Ελεύθερη Λαϊκή Αντιστασιακή Συσπείρωση
Nexus, Οκτώβριος 2012
Ξεχείλιζε από ανακρίβειες και μισές αλήθειες η αναφορά στην Ελλάδα και την μεταπολεμική Γερμανία του Χανς Βέρνερ Σιν σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε αρχικά στην γαλλική Λε Μοντ και στη συνέχεια στα Νέα (14 Αυγούστου 2012) με τίτλο, «Η Γερμανία και η Κρίση, Οι αδυσώπητοι αριθμοί και οι οδυνηρές λύσεις». Ανέφερε κατά λέξη ο πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Δημόσιων Οικονομικών και καθηγητής Οικονομίας και Δημόσιων Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, που τον έχουμε ακούσει πολλές φορές να επιχειρηματολογεί γιατί η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την ζώνη του ευρώ: «Η Γερμανία είναι ακόμη και σήμερα ευγνώμων για το σχέδιο Μάρσαλ. Μέσα σε μερικά χρόνια έλαβε από αυτό το σχέδιο βοήθεια που άλλοι εκτιμούν στο 2% και άλλοι στο 5% του ΑΕΠ μιας και μόνο χρονιάς. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η διαγραφή του γερμανικού εξωτερικού χρέους, όπως προβλεπόταν στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την διάλυση της γερμανικής βιομηχανίας, ακόμη και από τις δυτικές χώρες, το συνολικό ποσό του χρέους που διαγράφηκε, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου Μάρσαλ, ανερχόταν στο 22% του γερμανικού ΑΕΠ. Η Ελλάδα έχει λάβει συνολική εξωτερική βοήθεια ύψους 460 δισ. ευρώ, ισοδύναμο του 214% του ΑΕΠ της, άρα δεκαπλάσια εκείνης που έλαβε η Γερμανία χάρη στο σχέδιο Μάρσαλ. Το ένα τέταρτο της βοήθειας αυτής, κάπου 115 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί με τουλάχιστον 10 σχέδια Μάρσαλ, το εισέφερε το Βερολίνο».
Περισσότερα ψεύδη δεν θα μπορούσαν να υπονοηθούν σε ένα τόσο μικρό κείμενο. Πρακτικά ο Σιν, γνωστός για τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει ωφεληθεί από τους πιστωτές της (με προεξάρχουσα μάλιστα την Γερμανία) πολύ περισσότερο απ’ ότι ωφελήθηκε η Γερμανία με την Συμφωνία του Λονδίνου, του 1953. Στην πραγματικότητα το μεταπολεμικό της θαύμα η Γερμανία το οφείλει, πέρα από τους μετανάστες, στην διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους της, κατόπιν πρωτοβουλίας των δυτικών χωρών. Η Γερμανία επομένως είναι η τελευταία χώρα που έπρεπε να μιλάει για την ανάγκη τήρησης των υποχρεώσεων απέναντι στους πιστωτές!
Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την Συμφωνία του Λονδίνου που υπογράφτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 κι η οποία αποτελεί υπόδειγμα ευνοϊκής αντιμετώπισης οφειλέτριας χώρας από τους πιστωτές της. Μακάρι μάλιστα να μοιραζόντουσαν την ίδια τύχη κι άλλες χώρες έκτοτε, μεταξύ αυτών κι η Ελλάδα… Καθοριστική σημασία για να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο της Συμφωνίας, γιατί δηλαδή οι νικητές του Πολέμου που τόσο είχαν υποφέρει από την γερμανική θηριωδία την δεκαετία του ’40 στάθηκαν απέναντί της τόσο θετικά χωρίς ίχνος ρεβανσισμού, έχει ένα ιστορικό προηγούμενο. Επίσης καθοριστική σημασία για να ερμηνεύσουμε την στάση των «συμμάχων» έχει και το γεωπολιτικό περιβάλλον της εποχής.
Συνθήκη των Βερσαλλιών
Το ιστορικό προηγούμενο που επηρέασε τις αποφάσεις των συνέδρων ήταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 1919, πέντε ακριβώς χρόνια μετά την δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου που έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την Συνθήκη των Βερσαλλιών τερματίστηκε κι επίσημα. Συνοδεύτηκε ωστόσο από πολλές ισχυρές διαφωνίες. Σημαντικότερη εξ αυτών ήταν η αντίρρηση που είχε εκφράσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, μέλος τότε της βρετανικής αποστολής που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Οι απόψεις του αποκρυσταλλώθηκαν στο σπουδαίο βιβλίο του, Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, το οποίο συνάντησε τεράστια εμπορική επιτυχία με αποτέλεσμα σήμερα να μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι απόψεις που εξέφραζε κάθε άλλο παρά περιθωριακές μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήταν όμως αδιαμφισβήτητα αιρετικές. Σε πολύ αδρές γραμμές αποδοκίμαζαν τους όρους που επέβαλλαν στο ηττημένο Βερολίνο (από εδαφικές παραχωρήσεις, μέχρι οικονομικές αποζημιώσεις) με το επιχείρημα ότι έτσι δεν διασφαλίζεται η ευημερία των Γερμανών κι ως αποτέλεσμα της ανέχειας και της εθνικής ταπείνωσης αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε σε νέες περιπέτειες, λόγω ακριβώς της συνθήκης ειρήνης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι πολύ χαρακτηριστικό των απόψεών του και πολύ χρήσιμο για ευρύτερα συμπεράσματα:
«Η πολιτική του υποβιβασμού της Γερμανίας σε υποτέλεια για μια γενιά, της υποβάθμισης της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων και της αποστέρησης ενός ολόκληρου έθνους από την ευτυχία θα έπρεπε να είναι αποκρουστική και απεχθής, ακόμη κι αν ήταν δυνατή, ακόμη κι αν πλούτιζε εμάς, ακόμη κι αν δεν έσπερνε την παρακμή σε ολόκληρο τον πολιτισμένο βίο της Ευρώπης. Μερικοί την κηρύττουν εις το όνομα της δικαιοσύνης. Στα μεγάλα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, στο ξετύλιγμα των πολύπλοκων πεπρωμένων των εθνών, η δικαιοσύνη δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Και αν ήταν, τα έθνη δεν είναι εξουσιοδοτημένα, από τη θρησκεία ή από τα φυσικά ήθη, να πλήττουν τα παιδιά των εχθρών τους με τα αδικήματα των γονιών ή των κυβερνητών τους».
Δεν περνούν απαρατήρητες οι ομοιότητες των όσων περιγράφει ο Κέινς με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα. Θα επανέλθουμε όμως…
Σημασία έχει ότι η πορεία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ακόμη κι αν οι απαιτήσεις των συμμάχων δεν ήταν η αποκλειστική αιτία για την άνοδο του Ναζισμού, δικαίωσε τις αιτιάσεις του βρετανού οικονομολόγου. Κανείς την επομένη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου δεν μπορούσε να παραβλέψει τις αρνητικές εμπειρίες της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Πολύ περισσότερο που στην κρίση των νικητών βάραινε κι ο νέος χάρτης που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη.
Ψυχρός πόλεμος
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες που άφησε πίσω της η ήττα του Ναζισμού με την δημιουργία του μπλοκ του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν άφηναν κανένα περιθώριο για πειραματισμούς, σε ό,τι αφορά το μέλλον και τον ρόλο της Γερμανίας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία όφειλε να είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του υπαρκτού καπιταλισμού. Επίσης όφειλε να αποτελεί πόλο έλξης, με ένα επίπεδο ζωής ζηλευτό. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αν η μεταπολεμική Γερμανία έπρεπε να αποζημιώσει τις χώρες που ερήμωσε. Αυτό λοιπόν το πλαίσιο (αρνητικό προηγούμενο Συνθήκης Βερσαλλιών και επαυξημένη χρησιμότητα της Γερμανίας στη νέα κι εν πολλοίς απρόβλεπτη εποχή σκληρών διακρατικών ανταγωνισμών που ξημέρωνε) προσδιόρισε το περιεχόμενο της Συνθήκης κι ότι η Ομοσπονδιακή Γερμανία θα ‘πεφτε στα χαμηλά.
Πριν δούμε τους όρους της Συμφωνίας του Βερολίνου, αξίζει να σταθούμε και σε μια ακόμη λεπτομέρεια που ελάχιστα προβάλλεται από την επίσημη βιβλιογραφία. Επικεφαλής της γερμανικής αποστολής ήταν ο Χέρμαν Γιόσεφ Αμπς (1901-1994). Ιερό τέρας του τραπεζικού τομέα της Γερμανίας κατά τη διάρκεια όλου σχεδόν του 20ου αιώνα, καθώς ακόμη κι όταν είχε για τα καλά πατημένα τα ’80 του, συμμετείχε σε πολλά ΔΣ εταιρειών στα οποία η τράπεζα η οποία ταυτίστηκε μαζί της, η Deutsche Bank, διατηρούσε συμμετοχές. Και δεν μιλούμε για μικρές εταιρείες, αλλά για την Lufthansa, την Daimler Benz, την Siemens, την εταιρεία σιδηροδρόμων, κ.λπ. Η παρουσία του ήταν τόσο πληθωρική ώστε όταν το 1965 ψηφίστηκε νόμος, βάσει του οποίου απαγορευόταν σε ένα πρόσωπο να συμμετέχει σε ΔΣ άνω των δέκα εταιρειών, υπήρξε σαφής εξαίρεση για τον Άμπς! Κυκλοφορούσε μάλιστα κι ένα ανέκδοτο για το πρόσωπό του, χαρακτηριστικό του συγκεντρωτικού τρόπου με τον οποίο εργαζόταν: Όταν μετά τον θάνατό του πήγε στον παράδεισο κι είδε το οικονομικό χάος που επικρατούσε, προσφέρθηκε να βάλει μια τάξη με την εκπόνηση ενός σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης. Η εφαρμογή του όμως δεν προχώρησε γιατί κανένας Αρχάγγελος δεν μπορούσε να αναλάβει να πείσει τον Ύψιστο ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο της νεοσυσταθείσας «Παράδεισος ΑΕ» θα έχει τη θέση του αντιπροέδρου…
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη όψη του τραπεζίτη Αμπς που είναι πολύ πιο γκρίζα και απεχθής, καθώς είχε κατηγορηθεί για ταμίας του Χίτλερ! Η συμμετοχή του στη διοίκηση της Deutsche Bank ξεκίνησε από το 1937 χωρίς να γνωρίσει κανένα διάλλειμα την περίοδο που η Γερμανία σκορπούσε τον τρόμο στην Ευρώπη. To 1940 μάλιστα ανέλαβε πρόεδρος της Deutsche Bank η οποία στήριζε ποικιλοτρόπως το ναζιστικό καθεστώς εντός της Γερμανίας και τη ναζιστική κατοχή στις χώρες της Ευρώπης. Γι αυτό τον λόγο και μεταπολεμικά ο Άμπς βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ερήμην από δικαστήριο της Γιουγκοσλαβίας για συμμετοχή σε ναζιστικά εγκλήματα. Ενώ ένας άλλος τίτλος «τιμής» δηλωτικός της δημοκρατικής του ευαισθησίας ήταν η παρασημοφόρησή του το 1960 από τον ισπανό δικτάτορα Φράνκο… Αυτός λοιπόν ο Ναζί εκπροσώπησε την Γερμανία στις διαπραγματεύσεις για τα χρέη της, που στο μεταξύ είχε γίνει και σύμβουλος του πρώτου μεταπολεμικού καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, και καθόλου χωρίς σημασία δεν είναι το γεγονός ότι αυτόν αποδέχτηκαν οι Δυτικοί στις διαπραγματεύσεις… Εάν επομένως κάποιος περίμενε η μεταπολεμική Γερμανία να εκφράσει αισθήματα συμπόνιας ή να διακατέχεται από ένα αίσθημα απόδοσης δικαιοσύνης απέναντι στα θύματα του Χιτλερισμού, απλώς δεν έχει καταλάβει πόσο επιφανειακή ήταν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Ναζιστικής και της μετέπειτα Γερμανίας, ειδικά στον «θαυμαστό» κόσμο των επιχειρήσεων. Μάρτυρας επίσης το γεγονός ότι το 1952-1953 το 80% των γερμανικών εξαγωγών αφορούσε brand names της προπολεμικής Γερμανίας.
Η Συμφωνία του Λονδίνου
Στις τρεις παραπάνω λοιπόν διαστάσεις κινήθηκε η Συμφωνία του Λονδίνου η οποία αφορούσε όλα μα όλα τα δάνεια που είχαν συναφθεί: Πρώτο, ομοσπονδιακά, κρατιδίων και τραπεζών, δεύτερο, δάνεια από ιδιώτες και κράτη και τρίτο, δάνεια που είχε συνάψει όχι μόνο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις καταβολής επανορθώσεων που απέρρεαν από την Συνθήκη των Βερσαλλιών αλλά επίσης και δάνεια που είχε συνάψει η μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Γερμανία κυρίως από τις ΗΠΑ. Επρόκειτο επομένως για μια συνολική επαναδιευθέτηση στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι πιστωτές κρίθηκαν ίσοι, καταργήθηκε δηλαδή η προτεραιότητα που έχουν ορισμένα χρέη κι ορισμένοι πιστωτές στην εξόφλησή τους έναντι άλλων. Αυτό ήταν το πρώτο της γνώρισμα.
Δεύτερο, το ποσό του δημόσιου χρέους που ρυθμίστηκε ανερχόταν σε 29,7 δισ. γερμανικά μάρκα κι η διαγραφή ήταν της τάξης του 50%. (Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με ορισμένες άλλες πηγές, εξ ίσου αξιόπιστες, η διαγραφή ήταν πολύ μεγαλύτερη, της τάξης του 62,5% του χρέους). Έτσι, το χρέος που απέμεινε για πληρωμή την επομένη της Συμφωνίας ήταν 14,45 δισ. μάρκα. Από αυτό το ποσό 2,5 δισ. δεν επιβαρύνονταν με τόκους, 5,5 δισ. επιβαρύνονταν με ένα επιτόκιο της τάξης του 2,5% και το υπόλοιπο ποσό με επιτόκιο μεταξύ 4,5% και 5%. Σημαντικό ήταν επίσης ότι υπήρχε 5ετής περίοδος χάριτος, από το 1953 ως το 1957, στην οποία καταβάλλονταν μόνο οι τόκοι.
Αυτό όμως που κάνει την Συμφωνία του Λονδίνου να ξεχωρίζει είναι οι ποιοτικοί όροι οι οποίοι τέθηκαν για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Το τρίτο λοιπόν χαρακτηριστικό ήταν ότι η Γερμανία αναλάμβανε να αποπληρώσει τα χρέη της υπό τον όρο ότι πρώτα θα εξασφάλιζε ένα υψηλό επίπεδο μεγέθυνσης της οικονομίας της και θα ανέβαζε το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της. Τυχόν δηλαδή επιδείνωση των όρων ζωής των Δυτικογερμανών σήμαινε την αυτόματη παύση εξυπηρέτησης του χρέους.
Τέταρτο, η Δυτική Γερμανία θα αποπλήρωνε το χρέος της στο εθνικό της νόμισμα κι ανεξαρτήτως τι έλεγε η δανειακή σύμβαση με την οποία το είχε αναλάβει.
Πέμπτο, με την έγγραφη άδεια και των 22 υπόλοιπων κρατών που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις και συμφώνησαν, η Γερμανία θα αναλάμβανε την υλοποίηση μιας οικονομικής στρατηγικής υποκατάστασης εισαγωγών, με στόχο να παράγει στο έδαφός της αγαθά τα οποία εισήγαγε και να μπορεί με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίζει πόρους για να αποπληρώνει τους πιστωτές της.
Έκτο και σημαντικότερο οι ρυθμοί εξυπηρέτησης του χρέους ήταν συνάρτηση της πορείας της οικονομίας. Έτσι για παράδειγμα η εξυπηρέτηση του χρέους δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 5% των εσόδων από εξαγωγές και στην πράξη ποτέ δεν ξεπέρασε το 4,2%.
Αξίζει λοιπόν να μείνουμε σε αυτά και να τα αντιπαραβάλλουμε με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες, όπου:
Πρώτο, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους τον Μάρτιο δεν αφορούσε το σύνολο του δημόσιου χρέους κι ούτε καταργήθηκε η προτεραιότητα ορισμένων δανειστών, των λεγόμενων θεσμικών (κράτη, ΔΝΤ, ΕΚΤ), που έμειναν εκτός «κουρέματος» έναντι άλλων, των ιδιωτών, που σήκωσαν το βάρος.
Δεύτερο, η διαγραφή ήταν πολύ μικρότερη: 50% όχι όμως όλου του δημόσιου χρέους, όπως έγινε στη Γερμανία, αλλά του δημόσιου χρέους που κατείχαν οι ιδιώτες. Είχαμε δηλαδή αναδιάρθρωση των 200 από τα 360 περίπου δισ. που σημαίνει διαγραφή του ήμισυ του 55% ή, τελικά, στο 27,5% του δημόσιου χρέους. Διαγράφτηκαν μάλιστα 100 δισ. (και για την ακρίβεια 105) και φορτωθήκαμε με νέα δάνεια 130 δισ. γιατί τώρα που βρήκαν παπά Γερμανοί και Γάλλοι αποφάσισαν να μας φορτώσουν και την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με αποτέλεσμα να αποζημιωθούν για το διπλάσιο των απωλειών τους ή για ολόκληρο το ύψος των επενδύσεών τους σε ελληνικά ομόλογα.
Επίσης, το επιτόκιο των κεφαλαίων «διάσωσης» (4-5%) ήταν απαράδεκτα υψηλό αν το συγκρίνουμε με το γεγονός ότι η Γερμανία για παράδειγμα (αλλά και οι περισσότερες βορειοευρωπαϊκές χώρες όπως η Φινλανδία και η Αυστρία) πληρώνει σχεδόν μηδενικό κόστος για να δανείζεται. Επομένως η «διάσωσή» μας αποδείχτηκε μια πολύ προσοδοφόρα δουλειά. Αν δε, υπολογίσουμε την μείωση του κόστους δανεισμού της Γερμανίας όπως προκύπτει συγκρίνοντας το μέσο κόστος δανεισμού της τα τελευταία 3,5 χρόνια που διαρκεί η κρίση, με τον μέσο όρο της περιόδου 1999-2008 τότε, σύμφωνα με υπολογισμούς του γερμανού οικονομολόγου του Πανεπιστημίου του Κιέλου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Χάντελσμπλαντ στις 21 Αυγούστου, η Γερμανία κέρδισε 68 δισ. ευρώ.
Στην Ελλάδα, δεν δόθηκε καμία περίοδο χάριτος με πάγωμα της αποπληρωμής του χρέους. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την δημιουργία πιστωτών πολλών ταχυτήτων (λόγω για παράδειγμα της απόφασης ιδιωτών που είχαν ομόλογα σε αγγλικό δίκαιο να εξαιρεθούν) είχε ως αποτέλεσμα να πρέπει μεσούσης της πιο σφοδρής ύφεσης, το καλοκαίρι του 2012 συγκεκριμένα, να καταβάλουμε: στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Αύγουστο 3,2 δισ. ευρώ και στα «πιράνχας» στις 15 Μαΐου 450 εκ. ευρώ, δημιουργώντας προηγούμενο για να αποπληρωθούν με τη λήξη τους κι άλλα ομόλογα ύψους 6,4 δισ. ευρώ που προτίμησαν να μην ενταχθούν στην αναδιάρθρωση. Ποσά που η χρεοκοπημένη Ελλάδα βρήκε καταφεύγοντας, με την υπόδειξη των πιστωτών μας, σε βραχυχρόνιο δανεισμό, 13 εβδομάδων, με ένα επιτόκιο που αν το ανάγουμε σε ετήσια βάση βγαίνει 17%!!! Αυτός μάλιστα ο έκτακτος δανεισμός δεν έχει συμπεριληφθεί στο αρχικό σχεδιασμό με αποτέλεσμα να τον τινάζει στον αέρα, φέρνοντας πιο κοντά την δεύτερη χρεοκοπία. (Για την οποία, ως γνωστό, θα φταίνε φυσικά οι μαϊμού συνταξιούχοι…).
Τρίτο, στην Ελλάδα όχι απλά δεν υπήρξε πρόβλεψη για το επίπεδο ζωής των πολιτών, όπως έγινε στην Γερμανία, αλλά τέθηκε ρητά ως όρος η ραγδαία επιδείνωσή του μέσω μείωσης μισθών και συντάξεων, απολύσεων, διάλυσης του συστήματος υγείας, κ.λπ.
Τέταρτο, η αλλαγή του δικαίου που διέπει τα ομόλογα στην περίπτωση της Ελλάδας έγινε με αποκλειστικό κριτήριο αν ποτέ αλλάξει νόμισμα (κατόπιν δικής της επιλογής ή όχι) να συνεχίσουμε να αποπληρώνουμε τα ομόλογα σε ευρώ κι όχι στο (ενδεχομένως υποτιμημένο) εθνικό της νόμισμα.
Πέμπτο, στην Ελλάδα όπως και σε όλη την υπόλοιπη ευρωζώνη όχι απλώς δεν επιτράπηκε μια οικονομική πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο τινάχτηκε στο αέρα από την Γερμανία και τις άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες με αποτέλεσμα συνεχώς να συρρικνώνεται η παραγωγική βάση κι η ικανότητα αποπληρωμής των δανείων. Οι ρυθμοί αυτοί επιταχύνθηκαν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα μόνο κατά την τελευταία πενταετία, από το δεύτερο τρίμηνο του 2007 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2012, να έχουν χαθεί από την βιομηχανία 200.000 θέσεις εργασίας!
Έκτο, για την Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ καμιά μέριμνα να τεθεί μια οροφή για τα χρήματα που θα πληρώνει για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της ως συνάρτηση των εσόδων από τις εξαγωγές, δηλαδή του δυναμισμού της οικονομίας, όπως τέθηκε για την Γερμανία το όριο του 5%. Αξίζει όμως να δούμε τι πλήρωνε η Ελλάδα για να καταλάβουμε όχι μόνο γιατί, αλλά και χάρη ποιών χρεοκοπήσαμε. (Τα μεγέθη προέρχονται από κρατικούς προϋπολογισμούς και εκθέσεις του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας). Το 2007 οι εξαγωγές μας ήταν 17,44 δισ. ευρώ και για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (για τόκους και χρεολύσια δηλαδή μαζί) πληρώσαμε 31,92 δισ. ευρώ, άρα χρέος προς εξαγωγές 183%! Το 2008 ο ίδιος λόγος αυξήθηκε στο 189% (37,45 / 19,81 δισ.), το 2009 η σχέση εξυπηρέτησης χρέους προς εξαγωγές εκτινάχθηκε στο 270% (41,46/15,31 δισ.), το 2010 μειώθηκε στο 193% (33/17,08 δισ.) και το 2011 αυξάνεται πάλι στο 223% (45,23/20,23 δισ.). Τα ποσά που πλήρωνε και πληρώνει η Ελλάδα (υπολογίζοντάς τα ως λόγο εξυπηρέτηση χρέους προς εξαγωγές) ήταν εξωφρενικά όχι μόνο σε σχέση με ότι πλήρωνε η Γερμανία αλλά και άλλες χώρες που έχουν βρεθεί σε παρόμοια θέση. Για παράδειγμα στην Αργεντινή ο ίδιος λόγος το 2000 ήταν 71%, στη Βραζιλία 91% και στην Ινδονησία, που είχε επίσης βρεθεί στη δίνη κρίσης, ήταν μόλις 25%.
Αξίζει όμως σε αυτό το σημείο να κάνουμε ένα υποθετικό σενάριο: Τι θα είχε συμβεί στα ελληνικά δημόσια οικονομικά αν μόνο μια χρονιά είχαμε την τύχη της Γερμανίας και την προνομιακή θέση να βρίσκεται στο τιμόνι της οικονομίας ένας άνθρωπος τόσων βαθιών και διεθνώς αναγνωρισμένων δημοκρατικών πεποιθήσεων όπως ο Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς… Αν για παράδειγμα το 2007 πληρώναμε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους όχι 183% των εξαγωγών μας αλλά ό,τι προέβλεπε η Συμφωνία του Λονδίνου: 5%! Τότε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους δεν θα πληρώναμε όχι 31,92 δισ. ευρώ αλλά μόνο 870 εκ. Οπότε η διαφορά, των 31,04 δισ. ευρώ, θα έμενε στα δημόσια ταμεία και το πρωτογενές έλλειμμα εκείνης της χρονιάς, ύψους 721 εκ. ευρώ θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα ύψους 30,33 δισ. ευρώ. Ακόμη κι αν για μια μόνο χρονιά συνέβαινε αυτό, χωρίς να τοκίζονται φυσικά τα καθυστερούμενα, μπορούμε να φανταστούμε τι ευεργετικές επιδράσεις θα είχε στην πορεία της οικονομίας!
Με βάση τα παραπάνω φαίνεται πόσο προνομιακή ήταν η Συμφωνία του Λονδίνου για την Γερμανία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει για την Ελλάδα. Περαιτέρω, η Γερμανία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απαιτεί από την Ελλάδα να τιμήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις λόγω του ότι η ίδια μονομερώς παραιτήθηκε ακόμη κι αυτών των ελάχιστων υποχρεώσεων που ανέλαβε με αποτέλεσμα απέναντι στην χώρα μας, με βάση δηλώσεις του γάλλου οικονομολόγου και σύμβουλου της γαλλικής κυβέρνησης, Ζακ Ντελπλά, να οφείλει 575 δισ. ευρώ. Μέρος μάλιστα αυτών των υποχρεώσεων, και συγκεκριμένα το λεγόμενο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, είχε αναγνωριστεί από τον Χίτλερ. Με άλλα λόγια η σημερινή Γερμανία αρνείται αυθαίρετα να τιμήσει υποχρεώσεις που είχε αναγνωρίσει ακόμη και το Τρίτο Ράιχ. Το ποσό αυτό όπως δήλωσε πρόσφατα στην αυστριακή εφημερίδα Der Standart ο καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, σε σημερινές τιμές είναι 6-7 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους, που αν τους συνυπολογίσουμε τότε το ποσό γίνεται αστρονομικό.
Αξίζει να αναφέρουμε πως με βάση το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα το σύνολο των υποχρεώσεων της Γερμανίας (από την αποζημίωση που εκδίκασε η Διάσκεψη του Παρισιού το 1946 για την αποκατάσταση των ζημιών, το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις των θυμάτων της κατοχής) πλησιάζουν το 1 τρισ. ευρώ. Αν η Γερμανία εκμεταλλευόμενη την δύναμη της δεν τα αναγνωρίζει γιατί τότε κι εμείς να συνεχίσουμε να εξυπηρετούμε τα δημόσιο χρέος μας και να μην το κάνουμε όπως η Γερμανία;
Για τη συγγραφή του παρόντος αξιοποιήθηκαν μεταξύ άλλων οι ακόλουθες πηγές:
Τζον Μέιναρντ Κέινς (2009 [1919]), Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, εκδ. Παπαζήση.
Brenner Robert (2006), The Economics of Global Turbulence, Verso.
Kaiser Jurgen, 1953-2003 On the fiftieth Anniversary of the London Debt Agreement, Debts are not Destiny, www.erlassjahr.de
Eric Toussaint (2006), The World Bank a Critical primer, Pluto Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου