Αντάρτισσα του ΔΣΕ (από το αρχείο του Ν. Ζαχαριάδη) |
Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε στις 29 Αυγούστου 1949 όταν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν στα εδάφη της Αλβανίας.
Το κόστος του εμφυλίου ήταν μεγάλο για το ΚΚΕ και την Αριστερά.
Πάνω από 55 χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να παραμείνουν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την ΕΣΣΔ, ενώ οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που συλλαμβάνονταν στο εσωτερικό της χώρας συνήθως εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.
του Γιώργου Πετρόπουλου
Ουσιαστικά, ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949, όταν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού υποχώρησαν στην Αλβανία.
Η συμπύκνωσή τους στο κέντρο του μετώπου του Γράμμου και η οργάνωση της υποχώρησης είχε ξεκινήσει από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, αλλά η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 27 Αυγούστου, όταν ο ΔΣΕ υπερφαλαγγίστηκε από τη διάβαση «Πόρτα του Οσμάν» (Δ. Ζαφειρόπουλος, «Αντισυμμοριακός Αγών 1945-1949», Αθήναι 1956, σελ. 632· και Δ. Βλαντά, «Εμφύλιος πόλεμος 1945-1949», εκδόσεις ΓΡΑΜΜΗ, β’ ημίτομος, σελ. 261).
Ετσι, αν δεν υποχωρούσε στο αλβανικό έδαφος κινδύνευε να εγκλωβιστεί, να περικυκλωθεί και να εξοντωθεί μέχρι τελευταίου.
Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος περιγράφει ως εξής τις τελευταίες ημέρες του πολέμου:
«Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων…
»Στις 29 Αυγούστου στας 5μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ν Αυγούστου, στας 5 μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού» (Θρ. Τσακαλώτος, «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήναι 1960, τόμος β’, σελ. 278).
Πότε άρχισε;
Για τον χρόνο έναρξης του εμφυλίου πολέμου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.
Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε ακριβείς με τα γεγονότα, δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα και την οποιαδήποτε μεμονωμένη ένοπλη σύγκρουση με αυτόν καθαυτόν τον πόλεμο.
Το ΚΚΕ και η Αριστερά -αν και στις τάξεις της τελευταίας υπάρχουν κάποιες διαφορετικές απόψεις- ως αρχή του εμφυλίου πολέμου θεωρούσαν πάντοτε τον χρόνο οπόταν εμφανίστηκε οργανωμένος αντάρτικος στρατός, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1946, που ενοποιήθηκαν τα σκόρπια αντάρτικα τμήματα και συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο των Ανταρτών.
Η αντίπαλη πλευρά και ορισμένοι στην Αριστερά θεωρούν ότι ο εμφύλιος ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου 1946 με την επιχείρηση ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών στον σταθμό της Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο.
Κατά τη γνώμη μας, σωστή είναι η πρώτη άποψη.
Παρά το γεγονός ότι μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1946 το ΚΚΕ θεωρεί πως ο ένοπλος αγώνας είναι αναπόφευκτος -και αρχίζει να προετοιμάζεται γι’ αυτόν-, εντούτοις οργανωμένος και ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος, και από τις δύο πλευρές, αρχίζει να υπάρχει μόνο το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
Αν, επομένως, δεχτούμε ότι η επιχείρηση στο Λιτόχωρο συνιστά την έναρξη του εμφυλίου, τότε γιατί να μη δεχτούμε πως ο εμφύλιος ξεκινάει το 1945, αμέσως μετά τη Βάρκιζα, με την έναρξη και το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας;
Οι αιτίες του εμφυλίου
Για τις αιτίες του εμφυλίου πολέμου -και για τη δυνατότητα αποφυγής του- έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες.
Οι βασικές απόψεις είναι δύο: η άποψη των νικητών -που οργίασε στη μετεμφυλιακή περίοδο και αναπαράγεται στις μέρες μας από τη σχολή των λεγόμενων αναθεωρητών της Ιστορίας- και η άποψη του ΚΚΕ και της Αριστεράς γενικότερα, με όποιες παραλλαγές υπάρχουν.
Η πρώτη άποψη θεωρεί πως το ΚΚΕ και το ΕΑΜ από την κατοχή ακόμα είχαν έναν μοναδικό στόχο: της εξουσία.
Για την εξουσία συγκρούστηκαν με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και κυρίως με τον ΕΔΕΣ στην κατοχή, για τον ίδιο σκοπό έκαναν τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Πρόκειται για την περιβόητη «θεωρία των τριών γύρων».
Αντίθετα, το ΚΚΕ και η Αριστερά υποστηρίζουν πως τον εμφύλιο τον προκάλεσαν οι αντίπαλοί τους με τη βοήθεια της αγγλικής επέμβασης αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Παραδόξως μεν αλλά καθόλου ανεξήγητα, την άποψη της Αριστεράς ενισχύει ένα άρθρο του Γ. Παπανδρέου που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» στις 2-3-1948.
Στο άρθρο αυτό αναγνωρίζεται η παντοδυναμία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στα χρόνια της κατοχής και η ανάγκη να τους αφαιρεθεί ώστε να παλινορθωθεί το αστικό καθεστώς.
Κομβικό σημείο για να συμβεί αυτό θεωρείται ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, κάτι που συνέβηκε ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης του Δεκέμβρη του ’44, τον οποίο ο Γ. Παπανδρέου χαρακτηρίζει «δώρο του υψίστου».
Από το άρθρο αυτό γίνεται ξεκάθαρο πως στην κατοχή, οργανώνοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού, η Αριστερά κατάφερε να αναδειχτεί σε κυρίαρχη δύναμη πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Οπότε, για την εξουσία αγωνίζονταν οι αντίπαλοί της και όχι αυτή.
Εντούτοις, είναι βέβαιο πως αν δεν υπήρχε η αγγλική επέμβαση κι αν δεν είχαμε το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας μετά τη Βάρκιζα, δεν θα ακολουθούσε ο τρίχρονος εμφύλιος πόλεμος.
Τον Μάιο του 1946 η Εθνική Αλληλεγγύη διαβίβασε στην ηγεσία του ΕΑΜ μια σειρά στοιχεία που καταγράφουν τις τρομοκρατικές -σε βάρος τους ΕΑΜικού κινήματος- ενέργειες σε όλη την Ελλάδα από τις 12/2/1945 (υπογραφή συμφωνίας της Βάρκιζας) ώς και τις 31/3/46 (ημέρα των εκλογών).
Τα στοιχεία αυτά έχουν ως εξής: Φόνοι: 1.289. Τραυματισμοί: 6.671. Βασανισμοί:31.632. Συλλήψεις: 84.931. Φυλακισμένοι (έως 8/5/46): 8.624. Λεηλασίες-Καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 677. Απόπειρες φόνων: 509. Βιασμοί γυναικών: 165 (Πολιτικός Συνασπισμός Κομμάτων του ΕΑΜ, «Μαύρη Βίβλος», Αθήνα, Μάιος 1946, σελ. 37).
Μπορούσε να νικήσει ο ΔΣΕ;
Οπως συμβαίνει έπειτα από κάθε ήττα, έτσι και μετά τη λήξη του εμφυλίου το ΚΚΕ και την Αριστερά ταλάνισε το ερώτημα αναφορικά με τις αιτίες της και αν ήταν δυνατόν τα πράγματα να είχαν έρθει διαφορετικά.
Στο ερώτημα αν «ο ΔΣΕ μπορούσε να νικήσει;» θα αφήσουμε να απαντήσουν οι αντίπαλοί του.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος, για παράδειγμα, θεωρεί πως ο ΔΣΕ ηττήθηκε γιατί η αντίπαλη πλευρά είχε τη βρετανική και την αμερικανική υποστήριξη, επειδή προκλήθηκε ρήξη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στον Στάλιν με αποτέλεσμα ο ΔΣΕ να χάσει τον μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεών του, γιατί ο κυβερνητικός στρατός ενισχύθηκε με την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο, επειδή ο ΔΣΕ εγκατέλειψε μερικώς την αντάρτικη τακτική και, τέλος, επειδή η μεγάλη διάρκεια του πολέμου -τρία χρόνια- λειτούργησε σε βάρος των ανταρτών (Δ. Ζαφειρόπουλος, στο ίδιο, σελ. 657- 660).
Ο Ευάγγ. Αβέρωφ σημειώνει πως «αν το 1946 και 1947 όσοι πίστευαν στο ΚΚΕ είχαν καταταγή στον Δημοκρατικό Στρατό, οι μαχητές του θα είχαν ταχύτατα υπερβή τις 50.000» και «ο Μάρκος θα βρισκόταν στην ανάγκη να αρνηθή τη στράτευση μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών».
Συνεπώς, «εάν κατά το 1947 ο Μάρκος διέθετε 50.000 μαχητάς, το τέλος του αγώνος θα ήταν διαφορετικό. Ενας συμβιβασμός ευνοϊκός για το ΚΚΕ θα ήταν πολύ πιθανός. Το τέλος θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό αν είχε φθάσει αυτόν τον αριθμό έστω και πριν ακόμη χρησιμοποιηθή πλήρως το αμερικανικό πολεμικό υλικό, δηλαδή προ του τέλους του 1948» (Ευάγγ. Αβέρωφ-Τοσίτσας, «Φωτιά και Τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 478).
Το κόστος
Λέγεται ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο χειρότερος απ’ όλους τους πολέμους. Σε γενικές γραμμές αυτό είναι σωστό.
Πρόκειται για έναν πόλεμο που αφήνει τεράστιες και μακροχρόνιες πληγές, με χειρότερη αυτήν του διχασμού ενός λαού ώς τα κατώτερα στρώματά του.
Αν αυτός ο διχασμός περιοριζόταν ανάμεσα στις κατώτερες και ανώτερες τάξεις της κοινωνίας τα πράγματα θα ήταν εύκολα στην αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων μιας χώρας.
Ενδεχομένως αυτός ο διχασμός να μην οδηγούσε καν σε εμφύλιο. Σε όλους, όμως, τους εμφυλίους της Ιστορίας και στις δύο πλευρές πολέμησαν παιδιά του λαού με αποτέλεσμα το κόστος της αναμέτρησης να καθίσταται οδυνηρό και δύσκολα επουλώσιμο.
Είναι αδύνατο, στο πλαίσιο αυτού του μικρού σημειώματος, να καταγράψουμε το συνολικό κόστος του εμφυλίου.
Επιπλέον, αυτό είναι αρκετά δύσκολο ζήτημα καθώς μετά τον εμφύλιο κυριάρχησε η σκοπιμότητα.
Η κάθε πλευρά εμφάνιζε περισσότερες τις απώλειες του αντιπάλου της και λιγότερες τις δικές της, ενώ οι νικητές φόρτωναν, διογκωμένες, τις καταστροφές που υπέστη η χώρα συνολικά στους αντάρτες.
Θα αρκεστούμε, επομένως, σε ορισμένα στοιχεία.
Στις 18-3-1952 η εφημερίδα «Ελευθερία» είχε δώσει έναν απολογισμό του εμφυλίου, τα στοιχεία του οποίου έχουν ως εξής:
«Νεκροί 154.000. Ξεσπιτωμένοι αγρότες 800.000. Σπίτια ολικά κατεστραμμένα 24.626. Σπίτια μερικά κατεστραμμένα 22.000. Αγροτικά νοικοκυριά κατεστραμμένα 15.139. Σχολεία κατεστραμμένα 1.600. Γέφυρες οδικές κατεστραμμένες 476. Γέφυρες σιδηροδρομικές κατεστραμμένες 439. Εργοστάσια, νοσοκομεία κατεστραμμένα 241. Ζώα που χάθηκαν 1.480.669».
Τον απολογισμό αυτόν αποδέχεται και το ΚΚΕ. Επίσης το ΚΚΕ αναγνωρίζει ότι οι απώλειες του ΔΣΕ ήταν περί τις 30.000 αντάρτες («Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», Α’ τόμος 1918-1949, εκδόσεις Σ.Ε., Αθήνα 1995, σελ. 619).
Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΣ, ήταν: 15.969 νεκροί, 37.557 τραυματίες και 2.001 αγνοούμενοι. Συνολικά 55.527 άνδρες. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερες.
Το κόστος για το ΚΚΕ και την Αριστερά
Το κόστος του εμφυλίου ήταν δυσβάστακτο για το ΚΚΕ και την Αριστερά.
Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψή του (10-14/10/1950), κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες που αναγκάστηκαν μετά την ήττα να εγκαταλείψουν τη χώρα), οι οποίοι κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ («III Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ - Εισηγήσεις, Λόγοι, Αποφάσεις», Αύγουστος 1951, Μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 266-267).
Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, κατά κανόνα συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Στοιχεία γι’ αυτό το θέμα δεν υπάρχουν καθόλου.
Επίσημα στοιχεία, επίσης, δεν υπάρχουν και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν ύστερα από δικαστικές αποφάσεις.
Σύμφωνα, πάντως, με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλιο του 1946 ώς τον Οκτώβριο του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες με το Γ’ Ψήφισμα του 1946 και τον Α.Ν. 509 του 1947, από τις οποίες 4.000-5.000 εκτελέστηκαν (Ν. Αλιβιζάτος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 520).
Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων.
Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανερχόταν στις 14.069.
Απ’ αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον εμφύλιο πόλεμο (Εισηγητική έκθεση στον Νόμο 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως»· και Ρούσος Κούνδουρος, «Η Ασφάλεια του καθεστώτος», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 133).
Χωρίς αμφιβολία τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δεν θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν τη θητεία τους.
Επίσης, δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί ούτε δίκη περίμεναν, αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη (Ρ. Κούνδουρος, στο ίδιο, σελ. 143).
Αν σ’ όλα αυτά συνυπολογιστεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ έμεινε 27 χρόνια παράνομο, ενώ η νόμιμη Αριστερά, για το ίδιο διάστημα, δρούσε υπό καθεστώς διωγμών και ημιπαρανομίας, αν συνυπολογιστεί το καθεστώς των αστυνομικών διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτοπίσεων, των πιστοποιητικών κοινωνικών και πολιτικών φρονημάτων, η επιβολή της δικτατορίας στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου», ο χωρισμός του λαού σε πατριώτες και ΕΑΜοβούλγαρους απάτριδες, τότε γίνεται αντιληπτό ότι ο εμφύλιος σφράγισε ανεξίτηλα τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Πηγή efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου