Το Ποντίκι
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1931 στις 25-08-2016
Πώς αποτιμούν οι συγγραφείς Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης την προοπτική του ασφαλιστικού
Απόσπασμα από το βιβλίο τους «Η Οδύσσεια του ασφαλιστικού»
Πριν από λίγες μέρες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιούσε ότι η γήρανση του εργατικού δυναμικού την επόμενη εικοσαετία φέρνει την Ελλάδα στη ζώνη υψηλού κινδύνου στο πλαίσιο της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα. Ανάλογα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία.
Ενδεικτικό του προβλήματος είναι το σημείο που επισημαίνει το ΔΝΤ, ότι μια αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων ηλικίας 55-64 ετών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού κατά 5% συνδέεται με πτώση της παραγωγικότητας κατά 3%.
Ωστόσο η γήρανση του πληθυσμού είναι κρίσιμη και για την πορεία του ασφαλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό, το «Ποντίκι» αυτήν την εβδομάδα παρουσιάζει ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από το άρτι εκδοθέν βιβλίο των Σάββα Ρομπόλη και Βασίλη Μπέτση «Η Οδύσσεια του ασφαλιστικού – Αποδιάρθρωση, σύγκρουση των γενεών και μία λύση» (εκδόσεις Λιβάνη).
Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο με τίτλο «Οι προοπτικές και το μέλλον του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα» [υποκεφάλαιο «Δημογραφικό περιβάλλον (πληθυσμιακές προβολές)»].
Ακολουθεί το κείμενο:
Οι προβολές του πληθυσμού που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το 2009 προέρχονταν από τις πληθυσμιακές προβολές της ΕΛΣΤΑΤ και στηρίζονταν σε προβολές της Eurostat (βλ. Πίνακα 7).
Σύμφωνα με αυτές τις προβολές, κατ’ εκτίμηση ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα είναι 11,5 εκατ. άτομα, με τον δείκτη εξάρτησης από 27,8% το 2009 να υπερδιπλασιάζεται το 2050 στα επίπεδα του 58,6%. Ενώ στον Πίνακα 8, ο οποίος παρουσιάζεται με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, φαίνονται οι πληθυσμιακές προβολές που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη το 2013. Σε αυτόν παρατηρούμε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμάται για το 2050 σε 11,575 εκατ. και το 2060 σε 11,3 εκατ. και ο δείκτης εξάρτησης (dependency ratio) κινείται στα ίδια επίπεδα με αυτά της αναλογιστικής μελέτης που εκπονήθηκε το 2009.
Συμπερασματικά, από τους Πίνακες 7 και 8 παρατηρούμε ότι οι πληθυσμιακές προβολές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν σχεδόν ίδιες και μέχρι τα τέλη του 2013 η Eurostat εκτιμούσε τον πληθυσμό της Ελλάδας για το έτος 2050 σε 11,3 - 11,5 εκατ. άτομα.
Αυτό είναι ένα σημείο το οποίο απαιτείται να επισημανθεί, γιατί στη μελέτη που εκπόνησαν οι εκπρόσωποι των δανειστών (ΔΝΤ, Ε.Ε., ΕΚΤ) για το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας, με σημείο αναφοράς την 31.12.2014, χρησιμοποιήθηκαν οι παροχές του Ageing Report 2015, το οποίο υιοθέτησε τις δημογραφικές προβολές της Eurostat (EuroPop 2013), οι οποίες ανακοινώθηκαν τον Ιούλιο του 2014. Σε αυτές τις δημογραφικές προβολές, ο πληθυσμός της χώρας εκτιμάται το 2060 σε 8,6 εκατ. άτομα! Δηλαδή σχεδόν κατά 2,7 - 2,9 εκατ. άτομα λιγότερος!
Με άλλα λόγια, ενώ όλες οι δημογραφικές προβολές από το 2007 και μετά εκτιμούν τον πληθυσμό της Ελλάδας στα 11,3 εκατ. άτομα, ξαφνικά, ο πληθυσμός της χώρας μας εκτιμάται (Eurostat, Ageing Report 2015) σε 8,6 εκατ. άτομα, σε βαθμό μάλιστα που αυτή η εκτίμηση του πληθυσμού να χρησιμοποιείται ως βάση για τις αναλογιστικές αποτιμήσεις των δανειστών.
Η αιτιολογία αυτής της εκτίμησης από τους δανειστές ήταν ότι θα υπάρξει υψηλό επίπεδο αρνητικής μετανάστευσης, με την έννοια ότι όχι μόνο πια δεν θα έρχονται οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα, αλλά θα μεταβαίνουν οι Έλληνες ως οικονομικοί μετανάστες σε χώρες του εξωτερικού.
Η πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα θα είναι αυτή των ετών 2010-2016. Όμως, επιστημονικά δεν θεωρείται μεθοδολογικά ορθό και έγκυρο μια συγκεκριμένη περίοδος οικονομικής ύφεσης να προβάλλεται στα 50 έτη και να χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, ειδικά όταν πρόκειται να επηρεάσει το σημερινό βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων όσο και των εργαζόμενων.
Λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμογή του Ν. 3863/2010 και την αύξηση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης που προκαλεί ο συγκεκριμένος νόμος, σε συνδυασμό με τις σημαντικές μειώσεις των συνταξιοδοτικών δαπανών, για κύριες και επικουρικές συντάξεις (μόνο η περικοπή των δύο συντάξεων των δώρων αποτελεί μείωση 15% στη συνταξιοδοτική δαπάνη), θα αναμενόταν μια σημαντική βελτίωση στη μετατόπιση του αναμενόμενου έτους μηδενισμού των αποθεματικών.
Αντίθετα, το γεγονός της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας, που επέφερε τη σημαντική μείωση των εσόδων από εισφορές, η σημαντική μείωση του ΑΕΠ, που προκάλεσε την αύξηση του δείκτη συνταξιοδοτικών δαπανών προς ΑΕΠ του άρθρου 11 του Ν. 3863/2010, και η μείωση των αποθεματικών των ταμείων λόγω του PSI, οδήγησαν στην εξαφάνιση των πόρων που εξοικονομήθηκαν από τις μειώσεις των συντάξεων, κατ’ επιταγήν των Μνημονίων, καθώς και στη μετατόπιση της εκτιμώμενης βιωσιμότητας του ΣΚΑ μόνο κατά 2 έτη.
Στις εκτιμήσεις και προσημειώσεις των προσεγγίσεών μας, στην περίπτωση όπου δεν υπήρχαν οι επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης (ραγδαία αύξηση της ανεργίας και μείωση του ΑΕΠ), και λαμβάνοντας υπόψη τις μειώσεις στις κύριες συντάξεις, καθώς και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, το αναμενόμενο έτος μηδενισμού των αποθεματικών εκτιμήθηκε:
Στο 2009, χωρίς τη μείωση της περιουσίας των Ταμείων λόγω του PSI και χωρίς τους κοινωνικούς πόρους (βλ. Διάγραμμα 14).
Στο 2025, με τη μείωση της περιουσίας λόγω του PSI και χωρίς τους κοινωνικούς πόρους (βλ. Διάγραμμα 15).
Με άλλα λόγια, η οικονομική κρίση και η ύφεση της ελληνικής οικονομίας μετέφερε το αναμενόμενο έτος μηδενισμού των αποθεματικών κατά 10-14 έτη νωρίτερα από τους υπολογισμούς των θεσμών (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ε.Ε.).
Μια ακόμη παράμετρος που οδήγησε στο να μείνει σχεδόν σταθερό το αναμενόμενο έτος μηδενισμού των αποθεματικών ήταν η μεταβατική περίοδος μέχρι την εφαρμογή του Ν. 3863/2010 (2011-2015). Περίοδος η οποία οδήγησε σε ραγδαία αύξηση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των συνταξιοδοτήσεων, από 0,5% με 1% περίπου κατ’ έτος σε 2,5% με 3% (3 και 4 φορές αύξηση των συνταξιοδοτήσεων), αφού οι συνταξιούχοι από 2.350.830 το 2008 αυξήθηκαν σε 2.632.650 το 2013, με συνέπεια την αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών και τη διαμόρφωσή τους (το 2013) σε επίπεδο αντίστοιχο με αυτό του έτους 2008 (31,3 δισ. ευρώ) παρά τις σημαντικές μειώσεις των συντάξεων, σύμφωνα με τα Μνημόνια.
Σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση και τη μείωση του ΑΕΠ, ο δείκτης συνταξιοδοτικών δαπανών προς το ΑΕΠ εμφανίζει ραγδαία αύξηση, όπως αποτυπώνεται και στον Πίνακα 9.
Σύμφωνα όμως με το πρώτο Μνημόνιο και τον Ν. 3863/2010 άρθρο 11, ο δείκτης αυτός δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 15,5% μέχρι το 2060 και, αφού από το 2012 ξεπερνούσε αυτό το όριο, λόγω της συνδυασμένης επίδρασης της αύξησης του αριθμού των συνταξιοδοτήσεων και της μείωσης του ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές, οι δανειστές συνέχιζαν και συνεχίζουν, ιδιαίτερα το ΔΝΤ, να επιμένουν σε μειώσεις της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Πώς όμως θα ήταν περιεχόμενο του Πίνακα 9 στην περίπτωση που το ΑΕΠ της χώρας παρέμενε στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2010, δηλαδή στα επίπεδα των 220 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 6% σε σχέση με αυτό το 2008; Τότε ο Πίνακας 9 θα είχε τη μορφή του Πίνακα 10.
Στην περίπτωση αυτή, όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα 10, ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ θα ικανοποιούσε το όριο του 15,5% του άρθρου 11, του Ν. 3863/2010, και θα ήταν ακόμα μικρότερος αν λάβουμε υπόψη και τη ραγδαία αύξηση του ρυθμού των συνταξιοδοτήσεων που προκάλεσε η μεταβατική περίοδος 2011-2015 του Ν. 3863/2010.
Από αυτή τη συγκριτική ανάλυση, τα ευρήματα που προκύπτουν αναφέρονται στον συνδυασμό των πολιτικών που οδήγησαν την οικονομία σε ύφεση, στη ραγδαία αύξηση των συνταξιοδοτήσεων που προκάλεσαν η ύφεση και ο Ν. 3863/2010 και στις λανθασμένες εκτιμήσεις των δανειστών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, που έφεραν το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης σε αδιέξοδο στα μέσα του 2015.
Επιπλέον, το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης δεν ήταν συγκροτημένο με βάση τις αρχές της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της αλληλεγγύης των γενεών, αφού και η μελέτη του 2008 έδειχνε ότι το αναμενόμενο έτος μηδενισμού των αποθεματικών ήταν το 2013, αλλά, όπως φάνηκε στα Διαγράμματα 14 και 15 των αναλογιστικών προβολών των χρηματοροών, μια διόρθωση στο ύψος των συντάξεων με τις μειώσεις του πρώτου Μνημονίου και μια αύξηση της κατά γενική ομολογία χαμηλής μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης των 59 ετών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες βιωσιμότητας μέχρι και το 2030, χρόνο επαρκή ώστε να σχεδιαστούν με προσοχή τα επόμενα βήματα.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι μετά το 2032, όταν θα εμφανίζονται οι επιδράσεις του Ν. 3862/2010 και αφού θα είχαν συνταξιοδοτηθεί όλοι οι λεγόμενοι παλαιοί ασφαλισμένοι (οι ασφαλισμένοι πριν από το 1993 με βάση τον Ν. 2084/1992), ο ρυθμός μεταβολής της αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών θα μειωνόταν αισθητά.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1931 στις 25-08-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου