Σοφοκλέους 10
Φοβούνται οι αγορές. Ή
μάλλον, για την ακρίβεια, oι επενδυτές φοβούνται ότι εάν οι ευρωπαίοι
δεν κινηθούν γρήγορα, η κρίση χρέους μπορεί να λάβει ανεξέλεγκτες
διαστάσεις. Δεν είναι άλλωστε λίγο να απειλούνται χώρες όπως η Ιταλία
και η Γαλλία και την ίδια ώρα η οικονομική ύφεση να κερδίζει έδαφος στις
ΗΠΑ.
Η μεταβλητότητα στις αγορές, είτε πρόκειται για χρηματιστηριακές, είτε
για εμπορεύματα και ομόλογα έχει ενισχυθεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες,
καθώς έχουν επιστρέψει οι ανησυχίες για τις προοπτικές της παγκόσμιας
οικονομίας. Πέντε φορές στα τελευταία είκοσι χρόνια οι αγορές έχουν
επιδείξει τόσο μεγάλη ανασφάλεια. Και τις πέντε φορές, όταν η αποφυγή
ρίσκου «χτύπαγε κόκκινο», οι αγορές εισέρχονταν αμέσως μετά σε μία
παρατεταμένη ανοδική πορεία.
Οι αντιδράσεις των επενδυτών
Οι
αντιδράσεις των αγορών είναι πάντα απρόβλεπτες και περίεργες. Παρά τις
προσπάθειες αναλυτών και πανεπιστημιακών να δημιουργήσουν μοντέλα και
εξισώσεις για να προβλέψουν το μέλλον ή ακόμα και απλά να αποτιμήσουν
ορθά το παρόν, στη βάση τους οι αγορές αποτελούνται από ανθρώπους, οι
οποίοι συναλλάσσονται μεταξύ τους. Και όντας άνθρωποι, όταν υπάρχουν
χρήματα στη μέση, ανάβουν εύκολα τα αίματα και τα συναισθήματά τους
εναλλάσσονται μεταξύ υπεραισιόδοξης απληστίας και άκρατης ανασφάλειας.
Η απληστία και η φούσκα
Για
να επιβεβαιώσουμε το παραπάνω αρκεί να ανατρέξουμε στην
χρηματοπιστωτική κρίση του 2007. Πώς δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη φούσκα
στην αμερικανική ιστορία στις τιμές των ακινήτων; Η βασική αιτία ήταν η
χαλάρωση των κριτηρίων χορήγησης στεγαστικών δανείων σε συνδυασμό με τα
χαμηλά επιτόκια. Ενα γεγονός, το οποίο αν είχε συμβεί πριν το 2000 θα
είχε επηρεάσει μόνο επιφανειακά τις αγορές, καθώς παραδοσιακά απείχαν
έτη φωτός οι γαλαζοαίματες επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στριτ από τις
περιφερειακές κυρίως τράπεζες στεγαστικής πίστης, μεταφέρθηκε
πολλαπλάσιο στις αγορές μέσω των δομημένων προϊόντων, τα οποία οι πρώτες
είχαν δημιουργήσει. Η άπλετη ρευστότητα την οποία είχε κληροδοτήσει ο
κ. Γκρίνσπαν όταν αποσύρθηκε από τη Fed είχε καθηλώσει τα μακροχρόνια
επιτόκια σε χαμηλότατα επίπεδα. Η αναζήτηση επενδυτικών αποδόσεων
δημιούργησε την ανάγκη νέων προϊόντων υψηλών αποδόσεων, τα οποία
βασίστηκαν στις τιτλοποιήσεις στεγαστικών δανείων, καθώς υπήρχε διάχυτη η
πεποίθηση ότι το πλήθος των δανείων τα οποία τα αποτελούσαν ήταν ένα
αποτελεσματικό εχέγγυο για τους επενδυτές. Οι υψηλές προμήθειες, όμως,
τις οποίες χρέωναν οι επενδυτικές τράπεζες ενίσχυσαν την απληστία τους.
Hedge funds και pension funds
Την
ίδια στιγμή, επενδυτές από υψηλού ρίσκου hedge funds μέχρι παραδοσιακά
συνταξιοδοτικά ταμεία ενίσχυαν τη ζήτηση για τέτοιου είδους προϊόντα,
καθώς οι αποδόσεις των κρατικών και εταιρικών ομολόγων έπεφταν σε
ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η αύξηση της ζήτησης δημιουργούσε την ανάγκη
για νέα προϊόντα, καθώς μέσω των CMO (Collateralised Mortgage
Obligations), των CDO (Collateralised Debt Obligations) και ένα πλήθος
από άλλα προϊόντα με κύριο χαρακτηριστικό την ονομασία τους σαν μία
αλληλουχία γραμμάτων, οι επενδυτικές τράπεζες συνδύαζαν μεταξύ τους
προηγούμενες εκδόσεις τιτλοποιημένων απαιτήσεων για να δημιουργήσουν νέα
προϊόντα. Φαινομενικά τα νέα προϊόντα επιτύγχαναν διασπορά του ρίσκου.
Στην πράξη, όμως, τα πράγματα απεδείχθησαν διαμετρικά αντίθετα, καθώς η
ύφεση της αμερικανικής οικονομίας έπληξε το σύνολο της αγοράς ακινήτων. Η
αύξηση της ζήτησης προϊόντων μεταφέρθηκε στην αύξηση της ζήτησης
στεγαστικών δανείων και άλλων απαιτήσεων για τιτλοποιήσεις. Φυσικό
επακόλουθο ήταν η χαλάρωση των κριτηρίων χορήγησης δανείων, ενώ οι ίδιες
οι τράπεζες, επενδυτικές και παραδοσιακές, αισθάνονταν ασφάλεια από το
γεγονός ότι δεν τα κατείχαν στον ισολογισμό τους, αλλά αντίθετα
μετέφεραν το ρίσκο στους επενδυτές, οι οποίοι αγόραζαν άπληστα ό,τι
προϊόν δημιουργούσε η Γουόλ Στριτ.
Η εισβολή των traders
Οι
αυξημένες αποδόσεις, χωρίς εμφανές ρίσκο όμως, όπως ήταν φυσικό
προσέλκυσαν τους traders, οι οποίοι διαχειρίζονται τα ίδια κεφάλαια των
επενδυτικών τραπεζών, ενώ οι δικλείδες ασφαλείας, όπως το risk
management, ούτε καταλάβαιναν, ούτε ήταν σε θέση να αποτιμήσουν το
ρίσκο. Το αποτέλεσμα ήταν να «φορτώσουν» τους ισολογισμούς τους με
προϊόντα τα οποία αφενός ήταν πλέον επισφαλή και αφετέρου είχαν
σημαντική μόχλευση. Παράλληλα, καθώς οι επενδυτές, είτε χρεοκοπούσαν,
όπως τα hedge funds της Bear Stearns αρχικά και άλλα κατόπιν, όπως το
fund της Carlyle, είτε αποχωρούσαν από την αγορά, οι επενδυτικές
τράπεζες αναγκάζονταν λόγω των κανόνων του underwriting (έκδοση τίτλων)
να τα αγοράζουν οι ίδιες. Αναγκάζονταν, δηλαδή, να αγοράζουν οι ίδιες
προϊόντα τα οποία εξέδιδαν και τα οποία την ίδια στιγμή αποτιμούνταν σε
κλάσμα της ονομαστικής αξίας τους. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η
πέμπτη σε μέγεθος αμερικανική επενδυτική τράπεζα, η Bear Stearns,
ουσιαστικά ξεπουλήθηκε στην JP Morgan για τίμημα το οποίο είναι
χαμηλότερο και από την αξία του ακινήτου της έδρας της στο Μανχάταν!
Η σύνδεση με το σήμερα
Αυτό
που συνέβη κατά την κρίση των περίφημων subprimes φαίνεται να
επαναλαμβάνεται και στη σημερινή ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Η «αμαρτωλή
σχέση» των κρατών και τραπεζών σε συνδυασμό με το φθηνό χρήμα που
διοχετεύουν στην αγορά οι Κεντρικές Τράπεζες, δημιουργούν στρεβλώσεις,
οι οποίες έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομίες. Αυτός είναι ο λόγος
που οι οικονομολόγοι τονίζουν πως αν η ευρωζώνη θέλει να σωθεί, θα
πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματική κρίση, τον τραπεζικό κλάδο. Έχει
ξοδευτεί πάρα πολύς χρόνος σε δημοσιονομικές στρατηγικές, ενώ η απειλή
στην ύπαρξη της ευρωζώνης είναι η συνεχιζόμενη κατάρρευση του τραπεζικού
δανεισμού στις αδύναμες οικονομίες. Ναι, η δημοσιονομική πολιτική έχει
σημασία, αλλά η διαμάχη που προσδιορίζεται ως μάχη ανάμεσα στη λιτότητα
(περισσότερη μείωση ελλείμματος) και την ανάπτυξη (περισσότερες δαπάνες
με έλλειμμα) είναι μεγάλη παραπλάνηση για την επιβίωση του ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου