Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Οι Αρνητικές Επιπτώσεις του Μνημονικού Προγράμματος

του Παναγιώτη Οικονομόπουλου 
1. Μέτρα Δημοσιονομικής Προσαρμογής
Το πρόγραμμα της τρόικας/κυβέρνησης υποστηρίζει την υπόθεση ότι  τα μετρά λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης επιτυγχάνουν ένα πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης και πλεόνασμα εξωτερικών πληρωμών, τα οποία οδηγούν στην μείωση του επιτοκίου δανεισμού και απελευθερώνουν μελλοντικό διαθέσιμο εισόδημα και πρόσθετη χρηματοδότηση με αποτέλεσμα την αύξηση της σημερινής δαπάνης και παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή όμως η υπόθεση έχει μικρές πιθανότητες επιτυχίας.
Η ύφεση που συνοδεύει την δημοσιονομική προσαρμογή προκαλεί 1) μείωση του πληθωρισμού, έστω και σταδιακά, που αυξάνει την άξια του συσσωρευμένου χρέους και 2) μείωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν την κεφαλαιακή επάρκεια της περιουσιακής κατάστασης των οικονομικών μονάδων. Συγχρόνως η ύφεση προκαλεί πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος και ως εκ τούτου αύξηση των προβληματικών δανείων. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των οικονομικών μονάδων, αποκλεισμό αυτών από την δυνατότητα χρηματοδότησης των σχεδίων δαπάνης και αύξηση του ασφάλιστρου κίνδυνου που ανεβάζει το επιτόκιο δανεισμού. Η προσδοκώμενη μείωση των μελλοντικών φορολογικών υποχρεώσεων δεν οδηγεί σε αύξηση της σημερινής δαπάνης γιατί το διαθέσιμο εισόδημα είναι μειωμένο και η δυνατότητα δανεισμού περιορισμένη. Περαιτέρω, η προσδοκώμενη αύξηση του εξωτερικού πλεονάσματος δεν είναι εξασφαλισμένη γιατί η  αύξηση της μισθολογικής ανταγωνιστικότητας μπορεί να μην είναι ικανή να καλύψει την πτώση του διεθνούς εισοδήματος, της παραγωγικότητας από την μείωση της εργατικής προσπάθειας και το υπάρχον συγκριτικό μειονέκτημα ποιότητας των προϊόντων εσωτερικής παράγωγης.


2. Ιδιωτικοποιήσεις

Το πρόγραμμα βασίζεται στον ισχυρισμό ότι η μείωση της κρατικής δραστηριότητας, μέσω της ιδιωτικοποίησης των κρατικών οργανισμών, "απελευθερώνει" συντελεστές παράγωγης και πόρους παραγωγικής διαδικασίας οι όποιοι μπορούν να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Αλλά αυτή η αποκρατικοποίηση φυσικών μονοπωλίων δικτύων και υποδομών κοινωφελών υπηρεσιών/προϊόντων δημιουργεί συγκριτικό πλεονέκτημα και δύναμη σε ιδιωτικά συμφέροντα που αγοράζουν αυτούς τους οργανισμούς. Η εξαγορές, λογά ύφεσης, εκτελούνται σε συνθήκες σημαντικής υποτίμησης της άξιας αυτών των οργανισμών και επιτρέπουν την κερδοσκοπική εκμετάλλευση μελλοντικών υπεραξιών των περιουσιακών στοιχείων τους σε βάρος της κοινότητας των πολιτών χωρίς να απαιτείται καμία πρόσθετη επένδυση παραγωγικού δυναμικού. Αυτά τα ιδιωτικά συμφέροντα για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους αυξάνουν τις τιμές, περιορίζουν την προσφορά και την στρέφουν προς τους καταναλωτές που έχουν την ανάλογη αγοραστική δύναμη και αποκλείουν την πρόσβαση από τους καταναλωτές που δεν έχουν την απαραίτητη ικανότητα πληρωμής. Αυτή η συμπεριφορά προκαλεί κοινωνική και οικονομική ανισότητα συμμετοχής στην αξιοποίηση αυτών των κοινωφελών προϊόντων από τμήματα του πληθυσμού των οικονομικών μονάδων με εισοδηματική αδυναμία.

3. Μεταρρυθμιστικοί Οροί Επιχειρηματικής Δραστηριότητας

α. Κόστος Έναρξης Επιχειρήσεων

Μια σειρά μεταρρυθμίσεων  βασίζεται στην υπόθεση ότι η κατάργηση των γραφειοκρατικών προϋποθέσεων, των προδιαγραφών λειτουργίας, των μέτρων πιστοποίησης και δανειοδότησης των νέων επιχειρήσεων επιτρέπει την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της μείωσης του κόστους έναρξης αυτών των επιχειρήσεων. Αυτή η απλοποίηση των ορών έναρξης δημιουργούν συνθήκες και κινδύνους σύστασης επιχειρήσεων υποβαθμισμένων προδιαγραφών, χαμηλής ποιότητας παροχής προϊόντων/υπηρεσιών, ανεπαρκούς κεφαλαίου και επαγγελματικών γνώσεων οι οποίες προκαλούν ζημιά στους καταναλωτές, δανειστές και κεφαλαιούχους αλλά και έχουν βραχυχρόνια και μικρή πιθανότητα επιβίωσης ώστε σπαταλούνται αξιόλογοι οικονομικοί πόροι. Τέλος η απελευθέρωση της δανειοδότησης μειώνει την μελλοντική άξια της επιχείρησης και αυτό αποτελεί αντικίνητρο δημιουργίας νέων επιχειρήσεων όταν η άδεια λειτουργίας των δεν έχει κάποια άξια μεταπώλησης.

β. Ευελιξία Επιχειρηματικής Δράσης

Αυτή επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση των κανόνων ρύθμισης και λειτουργίας και τον περιορισμό των μέτρων εποπτείας από τις κρατικές αρχές με την δικαιολογία ότι η ευελιξία και η μείωση των αγκυλώσεων δραστηριότητας επιτρέπει την ανταγωνιστική επιβίωση των επιχειρήσεων. Όμως αυτή η πολιτική απορρύθμισης του έλεγχου λειτουργίας επιτρέπει την εκμετάλλευση πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού και την δημιουργία συγκριτικού πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών που ευνοεί την συγκέντρωση της δραστηριότητας η οποία με την σειρά της οδηγεί στην συγκριτική δύναμη έναντι των καταναλωτών. Αυτή με την σειρά της φέρνει προνομιακή διαχείριση, διαφθορά και ολιγοπολιακες πρακτικές και τιμολογήσεις. Επίσης δημιουργεί κινδύνους παροχής υποβαθμισμένων προϊόντων/υπηρεσιών και εκμετάλλευση ασύμμετρης πληροφόρησης σε βάρος των καταναλωτών. Το αποτέλεσμα αυτών των στρεβλώσεων είναι να δημιουργηθούν δομές μειωμένου ανταγωνισμού και περιορισμένης προστασίας των καταναλωτών.

γ. Αυτορρύθμιση Αγοράς

Το πρόγραμμα του μνημονίου υποστηρίζει την υπόθεση ότι η αγορά ιδιωτικών και ασυντόνιστων χρονικά, τοπικά και προτιμηθήκαν συναλλαγών είναι ικανή από μονή της να αυτορυθμίζεται και να προσαρμόζεται σε τυχόν διαταράξεις. Αυτή η υπόθεση θεώρει ότι η κρατική παρέμβαση σταθεροποίησης και εποπτείας όχι μονό δεν είναι απαραίτητη αλλά και επιζήμια γιατί δημιουργεί στρεβλώσεις των ορών συναλλαγής. Για αυτό η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να αποφεύγεται και το κράτος να διατηρεί ένα περιορισμένο και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Η υπόθεση όμως είναι εσφαλμένη γιατί η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι η αγορά των συναλλαγών δεν αυτορυθμίζεται, είναι ασταθής και καταλήγει σε συνεχείς κρίσεις διαφορετικού μεγέθους! Η δημοσιονομική πολιτική επέμβασης στην οικονομία είναι αναγκαία γιατί 1) η ιδιωτική δραστηριότητα βασίζεται σε κοινές υποδομές και υπηρεσίες που μονό το κράτος μπορεί να χρηματοδοτήσει και δημιουργήσει μέσω δημοσιονομικών ελλειμμάτων (επενδυτική πολιτική) για τις οποίες ο ιδιώτης δεν έχει κίνητρο κέρδους να τις επενδύσει με βάση το κοινωνικό κόστος και 2) οι κυκλικές διακυμάνσεις και κρίσεις ύφεσης και κερδοσκοπικής υπερβολής απαιτούν μετρά έλεγχου και σταθεροποίησης όπου στην πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος η δημοσιονομική πολιτική καταλήγει παθητικά ελλειμματική και στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος  αυτή η πολιτική καταλήγει παθητικά πλεονασματική. Ο κρατικός προϋπολογισμός περιλαμβάνει ένα τμήμα παροχής κοινών υπηρεσιών  και επενδύσεων υποδομών και ένα τμήμα συνάρτησης της οικονομικής κατάστασης σχέσεων αγοράς και ιδιωτικού (παραγωγικού/χρηματοδοτικού) κεφαλαίου που έχει τάση να απορυθμίζεται από κερδοσκοπική υπερβολή και να ενεργεί σε καθεστώς εύθραυστης αστάθειας, κίνδυνου και στενότητας! 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου