Νέα Πολιτική
* Περιοδικό Νέα Πολιτική, τεύχος Β4
του Νέστορα Ε. Κουράκη
Το πρόβλημα
Εάν επιχειρήσει κανείς να διερευνήσει
τους βαθύτερους παράγοντες που οδήγησαν στην σημερινή κρίση των χωρών της
Ευρώπης, θα διαπιστώσει ότι η κρίση αυτή ανάγεται κυρίως στο οξύτατο πρόβλημα
ανταγωνιστικότητας που άρχισε να εμφανίζεται στην Ευρώπη κατά την δεκαετία του
’90. Μία δεκαετία που συμβαδίζει με την τότε επισυμβάσα κατάρρευση του
λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, την διεθνοποίηση του εμπορίου, την αυξανόμενη
ισχύ των πολυεθνικών εταιρειών και την ενίσχυση του ρόλου διεθνών οικονομικών
ιδρυμάτων, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα και το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την «απελευθέρωση» των
διεθνών συναλλαγών, στο πλαίσιο της αρχόμενης τότε οικονομικής παγκοσμιοποίησης1.
Υπό τις νέες αυτές συνθήκες, η Ευρώπη
άρχισε, λοιπόν, βαθμιαία να υπολείπεται σε ανταγωνιστική ισχύ για προϊόντα που
σε άλλες περιοχές του κόσμου (ιδίως στις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες,
όπως η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία και η Ρωσσία) μπορούσαν να παρασκευάζονται
-λόγω των χαμηλών ημερομισθίων- στο 1/2 ή και 1/3 της αντίστοιχης ευρωπαϊκής
τους τιμής. Μάλιστα, το πρόβλημα αυτό της ανταγωνιστικότητας έγινε πολύ
δραματικώτερο σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου (και εδώ, εκτός από την Ελλάδα, την
Πορτογαλία και την Ισπανία, μπορούν να περιληφθούν επίσης η Ιταλία και εν μέρει
η Γαλλία), καθώς οι δομές των χωρών αυτών δεν επέτρεπαν –και, κατά το μάλλον ή
ήττον, δεν επιτρέπουν ακόμη- την παραγωγή προϊόντων εξελιγμένης και καινοτόμου
τεχνολογίας, ικανών να αντέξουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Η χώρα μας είχε την ατυχία να είναι η
πρώτη που επλήγη από τα απόνερα της οικονομικής κρίσης2, όταν αυτή εκδηλώθηκε
στις ΗΠΑ με την κατάρρευση της τράπεζας Lehman Brothers Holdings Inc., τον
Σεπτέμβριο του 20083.
Υπήρξε έτσι και η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα
στην οποία επιχειρήθηκε να εφαρμοσθεί μια «πρόχειρη», όπως χαρακτηρίσθηκε4,
συνταγή μνημονιακής λιτότητας, που επικεντρώθηκε προ πάντων σε μια μονόδρομη
δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς κάν να περιληφθεί στην «συνταγή» αυτήν μία
ρήτρα ανάπτυξης, που θα επέτρεπε να διατηρηθεί η οικονομία σε ρυθμούς αύξησης
του ΑΕΠ άνω του 0%. Αποτέλεσμα, μία ολέθρια ύφεση, που μας ταλανίζει ακόμη και
που, πέραν όλων των άλλων, εξαναγκάζει τους νέους μας, το πιο δηλαδή ζωτικό
κομμάτι της κοινωνίας μας, να οδεύουν κατά χιλιάδες στο εξωτερικό ή να
περιφέρονται στην χώρα τους ως άνεργοι και χωρίς προοπτική.
Ήδη ο ανωτέρω εντοπισμός των
γενικώτερων παραγόντων που εξώθησαν την χώρα μας σε αυτήν την μοιραία πορεία,
οδηγεί σε δύο βασικά συμπεράσματα και, συνακόλουθα, δίνει το στίγμα της
εναλλακτικής οικονομικής στρατηγικής η οποία, σε συμφωνία με τους εταίρους μας,
θα μπορούσε να επιδιωχθεί. Mια τέτοια στρατηγική θα είχε, όπως πιστεύω, δύο
κατευθύνσεις, μια γενικώτερη σε σχέση με την Ευρώπη, και μια ειδικώτερη σε
σχέση με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα:
Στρατηγικές επιλογές
σε επίπεδο ενιαίας Ευρώπης
Πρώτο συμπέρασμα και κατεύθυνση:
μόνον μία ενιαία –πολιτικά, οικονομικά αλλά και πολιτιστικά5- Ευρώπη θα
ήταν σε θέση να επιβιώσει και να πάει μπροστά μέσα στο σύγχρονο αδυσώπητο
περιβάλλον ανταγωνισμού6, απέναντι σε υπερδυνάμεις όπως η Κίνα, η Ρωσσία ή και
οι ΗΠΑ. Όμως, αυτή η ενιαία Ευρώπη θα προϋπέθετε να δημιουργηθεί μία νέα
αντίληψη για τα ευρωπαϊκά πράγματα, μια αντίληψη ενότητας των λαών της που θα
βασίζεται, κατά την ορολογία του Χρ. Γιανναρά7, όχι στην ιδέα της
ατομοκεντρικής χρησιμοθηρίας, αλλά σε αυτήν του κοινωνιοκεντρικού
«κοινωνείν-αληθεύειν», με κυριώτερες αποκρυσταλλώσεις, κατά την γνώμη μου, τις
ιδέες της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο
και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ως χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του
πνεύματος αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας θα μπορούσε να αναφερθεί η οικονομική
ενίσχυση άνω του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ, την οποία διέθεσε η τότε Δυτική
Γερμανία για την ανόρθωση της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας μετά την
επανένωση των δύο αυτών κρατών το 19908. Βέβαια, η εν λόγω οικονομική ενίσχυση
αφορούσε την επανένωση δύο κρατών που αποτελούν ενιαίο έθνος και, ίσως, στην
περίπτωση της Ευρώπης, διασπασμένης σε πληθώρα εθνών, να μην παρατηρείται η
ίδια προθυμία ενίσχυσης των οικονομικά ασθενέστερων από αυτά. Ωστόσο, η
οικονομική και πολιτική κραταίωση της Γερμανίας μετά την ενοποίησή της συνιστά,
πιστεύω, ένα απτό παράδειγμα του πώς θα μπορούσε να γίνει και η Ευρώπη, εάν
ακολουθούσε ένα παρόμοιο δρόμο αλληλεγγύης. Και ασφαλώς η αλλαγή της υπάρχουσας
(ίσως αρνητικής) νοοτροπίας απέναντι στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης
θα συντελείτο πολύ ευκολώτερα και ταχύτερα, εάν οι ηγέτες των οικονομικά
ισχυρών κρατών της Ευρώπης ετίθεντο στην πρωτοπορία μιας τέτοιας αλλαγής,
δίνοντας στους πολίτες τους το μήνυμα ότι μόνον έτσι η Ευρώπη μπορεί να
γίνει πραγματικά ανταγωνιστική. Άλλωστε, η ενίσχυση της αντίθετης τάσης του
λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού όχι μόνον θα οδηγούσε την Ευρώπη σε αποσάθρωση και
οικονομική/ πολιτική διάλυση, αλλά και θα ενδυνάμωνε ακροδεξιές και
ακροαριστερές τάσεις που, ως γνωστόν, αρνούνται την Ευρώπη και, εν τέλει, υπονομεύουν
την δημοκρατία.
Εν προκειμένω, πέρα από την όποια
βοήθεια θα μπορούσαν να δώσουν οι βορειοευρωπαϊκές χώρες (κυρίως αυτές των
οποίων η πιστοληπτική ικανότητα βαθμολογείται με ΑΑΑ, π.χ. η Γερμανία, η
Ολλανδία, η Φινλανδία) προς τις νοτιοευρωπαϊκές (π.χ. αναδιάρθρωση ή «κούρεμα»
του δημοσίου χρέους9, «αμοιβαιοποίηση» ενός μέρους, έστω, αυτού του χρέους10,
συνέχιση/ διεύρυνση της στήριξης εθνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα11), χρήσιμο θα ήταν κυρίως να εξετασθεί η καθιέρωση ενός ευρώ δύο
ταχυτήτων, όπως αντίστοιχα υπάρχει το renminbi μεταξύ Κίνας και της κινεζικής
πόλης του Χονγκ Κονγκ. Με ένα τέτοιο ευέλικτο νόμισμα, οι νοτιοευρωπαϊκές
χώρες, υιοθετώντας κοινό μεταξύ τους βηματισμό, θα είχαν την δυνατότητα να
υποτιμήσουν το νόμισμά τους έως ένα ποσοστό π.χ. 20% και να καταστούν,
επομένως, περισσότερο ανταγωνιστικές12, όπως είχε συμβεί για ορισμένες από
αυτές και στο παρελθόν, πριν από την είσοδό τους στην Ευρωζώνη.
Αυτονόητο είναι ότι τέτοιου είδους
μέτρα, χωρίς να επιβαρύνουν κατ’ ανάγκην τους φορολογούμενους των
βορειοευρωπαϊκών χωρών, θα ήταν ωστόσο σε θέση να δημιουργήσουν το πλαίσιο για
μιαν ανταγωνιστικώτερη και ευρυθμώτερη λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας στο
σύνολό της, αλλά και για την πολιτική/ πολιτιστική της ενοποίηση.
Στρατηγικές επιλογές
σε επίπεδο Ελλάδας
Δεύτερο συμπέρασμα και κατεύθυνση: ειδικώτερα
όσον αφορά την χώρα μας, πέρα από την προαναφερθείσα συνολική ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών, με έμφαση στην χαλάρωση του
ασφυκτικού νομισματικού πλαισίου που έχει επιβληθεί στις νοτιοευρωπαϊκές
οικονομίες, θα μπορούσε να προωθηθεί και η εξής ιδέα13. Να συμφωνηθεί δηλαδή με
τους δημόσιους πιστωτές του χρέους της ότι τα ποσά που προορίζονται για
αποπληρωμή τους θα κατατίθενται σε ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Ανάπτυξη της
Ελλάδας», μέσω του οποίου θα χρηματοδοτούνται επενδυτικά σχέδια για την
οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας σε τομείς όπως οι υποδομές, το
αγρο-διατροφικό πλέγμα, η εκπαίδευση και η τοπική ανάπτυξη. Εύλογο είναι,
βέβαια, ότι η χρηματοδότηση αυτή θα γίνεται υπό καθεστώς πλήρους ανταγωνισμού
και αυστηρής παρακολούθησης από ειδικά ελεγκτικά όργανα των επιμέρους σταδίων
αυτών των επενδυτικών σχεδίων.
Εν είδει επιλόγου…
Ίσως η συζήτηση για τις δύο ανωτέρω
στρατηγικές επιλογές να είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ επίκαιρη, ως
επιβεβαίωση για την προαλειφόμενη επίτευξη από την χώρα μας ενός πρωτογενούς
πλεονάσματος, αλλά και ως ελάχιστη ηθική ικανοποίηση για τις θυσίες στις οποίες
υποβληθήκαμε όλοι οι Ελληνες, ώστε να καλύψουμε το δραματικό έλλειμμα των 24
δις. ευρώ που μας κληροδότησαν οι πρωθιερείς του σύγχρονου πελατειακού κράτους.
* Περιοδικό Νέα Πολιτική, τεύχος Β4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου