Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Κυβερνώντας εν μέσω πόλωσης: Η υπηρεσιακή κυβέρνηση Στυλιανού Μαυρομιχάλη και οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963

Νέα Πολιτική


Του Σπύρου Λυγκούρη*

Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος ενός μεγάλου αφιερώματος στις υπηρεσιακές κυβερνήσεις, που γνώρισε  η χώρα την περίοδο του μετεμφυλιακού κράτους 1950-1967. Η περίοδος αυτή, που από την σύγχρονη ιστοριογραφία αποκαλείται « Καχεκτική Δημοκρατία», χαρακτηρίζεται από συχνές και θορυβώδεις εναλλαγές εξουσίας, έντονο παρασκήνιο, καθώς και από παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κυριότερων παικτών του πολιτικού σκηνικού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η παρουσία των υπηρεσιακών κυβερνήσεων έπρεπε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για την εγγύηση της σταθερότητας και νομιμότητας, εν μέσω συνθηκών ακραίας πόλωσης.

Το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Στυλιανού Μαυρομιχάλη (28.9.1963-8.11.1963), προέδρου του Αρείου Πάγου, που οδήγησε την χώρα σχετικώς ομαλά στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, οπότε και η Ένωση Κέντρου (Ε.Κ) του Γεωργίου Παπανδρέου κατήγαγε την ιστορική πρώτη της εκλογική νίκη. Η κυβέρνηση του Στυλιανού Μαυρομιχάλη προέκυψε μετά από την απoμάκρυνση της «πολιτικοϋπηρεσιακής» κυβέρνησης του Παναγιώτη  Πιπινέλη (26.6.1963-26.9.1963). Θυμίζουμε, ότι το σχήμα του Πιπινέλη ακολούθησε την παραίτηση της κυβερνήσεως της Ε.Ρ.Ε (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) του Κωνσταντίνου Καραμανλή (11.6.1963), μετά την ρήξη του Μακεδόνα πολιτικού με τον Βασιλέα Παύλο.  Μετά την εξέλιξη αυτή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε για τον εξωτερικό, με αποτέλεσμα η ηγεσία της Ε.Ρ.Ε να περιέλθει στα χέρια της τριανδρίας των Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Παναγή Παπαληγούρα και Κωνσταντίνο Ροδόπουλο.


Κατά την ολιγόμηνη παρουσία της στο προσκήνιο, η κυβέρνηση Πιπινέλη προχώρησε στην οριστικοποίηση της ημερομηνίας διεξαγωγής των εκλογών και στην ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου (ν. 4322/1963) στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Ο νόμος αυτός, που ψηφίσθηκε με την αποχή της αντιπολίτευσης (Ένωσις Κέντρου, Ε.Δ.Α και Κόμμα Προοδευτικών), στην ουσία διατήρησε τις βασικές ρυθμίσεις του εκλογικού συστήματος της «ενισχυμένης αναλογικής». Οι δύο βασικές τροποποιήσεις του αφορούσαν στην καθιέρωση της λεγόμενης Γ’ Κατανομής και την συμμετοχή στην Β’ Κατανομή, εφόσον είχε συγκεντρωθεί ένα 10% στην συγκεκριμένη εφετειακή περιφέρεια ή μία έδρα στην Α’ Κατανομή.

Η αλήθεια είναι, πως η κυβέρνηση Πιπινέλη δεν απήλαυσε της εμπιστοσύνης του συνόλου του πολιτικού κόσμου. Η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου επιζητούσε την απομάκρυνσή της, προκειμένου οι επερχόμενες εκλογές να χαρακτηριστούν από «αδιάβλητες διαδικασίες». Σε αντίθετη περίπτωση απειλούσε άμεσα με πολιτική αποχή. Από την άλλη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθυμούσε την αναβολή της εκλογικής διαδικασίας για άλλη χρονική στιγμή, καθώς θεωρούσε πως οι τότε συνθήκες δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν την πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα. Εν τέλει, στις 26 Σεπτεμβρίου 1963 η κυβέρνηση Πιπινέλη ανακοίνωσε την διάλυση της Βουλής και στις 28 Σεπτεμβρίου θα δώσει την θέση της σε νέο σχήμα  υπό τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη (1900-1981), πρόεδρο του Αρείου Πάγου, με καταγωγή από την Αρεόπολη Λακωνίας.

Η υπηρεσιακή κυβέρνηση Στυλιανού Μαυρομιχάλη ανέλαβε την υποχρέωση να οδηγήσει ομαλά την χώρα και τις εξελίξεις προς την εκλογική διαμάχη της 3ης Νοεμβρίου. Αυτό διεφάνη και στις πρώτες του δηλώσεις, αφότου λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Βασιλιά Παύλο: «Αποδεχθείς την εκ μέρους της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως εντολήν σχηματισμού υπηρεσιακής Κυβερνήσεως, εν επιγνώσει των βαρειών ευθυνών, είμαι αποφασισμένος να διενεργήσω αψόγους από πάσης πλευράς εκλογάς, με την ελπίδα ότι θα προσφέρω καλάς υπηρεσίας εις την χώραν».

Το κυβερνητικό σχήμα, που συγκροτήθηκε, αποτελείτο από τα κάτωθι πρόσωπα: Στυλιανός Μαυρομιχάλης (πρωθυπουργός και υπουργός Εσωτερικών), Δ. Παπανικολόπουλος (υπουργός Εθνικής Αμύνης), Παύλος Οικονόμου – Γκούρας (υπουργός Εξωτερικών), Χρήστος Σγουρίτσας (υπουργός Δικαιοσύνης), Ιωάννης Σόντης  (υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων), Αθανάσιος Τριανταφύλλης (υπουργός Εμπορίου), Μιχαήλ Δένδιας (υπουργός Βιομηχανίας), Αστέριος Νταής (υπουργός Συγκοινωνιών), Ιωάννης Ξανθάκης (υπουργός Γεωργίας), Νικόλαος Σμπαρούνης – Τρίκορφος (υπουργός Κοινωνικής Προνοίας)Ανδρέας Χατζιδακης (υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας), Βασίλειος Κυριακόπουλος (υπουργός Εργασίας), Πότης Τσιμπιδάρος (υπουργός παρά τη Προεδρία της Κυβερνήσεως), Χαράλαμπος Φραγκίστας  (υπουργός Βορείου Ελλάδος), Ιωάννης Παρασκευόπουλος (υπουργός Συντονισμού), Νικόλαος Γαζής (υπουργός Οικονομικών) και Χρήστος Καράσος (υπουργός Δημοσίων Έργων).

Η ανάληψη της υπηρεσιακής εξουσίας από τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη  έτυχε θερμής υποδοχής τόσο από την πλευρά της Ε.Ρ.Ε, όσο και από εκείνης της Ενώσεως Κέντρου (Ε.Κ). Γεγονός είναι πως ο Σ. Μαυρομιχάλης προσπάθησε να πετύχει μια ισότιμη αντιμετώπιση των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων και να προετοιμάσει μια εκλογική αναμέτρηση χωρίς πολλές από τις παθογένειες, που χαρακτήριζαν τις αντίστοιχες διαδικασίες των εποχών της παντοδυναμίας της συντηρητικής παράταξης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πάρθηκαν μέτρα, που αφορούσαν τον αφοπλισμό των Ταγμάτων Εθνικής Ασφαλείας (Τ.Ε.Α), που σε προηγούμενες εποχές είχαν χρησιμοποιηθεί για τον πολιτικό εκφοβισμό και την χειραγώγηση της ψήφου, και την αντικατάσταση των τοπικών νομαρχών, που είχαν τοποθετηθεί την περίοδο της δεξιάς διακυβέρνησης, από εισαγγελείς. Αποφασίστηκε, επίσης, η προσωρινή αντικατάσταση των αρχηγών της Χωροφυλακής, ενός σώματος που είχε απολέσει μέρος του κύρους του  λόγω της σύνδεσής του με ομάδες παρακρατικών ταραχοποιών. Θυμίζουμε, ότι μόλις λίγους μήνες πριν (Μάιος 1963) έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, από μέλη ακροδεξιών οργανώσεων, τα οποία είχαν την κάλυψη της ηγεσίας της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης. Τέλος, έχουμε εντολή της κυβερνήσεως προς την ηγεσία του Στρατεύματος, η οποία ζητούσε την αποχή των στρατιωτικών από οποιαδήποτε φάση του εκλογικού αγώνα. Τα μέτρα αυτά της κυβερνήσεως Μαυρομιχάλη βοήθησαν στην καλλιέργεια ενός κλίματος εμπιστοσύνης ως προς την εγκυρότητα της όλης εκλογικής διαδικασίας, που τόσο είχαν πληγωθεί από τις παθογένειες των «Εκλογών Βίας και Νοθείας» του 1961, ενώ ταυτόχρονα απελευθέρωσαν ένας μέρος του εκλογικού σώματος από τον φόβο μιας εκλογικής ανωμαλίας.

Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 διεξήχθησαν μέσα σε κλίμα απόλυτης τάξης και αποτέλεσαν την αρχή μιας πολιτικής αλλαγής στην ιστορία της χώρας. Οι κάλπες ανέδειξαν πρώτο κόμμα την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ) του Γεωργίου Παπανδρέου  με 42% (ήτοι 1.962.000 ψήφους) και 138 έδρες. Αξιωματική αντιπολίτευση κατετάγη η Ε.Ρ.Ε του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την αναγγελία των εκλογών, με 39,4% ( 1.837.000 ψήφοι) και 132 έδρες. Ένα μήνα μετά την εκλογική ήττα ο Κ. Καραμανλής θα αναχωρήσει οριστικά για το Παρίσι, όπου και θα παραμείνει 11 χρόνια μέχρι την επιστροφή του το 1974. Η ηγεσία της Ε.Ρ.Ε θα αποδοθεί στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.  Η Ε.Δ.Α  παρέμεινε κοντά στα ποσοστά, που είχε συγκεντρώσει στις εκλογές του 1961. Συγκέντρωσε 14,3% (669.000 ψήφοι) , ενώ κατέλαβε συνολικά 28 έδρες. Τέλος, στην Βουλή εκπροσωπήθηκε το Κόμμα Προοδευτικών του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη, το οποίο συγκέντρωσε 3,7% (174.000) και δύο έδρες. Στις 8 Νοεμβρίου ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Στυλιανός Μαυρομιχάλης παρέδωσε την εξουσία στον αρχηγό της πλειοψηφίας, Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος θα λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Βασιλέα Παύλο. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ο βίος της λεγομένης «Κυβέρνησης των 50 ημερών», που έδωσε με την σειρά της την σκυτάλη  στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ι. Παρασκευοπούλου. Αυτή διεξήγαγε τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964, οι οποίες ανέδειξαν την Ένωση Κέντρου σε θριαμβεύτρια με ποσοστά 52,7%. Έτσι ξεκινησε και η εποχή της πρόσκαιρης κυριαρχίας του Κέντρου στην πολιτική ζωή της χώρας.


*Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου