οι κεμαλιστές είναι φορείς του παραδοσιακού τουρκικού εθνικισμού. Επιδιώκουν να ακυρώσουν ελληνικά διοικητικά και κυριαρχικά δικαιώματα, να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και, εάν βρουν την κατάλληλη ευκαιρία, να επεκταθούν σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Από την πλευρά τους, οι Ερντογάν - Νταβούτογλου δεν βάζουν στη διπλωματική βιτρίνα τους τις επεκτατικές διεκδικήσεις. Ποτέ, όμως, δεν πήραν αποστάσεις από αυτές. Από διπλωματικής απόψεως εμφανίζονται πιο ευέλικτοι. Αποφεύγουν τα κατηγορηματικά «όχι». Προτιμούν να ζητούν υψηλό πολιτικό αντάλλαγμα για να κάνουν το παραμικρό βήμα πίσω.
Ως φορείς της νεοοθωμανικής στρατηγικής, επιχειρούν να καταστήσουν την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκουν να ρυμουλκήσουν σταδιακά την Ελλάδα σε κατάσταση άτυπης δορυφοροποίησης. Για να προωθήσουν τον στόχο τους, υιοθετούν ρητορικά ανοίγματα, δίνοντας έμφαση στην ήπια ισχύ. Τη στρατιωτική πίεση, άλλωστε, την ασκεί παραλλήλως η στρατογραφειοκρατία. Πίσω από την καθησυχαστική δημόσια διπλωματία των νεοοθωμανών παραμένει ο ίδιος σκληρός πυρήνας του τουρκικού επεκτατισμού, έστω κι αν έχουν αλλάξει οι τακτικές και τα πολιτικά εργαλεία. Από τη στιγμή που η διαπραγματευτική ισχύς της βρίσκεται στο ναδίρ, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη πολλαπλώς. Επηρεάζεται ο τρόπος που την αντιμετωπίζει η μεγαλύτερη και ενδυναμωμένη αυτή την περίοδο Τουρκία, η οποία εδώ και δεκαετίες επιδίδεται σ’ έναν διπλωματικό πόλεμο θέσεων. Η συχνά βελούδινη ρητορική των Ερντογάν - Νταβούτογλου δεν αλλάζει τα αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία μπορεί να παρακάμπτει η ρητορική, αλλά λαμβάνει καθοριστικά υπόψη η πραγματική εξωτερική πολιτική. Η ιστορία, άλλωστε, αποδεικνύει ότι η Αγκυρα εκμεταλλεύεται τις στιγμές αδυναμίας της Ελλάδας.
Μία μερίδα των ελληνικών κυρίαρχων ελίτ, εθισμένη στην εξάρτηση και στον πολιτικό μεταπρατισμό, δείχνει διατεθειμένη να αποδεχθεί τη γεωπολιτική πρόσδεση της Ελλάδας και στο άρμα της νεοοθωμανικής Τουρκίας. Η ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων, σε συνδυασμό με την κρίση της ευρωζώνης, ενισχύει αυτή την τάση. Κάποτε το δίλημμα είχε τεθεί με όρους «παπική τιάρα ή τουρκικό φέσι;». Σήμερα, η μετατροπή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό προτεκτοράτο (για την ακρίβεια σε γερμανικό) δεν έρχεται σε αντίφαση με την αποδοχή της γεωπολιτικής εξάρτησης από την Αγκυρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου