Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

ΕΡΜΗΝΕΙΑ του ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ (Ο φωτογράφος του Χωριού)*

Το Ραφείο


Ο φωτογράφος του χωριού είναι μία λαογραφική τηλεοπτική σειρά που προβλήθηκε από την ΕΡΤ την περίοδο 1977-1978. Στο παρόν επεισόδιο ο Παπά-Τσιάφης (Τάσος Λέρτας) ερμηνεύει το ευαγγέλιο των Χριστουγέννων με δικά του λόγια. Επιχειρεί μια εκλαϊκευμένη μετάφραση με λαογραφικά και χιουμοριστικά στοιχεία.

Τελειώνοντας λοιπόν ο Παπά-Τσιάφης το ευαγγέλιο αρχίζουν οι ψάλτες το απολυτίκιο:

Παπά-Τσιάφης: -Σταματήστε.

Ψάλτες: -..την παρθενίαν εφύλαξας…


Παπά-Τσιάφης:  -Δεν ακούτε ρε ψαλτάδες; Σταματήστε.


Γέρος εκ του ποιμνίου(με αγωνία): -Τρέχει τίποτα παπά μου;


Γριά εκ του ποιμνίου(σταυροκοπιέται): -Βοήθα Παναγιά μου.

Παπά-Τσιάφης: -Επειδής δε λογιόμαστε όλοι με γράμματα, δηλαδής δεν είμαστε ούλοι γραμματιζούμενοι, κι επειδής ο κάθε Μήτρος κι ο κάθε Κίτσος κι ο πάσα χωραφιάρης και γελαδάρης δε νογάει από βαριά Γραφή ύστερις από το ανάγνωσμα του Ευαγγελίου θ’ ακούσετε τώρα και το ξήγημα.

Ποίμνιο: -Εφτούνος είναι παπάς!

Γέρος εκ του ποιμνίου: -Φαίνεται πως του κόβει.

Πρόεδρος: -Εμ, τον έχω γείτονα.

Παπά-Τσιάφης: -Σαν τ’ απόψε που μολογιόμαστε, εδώ στην Αψηλή Ραχούλα, η Μεγαλόχαρη γέννησε τον γιό της μέσα σ’ ένα αχούρι με γελάδια. Χου το’ να γελάδι, χου τ’ άλλο δεν άφηκαν τον Χριστό να πουντιάσει. Όμως στο βασίλειο εκείνο, που η Μεγαλόχαρη έγινε λεχώνα, κουμάντο έκανε ένας βερέμης, ένας σουρτούκης, ένας λυκοτόμαρος να πούμε που τον λέγαν Ηρώδη. Λοιπόν αυτός ο σουρτούκης μαζώνει ούλους τους χωροφυλάκους και τους δίνει ορμήνεμα να πιάσουν ούλα τα φασκιωμένα και να τα σφάξουν. Με την σειρά τους και του λόγου τους αρπάνε από’ να μαχαίρι και πηλαλάν μέσα στον κόσμο. Χρατς από’ δω, χρατς από’ κει δεν άφησαν βυζαρούδι για βυζαρούδι να ματασκούξει. Μονοβραδύς και μονομερίς ξεπάστρεψαν ούλα τα κούτσικα. Όπως ας πούμε τον μπέμπη της Τασιώς (δείχνει την Τασιώ) που πέρασαν έξι μήνες και δε λέει να το βαφτίσει ακόμα. Ή όπως την τσούπρα της Κοντύλως (δείχνει την Κοντύλω) που πήγε τις προάλλες και την βάφτισε κάτω στην Μεσσαριά(δηλ. σ’ άλλη ενορία). Ή όπως τα διπλαρόνια(δίδυμα) της Μαλέσαινας(ομοίως την δείχνει) που τα διάβασα τις προάλλες και δεν μου’ κανε πληρωμή. Κι ένα σωρό άλλα που δεν μετριούνται και δεν μολογιούνται. 14.000 έσφαξαν οι αναθεματισμένοι μέσα σε μια μέρα.

Γριά εκ του πομνίου : -Α, τις κερατάδις.

Γέρος εκ του ποιμνίου: -Τι κερατάδις, φονιάδις.

Άλλη γρια εκ του ποιμνίου:-Κατάρα κι οργή δεν τους πιάνει;

Παπά-Τσιάφης: -Μωρέ σκέτο κατράμι θέλουν αυτοί. Όμως ο Θεός που κάνει το μεγάλο κουμάντο ευθύς δίνει χαμπέρι ενός αγγέλου κι αυτός πηλαλάει μονοφυσίς και  πάει και τσουγκράει τον Ιωσήφ πάνω στον ύπνο του: «Ιωσήφ, Ιωσήφ» του γροικάει. «Τι’ ναι ορέ;», συγχύστηκε  ο Ιωσήφ που του χάλασε το ξαπόσταμα. «Είπε ο Θεός να τα μαζώξεις γλήγορα και να λακήσεις από’ δω. Το και το θα γίνει». Κι ως που να πεις κεφαλοτύρι κάνει κατά πάνω ο Ιωσήφ και γυροφέρνει τον τόπο. Τον τρώει το μέσα του για την Μεγαλόχαρη. Και μόλις τινιάζεται μπροστά του την τσουγκράει. «Κυρά, ξύπνα για θα μας σφάξουν ούλους». Παίρνει τρομάρα η Μεγαλόχαρη και βάνει φωνή, «Παναγία μου!» και τινάζεται ένα μπόι απάνου, απ’ το φόβο της για το γιό της. Στερνότερα πήραν τον ντορό τους τα πράγματα κι έστρωσαν κάπως. Ο Ιωσήφ καπιστρώνει ένα γομάρι και βάνει την λεχώνα απάνου και το γιό της και πήραν την μια στράτα, κατέβηκαν την άλλη, πέρασαν κι απ’ τα δικά τους τα παραδρόμια και πήγαν στην ευχή του Θεού ή όπως λέμε σε άλλο στανοτόπι.

Νέος εκ του ποιμνίου: -Τσοπάνηδες ήταν παπά;

Παπά-Τσιάφης: -Έτσι λες εσύ ρε, που δε σου κόβει.

Γέρος εκ του ποιμνίου: -Έχει κι άλλο παπά;

Παπά-Τσιάφης: -Έχει κάτι στερνό κι αποσώνω. Το λοιπόν ήμασταν σε κείνο το μεγάλο φευγιό που κάμαν. Ο Ιωσήφ, η Μεγαλόχαρη, ο Χριστός και το γομάρι. Κι από πίσω οι χωροφυλάκοι όλο και σφάζανε. Χρατς από’ δω, χρατς από’ κει. Δεν μολογάει η Γραφή πόσοι γινήκανε οι σκοτωμένοι. Όμως και 50.000 να ήτανε κι 100 το πολύ, μια φορά του Ηρώδη δεν έγινε το δικό του. Κι όχι μόνο δεν έσφαξε τον Χριστούλη μας αλλά μήτε το βρακί του δεν είδε!




Για όλο το επεισόδιο:

* Ο φωτογράφος του χωριού είναι μία λαογραφική τηλεοπτική σειρά που προβλήθηκε από την ΕΡΤ την περίοδο 1977-1978. Προβλήθηκε σε 16 αυτοτελή επεισόδια των 25 λεπτών και ήταν παραγωγή του Γιάννη Παναγιωτόπουλου. Η σειρά βασιζόταν στη σειρά ομόνυμων διηγημάτων του Γιώργου Καραμάνου και θεωρείται η πρώτη τηλεοπτική σειρά του είδους της επαρχιακής ηθογραφίας.[1] Το σίριαλ θεωρείται πολύ επιτυχημένο.[2] Η σειρά θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία του Νάσου Κέδρακα, ο οποίος ενσάρκωνε τον φωτογράφο, αν και είχε παίξει σε περισσότερες από 200 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.[3]

Υπόθεση σειράς

Η υπόθεση της σειράς εκτυλίσσεται σε ένα ερημωμένο από τη μετανάστευση ελληνικό χωριό του Παρνασσού, τη Βάργιανη. Ο φωτογράφος του χωριού είχε ξενιτευτεί στην Αμερική με τον πατέρα του, αλλά σύντομα επέστρεψε στον τόπο του αφού δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στους ρυθμούς δουλειάς εκεί. Στο χωριό ασχολείται με το μεράκι του, ως φωτογράφος, αλλά και ως καπνοκαλλιεργητής προκειμένου να τα βγάλει πέρα. Πολλοί από τους συγχωριανούς του, αλλά και άλλοι από τα γειτονικά χωριά, τον επισκέπτονται για φωτογράφηση, ενώ η προσωπική τους ιστορία γίνεται το θέμα κάθε επεισοδίου.

ΣΗΜ: Οι φωτογραφίες είναι του Κώστα Μπαλάφα


Επιμέλεια: το ραφτάκι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου