analitis
του Jeffrey D. Sachs*
Η μεγαλύτερη οικονομική είδηση της χρονιάς ήρθε σχεδόν χωρίς προειδοποίηση: Η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, σύμφωνα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και, ενώ το γεωπολιτικό κύρος της Κίνας αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, παράλληλα με την οικονομική δύναμή της, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να σπαταλούν την παγκόσμια πρωτοπορία τους, λόγω της ανεξέλεγκτης απληστίας των πολιτικών και οικονομικών ελίτ και την παγίδα που οι ίδιες έστησαν, του διαρκούς πολέμου στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το ΑΕΠ της Κίνας θα είναι 17.6 τρις δολάρια το 2014, υπερβαίνοντας αυτό των ΗΠΑ στα 17.4 τρις δολάρια. Φυσικά, επειδή ο πληθυσμός της Κίνας είναι περισσότερο από τέσσερις φορές μεγαλύτερος, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, στα 12.900 δολάρια, εξακολουθεί να είναι λιγότερο από το ένα τέταρτο των 54.700 δολαρίων που καταγράφονται στις ΗΠΑ, κάτι που υπογραμμίζει το πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο της Αμερικής.
Η άνοδος της Κίνας είναι βαρυσήμαντη αλλά υποδηλώνει και μια επιστροφή. Έτσι και αλλιώς, η Κίνα είναι η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου απ’ όταν έγινε ενιαίο κράτος, πάνω από 2.000 χρόνια πριν, οπότε είναι λογικό ότι θα ήταν επίσης και η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Και, πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Κίνα ήταν μεγαλύτερη (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) από ό, τι οποιαδήποτε άλλη οικονομία στον κόσμο μέχρι περίπου το 1889, όταν οι ΗΠΑ την ξεπέρασαν. Τώρα, 125 χρόνια αργότερα, η κατάταξη αντιστράφηκε και πάλι, μετά από δεκαετίες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα.
Με την αυξανόμενη οικονομική δύναμη έχει έρθει και αυξανόμενη γεωπολιτική επιρροή. Οι Κινέζοι ηγέτες αντιμετωπίζονται πανηγυρικά σε όλο τον κόσμο. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν στην Κίνα το κλειδί για την ενίσχυση της εγχώριας ανάπτυξης τους. Οι Αφρικανοί ηγέτες βλέπουν την Κίνα ως το νέο απαραίτητο εταίρο της ανάπτυξης των χωρών τους, κυρίως στις υποδομές και στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Ομοίως, οι οικονομικοί σχεδιαστές και οι ηγέτες των επιχειρήσεων στη Λατινική Αμερική τώρα αντιμετωπίζουν την Κίνα, τουλάχιστον όπως τις ΗΠΑ. Η Κίνα και η Ιαπωνία φαίνεται να λαμβάνουν μέτρα για τη βελτίωση των σχέσεων τους, μετά από μια περίοδο υψηλών εντάσεων. Ακόμα και η Ρωσία έχει πρόσφατα «γείρει» προς την Κίνα, για τη θέσπιση ισχυρότερων δεσμών σε πολλά μέτωπα, συμπεριλαμβανομένων της ενέργειας και των μεταφορών.
Όπως και στις ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κίνα βάζει πραγματικά χρήματα στο τραπέζι – πολλά από αυτά – για να χτίσει ισχυρούς οικονομικούς και αναπτυξιακούς δεσμούς με χώρες σε όλο τον κόσμο. Αυτό θα επιτρέψει σε άλλες χώρες να ενισχύσουν τη δική τους ανάπτυξη, επιβεβαιώνοντας την παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική ηγεσία της Κίνας.
Ο αριθμός των κινεζικών πρωτοβουλιών είναι συγκλονιστικός. Μόλις στο περασμένο έτος, η Κίνα ξεκίνησε τέσσερα μεγάλα έργα που υπόσχονται να της δώσουν ένα πολύ διευρυμένο ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο και την οικονομία. Η Κίνα, η Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία και η Νότια Αφρική ένωσαν τις δυνάμεις τους για την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Επενδύσεων, με έδρα στη Σαγκάη. Μια νέα ασιατική Επενδυτική Τράπεζα Υποδομών, που θα εδρεύει στο Πεκίνο, θα βοηθήσει για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής (μεταξύ άλλων δρόμοι, ενέργεια, σιδηροδρομικά δίκτυα, σε όλη την περιοχή. Η ζώνη γης του Νέου Δρόμου του Μεταξιού επιδιώκει να συνδέσει την Κίνα με τις οικονομίες της Ανατολικής Ασίας, της Νότια Ασίας, της Κεντρικής Ασίας και της Ευρώπης, μέσω ενός διευρυμένου δικτύου σιδηροδρόμων, αυτοκινητοδρόμων, ενέργειας, οπτικών ινών και άλλων δικτύων. Και ο νέος θαλάσσιος Δρόμος του Μεταξιού του 21ου αιώνα αποσκοπεί σε ενίσχυση του θαλάσσιου εμπορίου σ την Ανατολική Ασία και τον Ινδικό Ωκεανό.
Συνολικά, αυτές οι πρωτοβουλίες είναι πιθανό να αξιοποιήσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία, οδηγώντας σε επιτάχυνση της ανάπτυξης των αντισυμβαλλόμενων χωρών και στην εμβάθυνση των παραγωγικών, εμπορικών και χρηματοοικονομικών δεσμών τους με την Κίνα.
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι όλα αυτό θα πετύχει ή θα προχωρήσει ομαλά. Η Κίνα έχει να αντιμετωπίσει τεράστιες εσωτερικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών και αυξανόμενων εισοδηματικών ανισοτήτων, της δραματικής ρύπανσης του αέρα και των υδάτων, της ανάγκης να προχωρήσει προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και τους ίδιους κινδύνους από την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών που ταλανίζουν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Και αν η Κίνα γίνεται πολύ επιθετική προς τους γείτονές της – για παράδειγμα, απαιτώντας δικαιώματα για εξόρυξη πετρελαίου ή του εδάφους σε αμφισβητούμενα ύδατα – θα δημιουργήσει μια σοβαρή διπλωματική αντίδραση. Κανείς δεν θα πρέπει να θεωρήσει ως δεδομένη μια πορεία χωρίς αναταράξεις για την Κίνα (ή για οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου) κατά τα επόμενα χρόνια.
Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, ακριβώς την ώρα που η Κίνα ανέρχεται οικονομικά και γεωπολιτικά, οι ΗΠΑ φαίνονται να κάνουν ό, τι είναι δυνατόν να χάσουν τα δικά τους οικονομικά, τεχνολογικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα. Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ έχει παγιδευθεί από την απληστία των πλουσίων ελίτ της, οι στενοί στόχοι των οποίων είναι η μείωση των εταιρικών και προσωπικών φορολογικών συντελεστών, η μεγιστοποίηση των τεράστιων προσωπικών τους περιουσιών και ο περιορισμός της εποικοδομητικής ηγεσίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Περιφρονούν την αμερικανική εξωτική ανάπτυξη σε τέτοιο βαθμό που έχουν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες σε μια νέα παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της Κίνας στον τομέα της χρηματοδότησης της ανάπτυξης.
Ακόμα χειρότερα, καθώς η Κίνα γυμνάζει τους γεωπολιτικούς μύες της, η μόνη εξωτερική πολιτική που οι ΗΠΑ επιδιώκουν συστηματικά είναι αδιάλειπτη και άκαρπη εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν ασταμάτητα πόρους και ενέργεια στη Συρία και το Ιράκ με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν κάποτε στο Βιετνάμ. Η Κίνα, εν τω μεταξύ, έχει αποφύγει να μπλεχτεί σε υπερπόντιες στρατιωτικές αποτυχίες του, εστιάζοντας αντ “αυτού σε οικονομικές πρωτοβουλίες από τις οποίες μπορεί μόνο να κερδίσει.
Η οικονομική άνοδος της Κίνας μπορεί να συμβάλει στην παγκόσμια ευημερία αν οι ηγέτες της δώσουν έμφαση στις επενδύσεις σε υποδομές,σ την καθαρή ενέργεια, τη δημόσια υγεία, καθώς και άλλες διεθνείς προτεραιότητες. Παρόλα αυτά, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν επίσης να ηγούνται εποικοδομητικά, μαζί με την Κίνα. Η πρόσφατη ανακοίνωση από τους προέδρους Μπαράκ Ομπάμα και Xi Jinping των διμερών συμφωνιών για την αλλαγή του κλίματος και την καθαρή ενέργεια υποδεικνύνου το καλύτερο από ό, τι είναι εφικτό να επιτευχθεί. Ο διαρκής πόλεμος της Αμερικής στη Μέση Ανατολή υποδεικνύει το χειρότερο.
* Ο Jeffrey D. Sachs, είναι καθηγητής της Βιώσιμης Ανάπτυξης, Καθηγητής Πολιτικής και Διαχείρισης Υγείας και διευθυντής του Earth Institute, στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, είναι επίσης ο Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου