Σοφοκλέους 10
Σε μία εβδομάδα (29
Οκτωβρίου) θα συμπληρωθούν 83 χρόνια από το μεγάλο κραχ του 1929, μία
από τις χειρότερες χρηματιστηριακές κρίσεις της αμερικανικής ιστορίας.
Το συγκεκριμένο timing διάλεξε το Βloomberg για να αναρτήσει ένα κείμενο
στο οποίο αναφέρεται πως Ελλάδα υφίσταται μια οικονομική συρρίκνωση του
μεγέθους που υπέστησαν οι ΗΠΑ και η Γερμανία κατά τη διάρκεια της
Μεγάλης Υφεσης.
Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 18,4% τα τελευταία 4 χρόνια,
αναφέρει το δημοσίευμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει
ότι θα συρρικνωθεί επιπλέον 4% το 2013, καθώς χώρα πασχίζει να μειώσει
το χρέος της στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης. Πρόκειται για τη
μεγαλύτερη σωρευτική απώλεια εθνικού προϊόντος σε μία αναπτυγμένη
οικονομία για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, συνεχίζει το πρακτορείο, με
μικρή διαφορά από την πτώση κατά 27% του ΑΕΠ της αμερικανικής οικονομίας
μεταξύ του 1929 και του 1933, όπως αναφέρει το Γραφείο Οικονομικής
Ανάλυσης στην Ουάσιγκτον.
Οι τριγμοί και οι εντάσεις που έχουν
προκληθεί στον κοινωνικό ιστό της χώρας, λόγω των μειώσεων σε μισθούς
και συντάξεις, της βαριάς φορολόγησης και των άλλων αντιλαϊκών μέτρων,
διαμορφώνουν μία πολύ εύθραυστη όσο και συγκρουσιακή πολιτική κατάσταση η
οποία, σύμφωνα με το δημοσίευμα, θυμίζει έντονα το πολιτικό τοπίο της
Γερμανίας του '30 με τους εθνικοσοσιαλιστές από τη μία και τους
αριστερο-μαρξιστές από την άλλη.
«Η εμπειρία από την
κοινωνικο-οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 δείχνει πώς πρέπει
πρωτίστως να τονωθεί η οικονομία», λέει ο Βασίλης Μοναστηριώτης,
λέκτορας πολιτικής οικονομίας στο London School of Economics. Και
προσθέτει: «Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα δεν είναι κάτι εφήμερο
που θα περάσει με το πέρας της κρίσης. Η κατάσταση, μάλιστα, καθίσταται
ακόμη πιο επικίνδυνη, εάν η άνοδος αυτή της ακροδεξιάς επιφέρει κάποιου
είδους επιδείνωση στις σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της: την
Τουρκία και τη FYROM». Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα από την
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Στατιστικής στο Βίσμπαντεν, τα χρόνια που
ακολούθησαν μετά το 1929, η οικονομία της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά
34%, οδηγώντας στην κατάληψη της Καγκελαρίας από τον Χίτλερ το 1933,
αναφέρει το δημοσίευμα κάνοντας άμεση αναφορά στη σχέση παραλληλίας
μεταξύ των δύο χωρών τότε και τώρα.
Η «Μαύρη Τρίτη»
«Ο σοφέρ του πλούσιου
βιομηχάνου τέντωνε το αυτί του να ακούσει τις ειδήσεις για τυχόν
κινήσεις στη μετοχή της Bethlehem Steel. Ο υαλοκαθαριστής στο
χρηματιστηριακό γραφείο έκανε διάλειμμα να μάθει πώς πήγαινε η αγορά και
η πρώην ηθοποιός μετέτρεπε το διαμέρισμά της σε γραφείο πηγμένο από
γραφήματα, οικονομικές αναφορές, διαγράμματα». Καθημερινές σκηνές στα
μέσα του 1929, όπως τις περιέγραφε ο αρχισυντάκτης του περιοδικού
«Harper's» Frederick Lewis Allen λίγο καιρό πριν το μεγάλο κραχ χτυπήσει
την πόρτα του αμερικανικού χρηματιστηρίου, προκαλώντας κύματα πανικού
στους ανυποψίαστους επενδυτές .
Όλα ξεκίνησαν τη Μαύρη
Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1929, ημέρα που έδωσε μια γεύση αυτού που θα
ακολουθούσε τη Μαύρη Τρίτη 29 Οκτωβρίου, μιας κατάρρευσης που έχει
σημαδέψει τη σύγχρονη χρηματιστηριακή ιστορία. Εκείνη η χρηματιστηριακή
κρίση σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου ευρύτατων και μακροχρόνιων
συνεπειών για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και συνολικά για την παγκόσμια
οικονομία. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας μεγάλων αμερικανικών τραπεζών ήταν
ορατός, με αποτέλεσμα η Fed και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες να
ρίξουν δραστικά τα επιτόκια. Παρότι το κραχ είχε μικρή διάρκεια, η κρίση
εκείνη απέδειξε ότι οι παγκόσμιες αγορές αποτελούν συγκοινωνούντα
δοχεία και ότι οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών έχουν επιπτώσεις για
τις οικονομίες όλων των χωρών.
Ενδεικτικό των
διαστάσεων του κραχ ήταν πως, ενώ μετά τη μεγάλη κατάρρευση του
Οκτωβρίου του 1987, τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση στην ιστορία της Wall
Street, η αγορά χρειάστηκε λιγότερο από δύο χρόνια, για να ανακτήσει το
χαμένο έδαφος, μετά το 1929 ο Dow Jones δεν ξαναβρήκε το χαμένο μεγαλείο
του παρά μόνο έπειτα από 25 χρόνια. Όποιος αγόρασε μετοχές στα μέσα του
1929 και τις κράτησε είδε το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος της ενήλικής του
ζωής να περνά προτού ρεφάρει.
Χιλιάδες είχαν
κερδοσκοπήσει και κερδίσει χρήματα την περίοδο της χρηματιστηριακής
άνθησης, χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση για τη φύση της εταιρείας
όπου τοποθετούσαν τις περιουσίες τους. Μέχρι το 1920 οι αγορές ήταν ένα
παιχνίδι για επαγγελματίες. Με το μπουμ του χρηματιστηρίου η βάση των
ιδιοκτητών μετοχών διευρύνθηκε δραματικά. Έως το καλοκαίρι του 1929
περισσότεροι από 1.000.000 Αμερικανοί είχαν δανεισθεί για να αγοράσουν
μετοχές.
Η ακμή και η παρακμή
Το δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1920 ήταν μια περίοδος εντυπωσιακής οικονομικής προόδου,
με τις Ηνωμένες Πολιτείες να δρέπουν τους καρπούς της μεταπολεμικής
ανάκαμψης και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Μεταξύ 1919 και 1929 ο αριθμός
των αυτοκινήτων στους αμερικανικούς δρόμους υπερτριπλασιάστηκε, οι
πωλήσεις των ραδιοφώνων αυξήθηκαν από 60.000.000 δολ. και το 1922 σε
843.000.000 δολ. επτά χρόνια αργότερα. Η ανάπτυξη φαινόταν να μη
σχετίζεται με τη δημιουργία κάποιας φούσκας.
Αντίθετα, μερίδα
ιστορικών υποστήριζε πως οι βιομηχανίες βοηθούσαν η μία την άλλη να
δημιουργήσουν αυθεντική οικονομική ανάπτυξη: οι πωλήσεις αυτοκινήτων
ενίσχυαν τους παραγωγούς ελαστικών, τους κατασκευαστές οδών και τους
εργαζόμενους στη μεταλλουργία. Όλα ήταν μια δημιουργική αλυσίδα. Την
περίοδο του κραχ η Νέα Υόρκη είχε αναδειχθεί σε σημαντική
χρηματοοικονομική μητρόπολη. Το χρηματιστήριό της ήταν το μεγαλύτερο του
κόσμου. Η δεκαετία του '20 βρήκε την πόλη να ευημερεί και να διαθέτει
ρευστό. Ο κόσμος είχε πειστεί πως η ανοδική πορεία της αγοράς θα
διατηρούνταν. Από το 1921 έως το 1929 ο Dow Jones εκτινάχθηκε από τις 60
μονάδες στις 400. Από τη μια στιγμή στην άλλη δημιουργήθηκαν νέοι
εκατομμυριούχοι. Η επένδυση στο χρηματιστήριο έγινε σύντομα το αγαπημένο
χόμπι των Αμερικανών. Οι επενδυτές έβαζαν υποθήκη τα σπίτια τους ή
επένδυαν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής σε «καυτές» μετοχές. Για τον μέσο
επενδυτή οι μετοχές ήταν σίγουρο χαρτί. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που
μελετούσαν τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών όπου επένδυαν και ακόμη
λιγότεροι εκείνοι που περίμεναν ένα κραχ.
Μετά από μια ξέφρενη
πενταετία που ο Dow Jones πενταπλασίασε την αξία του, ο δείκτης έφτασε
στις 381,17 μονάδες στις 3 Σεπτεμβρίου 1929. Μετά από αυτό και για ένα
μήνα η αγορά άρχισε να πέφτει, χάνοντας περίπου το 17% της αξίας της.
Στη συνέχεια οι τιμές κάλυψαν περισσότερο από το ήμισυ του χαμένου
εδάφους, για να συνεχίσουν την καθοδική πορεία τους αμέσως μετά. Η πτώση
επιταχύνθηκε φτάνοντας στη Μαύρη Πέμπτη 24 Οκτωβρίου. Ο αριθμός ρεκόρ
των 12.900.000 μετοχών άλλαξε χέρια εκείνη την ημέρα. Η ευφορία και τα
κέρδη της bull market κατέρρευσαν στις 24 Οκτωβρίου 1929, όταν οι τιμές
των μετοχών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης άρχισαν να πέφτουν με άνευ
προηγουμένου ρυθμό και συνέχισαν για έναν ολόκληρο μήνα.
Τις ημέρες που
οδήγησαν στην Μαύρη Πέμπτη η αγορά ήταν ασταθής. Περίοδοι πωλήσεων
πανικού και υψηλών συναλλαγών διαδέχονταν σύντομες περιόδους υψηλότερων
τιμών και ανάκαμψης. Την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου τραπεζίτες της Wall
Street συναντήθηκαν να βρουν μια λύση για να αντιμετωπισθεί ο πανικός
και το χάος που είχε δημιουργηθεί. Στη συνάντηση συμμετείχαν ο Thomas W.
Lamont, επικεφαλής της Morgan Bank, ο Albert Wiggin, επικεφαλής της
Chase National Bank, και ο Charles E. Mitchell, πρόεδρος της National
City Bank. Επέλεξαν τον Richard Whitney, αντιπρόεδρο του χρηματιστηρίου,
για να τους εκπροσωπήσει. Έχοντας τη στήριξη των οικονομικών παραγόντων
ο Whitney έδωσε εντολή για την αγορά ενός μεγάλου πακέτου μετοχών στην
US Steel σε τιμή πολύ πάνω από την τρέχουσα. Μπροστά στους έκπληκτους
χρηματιστές ο Whitney έδωσε παρόμοιες εντολές και για άλλες blue chip
μετοχές.
Η τακτική ήταν παρόμοια με εκείνη που είχε δώσει τέλος στον
πανικό του 1907. Το 1929 όμως το κόλπο έπιασε μόνο προσωρινά. Το
Σαββατοκύριακο τα γεγονότα δραματοποιήθηκαν ιδιαίτερα από τις εφημερίδες
στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου ακόμη περισσότεροι
επενδυτές αποφάσισαν να βγουν από την αγορά και ο πανικός συνεχίστηκε με
πτώση 13% του Dow Jones εκείνη την ημέρα. Την επόμενη ημέρα, τη Μαύρη
Τρίτη 29 Οκτωβρίου, 16.400.000 μετοχές άλλαξαν χέρια, αριθμός που έσπασε
το ρεκόρ που είχε σημειωθεί πριν από πέντε ημέρες και καταρρίφθηκε
μόλις το 1969.
Μέλη της οικογένειας
Ρόκφελερ και άλλοι οικονομικοί παράγοντες άρχισαν να αγοράζουν μεγάλα
πακέτα μετοχών, για να δείξουν στο επενδυτικό κοινό ότι είχαν πίστη στην
αγορά, όμως οι προσπάθειές τους δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την πτώση. Ο
Dow Jones έχασε 12% εκείνη την ημέρα και η αγορά 14 δισ. δολ. από την
αξία της, φέρνοντας τις απώλειες της εβδομάδας σε 30 δισ. δολ., δέκα
φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και πολλές
φορές περισσότερα από όσα είχαν ξοδέψει οι ΗΠΑ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκτός από τους
μικροεπενδυτές και οι τράπεζες είχαν εκτεθεί σημαντικά στο
χρηματιστήριο. Όταν οι μετοχές ήταν άχρηστα χαρτιά, τα χρήματα των
καταθετών τους είχαν γίνει καπνός. Μαζικές αναλήψεις καταθέσεων έφεραν
πανικό, τράπεζες κατέρρευσαν, χρηματιστηριακοί οίκοι πτώχευσαν, άνθρωποι
άρχισαν να πέφτουν από τα κτίρια. Εκτιμάται ότι περίπου 140 δισ. δολ.
καταθέσεων εξατμίστηκαν και 10.000 τράπεζες έβαλαν λουκέτο.
Πάντως όσοι
εμφανίστηκαν προνοητικοί κατάφεραν να κερδίσουν. Μία από τις ιστορίες
αυτού του τύπου ήταν εκείνη του πατέρα του John F. Kennedy, Joseph
Kennedy, ο οποίος πούλησε πριν από το κραχ και έβγαλε εκατομμύρια, καθώς
άκουσε τυχαία νεαρούς λούστρους στο δρόμο να σχεδιάζουν πώς θα
κερδοσκοπήσουν στην αγορά, εικόνα ενδεικτική της ελαφρότητας που
περικύκλωνε το χρηματιστήριο. Μετά το κραχ ο Dow Jones ανέκαμψε για λίγο
στις αρχές του 1930, ξανακυλώντας στη συνέχεια στα χαμηλά του 1932. Η
αγορά δεν επέστρεψε στα προ του 1929 επίπεδα πριν από τα τέλη του 1954
και στις 8 Ιουλίου 1932 βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο από το 1800.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου