Το Ποντίκι
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1927 στις 28-07-2016
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες και η θέση Ελλάδας - Κύπρου
Στις 15 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 51 χρόνια από την Αποστασία του ’65, ένα γεγονός που έχει καταγραφεί στα σημαντικότερα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ενδιαφέρουσες, αλλά και νέες προεκτάσεις δίνει ο Απόστολος Διαμαντής στo βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με τον τίτλο «Η Αποστασία του 1965, η Αριστερά ως συνιστώσα του Κέντρου, η αντίδραση του ΚΚΕ και η στάση των ΗΠΑ».
Mια διάσταση με διαχρονική αξία και σημασία της εποχής των Ιουλιανών έχει να κάνει με τις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες και τη θέση Ελλάδας - Κύπρου σ’ αυτό το ιστορικό χρονικό πλαίσιο:
«Στο πλαίσιο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, που τίθεται σχεδόν αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η πολιτική σταθερότητα και στα δυο στρατόπεδα, τα οποία ήλεγχαν με κάθε τρόπο τις εθνικές κυβερνήσεις, έτσι ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η διεθνής ισορροπία.
Τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα της περιόδου αυτής – και το ελληνικό του 1967 – ήταν προϊόντα αυτής ακριβώς της διεθνούς γεωπολιτικής συνθήκης, η οποία χαρακτηριζόταν από περιόδους δημοκρατικοποίησης και απο-δημοκρατικοποίησης, που διαδέχονταν η μια την άλλη και καθορίζονταν από τις εναλλαγές των δεδομένων του Ψυχρού Πολέμου.
Εν προκειμένω και για την ελληνική περίπτωση, η ίδια η συνένωση των κεντρώων κομμάτων και η δημιουργία της Ένωσης Κέντρου ήταν προϊόν των γεωπολιτικών εξελίξεων στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και απαντούσε στην αναγκαιότητα αντιμετώπισης όχι μόνο της ΕΔΑ, αλλά και του γενικευμένου αντιαμερικανισμού που αναπτυσσόταν ραγδαία στην Ελλάδα, λόγω του Κυπριακού, μετά την κρίση του 1958, που ‘‘δημιουργούσε ένα διαρκώς ρευστό περιβάλλον, το οποίο οι φιλοδυτικές δυνάμεις όφειλαν να διαχειριστούν προσεκτικά’’.
Η κρίση του Κυπριακού αποσταθεροποιούσε την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και το ζήτημα έπρεπε επειγόντως να αντιμετωπιστεί για τους Αμερικανούς μέσω της ενίσχυσης των κεντρώων, αντικομμουνιστικών κομμάτων στην Ελλάδα, τα οποία καλούντο να ανασχέσουν τον έντονο αντιαμερικανισμό, ο οποίος συνδυαζόταν εν μέρει και με τις εθνικές βλέψεις στις αλύτρωτες περιοχές, γεγονός που έδινε στην κομμουνιστική Αριστερά στοιχεία αμιγώς εθνικο-πατριωτικά, μετά το πλήγμα που δέχθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο ο πατριωτικός χαρακτήρας του ΚΚΕ.
Το κυπριακό ζήτημα εξάλλου ήταν ήδη από τον 19ο αιώνα μια σταθερή ελληνοτουρκική διένεξη, είχε δηλαδή αποκτήσει μακροχρόνιο χαρακτήρα και ήταν συνδεδεμένο άρρηκτα με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, αλλά και με τα στρατηγικά συμφέροντα των δυτικών κρατών στην περιοχή της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία από τον 18ο αιώνα είχαν διασφαλιστεί ως προς τις οικονομικές τους διαστάσεις από διεθνείς συνθήκες που ήταν υποχρεωμένη να συνάψει η καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και όλες μαζί είχαν διαμορφώσει ένα προνομιακό καθεστώς για το ευρωπαϊκό εμπόριο, το καθεστώς των διομολογήσεων.
Καθεστώς προστασίας
Πρωτοπόροι σε αυτή τη διαδικασία ήταν οι Γάλλοι – ήδη από τη συνθήκη του 1536 –, ενώ ακολουθούσαν η Αγγλία, η Ολλανδία κι εν συνεχεία και οι υπόλοιπες χώρες. Επρόκειτο δηλαδή για ένα καθεστώς απόλυτης προστασίας των προξενικών αρχών στην οθωμανική επικράτεια και πλήρους εμπορικής ελευθερίας για τους υπηκόους των δυτικών κρατών.
Επομένως, το κυπριακό ζήτημα ήταν σύνθετο, άρρηκτα συνδεδεμένο επί αιώνες με τα στρατηγικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των δυτικών στην ανατολική Μεσόγειο, τα οποία υλοποιούντο από ένα σταθερό σχέδιο εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας και, τόσο το Κυπριακό όσο και τα ελληνοτουρκικά, συνιστούσαν ένα συνολικό στρατηγικό ζήτημα για τη Δύση, ζήτημα ελέγχου της ΝΑ. Μεσογείου.
Η Ελλάδα επομένως, στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ήταν απολύτως λογικό να θεωρείται στο ζήτημα αυτό απόλυτο γεωπολιτικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ, ώστε ήταν απολύτως απαραίτητος ο έλεγχος των πολιτικών εξελίξεων, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι η ήττα του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν τελειωτική από πολιτική άποψη, πράγμα που πιστοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο η εκλογική επιρροή της ΕΔΑ.
Έτσι, η ΕΡΕ δεν ήταν αρκετή: ‘‘Οι πρεσβείες της Βρετανίας και των ΗΠΑ τόνιζαν την υπέρμετρη εξάρτηση της χώρας από την παρουσία ενός μόνο προσώπου, του Καραμανλή, κάτι που δεν παρέπεμπε σε μια πλήρως σταθεροποιημένη κατάσταση’’. Ο ίδιος ο Καραμανλής είχε βεβαίως υπογράψει τη συμφωνία της Ζυρίχης για το Κυπριακό και ήταν σταθερά προσηλωμένος στη σταθερή ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό της Δύσης, στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Σε ομιλία του στη Βουλή έλεγε: ‘‘Αλλά έχει διαπιστωθεί, κύριοι συνάδελφοι, από όλες τις συζητήσεις στην αίθουσα αυτή επί του Κυπριακού ότι δεν υπάρχει διαφορετική πολιτική επί του Κυπριακού. Διαφορετική πολιτική επί του θέματος αυτού είναι δυνατόν να προβάλλουν τα κόμματα της ΕΔΑ και ίσως του Δημοκρατικού Κόμματος. Τα άλλα κόμματα, κύριοι συνάδελφοι, κατ’ επανάληψη, όποτε συζητήθηκε το Κυπριακό στη Βουλή, αναγνώρισαν ότι είμαστε υποχρεωμένοι τον αγώνα για την Κύπρο να τον διεξάγουμε εντός των συμμαχιών μας. Οι αντικειμενικές δυσκολίες, τις οποίες παρουσιάζει το θέμα, δεν θα ήταν διαφορετικές ακόμα κι αν ήσαστε εσείς κυβέρνηση».
Ωστόσο, ο Καραμανλής έδειχνε δευτερευόντως και τάσεις αυτονομίας έναντι των Αμερικανών, καθώς συχνά τόνιζε πως στις αποφάσεις του προέχει το εθνικό συμφέρον, έναντι των συμμαχικών υποχρεώσεων της χώρας:
‘‘Ουδέποτε επέτρεψα σε ξένους, όσο μεγάλοι κι αν ήταν, να επηρεάζουν την πολιτική μου. Χωρίς να αποκόπτω τη χώρα από τον παραδοσιακό προσανατολισμό της προς τη Δύση, εννοούσα να προσδιορίζω την πολιτική μου όπως υπαγόρευαν τα συμφέροντα της χώρας’’.
Έτσι, η ανυπαρξία εναλλακτικής πολιτικής λύσης στην Ελλάδα δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να δεχτούν οι Αμερικανοί ως μόνιμη κατάσταση. Ευνοούσαν, λοιπόν, αρχικά τη δημιουργία ενός κεντρώου συνασπισμού, γεγονός που είχε αντίκτυπο και στη στάση τους έναντι του Καραμανλή. Όταν ο τελευταίος έστειλε το 1966 ευχετήριο τηλεγράφημα στον Τζόνσον, δεν έλαβε ποτέ απάντηση. Αντιθέτως ο πρόεδρος δήλωνε ρητά τη δυσαρέσκειά του: ‘‘Δεν έχει νόημα να δώσουμε υπερβολική σημασία σ’ αυτόν τον γεμάτο αντιφάσεις Έλληνα. Μας κατηγορούν ότι τον υποστηρίξαμε σε βάρος των προοδευτικότερων στοιχείων. Ο υπουργός Ρασκ έχει φροντίσει για τα τυπικά’’.
Επομένως, για τους δυτικούς συμμάχους της Ελλάδας, η Ε.Κ. είχε σαφώς οριοθετημένο ορίζοντα και πολύ σύντομα, σχεδόν μερικούς μήνες μετά την εκλογική νίκη του 1964, οι Αμερικανοί άρχισαν να αμφιβάλλουν για τις προθέσεις τόσο του Γεωργίου Παπανδρέου όσο και για τη στρατηγική της ‘‘αριστερής’’ αντιπολίτευσης του Ανδρέα, εξαιτίας της αντινατοϊκής και αντιμοναρχικής ρητορικής του».
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1927 στις 28-07-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου